Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΤΟΛΕΣ



Tα λόγια της Ελένης ειπωμένα σπαρακτικά στο "ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ", ανεξίτηλα γραμμένα στο μυαλό μου και στο δέρμα μου σαν τη δική μου στολή που όμως δεν θέλω ν' αλλάξει Ελένη.

"Φύλακα, δεν έχω νερό...δεν έχω σαπούνι...δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου...

Αλλάζουν οι στολές...Φοράς γκρίζα, φύλακα;...φοράς μαύρα;...
Το όνομά μου είναι Ελένη ...
Είμαι εδώ για περίθαλψη αντικαθεστωτικού...
Πού με πάτε τώρα;
Φύλακα, δεν έχω νερό... δεν έχω σαπούνι... δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου...
Αλλάζουν οι στολές,,, πράσινη ο Γερμανός .... είσαι Γερμανός, φύλακα; Τ’ όνομά μου είναι Ελένη.
Είμαι εδώ για απόκρυψη αντιστασιακού...
Πού με πάτε τώρα;
Ήμουνα κι εγώ το ’44, το Δεκέμβρη στην πλατεία που γιόρταζε την Απελευθέρωση.
Πού με πάτε τώρα;
Αλλάζουν οι στολές... είσαι εγγλέζος, φύλακα;
Πόσο κάνει η σφαίρα; Πόσο το αίμα;
Όλες οι στολές ίδιες... φύλακα ... φύλακα
Δεν έχω νερό... δεν έχω σαπούνι... δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου...
Πού με πάτε τώρα;
Τ’ όνομά μου είναι Ελένη. Είμαι εδώ για απόκρυψη τραυματία αντάρτη...
Ναι, φύλακα, είμαι εξόριστη. Είμαι πρόσφυγας και εξόριστη από παντού... ένα κορίτσι τριών χρονών που κλαίει στην προκυμαία...
Δεν έχω νερό ... δεν έχω σαπούνι ... δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου... "




Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Κείμενο γραμμένο για το διαδικτυακό αφιέρωμα με θέμα "ζωή στη γη" και έμπνευση τον @moloch82


Από το χάος ερχόμαστε, στο χάος πηγαίνουμε, 
το μεσοδιάστημα το λέμε ζωή.
Ν. Καζαντζάκης.



Το μεσοδιάστημα που το λέμε ζωή κανείς δεν μας είπε πόσο θα διαρκέσει. Ούτε κι έχει τόση σημασία. Αυτά κι άλλα σκεφτόμουν καθώς ξεκίνησα τη μικρή απόσταση (800 μέτρα) από το σπίτι στη δουλειά. Απόσταση μικρή αλλά αρκετή για να γεμίσω με σκέψεις τον εγκέφαλό μου.

Περπατούσα με το κεφάλι ψηλά, το καπέλο αλήτικα γερμένο προς τα πίσω, το πρόσωπο αυθάδικα εκτεθειμένο στον ήλιο που μου 'παιζε πότε κρυφτούλι, πότε μου 'κλεινε το μάτι. Του το 'κλεινα κι εγώ. Μου 'δειχνε τα δόντια του, σκέφτηκα να του δείξω κι εγώ τα δικά μου. Το μετάνιωσα όμως, δεν μπορούσα να τα βάλω μαζί του. Μου 'βγαζε τη γλώσσα, ήθελα να του βγάλω κι εγώ τη δική μου. Άλλαξα γνώμη. Αντί για τη γλώσσα έβγαλα τα γάντια μου, τέντωσα τα χέρια να περάσουν πιο εύκολα μέσα μου οι χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες του. Ω ναι, αυτή είναι η ζωή μας, μια διαδρομή, μια στάση πριν, χωρίς στάση μετά. Μια διαδρομή που κάθε της εκατοστό αφήνει το σημάδι της επάνω μας, όσο σύντομη κι αν είναι. Μια διαδρομή στο χρόνο που και το δικό μας σημάδι χαράσσεται ανεξίτηλα στα κιτάπια του.
Πριν χρόνια μου έδωσαν τη ζωή χωρίς να με ρωτήσουν, μαζί μ' ένα συμβόλαιο-δώρο "ισόβιο" χωρίς θέση υπογραφής (πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα νεογέννητο να υπογράψει) κι έκτοτε η ευθύνη της διατήρησης και της συντήρησης έχει περάσει ολοκληρωτικά και ανεπιστρεπτί σε μένα. Χωρίς δικαίωμα πώλησης από μένα, εξαγοράς από άλλον ή έστω προσωρινής ενοικίασης προς ....αξιοποίησιν. Εγώ το όφελος, εγώ και τη ζημιά. Μου πήρε καιρό να πω "yes I do (agree)".

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Κάτι που δεν θα μάθεις ποτέ (διφορούμενος τίτλος)

 
Κυριακή πρωί, βροχερή μέρα, κρύος καιρός, ό,τι έπρεπε για ζεστή παρέα κι ακόμα πιο ζεστό καφέ. Αυτό το τριήμερο φαινόταν απ' την αρχή ότι θα είναι χαλαρό. Χωρίς γιορτές, χωρίς γιρλάντες και φωτεινά μπαλκόνια χωρίς υποχρεωτική θητεία στην υπηρεσία του εξαναγκασμού. Εγώ κι ο εαυτός μου με καλή παρέα. Έτσι είμαι εγώ. Διαλέγεις ένα (μένα), παίρνεις δύο (και τον εαυτό μου). Στην τιμή του ενός και σε συσκευασία "για το σπίτι", χωρίς κορδελάκια και χαρτί περιτυλίγματος. 

Μιλούσαμε επί παντός επιστητού, ξεκινήσαμε από τα παλιά για να φτάσουμε στα καινούργια που λέγοντάς τα πάλιωναν αμέσως και τα νεότερα έπαιρναν τη σκυτάλη από τα προηγούμενα, με το κόμπιασμα στη φωνή, πρόσχημα ώστε να μην τελειώσει η φράση προτού το νόημά της ολοκληρωθεί. Υπάρχουν φορές όμως που τα νοήματα δεν μας έκαναν το χατίρι, δεν συνεμορφώθησαν προς τα υποδείξεις. Νοήματα που φτάνουν στον ακροατή μας πριν από το μεταφορικό τους μέσο, δηλαδή τις λέξεις, προτού δηλαδή αυτές οι τελευταίες υποστούν τη συνηθισμένη αλλά μη συνειδητή λεπτεπίλεπτη επεξεργασία του μετασχηματισμού τους σε φράσεις, σε ανάσες, σε διαστήματα εμπλουτισμού τους με άλλα νοήματα πιο συμπαγή και πιο περιεκτικά που εκτοξεύονται στον απέναντι εγκέφαλο χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, ετεροχρονισμούς, καθυστερήσεις και λεκτικές ή άλλες συμβάσεις. 

Νοήματα που προηγούνται των λέξεων και φθάνουν απέναντι (ή δίπλα, ανάλογα κάθε φορά που βρίσκεται ο συνομιλητής μας) με απίστευτη διεισδυτική ικανότητα ώστε τ' αυτιά δεν χρειάζεται ν' ακούσουν, ο εγκέφαλος όμως τα έχει ήδη υποδεχτεί, παραλάβει, τακτοποιήσει και αρχειοθετήσει, έχει ήδη βγάλει το πόρισμα και το συμπέρασμά του και προετοιμάζεται πυρετωδώς να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του άλλου. 

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, λέμε μερικές φορές. Κάποιες άλλες πως αν οι λέξεις ήταν σφαίρες θα μας είχαν σκοτώσει. Αυτό το τελευταίο πολλές φορές το λέμε και για το βλέμμα. Το βλέμμα του άλλου. 
Ο φίλος που καθόταν απέναντί μου δεν είχε καθόλου δολοφονικές διαθέσεις για μένα. Αντιθέτως θα έλεγα και λογικό είναι αυτό, αφού είμαι καλός άνθρωπος κι όχι αναγκαστικά με την έννοια "οι κακοί είναι στη φυλακή". Γιατί δεν είναι. 
Τον ξέρω πολύ καιρό και τον ξέρω καλά. Συνεπώς η αποκωδικοποίηση του βλέμματος γίνεται μηχανικά κι ασυναίσθητα, ωστόσο η μετατροπή των κωδίκων σε ράγες πάνω στις οποίες θα πατήσει ο εγκέφαλός μου για να πάει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση γίνεται με τεράστια επιτυχία κι αυτοματισμό. 
Εν ολίγοις, δε μασάω αλλά και δεν τσιμπάω. Δεν σκιάζομαι και δεν παρεξηγώ ούτε με την καλή ούτε με την κακή την έννοια. 

Το θέλω το βλέμμα του άλλου, το κανακεύω, το προκαλώ, το ερεθίζω, μου αρέσει πολύ γιατί έχω πολύ καλά συνειδητοποιήσει ότι το βλέμμα μας είναι το μόνο πράγμα που στην ουσία δεν μας ανήκει. Έτσι κι έφυγε από το μάτι μας μετατρέπεται σε μοναδικό δώρο (ή τιμωρία) αποκλειστικά και μόνον για τον αποδέκτη. Δώρο χωρίς κάρτα αλλαγής. Τιμωρία χωρίς ελαφρυντικά. Έτσι και ξεκινήσει ένα βλέμμα το αστραπιαίο ταξίδι του, ούτε να γυρίσει πίσω μπορεί ούτε ν' αλλάξει. Οι καταστάσεις μπορεί να διορθωθούν ή να βελτιωθούν από την επόμενη ματιά που όμως είναι ένα ριζικά καινούργιο βλέμμα. Συμπληρωματικό του προηγούμενου ή αναιρετικό. Αλλά πάντως διαφορετικό. 

Το βλέμμα είναι σαν τη στιγμή που περνάει και χάνεται, σαν το νερό του ποταμού που δεν είναι ποτέ ίδιο στο ίδιο σημείο. Παραμένει ωστόσο ένας μοναδικός κι ασυναγώνιστος μεταφορέας νοημάτων που προσπαθούν να κρατηθούν μυστικά, σκέψεων που είναι αναποφάσιστες. 
Το βλέμμα είναι κάτι που ποτέ δεν θα μπορέσει να δει ο ιδιοκτήτης του παραγωγικού του μέσου, δηλαδή των ματιών. Μπορεί να είναι κραυγή, μπορεί επιθυμία, ίσως επίπληξη ή παράπονο, πολλές φορές παράκληση ή πρόσκληση. Μπορεί να είναι ποίημα που σχηματίζεται στο διηνεκές, ιστορία που πλάθεται διαρκώς χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Σημάδι που διαδέχεται το ένα το άλλο αέναα και ανεξίτηλα χαρασσόμενο στον ατέρμονα ιμάντα της διανοητικής δραστηριότητας. Εξαρτάται ποιόν κοιτάμε. Εξαρτάται ποιός μας κοιτάζει. Πάντα όμως προορίζεται για κάποιον άλλον ο οποίος είναι ο μόνος που θα αποφασίσει τί θα το κάνει. Εσύ μπορεί να μην ξέρεις τις συνέπειες του βλέμματός σου, μάθε όμως πως το βλέμμα λέει πάντα την αλήθεια ακόμη κι αυτήν που εσύ αγνοείς. Κάποιος άλλος ξέρει πριν από σένα αυτό που εσύ ίσως ποτέ δεν θα μάθεις. 
Οι ελπίδες που κάποτε εναπόθεσες στον καθρέφτη διαψεύστηκαν σφόδρα. 
Γιατί εκεί μπορείς να κοιτάξεις μόνο τον εαυτό σου. Όχι πως αυτό είναι πάντα εύκολο. 

Αν αξίζει ο άλλος, αφιέρωσε στο βλέμμα του λίγο χρόνο, να καταλάβεις τί σημαίνει, τί θέλει να σου πει. Αν αξίζει ο άλλος, μην προσποιείσαι, στάσου με θάρρος και πες "εγώ είμαι", δέξου το βλέμμα του σαν δώρο όχι σαν απειλή. Κι αν δεν θέλεις να πάρεις το ρίσκο της ερμηνείας, απλά ρώτησέ τον. Αν αξίζει αυτός ο άλλος, θα σου πει. Μπορεί ο ίδιος να μην μπορεί να δει το βλέμμα του γνωρίζει όμως το περιεχόμενό του. 

.... 

Μακάρι να 'ταν λιγότερες οι φορές που ευχήθηκα να ισχύει η δική μου εκδοχή για κάποιο βλέμμα. Ξέρω όμως πόσες φορές λάθεψα. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή ο εγκέφαλός μου ανέβηκε στη σωστή ράγα. Αφού υπάρχουν καταστάσεις που αξίζει να τις ζει κανείς έτσι κι αλλιώς. Ό,τι κι αν λένε τα βλέμματα, αρκεί που υπάρχουν.