Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΧΡΩΜΑΤΑ

Κόκκινο (13/4/2013, 18:00)
Με κόκκινο και βλέμμα φωτιά
Με λέξεις καρφιά
Με φράσεις αρραγείς
Γεμάτες νοήματα
Που συλλέγεις
Από τους κάδους των αισθημάτων
που αφήνουν οι άνθρωποι
Ράκη αυτοί
Ρακοσυλλέκτης εσύ.
Στα λερωμένα αποκτήματα
Βάζεις τους τόνους για στολίδια.
Πυκνά πάθη
Συχνά λάθη
Πάντα θυσία
στο βωμό του ανεκπλήρωτου.
Κοιτάς το είναι μου
Και βγάζεις την ψυχή μου
Μίγμα απορίας κι ερωτήσεων
γι’ αυτό που δεν κατάφερα
Δεμένη
στον τροχό του αγεφύρωτου χάσματος
Εγκλωβισμένη
Ανάμεσα στο κλισέ του «ίσως»
των υπεκφυγών
Που «αυτονόητο» ονόμασαν
Χάριν οικονομίας του λόγου
Χάριν αδυναμίας του αληθούς.
Γι’ αυτό κι εγώ πέταξα το κλειδί
Έκλεισα ρωγμές
Με χρώμα αδιαπέραστο
κόκκινο της φωτιάς.
Έκλεισα λογαριασμούς
με χρώμα συμπαγές
κόκκινο της καρδιάς.
Έκλεισα εκκρεμότητες
Τις έβαψα κόκκινες κι αυτές
Του πάθους.
Κατέβηκα τη σκάλα κινδύνου
Τρέχοντας
Να γλιτώσω από τον ποιητή
που είδε μέσα μου.
Γκρεμοτσακίστηκα.
Απόσταση μεγάλη από το έδαφος
που νόμιζα ασφαλές
αλλά ήταν της απώλειας.



Κίτρινο (21/4/2013, 16:00)
Έψαξα το κλειδί.
Αυταπάτη.
Η πόρτα είχε μόνο είσοδο.
Από πού να φύγω;
Όμως... έκλεισα τις οπές της
με χρώμα πυκνό κίτρινο,
χλωμό
Να μη μπορείς να δεις
τί κρύβεται πίσω της   
Έβαψα με θάρρος
την προσπάθεια   
Όρμηξα στην έξοδο κινδύνου 
Να σωθώ από τον ποιητή
Που με καταδίωκε    
Που «έσπασε» το συμπαγές
Αποσύνθεσε το χρώμα
Δεν ήταν το κίτρινο του ήλιου
Ούτε της μαργαρίτας
Και βέβαια όχι της λάμψης
απατηλής ή άλλης.
Ήταν μεμβράνη που με τύφλωνε
Ξεχειλωμένη πια, άρα διαφανής
Έτοιμη να σπάσει.
Ο ποιητής ακόμη εκεί
Με εργαλεία τις λέξεις του
Με γνώση τις σκέψεις του
Διέσπασε το χλωμό
και διαφανές το έκαμε
Ώστε μπόρεσε τελικά να δει μέσα μου.
Προσπάθησα να καθαρίσω τα μάτια
από την υγρή ανυπαρξία μου.
Η έξοδος ήταν στενή
Δεν το πρόσεξα.
Έπεσα με δύναμη επάνω της.
Τσακίστηκα ξανά.   
Το βάρος της θέλησής μου
την έσπασε.
Απόσταση μεγάλη από το άνοιγμα
Που νόμιζα επαρκές
για να χωρέσει τις προσδοκίες μου
τον αγώνα μου
τον όρκο μου
τον καημό μου
Μέχρι την άλλη μεριά
Μιας άλλης ζωής που έμοιαζε νεκρή.
Δεν θέλησα.
Έφυγα με δύναμη μπροστά.
Πέταξα
Με φτερά τα μάτια μου
Ορθάνοιχτα.
Η περιέργεια με δικαίωσε
Εκεί θα ζούσα
Κάποτε.





Μπλε (21/4/2013, 14:00)
Το μπλε σε μάτια με περίγραμμα
Διακεκομμένης γραμμής
Μια αλήθεια, ένα ψέμα
Προσοχή στο κενό ανάμεσά τους
Είναι η παγίδα της ευπιστίας μας
Είναι η λαίλαπα της αυταπάτης μας
Είναι η απογοήτευση γι’ αυτό που δεν ήρθε
Είναι ο ζόφος της εποχής που δεν περιμέναμε
Είναι ο τρόμος της κοινωνίας που καραδοκεί
Να κρυφτεί πίσω από το παρελθόν της
Που ανύπαρκτο παρ’ όλα αυτά
της βγάζει τη γλώσσα
«ψάξε, ψάξε δεν θα με βρεις».
Είναι ο συρμός των προσδοκιών μας
Που βαίνει σε αδιέξοδο
Μπρος πίσω ο μηχανοδηγός του
Σε προσπάθεια απέλπιδα
Να βρει το μπλε της ελπίδας
Που έχει προ πολλού ακυρωθεί.
Κι όμως
Αυτό το μπλε
με διαλυτικό τα όνειρα
Γίνεται γαλάζιο
Και μετά ουρανός
Με τα σύννεφα
Γκρίζα κάποτε
Πολύτιμα στολίδια όμως
Να διακόπτουν την μονοτονία
Του ενιαίου
Του αδιαίρετου
Του ακίνητου
Του υποσχόμενου
το κενό.



Μαύρο (10/4/2013, 18:00)

Με μαύρο ύφανα το λευκό
και σχέδια βγαλμένα
από το άπειρο
Ξέβαψα το κόκκινο
με δάκρυα πικρά
Κέντησα το μπλε
με άδειες φλέβες
Κράτησα το αίμα τους
Να φτιάξω κρόσσια
Στο μαξιλάρι που πάνω του έγειρα
Να ξεχάσω αυτά που δεν μπόρεσα
Να μην τρομάζω απ’ αυτά
που θα γίνω.
Κι όταν ξυπνώ
Το μαύρο χρώμα
του περιεχομένου του
Δεν μ’ αφήνει να διακρίνω
τη στιγμή
Που όλα θα τραβηχτούν στην άκρη
Σαν κουρτίνα που πάλιωσε
Που σκίστηκε
Που λερή κι άχρηστη
Θα κρέμεται, ίσα ίσα
να την τραβήξει η Σκάρλετ
να ντύσει τη γύμνια
της ματαιοδοξίας της.
"Frankly my dear I don’t give a damn".
Τώρα είμαι μόνη
προς το παρόν
Στο κάτω σκαλί
Της φαρδιάς σκάλας
του καινούργιου
Που ωστόσο είναι το πρώτο
με υλικό από το παλιό οικοδόμημα
που κατέρρευσε.
Θα το ανέβω
Ν’ αγναντέψω τα υπόλοιπα
Που με μαθηματική ακρίβεια
Και πειθαρχημένα
Δίνουν τη θέση τους το ένα στο άλλο
Μεταφέροντας εμένα
Διαδοχικά από το τίποτα
στο κάπου.
Σηκώνω το κεφάλι
Κοιτώ το τέλος της,
τον προορισμό μου.
Δεν είναι ορατός.
Τα πόδια δεν κινούνται
Με αμήχανη σιωπή
αναρωτιούνται και αυτά.
Quo vadis;
Η σκάλα κυλιόμενη
Σαν σε σταθμό υπόγειου σιδηρόδρομου
Αναλαμβάνει την ευθύνη
Της μεταφοράς μου
Στο χθες
μήπως τολμήσω
το αύριο.


Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Ένας "θόρυβος", ο βήχας και οι ξυλόπροκες


Ξύπνησα από έναν θόρυβο που δεν αναγνώριζα και που ερχόταν απ' έξω. Δεν έδωσα σημασία αλλά άκουσα τη μαμά...
- Γιάννη ξύπνα, τί είν' αυτό; (Ο Γιάννης ήταν ο μπαμπάς αλλά να υποθέσω πως τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται).
Ο μπαμπάς ήταν ελαφρώς βαρήκοος από ένα ατύχημα και καθώς ξύπνησε από τα σκουντήγματα της μαμάς απότομα δεν άκουγε καν τί του έλεγε εκείνη παραξενεμένη, ούτε λόγος ν' ακούσει και ν' απαντήσει στην ερώτηση τί ήταν αυτό που ακουγόταν.
Το σπίτι μας ήταν ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας που δεν έβλεπε όμως στον κεντρικό δρόμο αλλά σ' ένα δρομάκι πίσω. Σηκώθηκα σιγά σιγά, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα του δωματίου μου κι αυτός ο θόρυβος που όλοι ακούσαμε - πλην της αδελφής που κοιμόταν ακόμη τον ύπνο του δικαίου - μπήκε δυνατός μέσα στο σπίτι. Αλλά παρέμενε ακαθόριστος και σε μας αλλά απ' ό,τι κατάλαβα και σε άλλους ανθρώπους που επίσης κρυφοκοίταζαν από τα μπαλκόνια της απέναντι πολυκατοικίας.
Γκρ γκρ γκρ γκρ γκρ γκρ...

Την ώρα που πήγαινα στο δωμάτιο των γονιών μου είδα τη μαμά να φοράει τη ρόμπα της, να λέει σ' εμένα "μείνε στο κρεβάτι σου" και στο μπαμπά "πάω στην είσοδο της πολυκατοικίας να δω, αλλά δεν ξέρω, κάτι μου λέει πως δεν είναι για καλό, δεν θ' ανάψω φώτα, θα πάρω φακό".

Στο μεταξύ ξύπνησε κι η αδελφή μου, της είπα για την αναστάτωση που επικρατούσε, άκουσε κι εκείνη το θόρυβο κι όταν ο μπαμπάς μπήκε στο δωμάτιο μας είδε αγκαλιασμένες.
- Τί ειν' αυτό μπαμπά;
- Δεν ξέρω, τώρα θα πάει η μάνα σας να δει.

Όλα αυτά τα έλεγε βογγώντας όπως έκανε όταν τον πονούσε πολύ το στομάχι του. Παραξενεύτηκα γιατί το προηγούμενο βράδυ ήταν εντελώς καλά.
- Φτιάξε μου σε παρακαλώ ένα χαμομήλι, είπε στην αδελφή μου, αλλά μην ανάψεις φως στην κουζίνα, άναψε το φως του διαδρόμου.
Κι ενώ η αδελφή μου σηκωνόταν για το χαμομήλι του μπαμπά, εγώ ξεγλίστρησα κι ακολούθησα τη μαμά χωρίς να με αντιληφθεί. Μόλις βγήκε από το διαμέρισμα, άνοιξα σιγά σιγά την εξώπορτα για να δω... αφού στο μεταξύ είχαμε ακούσει κι άλλες πόρτες διαμερισμάτων ν' ανοίγουν όπως και βήματα στο διαμέρισμα του πάνω ορόφου.
Η μαμά κατέβαινε τις σκάλες με το φακό και πίσω της ακολουθούσε μια άλλη κυρία... Την ίδια στιγμή η φίλη της, η κα Πούλα, ανέβαινε από τον πρώτο όροφο για να μας χτυπήσει - όπως είπε - αλλά η μαμά και η άλλη κυρία είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν. Την άκουσα όμως έντρομη να λέει:
- Γρήγορα, ελάτε σπίτι μου να δείτε...
Tο δικό της διαμέρισμα έβλεπε στον κεντρικό δρόμο...

Μπήκα σπίτι, έκλεισα την πόρτα, η αδελφή είχε ήδη ετοιμάσει το χαμομήλι, χώθηκα στα σκεπάσματα του δικού της κρεβατιού, ήρθε κι εκείνη, με πήρε αγκαλιά.
Ο μπαμπάς βογγώντας ρωτούσε τον εαυτό του "μα γιατί αργεί η μάνα σας, πάω να τη βρω".
- Μπαμπά... δεν είναι στην είσοδο, είναι με την κα Ελένη στο σπίτι της κας Πούλας.

Εκείνη τη στιγμή η μαμά άνοιγε την πόρτα μας και είπε "ελάτε όλοι κάτω, στης Πούλας".
Κατεβήκαμε... στα σκοτάδια... με το φακό... μπήκαμε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κι εκεί είδαμε την κα Πούλα και τον άντρα της να στέκονται μπροστά στη μπαλκονόπορτα και να κοιτάζουν ανάμεσα από τα δύο φύλλα της κουρτίνας. Παραμέρισαν για να κάνουν χώρο στη μαμά και το μπαμπά μου. Χώθηκα κι εγώ ανάμεσα στα πόδια τους... δεν έβλεπα όμως αλλά άκουσα πολύ καλά το μπαμπά να λέει σα χαμένος "τανκς"!!!
Δεν ήξερα τί ήταν αυτό το "τανκς"... λούφαξα πίσω από την αδελφή μου η οποία μάλλον ήξερε τί ήταν. 10 χρόνια μεγαλύτερη όλο και κάτι περισσότερο θα είχε προλάβει να μάθει. Μαζεύτηκαν οι μεγάλοι στη μέση του σπιτιού και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Τότε εγώ βρήκα ευκαιρία, άνοιξα λίγο τη μπαλκονόπορτα κι έρποντας βγήκα στο μπαλκόνι. Και είδα αυτά που ο μπαμπάς είχε πει "τανκς". Ένα απ' αυτά ανέβαινε το δρόμο κι ένα άλλο τον κατέβαινε. Γκρ γκρ γκρ γκρ... Μπήκα μέσα τρομαγμένη... "πόλεμος;" ρώτησα. Ο πόλεμος ήξερα τί ήταν, πολύ καλά μάλιστα, από τη συνήθεια της μαμάς - όπως πολλές φορές σας έχω πει - να μου διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο και την κατοχή αντί για τη χιονάτη και την κοκκινοσκουφίτσα.
Τότε άνοιξαν το ραδιόφωνο...
"Ελληνίδες, Έλληνες", έλεγε η στριγγή φωνή.
- Όχι, δεν είναι πόλεμος, είναι "σαν" πόλεμος, είναι πραξικόπημα, δικτατορία!!!
Και αυτές άγνωστες λέξεις για μένα.
Ένιωσα πως ξαφνικά μεγάλωσα πολύ. Μέσα σε λίγα λεπτά έμαθα καινούργιες λέξεις όπως "τανκς, δικτατορία, πραξικόπημα". Το νόημά τους θα το μάθαινα σιγά σιγά τις μέρες που θ' ακολουθούσαν.

Την επομένη, τη μέρα που ξημέρωσε δηλαδή, δεν πήγαμε σχολείο. Ούτε ο μπαμπάς στη δουλειά του. Μείναμε κλεισμένοι στο σπίτι πότε στο ένα διαμέρισμα και πότε στο άλλο. Ήταν πολύ ωραία!!!
Το βράδυ ξανακατεβήκαμε στης κας Πούλας. Με σβηστά τα φώτα. Υπήρχε λέει κι απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Ανοίξαμε λίγο τη μπαλκονόπορτα κι εγώ με την αδελφή και τη μαμά ξαπλώσαμε στο δάπεδο του μπαλκονιού όπου ανάμεσα στις γλάστρες με τους φίκους βλέπαμε το δρόμο.
Υπήρχαν αστυνομικοί, δυό - δυό, τρεις - τρεις που περπατούσαν πάνω κάτω το δρόμο. Αισθάνθηκα πως κάποιοι είχαν σταματήσει κάτω από το μπαλκόνι και μιλούσαν ψιθυριστά. Τότε μ' έπιασε βήχας. Προτού η μαμά με χώσει άρον άρον μέσα στο σπίτι πρόλαβα και τους άκουσα να λένε "Να κάνεις γαργάρες με ξυλόπροκες".
Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ. Ούτε πρόκειται. Και κάθε φορά που έχω βήχα αυτό θυμάμαι. Και ξαναγυρίζω σ' εκείνη τη μαύρη μέρα. Το καλό είναι πως για λίγο ξαναγίνομαι παιδί. Με θράσος, αναίδεια κι άγνοια κινδύνου. Αλλά και με βήχα που θα τον θεράπευαν οι ξυλόπροκες.

Κι έτσι, αγαπητό μου ημερολόγιο, κύλησε το πρώτο εικοσιτετράωρο αυτής της μαύρης περιόδου που από τούδε κι εφεξής, χάριν συντομίας θα το λέγαμε "Χούντα".


Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ!!!


Αγαπητό μου Ημερολόγιο

Τα θέματα που έρχεσαι στον ύπνο μου και θίγεις είναι πάρα πολύ σημαντικά, ωστόσο θα ήθελα να σταθώ κυρίως σε ένα, το οποίο όμως ενυπάρχει πια ως «πρόβλημα» σε ολόκληρη τη νεοελληνική κοινωνία. Θέλω να πω ότι έχουν ήδη εμφυτεύσει μέσα στο μυαλό μας πως πρόκειται για ένα, ενιαίο, ομοούσιο κι αδιαίρετο πρόβλημα. Με μία μορφή, μία οσμή, μία λύση. 
Γι' αυτό λοιπόν ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ. 

(Κι έχεις κι αυτό το παλιοκουμμούνι τον Ρούσβελτ να κάνει Ντιλς και να ισχυρίζεται πως καλύτερα ένας άνθρωπος ν' ανοίγει τρύπες το πρωί κι ένας άλλος να τις κλείνει το βράδυ προκειμένου να καταπολεμηθεί η ανεργία. Κι έρχεσαι τώρα εσύ και μου λες να στείλουμε μερικές χιλιάδες ακόμη ανθρώπους στην ανεργία. Δεν είν' κακό!) 

Τα παρακάτω έγραφα στο περιοδικό ΛΕΥΓΑ δύο χρόνια πριν... τα παρακάτω πιστεύω και σήμερα... Αλλά επειδή λύση δεν βρίσκω, άσε που δε με ρωτάει και κανείς, το ζήτημα να λυθεί μεμιάς και δια παντός. 
ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ. 

"Είναι πολύ βολικό να ξεκινάμε μια συζήτηση έχοντας δεδομένο ένα πρόβλημα, ξεχνώντας πως ό,τι έχει σχέση με την κοινωνία δεν είναι μαθηματικά, οπότε οι απόλυτες έννοιες, τα θεωρήματα και τα αξιώματα δεν έχουν θέση. Το ζήτημα της εποχής των μνημονίων: Να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι; Οι περισσότεροι από εμάς, έχοντας πολλές κακές εμπειρίες από το δημόσιο γενικά και από εκείνους που απασχολούνται σε αυτό, απαντάμε αβασάνιστα «ναι», συνήθως χωρίς να θέτουμε προϋποθέσεις, εκείνες τουλάχιστον που θα θέταμε για το ίδιο ερώτημα αν αφορούσε τον ιδιωτικό τομέα. Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να «δείξουμε» στους ευνοημένους αυτούς εργαζόμενους τί σημαίνει να ζεις την καθημερινότητά σου με το φόβο της «απόλυσης». Φόβο που σ’ αυτή τη ζοφερή εποχή βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.

Γιατί όμως ξεχνάμε πάντα ότι οι υπάλληλοι αυτοί εργάζονται για λογαριασμό ενός κράτους διεφθαρμένου που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που θα όφειλε να είναι, δηλαδή ένα κράτος «πρόνοιας», ένα κράτος δικαίου, ένα κοινωνικό κράτος; Αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε εκείνη τη χρονική στιγμή όπου ένας δημόσιος υπάλληλος αρχίζει να γίνεται «πρόβλημα» θα διαπιστώσουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή στην ουσία δεν εργάζεται για «εμάς» αφού δεν βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση γι’ αυτό το λόγο. Ο "δημόσιος υπάλληλος" αποτελούσε και αποτελεί εργαλείο του νεοελληνικού (και όχι μόνο) – και τώρα πια εντελώς διεφθαρμένου – κράτους. Ήταν και ακόμα περισσότερο σήμερα είναι, ένας «φορέας εξουσίας» που του δόθηκε ταυτόχρονα με τον μισθό του σαν αντάλλαγμα για τις διαφορετικές υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει κάθε φορά. Ο νεοδιορισμένος υπάλληλος εκτελεί αυτές τις λειτουργίες αγνοώντας – ή μη θέλοντας να μάθει – ότι είναι το ένα από τα δύο μέρη μιας συνδιαλλαγής, έχοντας σαν «άλλοθι» ότι αυτό που επιδιώκει είναι μια εργασία και μια αμοιβή ενώ στην πραγματικότητα του προσφέρεται μια θέση κι ένας μισθός. Πολύ σύντομα αυτή η συνδιαλλαγή γίνεται φανερή και στον ίδιο, κάποιες φορές την αποδέχεται άλλοτε παθητικά, αδιαφορώντας για το αντικείμενο της εργασίας του κι άλλοτε ενεργητικά, είτε απαιτώντας και αποκτώντας μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας απέναντι στον πολίτη, είτε απαιτώντας μεγαλύτερο μερίδιο οικονομικού οφέλους μερικές φορές με παράνομους τρόπους. ΚΑΠΟΙΕΣ ή ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣ όμως. Κάτι που μας εξυπηρετεί πολύ να το ξεχνάμε.

Πιο συγκεκριμένα: Αν αγνοήσουμε – ως μη υπάρχουσες, προς χάριν της συζήτησης – τις, σε κάποιες περιπτώσεις παράνομες και διεφθαρμένες εκφάνσεις του δημόσιου ρόλου του, θα δούμε πως αυτός ο ρόλος-χαρακτήρας του δημοσίου υπαλλήλου, όπως τον αντιλαμβάνεται η εξουσία, είναι πολλαπλός. Κατ’ αρχήν ως μισθωτός αποτελεί το "κανάλι" μέσω του οποίου το κράτος διοχετεύει χρήμα (τον μισθό του) απευθείας στην πραγματική οικονομία (βλ. κατανάλωση) προσδοκώντας να το πάρει πίσω μέσω των άμεσων κι έμμεσων φόρων. Κατά δεύτερον, ως διορισμένος και μόνιμος, συγκαταλέγεται πια στους υποψήφιους που θα απαρτίσουν τον ιδιότυπο στρατό των κομμάτων εξουσίας. Τρίτον, με αντάλλαγμα τη μονιμότητα γίνεται η εμπροσθοφυλακή του εργοδότη του, δηλαδή του κράτους, για την κατάργηση του κράτους δικαίου και για τις επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα όλων των εργαζομένων. Τέταρτον, ως «εργαζόμενος», γίνεται «η βοήθεια του κράτους» για να κρατηθεί η ανεργία σε χαμηλά επίπεδα. Πέμπτον και σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, ο δημόσιος υπάλληλος μετατρέπεται πολύ εύκολα σε σημαντικό εργαλείο για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και για την καλλιέργεια κλίματος μισαλλοδοξίας και αντιπαλότητας.

Τί σημαίνει όμως απόλυση δημοσίων υπαλλήλων γενικά; Χωρίς δηλαδή να έχει προβεί σε αξιόποινες πράξεις; Και μάλιστα σε συνθήκες ολοκληρωτικής αποσύνθεσης της οικονομίας και επικείμενης καταστροφής ολόκληρων επαγγελματικών τάξεων; Σημαίνει ότι θα προστεθούν χιλιάδες άνεργοι στους ήδη υπάρχοντες. Οι άνεργοι αυτοί έχουν σοβαρά μειονεκτήματα σε σχέση με τους άλλους. Ποιά επιχείρηση σε φάση αναζήτησης προσωπικού θα προσελάμβανε π.χ. τον υπάλληλο ενός υπουργείου που δεν ξέρει να κάνει τίποτε άλλο πέραν μιας εξαιρετικά συγκεκριμένης εργασίας ή "εργασίας" που απαιτεί η θέση του;

Οι μισθωτοί του δημοσίου έχοντας σα βάση τη μονιμότητά τους έχουν σχεδιάσει τη ζωή της οικογένειάς τους σε βάθος χρόνου. Έχουν πάρει δάνεια και άλλα ρίσκα, έχουν δεχθεί δηλαδή να είναι ο εύκολος τρόπος με τον οποίο το κράτος παίρνει πίσω το μισθό τους κι ας μην ξεχνάμε ότι από αυτή την διαδικασία έχουν ωφεληθεί πολλαπλώς οι μετέχοντες της εξουσίας και η άρχουσα τάξη την οποία προστατεύουν. 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ αυτό που όλοι συζητάμε σήμερα έχει να κάνει με τις δομικές παθογένειες του δημόσιου τομέα που αν δεν αντιμετωπιστούν ριζικά και αποτελεσματικά θα γίνουν το ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό του. Κάτι που πολύ φοβάμαι ότι έχει πια συμβεί. Αφού για να αλλάξουν αυτές οι δομές θα πρέπει πρώτα απ’ όλα ν’ αλλάξει το κράτος κι αυτό φοβάμαι ότι είναι πια αδύνατον στις παρούσες και συγκεκριμένες συνθήκες. Πάντως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι απλώς «αριθμοί» ή «χρήματα στην αγορά» αλλά είναι άνθρωποι που πρέπει να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειές τους. Όσο κι αν αυτή η ανθρωποκεντρική προσέγγιση ούτε συγκινεί ούτε εξυπηρετεί πια κανέναν". 

Για όλα τα παραπάνω και για πολλά περισσότερα εξοργίζομαι με την ανθρωποφαγία που αυτή τη στιγμή είναι η κύρια τάση της ελληνικής κοινωνίας έτσι κι αλλιώς.

Γι' αυτά κι άλλα πολλά αρνούμαι να μπω στη διαμάχη "Απολύσεις ή Όχι Απολύσεις" (πέραν του αυτονόητου, όταν κάποιος έχει διαπράξει αξιόποινες πράξεις).

Γι' αυτά κι άλλα πολλά δεν τσιμπάω κάθε φορά που ακούω "Οι επίορκοι". Γνωρίζοντας πως ανήκουν στο ποσοστό που το ίδιο το σύστημα θέλει "επίορκους" ως πέμπτη φάλαγγα μέσα σ' ένα σύνολο ανθρώπων που δεν έχουν επιλέξει να είναι "επίορκοι".

Γι' αυτά κι άλλα πολλά ΞΕΡΩ πως όλα γίνονται για να ταυτιστεί 
Η ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ με την ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΟΥΣ.

Αλλά επειδή μπορεί να έχω άδικο... ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ... ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ... Να ξεμπερδεύουμε.

Αυτό ακριβώς που προπαγανίζουν - με τρόπο - κάθε βράδυ τα δελτία "ειδήσεων". Αυτό ακριβώς που "αναλύουν" Πάσχοντες "δημοσιογράφοι", Γεωργελάσαμε-και-σήμερα εκδότες, Θεωροδόπληκτα δημοσιογραφικά τρολ κι άλλοι αρθρογράφοι της συμφοράς. Που πότε τα λένε ...έτσι (όπως τα πιστεύουν αυτοί) και πότε αλλιώς (όπως τα πιστεύουν κάποιοι άλλοι), για να παίζουν με δυο μέτρα και δυο σταθμά, για να τα έχουν καλά και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Για να βρίσκουμε βρε αδελφέ κάποιες φορές να συμφωνήσουμε κι εμείς μαζί τους (οι αντιρρησίες) και σιγά σιγά θα συμφωνήσουμε μαζί τους σε όλα. Προσωπικά βλέπω το κέντημα ήδη τελειωμένο. Δεν ξέρω εσείς...

ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...
Ν' ΑΠΟΛΥΘΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΟΡΚΟΙ, ΑΕΡΙΤΖΗΔΕΣ, ΚΟΠΑΝΑΤΖΗΔΕΣ, ΣΚΙΤΖΗΔΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ! 

Όπως ακριβώς...
ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΟΙ ΤΕΜΠΕΛΗΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ...
αλλά όταν το ακούμε αυτό - αυτήν την γενίκευση - δεν μας αρέσει καθόλου κι όλο και κάποιον καλό λόγο έχουμε να πούμε για τον εαυτό μας ε;

Κι έτσι ακριβώς όπως είναι διατυπωμένο "Ν' απολυθούν οι επίορκοι αεριτζήδες, κοπανατζήδες δημόσιοι υπάλληλοι" φυτεύεται μέσα στο μυαλουδάκι μας πως ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ υπάλληλοι έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.

Και πριν σκεφτούμε τις φορές που κάποιος από αυτούς μας εξυπηρέτησε στην εφορία, κάποιος από αυτούς έμαθε δυο πράγματα παραπάνω στο παιδί μας, κάποιος από αυτούς μας περιποιήθηκε σ' ένα νοσοκομείο, κάποιος από αυτούς έσωσε τη ζωή μας, κάποιος από αυτούς μαζεύει καθημερινά τα σκουπίδια μας ('νταξ αυτοί είναι δημοτικοί υπάλληλοι), κάποιος από αυτούς με τα χρήματά του "κίνησε" (κακώς) την οικονομία, αγόρασε "οικολογικά" αλλά ακριβά καλλυντικά (που πωλούνται μόνο σε φαρμακεία), πήρε στεγαστικό ίσως μεγαλύτερο απ' όσο χρειαζόταν στ' αλήθεια, αλλά που ωστόσο με τα χρήματα αυτά κινήθηκε η οικοδομή επί σειρά ετών, ανακράζουμε: ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ.

Ε λοιπόν αυτά είναι ημίμετρα. Εγώ ανακράζω: ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ ΟΛΟΙ ΤΩΡΑ... Έτσι ώστε, αφού πια δεν υπάρχει όριο ηλικίας για τις προσλήψεις στο Δημόσιο να μπορώ κι εγώ να σχεδιάσω το μέλλον μου βρε αδελφέ... 

Γίνε κι εσύ δημόσιος υπάλληλος... Μπορείς. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Να καθαρίσει ο τόπος από τους κακούς για να έχεις εσύ, ο δήθεν καλός, μια ευκαιρία βρε αδελφέ... να γίνεις αυτό που τώρα βδελύσσεσαι και κατηγορείς με αποτροπιασμό. Και μάλιστα χειρότερος. Αφού εν τω μεταξύ το σύστημα επεξεργάζεται νέες μεθόδους ώστε να μετατρέπονται οι άνθρωποι σε "άτομα" αμίλητα, ακούνητα, αγέλαστα, πριμοδοτούμενα και χρηματοδοτούμενα. Γιατί εφόσον έχεις σαν λογική, να απολυθεί κάποιος για να προσληφθείς εσύ αυτό ακριβώς είσαι: Χειρότερος.

Με τούτα και με κείνα τα εύλογα ερωτήματα/ανεμολογήματα/ευφυολογήματα αλλά κυρίως τα απιθάνως παράλογα που βιώνουμε, αναπαλαιώνουμε και καταπίνουμε καταλήγω κι εγώ να πιστεύω πως τελικά Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols. Γκέγκε;







Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

I have a dream


I am happy to join with you today in what will go down in history as the greatest demonstration for freedom in the history of our nation.

Five score years ago, a great American, in whose symbolic shadow we stand signed the Emancipation Proclamation. This momentous decree came as a great beacon light of hope to millions of Negro slaves who had been seared in the flames of withering injustice. It came as a joyous daybreak to end the long night of captivity.

But one hundred years later, we must face the tragic fact that the Negro is still not free. One hundred years later, the life of the Negro is still sadly crippled by the manacles of segregation and the chains of discrimination. One hundred years later, the Negro lives on a lonely island of poverty in the midst of a vast ocean of material prosperity. One hundred years later, the Negro is still languishing in the corners of American society and finds himself an exile in his own land. So we have come here today to dramatize an appalling condition.

In a sense we have come to our nation's capital to cash a check. When the architects of our republic wrote the magnificent words of the Constitution and the Declaration of Independence, they were signing a promissory note to which every American was to fall heir. This note was a promise that all men would be guaranteed the inalienable rights of life, liberty, and the pursuit of happiness.
It is obvious today that America has defaulted on this promissory note insofar as her citizens of color are concerned. Instead of honoring this sacred obligation, America has given the Negro people a bad check which has come back marked "insufficient funds." But we refuse to believe that the bank of justice is bankrupt. We refuse to believe that there are insufficient funds in the great vaults of opportunity of this nation. So we have come to cash this check -- a check that will give us upon demand the riches of freedom and the security of justice. We have also come to this hallowed spot to remind America of the fierce urgency of now. This is no time to engage in the luxury of cooling off or to take the tranquilizing drug of gradualism. Now is the time to rise from the dark and desolate valley of segregation to the sunlit path of racial justice. Now is the time to open the doors of opportunity to all of God's children. Now is the time to lift our nation from the quicksands of racial injustice to the solid rock of brotherhood.

It would be fatal for the nation to overlook the urgency of the moment and to underestimate the determination of the Negro. This sweltering summer of the Negro's legitimate discontent will not pass until there is an invigorating autumn of freedom and equality. Nineteen sixty-three is not an end, but a beginning. Those who hope that the Negro needed to blow off steam and will now be content will have a rude awakening if the nation returns to business as usual. There will be neither rest nor tranquility in America until the Negro is granted his citizenship rights. The whirlwinds of revolt will continue to shake the foundations of our nation until the bright day of justice emerges.
But there is something that I must say to my people who stand on the warm threshold which leads into the palace of justice. In the process of gaining our rightful place we must not be guilty of wrongful deeds. Let us not seek to satisfy our thirst for freedom by drinking from the cup of bitterness and hatred.

We must forever conduct our struggle on the high plane of dignity and discipline. We must not allow our creative protest to degenerate into physical violence. Again and again we must rise to the majestic heights of meeting physical force with soul force. The marvelous new militancy which has engulfed the Negro community must not lead us to distrust of all white people, for many of our white brothers, as evidenced by their presence here today, have come to realize that their destiny is tied up with our destiny and their freedom is inextricably bound to our freedom. We cannot walk alone.

And as we walk, we must make the pledge that we shall march ahead. We cannot turn back. There are those who are asking the devotees of civil rights, "When will you be satisfied?" We can never be satisfied as long as our bodies, heavy with the fatigue of travel, cannot gain lodging in the motels of the highways and the hotels of the cities. We cannot be satisfied as long as the Negro's basic mobility is from a smaller ghetto to a larger one. We can never be satisfied as long as a Negro in Mississippi cannot vote and a Negro in New York believes he has nothing for which to vote. No, no, we are not satisfied, and we will not be satisfied until justice rolls down like waters and righteousness like a mighty stream.

I am not unmindful that some of you have come here out of great trials and tribulations. Some of you have come fresh from narrow cells. Some of you have come from areas where your quest for freedom left you battered by the storms of persecution and staggered by the winds of police brutality. You have been the veterans of creative suffering. Continue to work with the faith that unearned suffering is redemptive.

Go back to Mississippi, go back to Alabama, go back to Georgia, go back to Louisiana, go back to the slums and ghettos of our northern cities, knowing that somehow this situation can and will be changed. Let us not wallow in the valley of despair.
I say to you today, my friends, that in spite of the difficulties and frustrations of the moment, I still have a dream. It is a dream deeply rooted in the American dream. 

I have a dream that one day this nation will rise up and live out the true meaning of its creed: "We hold these truths to be self-evident: that all men are created equal."
I have a dream that one day on the red hills of Georgia the sons of former slaves and the sons of former slave owners will be able to sit down together at a table of brotherhood.
I have a dream that one day even the state of Mississippi, a desert state, sweltering with the heat of injustice and oppression, will be transformed into an oasis of freedom and justice.
I have a dream that my four children will one day live in a nation where they will not be judged by the color of their skin but by the content of their character.

I have a dream today.
I have a dream that one day the state of Alabama, whose governor's lips are presently dripping with the words of interposition and nullification, will be transformed into a situation where little black boys and black girls will be able to join hands with little white boys and white girls and walk together as sisters and brothers.

I have a dream today.
I have a dream that one day every valley shall be exalted, every hill and mountain shall be made low, the rough places will be made plain, and the crooked places will be made straight, and the glory of the Lord shall be revealed, and all flesh shall see it together.

This is our hope. This is the faith with which I return to the South. With this faith we will be able to hew out of the mountain of despair a stone of hope. With this faith we will be able to transform the jangling discords of our nation into a beautiful symphony of brotherhood. With this faith we will be able to work together, to pray together, to struggle together, to go to jail together, to stand up for freedom together, knowing that we will be free one day.

This will be the day when all of God's children will be able to sing with a new meaning, "My country, 'tis of thee, sweet land of liberty, of thee I sing. Land where my fathers died, land of the pilgrim's pride, from every mountainside, let freedom ring."

And if America is to be a great nation this must become true. So let freedom ring from the prodigious hilltops of New Hampshire. Let freedom ring from the mighty mountains of New York. Let freedom ring from the heightening Alleghenies of Pennsylvania!
Let freedom ring from the snowcapped Rockies of Colorado!
Let freedom ring from the curvaceous slopes of California!
But not only that; let freedom ring from Stone Mountain of Georgia!
Let freedom ring from Lookout Mountain of Tennessee!
Let freedom ring from every hill and molehill of Mississippi. From every mountainside, let freedom ring.

And when this happens, when we allow freedom to ring, when we let it ring from every village and every hamlet, from every state and every city, we will be able to speed up that day when all of God's children, black men and white men, Jews and Gentiles, Protestants and Catholics, will be able to join hands and sing in the words of the old Negro spiritual, "Free at last! free at last! thank God Almighty, we are free at last!"