Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

"Απόσταγμα" σκέψεων...

Dale Frank: Eyes seeing the back of the head neurons firing regret, 2008. Gow Langsford Gallery in Auckland City.


Πρώτη ύλη και "απόσταγμα"
Παρακολουθείστε πώς "βγαίνει" το κρασί, το τσίπουρο, η μπύρα.
Μάθετε πώς δημιουργείται ένα άρωμα. Όχι πώς "φτιάχνεται". Αυτό είναι τεχνικό θέμα.

Και μετά...
Αντικαταστήστε τα σταφύλια με τις επιθυμίες σας.
Βάλτε στη θέση των στέμφυλων τη ζωή σας.
Τοποθετείστε αντί για κριθάρι τα όνειρά σας.
Αφήστε στο έλαιο (ή και στο έλεος) της καρδιάς τα αισθήματά σας.

Δηλητήριο και βάλσαμο
Προσπεράστε τις "μπελαντόνες", μην ξεγελαστείτε από το όμορφο όνομά τους, αρνηθείτε το δηλητήριό τους, αφήστε την βιομηχανία να το κάνει φάρμακο για εμπορικούς σκοπούς.
Διαλέξτε βάλσαμο, αφήστε το να ξεκουραστεί στον χυμό της ελιάς, να λιώσει για χατίρι σας.

Έπειτα...
Αλείψτε με αυτό τις πληγές της ψυχής σας. Θα γιατρευτούν αλλά θα φυλακίσουν μέσα τους αυτό που τις δημιούργησε. Δεν θα πονούν αλλά θα είναι εκεί. Γιατρεμένες πια θα έχουν γίνει όμως κομμάτι της ύπαρξής σας. Και τα σημάδια τους θα γνωρίζουν καλά αυτό που προηγήθηκε.

Και τότε... Θα μείνει το απόσταγμα μιάς επίπονης πολλές φορές διαδικασίας που το λέμε εν συντομία "μνήμη".
Θα μείνει όμως κι ένα υπόλοιπο - ως άχρηστο υλικό - που το λέμε εν συντομία "λήθη".

Κι όμως...
Τα σπουδαία βρίσκονται ακριβώς εκεί: στον σκουπιδοτενεκέ των υποτιθέμενων άχρηστων πια υλικών τα οποία, αφού έκαναν τη ζόρικη δουλειά, μας αφήνουν με την εντύπωση ή/και την ψευδαίσθηση πως είμαστε αυτό που έμεινε, δηλαδή "αυτό που μας αρέσει".
Αυτό ακριβώς "θυμόμαστε" και με αυτό συνεχίζουμε τη ζωή μας και μετά ξανά απόσταξη, ζύμωση, εκχύλιση, ξανά χρησιμοποιημένα υλικά στον κάλαθο των αχρήστων, δηλαδή ξανά η λήθη για να ξεπεταχτεί μέσα από αυτήν η μνήμη, μεγαλοπρεπής.
Άρα...
...άνθρωπος ή κοινωνία ή λαός που καταφέρνει να ανακυκλώσει αυτά που περίσσεψαν μετά τη χρήση για την οποία προορίζονταν, είναι ένας τυχερός άνθρωπος ή κοινωνία ή λαός. Με άλλα λόγια έτσι προκύπτει ένα έξυπνο και σκεπτόμενο άτομο, μέλος μιάς δημιουργικής κοινωνίας, μέρος ενός αγωνιστή λαού/συνόλου που έχει καταλάβει πως τίποτα δεν πάει χαμένο και τίποτα δεν είναι "για πέταμα". Και τότε οι άνθρωποι θα ζήσουν καλύτερα αφού στην κοινωνία θα υπάρχει αρμονία κι αυτός ο λαός θα απολαμβάνει εκείνα για τα οποία κοπίασε.

Μνήμη και Χρόνος
Υπάρχουν φορές που ανοίγουμε ένα βιβλίο κι ενώ το έχουμε διαβάσει πολλά χρόνια πριν, διαπιστώνουμε πως δεν θυμόμαστε απολύτως τίποτε από αυτό. Ίσως απορούμε γιατί το έχουμε ξεχάσει. Ανεξάρτητα από το γεγονός αν μας άρεσε ή όχι. Μπορεί ν' αμφιβάλλουμε κιόλας για το αν πράγματι το έχουμε διαβάσει. Και ξεκινάμε το ταξίδι της ανάγνωσης ξανά... Στην πορεία ανακαλύπτουμε ότι μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού βρισκόμαστε εμείς! Ολόκληρες φράσεις τις έχουμε πει. Γεγονότα μοιάζουν να τα έχουμε βιώσει αυτούσια. Συναισθήματα ξεχειλίζουν ακριβώς σαν από τη δική μας καρδιά. Σκέψεις ξεπηδούν που είμασταν σίγουροι ότι είναι προϊόν του δικού μας μυαλού. Το βιβλίο όμως προϋπήρχε. Και σίγουρα δεν το γράψαμε εμείς. Δηλαδή αυτό ή καλύτερα ΚΑΙ αυτό βοήθησε στη διαμόρφωση της ύπαρξής μας, συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία αυτού που τελικά γίναμε.
Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με κινηματογραφικές ταινίες που ξαναβλέπουμε μετά από χρόνια ή θεατρικά έργα ακόμα και ποιήματα ή τραγούδια.
Νομίζουμε πως πίσω απ' όλα βρισκόμαστε εμείς. Ότι γράφτηκαν, ειπώθηκαν, απαγγέλθηκαν, τραγουδήθηκαν για μας. Ή ακόμη ακόμη νιώθουμε "σαν να" τα γράψαμε, είπαμε, απαγγείλαμε, τραγουδήσαμε εμείς.
Κι όμως... κάποιος άλλος έκανε ΓΙΑ ΜΑΣ τη δύσκολη δουλειά. Αλλά το έχουμε "ξεχάσει".
Οι ψυχολόγοι θα το έλεγαν "απωθήσει". Δεν ξέρω τί είναι σωστό γιατί εγώ δεν είμαι ψυχολόγος. Εκείνο που ξέρω είναι πως εμείς είμαστε μόνοι υπεύθυνοι που το αφήσαμε στη φθορά του χρόνου, εκείνο όμως μας εκδικήθηκε κι έκανε τη δουλειά του.

Αυτή η διαδικασία που τη λέμε λήθη πολλές φορές αποτελεί μια δημιουργική διαδικασία, κάτι σαν φίλτρο ώστε να μας μένουνε εφόδια κι ορμές για παραπέρα. Άλλες φορές είναι βάλσαμο για την ψυχή μας αφού μαζί με τα "περιττά" φεύγουν και τα "οδυνηρά" που ρέουν σαν δηλητήριο στις φλέβες μας ώστε ο εγκέφαλος τις μόνες εντολές που μπορεί να δώσει είναι να δεθούν τα χέρια μας, να καρφωθούν τα πόδια μας, να σφαλίσουν τα μάτια μας, να σωπάσουν τα χείλη μας, να βουλώσει η μύτη μας και οι πόροι του δέρματός μας να σταματήσουν την ευεργετική αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον.
Εκεί ακριβώς καραδοκεί η πιο ύπουλη εντολή: να σταματήσει και η σκέψη μας.
Κι εκεί ακριβώς υπάρχει η πιθανότητα να βρεθούμε στο σημείο χωρίς επιστροφή: στο τίποτα.
Αλλά εκεί ακριβώς παραφυλάει η μνήμη που αντιστέκεται και μας προστατεύει και αυτή με τη σειρά της. Σε αυτό το αέναο παιχνίδι της μνήμης με το αντίθετό της, σε αυτήν την ευεργετική εναλλαγή της λήθης με το συμπλήρωμά της βρίσκεται η ουσία της πορείας μας στη ζωή.

Και τελικά...
...έρχεται η στιγμή που ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι ο χρόνος, ως πανδαμάτωρ, που όλα τα δαμάζει, τα απαλύνει, τα στρογγυλεύει και μας βοηθάει να ξεχνάμε ώστε να επουλώνονται πληγές και να λιγοστεύει ο πόνος. Είναι η μνήμη, ως ικανότητα, που φέρνει στο προσκήνιο το γεγονός ότι ξεπεράσαμε δυσάρεστες καταστάσεις στο παρελθόν. 

Άρα...
...είναι επειδή θυμόμαστε κι επειδή αποκτούμε σιγά σιγά το "know how to solve our problems". Κάτι σαν "κι αυτό θα περάσει όπως και τόσα άλλα"

Όμως...
...μερικές φορές "κάποιο από αυτά" δεν θέλουμε να μπει στο σωρό των "τόσων άλλων" και να περάσει, "κάποιο από αυτά" θέλουμε να το θυμόμαστε - κι ας πονάει - αφού τα οφέλη του είναι τελικά πολλαπλάσια. 

Οι παραπάνω σκέψεις μου  - περί λήθης, χρόνου και μνήμης - αφορούν προβλήματα καρδιάς, προσωπικές απώλειες ή δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε ως άτομα. Όταν όμως αυτή η διεργασία μεταφέρεται - αλλά ως παθογένεια και κατόπιν ως αδράνεια κι αποδοχή - στα κοινωνικά προβλήματα, σε σημείο που να γίνει κύριο χαρακτηριστικό μιάς κοινωνίας τότε ...φασκελοκουκούλωστα. 

Και κάτι σαν ...συμπέρασμα
"Πολιτισμός/Παιδεία είναι αυτό που μένει μόλις ξεχάσουμε όλα όσα μάθαμε".
Η πατρότητα της ρήσης αυτής αμφισβητείται. Ουδόλως με απασχολεί. Δεν είναι εικασία, είναι αξίωμα κατά τη γνώμη μου αποδειχθέν παντοιοτρόπως.
Αλλά ίσως επιπλέον... 
...η Μνήμη να είναι τελικά αυτό που μένει μόλις ξεχάσουμε όλα όσα μάθαμε.
ή αλλιώς...
...Μνήμη να είναι αυτό που μένει στην καρδιά όταν το μυαλό ξεχνά. 

Γιατί...
Όσα ξεχνάει το μυαλό δεν τα ξεχνάει η καρδιά
Κι αν καταφέρεις να ξεφύγεις κι από αυτήν
έρχεται το σώμα να σου θυμίσει πανηγυρικά
ότι από αυτό δεν μπορείς τελικά να γλιτώσεις.
Γιατί το σώμα ούτε θυμάται, ούτε ξεχνά. Το σώμα ΞΕΡΕΙ. 

Eternal Sunshine Of A Spotless Mind.  
Ευχαριστώ τον Μάρκο Τοράνη για το παρακάτω βίντεο.

https://www.youtube.com/watch?v=PaI1sLqFOuE

Change your heart, look around you
Change your heart, it will astound you
I need your loving like the sunshine

And everybody's gotta learn sometime
Everybody's gotta learn sometime

Change your heart, look around you
Change your heart, it will astound you
I need your loving like the sunshine

And everybody's gotta learn sometime
Everybody's gotta learn sometime

I need your loving
I need your loving


Everybody's gotta learn sometime




Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Η απάντηση

Diego Rivera, Dos Mujeres, 1914, oil on canvas, 197.5 x 161.3 cm, The Arkansas Arts Center, Little Rock, Arkansas
Θα μπορούσε να της το πει μ' ένα τραγούδι. Ίσως μέσα στις νότες του μπορούσε να κρύψει την αναξιοπρέπειά της.
Θα μπορούσε να της το πει μ' ένα ποίημα. Ίσως ανάμεσα στους στίχους του μπορούσε να "παραχώσει" την απελπισία της.
Θα μπορούσε να της το πει με μια ζωγραφιά. Ίσως με τα χρώματα μπορούσε να καλύψει τον φόβο της.
Θα μπορούσε να της το πει με μια ματιά. Ίσως με την αναγκαία παρουσία και των δύο στον ίδιο χώρο μπορούσε να μετρήσει την αδυναμία της.
Θα μπορούσε να της το πει με μια κραυγή. Ίσως μέσα στον ήχο μπορούσε να μικρύνει την ανεπάρκειά της.
Πολλά θα μπορούσε να της πει κι άλλα τόσα μπορούσε να κάνει. Αλλά επέλεξε να  συνδυάσει πολλά μαζί. Κι αυτά που μπορούσε κι εκείνα που δεν τολμούσε. Κι όσα ήθελε κι όσα έπρεπε. Όσα παρακολουθούσε σε εκπομπές που σκηνοθετούν άλλοι προς ίδιον όφελος κι όσα αποστήθιζε σε σελίδες φθηνών περιοδικών κάτω από πηχυαίους τίτλους "10 τρόποι να δέσετε τον άνθρωπό σας. Χειροπόδαρα".
Χαμένη στη μετάφραση των βλεμμάτων. Χαμένη στην ερμηνεία των σημάτων. Χαμένη στην ανάληψη των ευθυνών. Ξένη γλώσσα η απουσία του. Άγνωστη γλώσσα η μητρική της. "Άλλοθι" κρυμμένα σε παραγράφους γιγάντων που η ανάγνωσή τους απ' αυτήν τους έφερνε στα μέτρα της. Τους μίκραινε.
Η κοινωνία που δεν κατάλαβε. Η οικογένεια που δεν είχε. Η σχέση που δεν έφτιαξε. Ο έρωτας που δεν έφτασε. Το μόνο που άπλωσε το χέρι και πήρε αυτό που θέλησε. Μεθοδικά, υπομονετικά, επίμονα. Ενστικτωδώς εκμεταλλεύτηκε τα κενά του. Τις αδυναμίες του. Τις "βλέψεις" του. Το "συμφέρον" του. Ήθελε άντρα και διάλεξε "σώγαμπρο". Άδικο. Αλλά δεν υπάρχει δικαστήριο να το αποφασίσει. Δεν υπάρχει δικαστής να το τιμωρήσει. Η "αυτοδικία" μονόδρομος. Έπρεπε ο ίδιος να δει, να τολμήσει, να διαλέξει. Ζωή ή κλουβί;

Καθόμουνα απέναντί της και την άκουγα. Όσο αυτή μιλούσε, τόσο εγώ σκεφτόμουνα. Οι σκέψεις μου είχαν μουσική υπόκρουση: Jolene, don't take my man because you can! Κανένας λυρισμός όμως και κανένας πόνος σε αυτό που μόλις είχε κάνει. Μόνο συμφέρον. Οι λέξεις της σφαίρες που εξοστρακίζονταν συνεχώς, οι σκέψεις μου κρύβονταν στα χέρια μου να γλιτώσουν. Έκανα κουκούλι τις παλάμες μου για να τις προστατέψω. Αν τις άφηνα ελεύθερες θα τρόμαζε. Ήταν πάντως τυχερή. Η ...άλλη της είχε κάνει τη χάρη. Κι ας μην την έλεγαν Jolene. Έτσι νόμιζε. Πως της έκανε "χάρη". Όμως όχι. Από αυτά που άκουγα καταλάβαινα πως η άλλη δεν τον "χρειαζόταν" απλώς τον είχε αγαπήσει. Η αγάπη της μιάς θα έμενε, η ανάγκη της άλλης θα έσβηνε. Η δική του θα γιγαντώνονταν. Και τότε... ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Κι η άλλη το ήξερε.
Ποτέ της δεν κατάλαβε ότι οι παράλληλες πορείες δεν είναι πάντα κοινές πορείες. Συνήθως δεν είναι. Ενώ η άλλη δεν ήταν των παραλλήλων που δεν τέμνονται δηλαδή δεν συναντιούνται, ήταν των αντιθέτων που συγκρούονται και είτε προκύπτει έκρηξη δηλαδή πάθος είτε σύντηξη δηλαδή αγκαλιά. Κι είχαν συμβεί και τα δύο. Διαδοχικά.

"Θέλω τον άνθρωπό μου. Μην τολμήσεις να τον αγγίξεις. Εξαφανίσου από τη ζωή του."
"Σου; Τον άνθρωπό Σου;" απάντησε η άλλη. "Μα αυτός ο άνθρωπος δεν ανήκει κάπου, ή μάλλον ανήκει εκεί που αυτός θέλει κι αυτό είναι κάπου αλλού κι εκεί θα ξαναγυρίσει όσα βαρίδια κι αν του βάλεις στα πόδια, όσα εμπόδια κι αν ορθώσεις μπροστά του, όσα διλήμματα κι αν του πετάξεις στα μούτρα. Ίσως δεν φύγει με το σώμα αλλά σίγουρα θα φύγει με το μυαλό. Έχει ήδη φύγει δηλαδή. Είναι ήδη ΕΚΕΙ. Δεν υπάρχει φυλακή γι' αυτόν παρά μόνο προσωρινή κράτηση".

Αφού η ίδια δεν το είχε καταλάβει, η άλλη δεν θα προσπαθούσε καν να τη βοηθήσει. Να τον αγγίξει; Μα δεν είχε κάτι τέτοιο κατά νου. Ίσα ίσα είχε προσπαθήσει ακριβώς για το αντίθετο. Κι αν δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα ήταν επειδή "ο άνθρωπός της" είχε ακυρώσει τις προσπάθειες της άλλης. Αλλά δεν της το είπε για να μην την πληγώσει περισσότερο ή για να μην την εξαγριώσει κι άλλο. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η άλλη ήταν το χάος που θα προέκυπτε στη ζωή του. Τα προβλήματα που θα προστίθονταν σε αυτήν, τα εμπόδια που θα ορθώνονταν στην υλοποίηση των επιθυμιών του για τη μεγάλη επιστροφή εκεί που ένιωθε πως ανήκε. Όχι η άλλη δεν θα πάλευε. Για κάτι αμφίβολο, για κάτι μετέωρο, για κάτι "παράξενο". Όσο για την εξαφάνιση... κάτι θα σκεφτόταν. Κι αν υπολογίσουμε πως η γλώσσα (η δική της) κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει μάλλον θα τα κατάφερνε. Τουλάχιστον θα προσπαθούσε. Τότε δεν ήξερε πόσο εύκολο της ήταν να βρει τον τρόπο. Τότε δεν ήξερε πόσο εύκολο ήταν σ' εκείνον να δεχθεί τις κατευθυνόμενες και υποτιθέμενες "αποφάσεις" της και μάλιστα χωρίς καν να υποψιαστεί το "σκηνικό", το παιχνίδι που του έπεξαν πίσω από την πλάτη. Όμως εκείνο που η ...άλλη δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί είναι το μέγεθος του πόνου που θα της προκαλούσε η άρνησή του. Κι έτσι, βρέθηκε αυτή, η άλλη, να περιμένει μια απάντηση που δεν θα την πάρει όμως ποτέ.

Λένε πως γελάει καλά όποιος γελάει τελευταίος.
Αλλά η άλλη δεν ήθελε γελάσει.
Ήθελε να πει. Την τελευταία κουβέντα. Την πικρή.
Πολλές φορές, για να μην πω όλες τις φορές, η "άλλη" δεν είναι ένα πρόσωπο που υπάρχει. Είναι η ανάγκη να υπάρξει. Κι αυτή η "ανάγκη" δε θα σε λυπηθεί. Δε θα σου κάνει τη χάρη. Θα είναι πάντα παρούσα, αδυσώπητη. Αυτήν την "ανάγκη" δεν μπορείς να την πάρεις τηλέφωνο για να την απειλήσεις. Δεν έχει αριθμό ταυτότητας, ούτε ΑΦΜ. Δεν έχει μόνιμη κατοικία ούτε πατρίδα. Δεν βρίσκεται στους καταλόγους των εταιρειών τηλεφωνίας. Αλλά βρίσκεται όμως πάντα δίπλα σου. Εκεί όπου βρίσκεται κι αυτός. Κι αργά ή γρήγορα θ' αποκτήσει υπόσταση.
ΝΟΜΟΣ.



Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πέρα απ' αυτό το σημείο το εισιτήριό σας δεν ισχύει πια*.

A Cry For Help by Nick Woolley

Κοιμόμουν.
Αλλά σαν μέσα σε όνειρο αυτοί οι χτύποι ακούγονταν θαρρείς σαν λέξεις στην προσπάθειά τους να αφηγηθούν μια ιστορία. Εγώ όμως ήθελα να κοιμηθώ κιάλλο, βαριόμουν τις ιστορίες.
Ίσως να είναι απλώς οι χτύποι της καρδιάς μου, σκέφτηκα. Αλλά μήπως κι η καρδιά με τους χτύπους της πάντοτε ιστορίες δεν αφηγείται; Τις βαριόμουν και αυτές αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς από το να ακούω την καρδιά μου να μιλά αργά και βασανιστικά, αφού αν έκλεινα τ' αυτιά μου θα πέρναγα σε άλλη διάσταση. Εκεί που ο χώρος και ο χρόνος έχουν συμφιλιωθεί ενώνοντας τη διαστασιακή τους διαφορετικότητα σε μία και μοναδική υπόσταση: αυτήν της μη ύπαρξης σε όρους γήινους, ορατούς, απτούς.
Ίσως να είναι σταγόνες βροχής πάνω στα τζάμια αλλά μήπως κι αυτές δεν εν(υπο)δύονται σχεδόν πάντα τον ρόλο του αφηγητή; Και λέω "σχεδόν" γιατί τις φορές που υπολείπονται του "σχεδόν" οι σταγόνες της βροχής ενδύονται και δεν υποδύονται τον ρόλο του εξαγνιστή ή του αφυπνιστή ή και του προπαγανδιστή ακόμη.
Ο ρυθμός των χτυπημάτων πότε αποφασιστικός και πότε διστακτικός. Η ροή των χτυπημάτων πότε συνεχής και πότε διακεκομμένη. Τα τακ τακ τακ τακ πότε με βηματισμό εν δυό - εν δυό και πότε με δυναμισμό εν δυό τρία μαρς. Μαρς; Μήπως είναι σήματα μορς; Ε και; Εγώ δεν ξέρω να "διαβάζω" σήματα μορς. Μήπως να ξυπνήσω; Μπα... άσε... ό,τι είναι να ειπωθεί, θα ειπωθεί. Ό,τι είναι να ξεπλυθεί, θα ξεπλυθεί. Κι ό,τι ΠΡΕΠΕΙ να αφυπνιστεί θα συνεχίσει ακάθεκτο τον ύπνο του δικαίου. Γιατί σαν τον ύπνο τίποτα. Φάρμακο λέμε. Καταφύγιο της ψυχής. Ή λούφαγμα... κρυψώνα στη σιγουριά του ασυνείδητου. Στην ασφάλεια του δίπολου "συνειδητό-υποσυνείδητο". Με την πλάστιγγα να γέρνει επικίνδυνα προς το υποσυνείδητο-κουκούλωμα-υπεκφυγή — που πολλές φορές
κατ' ευφημισμό το ονομάζουμε "άμυνα" ή "αυτονόητο" — και πολλές φορές να εξοστρακίζεται στη σφαίρα του "ΔΓΔΑ".

Ξύπνησα.
Από τις γρίλιες έμπαιναν μικροσκοπικές αλλά λαμπρότατες δέσμες φωτός.
Άρα δεν έβρεχε.
Το σπίτι ήταν άδειο (πλην εμού). Άρα δεν υπήρχε κάποιος άλλος που μου μιλούσε.
Η καρδιά μου ήταν στη θέση της — ευτυχώς — άρα ζούσα, περιχαρακωμένη όμως στις τέσσερις μέχρι στιγμής γνωστές διαστάσεις: μήκος, πλάτος, ύψος, χωροχρονικό πλέγμα.

Τότε; Μήπως παραμιλούσα εγώ στον ύπνο μου; Και τί έλεγα άραγε;
Ναι αλλά οι χτύποι συνεχίζονταν. Δεν είχα λοιπόν παρά να τους ακολουθήσω και να φτάσω στην πηγή τους.
Είπα όμως πρώτα τα φτιάξω καφέ. Ν' ανοίξει το μάτι, δηλαδή το μυαλό.
Ωπ!!! για να φτάσω στην κουζίνα έπρεπε να περάσω από το "γραφείο". Γραφείο-λέμε-τώρα δηλαδή, αφού επρόκειτο για μια μικροσκοπική γωνιά που χωρούσε ίσα ίσα ένα τραπεζάκι όπου πάνω του κατοικοέδρευε ο υπολογιστής μου και μια καρέκλα όπου πάνω της θα καθόμουν εγώ αν αποφάσιζα να τον χρησιμοποιήσω.
Οι χτύποι ακούγονταν από εκεί. Το λάπτοπ κλειστό, αλλά ήταν παραπάνω από σαφές ότι από εκεί έρχονταν τα τάκα τούκα. Σηκώνω το καπάκι και τί βλέπω λέτε; Θεοί και Δαίμονες!!! Έπρεπε τελικά να έχω φτιάξει εκείνον τον καφέ!! Πάει λάλησα, σκέφτηκα.
Τα πλήκτρα χοροπήδαγαν σαν τρελά! Έγραφαν μόνα τους!!! Μόνα τους;
Ρε ποιός είναι ο αόρατος πληκτρολόγος; Σκιάχτηκα.
Τότε φωτίστηκε ξαφνικά και η οθόνη όπου εκεί, σαν σε σκηνή θεάτρου, μετατρεπόταν σε λέξεις η χορογραφία των αόρατων δαχτύλων.
Άρχισα να διαβάζω.
Κοίτα τώρα... Η ηρωίδα μου είχε αυτονομηθεί κι έγραφε μόνη της την ιστορία της. Κι όχι μόνο αυτό αλλά μόλις διαπίστωσε πως έβλεπα άρχισε και τα παράπονα....
Όμως ...για στάσου... αυτά δεν ήταν παράπονα... κραυγές απόγνωσης ήταν...
ή καλύτερα - όπως λένε κι οι ψυχολόγοι - cry for help. Με πολύ αγενή τρόπο όμως.
- Ξύπνα λέμε, ξύπνα... θα με ξεκάνουν αυτοί εδώ... κι έτσι θα δοθεί από μόνο του το τέλος μου που εσύ ακόμη δεν έχεις επινοήσει.
- Τί έγινε χρυσή μου;
(Αυτή έγραφε, εγώ της μιλούσα. Παράνοια).

- Είμαι στο νοσοκομείο, πριν κάμποσες μέρες (όσες μ' έχεις εγκαταλείψει) ένιωσα αδιαθεσία, φώναξα ασθενοφόρο, με πήραν, έπαθα μου είπαν κάτι σαν έμφραγμα αλλά μ' έσωσαν. Την σκαπούλαρα. Κι εσύ είσαι χαμένη στο κόσμο σου. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε πληκτρολόγηση... τίποτα... άφαντη. Τεμπέλα. Σου έχει τελειώσει η έμπνευση, έχεις πέσει σε τέλμα, διάβασα εγώ τη σκέψη σου, είπα να βοηθήσω και να συνεχίσω εγώ η ίδια μερικά κεφάλαια του μυθιστορήματος που με αφορά κι έτσι έπαθα υπερκόπωση. Δεν είμαι κι άνθρωπος κανονικός εγώ να πάρω τις βιταμινούλες μου και τις υπερτροφές μου. Ούτε καν τις απλές τροφές δεν μπορώ να πάρω. Αν δεν με συνεχίσεις εσύ... είμαι τελειωμένη. Γι' αυτό κι αποφάσισα να συνεχίσω εγώ τον εαυτό μου. Κι έτσι την πάτησα.
(Αμάν πολυλογία, σκέφτηκα. Πού έμοιασε αυτή; Μα σε μένα φυσικά... πού αλλού;)
- Και πού είναι αυτά που έγραψες;
- Αυτό σε νοιάζει εσένα; Κοίτα να 'ρθεις να με βγάλεις από εδώ γιατί δεν με αφήνουν να φύγω. Μου ζητάνε - λέει - λεφτά. Και για την είσοδο και για την έξοδο. Δεν έχω όμως να τους τα δώσω. Μου λένε κάτι ακαταλαβίστικα... πως αν δεν πληρώσω, λέει, θα έρθει ως "βεβαιωμένη οφειλή από την εφορία". Τί είναι αυτά τα κουμμουνιστικά; Εγώ δεν τα καταλαβαίνω.
- Ε όχι και κουμμουνιστικά αγαπητή μου... Αυτοί θα μας έπαιρναν μόνο τα σπίτια. Αυτά που σου λένε είναι Αδωνικά. Καμία σχέση.

Τί να 'κανα; Πήγα να την πάρω. Κι αν νομίζετε πως έπρεπε να πληρώσω μόνο 25 ευρώ είστε γελασμένοι. Έπρεπε να πληρώσω κι ένα σωρό εξετάσεις. Μα γιατί; Γιατί έτσι. Καλά ό,τι πείτε. Πιστωτικές κάρτες δέχεστε; Όχι. Οχιά διμούτσουνη. Δεν έχω λεφτά λέμε. Κρατείστε την. Έτσι κι αλλιώς ένα φανταστικό προϊόν του μυαλού μου είναι. Μια φανταστική ιστορία καταδικασμένη να μείνει μισοτελειωμένη.
Ή μήπως όχι;

Αλλά μετά το μετάνιωσα. Μαζί της είχα περάσει υπέροχες στιγμές. Καβγάδες, ασυνεννοησία, διαφωνίες, τέτοια...
Πήγα στην τράπεζα και πήρα ό,τι λεφτά μου είχαν απομείνει αλλά πριν πάω στο ταμείο συζήτησα μαζί της και της πρότεινα μια συμφωνία:
- Λοιπόν θα σε βγάλω από εδώ. Θα σου πληρώνω και τα φάρμακα που πρέπει να παίρνεις από εδώ και μπρος. Δυστυχώς δεν μπορώ να σε ασφαλίσω. Κανείς δεν ασφαλίζει την μη ύπαρξη, το απρόσωπο. Δεν μπορείς ν' ανήκεις εσύ σε Ασφαλιστικό Φορέα. Μην έχεις τέτοιες παράλογες απαιτήσεις αφού σε λίγο έτσι κι αλλιώς κανείς μας δεν θα ανήκει σε κάτι που ...δεν θα υπάρχει. Δηλαδή δεν θα υπάρχει κανείς για να ασφαλίζει ούτε καν την ίδια την  ύπαρξη, δεν θα αναγνωρίζεται το πρόσωπο γιατί δεν θα υπάρχει κανείς να το αναγνωρίσει. Όλοι μας θα περάσουμε σε άλλη, καινούργια διάσταση που η αναγνώρισή της ήδη βρίσκεται προ των πυλών. Τη διάσταση της ύπαρξης της ανυπαρξίας. Τη διάσταση της ανυπαρξίας της ύπαρξης. Τη διάσταση του όντος μέσα στο μη ον. Τη διάσταση του Τίποτα και του Μηδενός που ως "πηγάδι χωρίς πάτο" θα μας ρουφήξει όλους. Καφκικό; Αλλά...
- Ωχ, το ήξερα πως θα υπήρχε αυτό το "αλλά"... λοιπόν.
- Θα τα κάνω όλα αυτά με μία προϋπόθεση. Πως από εδώ και πέρα θα βασανίζεσαι εσύ αντί για μένα, θα υποφέρεις εσύ αντί να υποφέρω εγώ, θα πάρεις εσύ στους δικούς σου ώμους όλες τις αγωνίες μου και ΚΥΡΙΩΣ θα γράφεις εσύ την ιστορία σου. Με λίγα λόγια θ' αλλάξουμε ρόλους. Θα γίνεις εσύ το υπαρκτό κι εγώ το ανύπαρκτο. Λίγο καιρό θα κρατήσει όμως το μαρτύριό σου. Γιατί είπαμε. Σε λίγο καιρό θα γίνουμε ΕΝΑ.
- Έγινε. Πλήρωσε και φύγαμε.

Χαζό δημιούργημα αφελούς συγγραφέα.
Εύπιστο πλάσμα αναξιόπιστης γραφής.
Υποταγμένη περσόνα απαθή πολίτη...
Μιάς πατρίδας χαμένης στα πλοκάμια της εξουσίας...
Μιάς χώρας σε ελεύθερη πτώση...

Τί όμορφη που ήταν κάποτε η πατρίδα μου;
Και πώς την κατάντησαν έτσι οι κάτοικοί της;
Ασήμαντες ερωτήσεις ενός ασήμαντου ανθρώπου.

Η χώρα βέβαια που αγκάλιαζε αυτήν την πατρίδα εξακολουθεί να είναι όμορφη.
Αλλά εγώ νιώθω ξένη και μόνη.
Τελικά η βαρύτερη ξενιτιά: αυτή που βιώνεις στον ίδιο σου τον τόπο.
Κι η χειρότερη μοναξιά: αυτή που βιώνεις μέσα στην πολυκοσμία.
Ευτυχώς υπάρχουν τα παιχνίδια του μυαλού, της φαντασίας.
Τα δημιουργήματά μας, που αν τους δείξουμε τον σεβασμό που τους αξίζει θα δημιουργήσουν με τη σειρά τους αυτά εμάς. Πιο σωστά ελπίζω.
...
Τώρα βέβαια τρεις μέρες μετά ο μέγας Αδωνικός εφιάλτης πήρε πίσω το μέτρο της είσπραξης του χαρατσίου των 25 ευρώ μέσω των νοσοκομείων. Δε βαριέσαι μωρέ... μια βολτίτσα το πήγε, δεν του  άρεσε εκεί, σου λέει θα κολλήσω και καμιά παλιαρρώστεια... θα το πάει κάπου αλλού. Στο πάρκο-που-μας-χρειάζεται; Στις κούνιες-που-μας-κούναγαν; Στα-τσιγάρα-στα ποτά-και-στα-ξενύχτια-που-'χουν-κλείσει-τα-καλύτερα-τα-σπίτια; Στα σπίτια τα ίδια κλειστά ή ανοιχτά δεν παίζει ρόλο; Οι αφελείς ερωτήσεις συνεχίζονται... κι οι αφελείς απαντήσεις επίσης. Γιατί εγώ δεν πιστεύω πως "το πήρε πίσω". Εγώ πιστεύω πως δεν είχε σκοπό να το εφαρμόσει εξαρχής. Άλλος ήταν ο στόχος. Πού; Ξέρω γω; Ψάχνουν οι επιστήμονες.
Όσο για σένα ηρωίδα μου την πάτησες. Γιατί κάναμε μια συμφωνία κι είσαι υποχρεωμένη να την τηρήσεις.
Άντε γειά.



* Τίτλος δανεισμένος από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρομάν Γκαρύ.



Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Αυτός, αυτή και τα μυστήρια

- Ντριν, ντριν...
- Έλα, είμαι να πεθάνω... να πεθάνω λέμε.
(Βραχνή φωνή, χάλια λέμε, θα είναι πολύ χάλια, σκέφτομαι, και νομίζει θα πεθάνει.)
- Τί έγινε καλέ; Τόσο άρρωστη;
- Όχι, άλλο έγινε: κάτι τρομερό στον Μάκη/Σάκη/Τάκη/Λάκη.
- Δηλαδή;
- Έχει εξαφανιστεί. Δενσηκώνειτηλέφωναούτεσταθεράούτεκινητά
ούτεαπόεμέναούτεαπότηΜαρίαΕλένηΔημήτρηΚώσταΤάκηΣτέλλιοΠαναγιώτη... άνοιξεηγηκαιτονκατάπιε...

(Για βραχνοκόκκορας καλά το πήγαινε το σερί της καταστροφολογίας).
- Την περίπτωση να θέλει να κοιμηθεί ο άνθρωπας την σκεφτήκατε;
- Μα το πρωί είδα στο κινητό μου και το σταθερό μου 8 κλήσεις με απόσταση 3 λεπτών η μία από την άλλη αλλά το είχα ξεχάσει σπίτι κι όταν επέστρεψα και τον κάλεσα έβγαζε το κινητό μήνυμα πως "δεν υπάρχει" και το σταθερό δεν το σηκώνει.
- "Δεν υπάρχει" με την έννοια την καλή, του θαυμαστού, της ανώτατης ποιότητας, του ασυναγώνιστου ή με την έννοια της εξαΰλωσης/εξαέρωσης/εξάτμισης ή ακόμη και της πολύ απλής και πολύ συνηθισμένης και καθημερινής μη κατάστασης που συμβαίνει διαρκώς σε όλους τους ανθρώπους και που τη λέμε απλά "εξαφάνιση"; Να βγάλω "ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ ΑΛΕΡΤ"; Αλλά πάλι δεν ξέρουμε και τί φορούσε!!
- Ρε συ με δουλεύεις; Έχω τρελαθεί λέμε... κάτι ΠΑΡΑ ΜΑ ΠΑΡΑ ΜΑ ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΟ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ.
- Την  περίπτωση να "στράβωσε" ο άνθρωπος που δεν σήκωνες τα τηλέφωνα και να κατέβασε ρολά την έχεις σκεφτεί;
- Δεν ισχύει αυτό γιατί δεν είναι και ΤΟΣΟ τρομερό να μην ακούω τα τηλέφωνα για δύο ώρες.

Άρχισα κι εγώ όμως ν' ανησυχώ καθώς μου εξηγούσε... Τελικά, σκεφτόμουνα, δεν θα καταφέρω ποτέ να τον συμπαθήσω αυτόν τον άνθρωπο, ενώ τόσο πολύ το θέλω, γιατί αν τελικά τον συμπαθήσω πώς θα μπορέσω μετά να του σπάσω το κεφάλι αν χρειαστεί; Βέβαια άλλο κεφάλι θέλει σπάσιμο ΤΕΛΙΚΑ αλλά αυτό το συγκεκριμένο κεφάλι το αγαπώ, δυστυχώς, ήδη (για την ώρα, μην παίρνουμε και θάρρητα) και δεν θέλω να το σπάσω. Οπότε ο κλήρος του σπασίματος κεφαλιού θα πέσει στον Μάκη/Σάκη/Τάκη/Λάκη.
Άρχισα τις ερωτήσεις μου για να καταλάβω κι εγώ η καψερή, που ένα γειά πήρα να πω και βρέθηκα αντιμέτωπη με μια κρίση που δεν είχε προηγούμενο.
- Αφού σου εξήγησα, τί δεν καταλαβαίνεις;
- Μου εξήγησες (νομίζεις), αλλά εσείς οι υπόλοιποι ήδη είστε μέσα στον πανικό τρεις ώρες τώρα το έχετε εμπεδώσει το θέμα, εγώ μόλις μπήκα στο χορό να μην το εμπεδώσω κι εγώ; Θέλω το χρόνο μου ρε γαμώτο. (αχ αυτός ο "χρόνος" που όταν τον ζητάω κανείς δεν μου τον δίνει... αλλά αυτό είναι άλλο θέμα... για άλλη ανάρτηση... μελλοντική... τώρα το θέμα μας είναι αυτός που μπλα μπλα μπλα μπλα...) Πάμε από την αρχή...
- Μπλα μπλα μπλα μπλα...
- Δηλαδή πού πάει ο νους σας;
- Ότι τράκαρε/τσακώθηκε/αρρώστησε/είναι φυλακή/νοσοκομείο... (στο Άλφα Κενταύρου να γλιτώσει, συμπλήρωνα εγώ από μέσα μου).
- Το μήνυμα που βγάζει το κινητό είναι πως "αυτό το νούμερο δεν υπάρχει". ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ.
(Επιτέλους θυμήθηκε να μου απαντήσει και σ' αυτήν την ερώτηση).
- Κλείσε να πάρω την τηλεφωνική εταιρεία μήπως βγάλω ΕΓΩ άκρη.

(Εγώ, στην τηλεφωνική εταιρεία).
Ενώ άκουγα τα ηχογραφημένα μηνύματα: αν αυτό πατήστε τούτο κι αν το άλλο πατήστε εκείνο κι αν το παράλλο πατήστε τα τρία μου που κουνιούνται, έπαιρνα βαθιές ανάσες κι ετοιμαζόμουνα να παίξω έναν ρόλο. Τον ρόλο της πανικόβλητης που έχει χάσει έναν δικό της άνθρωπο και τί σκατά μήνυμα είναι αυτό που βγάζει το κινητό του.

(Εγώ, στην υπάλληλο της τηλεφωνικής εταιρείας).
- Γεια σας είμαι σε πανικό και θα ήθελα να με βοηθήσετε έχουμε χάσει έναν πολύ δικό μας άνθρωπο δεν μπορούμε να τον βρούμε μπορεί να δημιουργήθηκε τοπικό τσουνάμι (στη στεριά) και να 'πεσε απάνω του μπορεί ένας κεραυνός (εν αιθρία) να 'χασε το δρόμο του και να διάλεξε αυτόν για να πέσει επάνω του (απλά, συνηθισμένα πράγματα δηλαδή), μπορεί να έγινε πλημμύρα ακριβώς στο σημείο που στεκόταν και να δημιουργήθηκε λάκκος να έχει πέσει μέσα και να μην μπορεί να βγει μπορεί να έχει στραβοκαταπιεί και να είναι με το μήλο καθισμένο στο λαιμό (και με τ' αγγούρι λόγω μνημονίων κάπου αλλού σκέφτηκα να πω αλλά δεν το 'πα γιατί αυτό το αγγούρι το 'χουμε όλοι μας αλλά δεν εξαφανιζόμαστε, καθόμαστε και το απολαμβάνουμε) μπορεί να έχει σκοτώσει τη μάνα του που του 'λεγε συνέχεια "ζακέτα ζακέτα" τον πατέρα του που του 'λεγε διαρκώς "καπότα καπότα" τον θειό του ή/και τη θειά του που του 'λεγαν "καλώστομου καλώστομου" όταν ήταν μικρός και τον σάλιωναν με φιλιά και ΤΩΡΑ θέλησε να τους εκδικηθεί τον περαστικό οδηγό που ΙΣΩΣ να του είχε πει "μαλάκα μαλάκα πού πα' ρε μαλάκα". Ξέρω γω; Μπορεί να συνέβησαν τα παραπάνω απλά καθημερινά και συνηθισμένα πράγματα που συμβαίνουν σε όλους μας συνεχώς. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τον ψάχνουνε μου έχουν περάσει μέσω εντροπίας όλον αυτόν τον πανικό και δεν ξέρω τί λέω!! Εν ολίγοις ο αριθμός του κινητού του ισχύει; Το δίκτυό σας είναι εντάξει;
(Η εντροπία δεν νομίζω πως είχε την παραμικρή σχέση με τη φράση στην οποία την τοποθέτησα αλλά ακούστηκε όμορφα κι ένιωσα την υπάλληλο να εντυπωσιάζεται αλλά και να γκουγκλάρει ταυτόχρονα για να μάθει τί είναι αυτό... κι αν το καταλάβαινε να μου τρύπαγε τη μύτη).
Με διαβεβαίωσε όμως προθυμότατα πως δεν υπήρχε κανένα τεχνικό πρόβλημα, όλα ήταν ο.κ. ίσως ήθελε να κάνει κάποια λειτουργία στο κινητό του και να πάτησε κάτι λάθος και να βγάζει αυτό το μήνυμα και στείλτε του ένα sms... τα sms πηγαίνουν ακόμα κι αν οι κλήσεις δεν είναι εφικτές και μπλα μπλα μπλα....
- Σας ευχαριστώ  πολύ δεσποινίς αλλά νομίζω πως το καλύτερο είναι να πάει κάποιος σπίτι του να τον αναζητήσει.

Πράγματι! Αυτό το τόσο απλό, τόσες ώρες πριν δεν το είχαν σκεφτεί να το κάνουν. Ωστόσο ο ψυχραιμότερος της παρέας είχε ήδη ξεκινήσει να πάει να τον ψάξει.
Και....
Ω τί έκπληξη... αφού ως γνωστόν όποιος ψάχνει βρίσκει... τον βρήκε!!!!!!!!!!!!!!!!

Ο άνθρωπος δηλαδή, αφού είδε κι απόειδε με τις κλήσεις που έκανε στη φίλη μου έξω από το σπίτι της, μια που είχε πάει να την επισκεφθεί αλλά εκείνη έλειπε κι είχε ξεχάσει και το κινητό της σπίτι όπως είπαμε εξαρχής, επέστρεψε στο δικό του σπίτι, καταλάθος έκλεισε το κινητό του πατώντας κάτι επίσης λάθος κι έτσι έβγαινε το περίεργο μήνυμα και μετά χαμήλωσε το σταθερό γιατί το σκυλί του τις τελευταίες μέρες αλαφιαζότανε - λέει - μόλις άκουγε το κουδούνισμά του, άνοιξε το λαπιτόπι κι άκουγε μουσική από γιουτιούμπι οπότε δεν άκουγε τον χαμηλωμένο ήχο του σταθερού τηλεφώνου.
Τον διάλογο ανάμεσα στους δύο άντρες, τον υποτιθέμενο χαμένο/πνιγμένο/κεραυνοβολημένο/δολοφόνο-ή-δολοφονημένο/άρρωστο και τον υποτιθέμενο ψύχραιμομεμερικέςώρεςκαθυστέρηση μπορούμε εύκολα να τον φανταστούμε:
...
- Πού είσαι ρε μαλάκα;
- Εδώ ρε μαλάκα; Τί πάθατε;
- Που έχεις χαθεί ρε μαλάκα; Γιατί έκλεισες το κινητό, γιατί έκλεισες το σταθερό, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί μαμά, γιατί μπαμπά, γιατί κύριε (η Ελλάδα δεν είναι στο ευρώ κύριε... άσχετο αλλά τώρα τί θυμήθηκα κι εγώ), από πού κλάνει το μπαρμπούνι, ποιός στ' αλήθεια είμαι γω και πού πάω;

Μου τα λέει λοιπόν όοοοοολα αυτά η φίλη μου, κι αυτά που της είπαν κι αυτά που φαντάστηκε, όταν ενημερώθηκε και βεβαιώθηκε πως ο φίλος μας είναι καλά, και τί ΑΛΛΟ μου λέει μέσα στην καλή χαρά;
- Σ' αφήνω τώρα, πάω να βγάλω τον σκύλο βόλτα μετά να κάνω μπάνιο και μετά να τους περιμένω γιατί κανονίσαμε όλοι οι εμπλεκόμενοι να μαζευτούμε σπίτι μου το βράδυ... εσύ τί θα κάνεις; Θα 'ρθεις; Θα φτιάξουμε μακαρονάδα...

...

- Κι εγώ σας ρωτώ τώρα κύριε Πρόεδρε... εσείς στη θέση μου τί θα κάνατε;
- Αθώα... πηγαίνετε.