Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Μην κλαις... ούρλιαξε*


Περπάτησα
Αντίθετα απ’ το ρεύμα
κι εκείνο πείσμωσε
και μου αντιστεκότανε με λύσσα

Στράφηκα
Ανάποδα από τον άνεμο
Ο ούριος γίνηκε πρόσθιος
και μ’ έσπρωχνε πίσω.

Και σαν σήμερα
όρθωσα το σώμα κι είπα "εμπρός"
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο
με το κεφάλι να γυρίζει γύρω γύρω
στον άκαμπτο λαιμό μου
σα σβούρα με γραμμένες τις επιλογές μου
παντού ίδιες
άρα προσταγές.
Το ρεύμα με παγίδευσε
στη σταθερότητα της απόφασης
"δώστα όλα": προσταγή Νο 1
Ο άνεμος με στρίμωξε
στην αβεβαιότητα του διαφορετικού
"δώσε κι άλλα": προσταγή Νο 2
Η καταιγίδα με εγκλώβισε
στη μέγκενη του ασφαλούς
"δώσε κι αυτά": προσταγή Νο 3
Η παλίρροια με τύφλωσε
να μη δω το φρούδο
"δώσε και τούτα": προσταγή Νο 4
Η βροχή με έγδυσε
από τη θέλησή μου
"δώσε περισσότερα": προσταγή Νο 5
Η φουρτούνα με τράβηξε
μακριά από το προφανές
"δώσε ό,τι κι αν σου 'χει απομείνει": προσταγή Νο 6
Κινήθηκα με δύναμη
να ρίξω κάτω το κάστρο της υποταγής
και της συνείδησης
πως ανάμεσα στο δούναι και το λαβείν
βασιλεύει το πρώτο.
Προς το παρόν.
Ένα βήμα μόνο κατάφερα
η απόσταση μικρότατη
η δύναμη τεράστια
συμπυκνωμένη θέληση αιώνων
για το αδιανόητο.
"Αρχή το ήμισυ του παντός"
και "Τέλος το άπαν του σκοπού"
που απέβη άκαρπος
φυλακισμένος σε χέρια τεράτων.


*Τίτλος δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο της Ελιάν Περασσό 

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Η φλόγα της παρουσίας


Ξύπνησα "κενή περιεχομένου" όπως κάθε πρωί τους τελευταίους μήνες. Ο επεξεργαστής, καλά κρυμμένος μέσα στα ακίνητα ακόμη μόρια του εγκεφάλου μου, μην έχοντας καν ξυπνήσει, παρέμενε αδρανής, σχεδόν άφαντος, δεν είχε ακόμη πάρει μπροστά. Άλλη μια λευκή σελίδα ξεκινούσε. Άλλη μια μέρα δηλαδή. Για να δούμε πώς θα γέμιζε. Αν γέμιζε. Για να δούμε τί θα ήταν αυτό που θα έδινε το έναυσμα της πρώτης μέρας της υπόλοιπης ζωής μου. Ελπίζοντας σε καινούργιο υλικό, κανούργιες σκέψεις, πράξεις, αποφάσεις.

Το μόνο που λειτουργούσε ήταν οι κινήσεις. Ήλπιζα πως - ως άλλος πίθηκος κάποτε κάπου στην Αφρική - θα βαριόμουν να είμαι στα τέσσερα και θα σηκωνόμουν όρθια εντόνως όμως προβληματισμένη τί θα έκανα τα "άκρα" που περίσσευαν και που χάριν συντομίας έχουν ονομαστεί "χέρια". Το σώμα όμως ξέρει. Κι έτσι ξεκίνησα με αυτό που τους τελευταίους αιώνες δίνει περιεχόμενο στο ιδιότυπο "σύνολο σωματιδίων" που το λέμε μυαλό. Ξεκίνησα με το μόνο που κάθε πρωί μπαίνει αυτομάτως σε εφαρμογή: το δίπολο "νερό στο πρόσωπο - προετοιμασία του καφέ".
Και βεβαίως όπως όλα στη ζωή, το ένα φέρνει το άλλο και σε λίγα λεπτά το θεσπέσιο ρόφημα άχνιζε μπροστά μου. Αντιμετωπίζοντας ωστόσο το φοβερό δίλημμα αν το κερί που θα ανάψω θα είχε οσμή βανίλιας ή κανέλας στάθηκα για λίγο αναποφάσιστη και αδύναμη μπροστά στη διαπίστωση "ουπς… κατευθείαν στα βαθιά, κατευθείαν στα δύσκολα".
Η πρώτη λοιπόν σημαντική απόφαση της ημέρας.
And so this is cinnamon.
Λένε πως η κανέλα απορροφά καλύτερα τη δυσάρεστη οσμή του τσιγάρου. Δεν έχω πεισθεί αλλά έπρεπε σύντομα να βρω κάτι, οτιδήποτε, για να πάρω "μπροστά". Και θα του έδινα την μεγαλοπρεπή πλην ψεύτικη ονομασία: απόφαση.

Πάμε…
Καφές, κερί, τσιγάρο.
Το άναψα λοιπόν, το κερί, όχι ακόμη το τσιγάρο, και βρέθηκα για μια ακόμη φορά να υλοποιώ την καθημερινή χορογραφία των μηχανικών κινήσεων από εδώ κι από εκεί, δήθεν το ένα και δήθεν το άλλο μέσα στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο της μικροσκοπικής μου κουζίνας.
Κι ενώ όλα αυτά τα άκρως συνηθισμένα αλλά καθόλου συνειδητοποιημένα μικρά γεγονότα λάβαιναν χώρα, κοντοστάθηκα. Πρόσεξα πως η φλόγα του κεριού ήταν ιδιαιτέρως κινητική. Το κοιμισμένο ακόμη περιεχόμενο του εγκεφάλου μου, σαν σε παραίσθηση, δεν έβλεπε μια φλόγα, κάτι που μόνο η γνώση - ως εμπειρία - ήξερε πως ήταν, αλλά έβλεπε μια γλώσσα. Δηλαδή έβλεπα τη φλόγα αλλά άκουγα τη γλώσσα της. Ιδιότυπη και εκφραζόμενη με περίεργους αλληλοσυμπλεκόμενους και αυξομειούμενους σε όγκο και ένταση φθόγγους. Τώρα αυτή θέλει κάτι να μου πει; Μια ιστορία να μου διηγηθεί ή μια άκαρπη προσπάθεια να με νουθετήσει;

Κάθισα στην καρέκλα μου, ο καφές άχνιζε ακόμη παρότι ήδη είχα "πάρει την παρθενιά του" και περίμενε υπομονετικά στο φλιτζάνι μου, πιστό διαθέσιμο καθημερινό καύσιμο, να τον αποτελειώσω. Το άχνισμά του μπλέκονταν με το άχνισμα της φλόγας, σχηματίζοντας άλλα ακατάληπτα σύμβολα αλλά όσο τα δευτερόλεπτα μείωναν απειλητικά τον ημερήσιο χρόνο και το κερί έλιωνε για χάρη μου άρχισα ν' αποκρυπτογραφώ τα κωδικοποιημένα κυριολεκτικά σήματα καπνού.
Για μια ακόμη φορά η ηρωίδα μου, χρησιμοποιώντας νέα γλώσσα, τη γλώσσα της φλόγας αυτή τη φορά, στην προσπάθειά της να με αφυπνίσει δια του αιφνιδιασμού, μου μιλούσε.
Παραπονιόταν και γκρίνιαζε επειδή - λέει - την έχω εγκαταλείψει στην τύχη της. Όχι πως δεν της άρεσε να παίρνει πρωτοβουλίες αλλά ήθελε - πάλι λέει - να αποσπάσει από εμένα την υπόσχεση πως εφόσον της έχω γυρίσει την πλάτη δεν θα χρησιμοποιούσα το φρικαλέο όπλο, που δεν είχε χειρότερο, και που το λέμε - εμείς οι ανθρώποι - delete, προκειμένου να την ξεκάνω.
Ήθελα να της πω ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν αφού ήδη είχε φροντίσει πανηγυρικά δια των δαχτύλων μου και των σκέψεών μου να πάρει σάρκα και οστά, καταγεγραμμένα αμφότερα στο ψηφιακό χαρτί μου. Ήδη υπήρχε. Ήδη είχε κατακτήσει μια περίοπτη θέση στη ζωή μου. Κι εκείνο που αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή παρακαλούσα ήταν να έρθει η δική της σειρά να "φροντίσει" εμένα. Να μπει στη σκέψη μου και ν' αφαιρέσει τα κακώς κείμενα. Να χωθεί μέσα σε αυτήν κι όπου έβρισκε κενό να "φύτευε" πιο αρεστά σε μένα γεγονότα/συναισθήματα/σκέψεις. Ήξερα κι εγώ κι αυτή πως αυτός ο τρόπος αλληλεπίδρασης δεν είχε ακόμη εφευρεθεί κι ίσως ποτέ δεν θα έπαιρνε το δρόμο της αυτή η μετάλλαξη. Δεν με άφηνε όμως να μιλήσω.

Καθώς το θολό τοπίο της μη εντελώς αφυπνισμένης ακόμη συνείδησής μου ξεκαθάριζε, καταλάβαινα όλο και καλύτερα πως μου έλεγε κι άλλα πράγματα εκτός από παράπονα. Ξεχώριζα ανθρώπινα μικροσυστήματα νοημάτων - που τα λέμε εν συντομία "λέξεις". Η απαλή αύρα της παρουσίας των παλλόμενων μορίων σκόνης και αέρα μέσα στην ατμόσφαιρα της κουζίνας μου, υποβοηθούμενα από την επιθετικότητα του ανοικτού απορροφητήρα, μου θύμιζαν με πιο παραδοσιακό τρόπο σκέψεις που είχα κάνει παλιότερα, αισθήματα που είχαν κατακλύσει το είναι μου μήνες πριν, ενέργειες που έκανα και για τις οποίες μετάνιωσα πικρά, αποφάσεις που δεν πήρα των οποίων η περίοδος χάριτος/αναμονής είχε περάσει άκαρπη κι η ημερομηνία λήξης τους είχε ήδη παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τα μικροσκοπικά σωματίδια που αποτελούν το ατμοσφαιρικό μικροσύνολο του χώρου που βρισκόμουν, στην προσπάθειά τους να σωθούν από τη λαίλαπα ενός μοτέρ που προσπαθούσε να τα εξαφανίζει, περιφέρονταν ταχύτατα κι ακατάστατα μετασχηματιζόμενα σε αέρια μορφή κι έδιναν στη φλόγα του κεριού-με-οσμή-κανέλα ιδιόμορφα σχήματα κάθετα και οριζόντια, κυκλικά κι ευθύγραμμα. Ναι, άρχισε να μου τα θυμίζει ένα ένα. Πράξεις/σκέψεις/απορίες, στοιχεία με τα οποία της είχα δώσει υπόσταση, κομμάτια παζλ ενός "περιβάλλοντος" που πάσχιζε να ολοκληρωθεί.
Π.χ. Εκείνα τα απογεύματα που την έβαλα να κοντοστοσταθεί μπροστά σ' ένα φωτεινό ανοιχτό παράθυρο για να δει τί υπάρχει εκεί κι αυτό την τράβηξε και την ζεμάτισε σαν πεταλούδα που της καίει η φωτιά τα φτερά, η φλόγα ήταν καρφωμένη ανατολικά. Τις μέρες που αδημονούσε για το "νέο" κι "ελκυστικό" που αυτές θα της έφερναν, η φλόγα ήταν καρφωμένη βόρεια, στις γραμμές του τραίνου όπου πάνω στις ράγες τους με τυμπανοκρουσίες ερχόταν αυτό. Η φλόγα τότε μιλούσε λόγια σοφά κι έδειχνε την κατεύθυνση, ως ομιλούσα πυξίδα ζητούσε την προσοχή της στην ομορφιά που θα εμφανιζόταν στη ζωή της. Κι εγώ ζήλεψα και θέλησα να πάρω τη θέση της. Μου θύμισε ακόμη εκείνο το βράδυ που εγώ έφυγα μακριά από επικίνδυνα μονοπάτια μη γνωρίζοντας σε ποιές τραγικές λεωφόρους θλίψης θα περιφερόμουν αργότερα. Τότε η φλόγα ήταν καρφωμένη νότια. Κι όταν για μήνες ολόκληρους πάλευα ν' ανακαλύψω πού ήταν η αλήθεια και πού η υπερβολή (δεν λέω ψέμα γιατί δεν μου αξίζει) κι εκείνη χαιρέκακα απλώς κοιτούσε, η φλόγα είχε καρφωθεί στη δύση. Αλλά είχα ήδη αποπροσανατολιστεί από τον κυκεώνα των ταραγμένων αποκαλύψεων, είχα ήδη δοκιμαστεί από τις έλλογες απειλές, είχα ήδη φοβηθεί τις συνέπειες και είχα χάσει τα σημεία του ορίζοντα.

Ο καφές τελείωνε, η υγρή κανέλα λίγο ακόμη και θα χυνόταν στο πιατάκι που την χώριζε από το ευαίσθητο υλικό του πάγκου της κουζίνας μου. Σιγά σιγά η προσπάθεια της ηρωίδας μου μετατρεπόταν σε ακατάληπτο βουητό. Ο επεξεργαστής μου ήδη είχε πάρει μπροστά, τα ηλεκτρόνια της ύπαρξής μου άρχιζαν για μια ακόμη φορά τον ξέφρενο χορό τους μέσα στα ενδότερα του ανθεκτικού ακόμη αλλά παραιτημένου σαρκίου μου. Κι επιτέλους ήρθε η στιγμή που θα έπαιρνα τη δεύτερη σημαντική απόφαση της ημέρας. Να τελειώνω με τις παρλαπίπες και να ετοιμαστώ για δουλειά. Της υποσχέθηκα πως θα τη φροντίσω καλύτερα, πως θα επιστρατεύσω ίδιες δυνάμεις για να δημιουργήσω μια ιστορία ακόμη, έναν λόγο ύπαρξης ακόμη. Και συνειδητοποιώντας την απόλυτη εξάρτησή της από εμένα - κι ας αυθαδίαζε αυτή ισχυριζόμενη πως μπορεί να κάνει κουμάντο μόνη  της τον εαυτό της - έκανα ένα "φού" και της έκλεισα το στόμα.
Προς ώρας.
Είδες; της είπα. Φύσηξα κι έσβησες.
Και καθώς η μικρή λιμνούλα άρχισε να συρρικνώνεται και να σχηματίζει τη μία κρούστα μετά την άλλη, στερεοποιούμενη από πάνω προς τα κάτω εγκατέλειψα τον γόνιμο διάλογό μας προκειμένου να πάρω την τρίτη σημαντική απόφαση της ημέρας. Να τα βάλω για μια ακόμη φορά με το σύστημα. Εγώ, μια σκατούλα, μια χεσά άνθρωπος, ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι έπρεπε για ένα ακόμη χρονικό διάστημα μιας μέρας να σταθώ στη μέση του ρίγκ προσπαθώντας ν' αποφύγω τα χτυπήματα.
Αν κατάφερνα να ρίξω κι εγώ καμιά γροθιά κέρδος θα ήταν.
Οι επόμενες αποφάσεις - σημαντικές ή όχι - μπορούσαν να περιμένουν.