Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Το παιχνίδι της μίμησης της εξουσίας

Η πεποίθησή μου πως η ζωή "εκεί έξω" είναι γεμάτη προκλήσεις, προσκλήσεις αλλά κι εκπλήξεις και πως, είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή συνεχίζεται έτσι κι αλλιώς και τελείως ανεξάρτητα από τη δική μας βούληση ακόμη κι απολύτως ανεξάρτητα από το ανθρώπινο βιολογικό τέλος του καθενός μας, με συνοδεύει από παιδί. Το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι είναι αστρικό υλικό οπότε κι αυτό που μένει από τον καθένα μας "στο τέλος" είναι απλώς υλικό για κάτι άλλο. Κι αφού, μέχρι ν' αφήσουμε την τελευταία μας πνοή, την τελευταία προσωπική μας λέξη στην ιστορία, τα κύτταρά μας ανανεώνονται διαρκώς, τίποτα δεν είναι ίδιο ούτε μέσα μας ούτε έξω μας: τα πάντα ρει και τίποτα δεν είναι περισσότερο αληθινό από αυτό. Μπορεί "εμείς" να μην είμαστε αθάνατοι, είναι όμως το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Αθάνατο κι ανακυκλούμενο. Και τίποτα δεν πάει χαμένο από μας.
Γι' αυτό είναι κρίμα κι άδικο να χαραμίζουμε έστω και μια στιγμή αυτού του ταξιδιού που εν συντομία το λέμε ζωή, απλώς κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο μένοντας απαθείς. Ωραία είναι, δε λέω, και ...ξεκούραστα αλλά και μέσα στο μεταφορικό μέσον συμβαίνουν σπουδαία πράγματα που προσωπικά μου αρέσει, αν δεν μπορώ να συμμετέχω, τουλάχιστον να τα παρακολουθώ. 
Κινηματογράφος λοιπόν...
Τέχνη ή τεχνική; 
Η τεχνική στην υπηρεσία της τέχνης, θα απαντούσα εγώ, σε μια προσπάθεια συγκερασμού σπουδαίων επιτευγμάτων με την αναγκαιότητα έκφρασης των ανθρώπων. 
Ή άλλως...
Η επιστήμη της αποτύπωσης στην ύλη συναισθημάτων που ταλανίζουν τους ανθρώπους.
Ή ακόμα...
Η επιστήμη της αναγκαιότητας της επικοινωνίας μέσω της "εικόνας" και μάλιστα της κινούμενης.

Τον τελευταίο μήνα είδα τρεις ταινίες. Τρεις σπουδαίες ταινίες.
"The Imitation Game"
"Birdman (Or The Unexpected Virtue of Ignorance)"
"Whiplash"

Η πρώτη ταινία μου άρεσε αρκετά οι άλλες δύο, θα σας στενοχωρήσω, όχι και τόσο.

Το "Παιχνίδι της Μίμησης", όπως είναι ο μεταφρασμένος ελληνικός τίτλος, μου άρεσε για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι πως τρέφω μια αδυναμία στον Άλαν Τούρινγκ και τις μηχανές του που αρχικά τις κατασκεύαζε μέσα στο μυαλό του αλλά αν είχε τη δυνατότητα και την ευκαιρία είμαι σίγουρη πως θα ήταν απολύτως ικανός να τις κατασκευάσει και "κανονικά". Ωστόσο, προτού η παραφροσύνη των ανθρώπων, τα κοινωνικά στερεότυπα και τα σκοταδιστικά ταμπού σε σχέση με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις τον οδηγήσουν στην αυτοκτονία, πρόλαβε να κατασκευάσει εκείνη τη μηχανή η οποία κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τη γερμανική μηχανή Enigma κι έτσι να σωθούν χιλιάδες ζωές στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι άλλες δύο ταινίες, το "Birdman" και το "Whiplash", δεν κατάφεραν να βρουν τον δρόμο προς την ψυχή μου. Όχι πως δεν ήταν σπουδαίες ταινίες και αυτές. Κάθε άλλο. Και άρτια δομημένες ήταν και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένες και οι ηθοποιοί μεγαλούργησαν (ειδικά στο Birdman) όπως επίσης και τα "τεχνικά κλιμάκια" (που είναι και της μοδός) έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό ώστε το αποτέλεσμα να είναι εξόχως εκπληκτικό.
Τους έλειπε όμως εκείνος το "στοιχείο", εκείνο το "υλικό", ο ...αστάθμητος παράγοντας που θα κατάφερνε να σπάσει κι αποκωδικοποιήσει τον δικό μου προσωπικό και περίπλοκο κώδικα.
Δεν είναι πως δεν πέρασα ευχάριστα βλέποντάς τες ή πως δυσανασχέτησα με κάτι. Ίσα ίσα, 
τις παρακολούθησα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αλλά όλα αυτά απέχουν πολύ από το να πω ότι "η ταινία αυτή μου άρεσε".
Όμως...
Μια ταινία είναι σπουδαία - κατά τη γνώμη μου - όχι μόνο όταν ανταποκρίνεται στις τεχνικές, σεναριακές, σκηνοθετικές και υποκριτικές προδιαγραφές ώστε να ικανοποιεί το ...αδηφάγο κοινό αλλά - για μένα πάντα - σπουδαία είναι μια ταινία όταν καταφέρνει στον δύστροπο κι ανικανοποίητο θεατή να δώσει "τροφή για σκέψη". Να τον αναγκάσει δηλαδή - αυτόν τον παλιοθεατή - να στρέψει το ενδιαφέρον του από τα στοιχεία ή τη δομή που δεν του αρέσουν, σε μοτίβα ή προβληματισμούς, μέχρι που ο ίδιος τελικά θα δώσει, χωρίς καν να το καταλάβει, το "κλειδί" ώστε να μπορέσει έστω μέρος της ταινίας να βρει τον δρόμο της προς τα ενδόψυχά του. Αρχικά μέσω του οπτικού νεύρου προς τα εγκεφαλικά κύτταρα, εν συνεχεία προς εκείνη τη μάζα των αιμοφόρων αγγείων που τη λέμε καρδιά και τελικά "για δες!!!"

Αν δεν έχετε δει τις παραπάνω ταινίες καλύτερα να σταματήσετε την ανάγνωση τώρα. Παρότι δεν πρόκειται να σας μαρτυρήσω και πολλά εντούτοις αν επιλέξετε να τις δείτε θα είστε προϊδεασμένοι γι' αυτά που αναφέρω κι έτσι η έκπληξη εσάς δεν θα σας περιμένει στη γωνία.

Πάμε λοιπόν...
Το καθοριστικό στοιχείο που ενώνει σαν νήμα τις τρεις αυτές ταινίες - κυρίως όμως τις δύο που δεν μου άρεσαν - είναι το στοιχείο της εξουσίας. Εξουσία που ασκείται χωρίς "εντολή" και από "αναρμόδιο" άτομο. Εξουσία που ασκείται χωρίς καμία επίφαση έστω εξουσιοδότησης και καθόλου επ' αγαθώ αλλά εντελώς για ίδιον συμφέρον και αυτοϊκανοποίηση. Εξουσία που προέρχεται από τα σύνδρομα εγκεφαλικής και ψυχικής ανεπάρκειας και καταλήγει στην προσβολή της προσωπικότητας του άλλου, στον μηδενισμό της προσπάθειάς του να επιτύχει κάτι και στο έργο που επιτελεί από επιλογή του κι όχι τελών εν διατεταγμένη υπηρεσία. 
Με άλλα λόγια εξουσία που ασκείται προκειμένου να έχει η τρικλοποδιά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Εξουσία που "από θέση" (νομίζει πως) έχει κάποιος εξαιτίας ή χάρη στο επάγγελμά του, την ιεραρχία του ή την υποτιθέμενη αυθεντία του σε κάτι. 



Στο Birdman παρακολουθούμε την εξουσία που ασκεί ο "κριτικός" στον δημιουργό ενός έργου τέχνης - στη συγκεκριμένη περίπτωση ενός θεατρικού έργου - και μάλιστα προτού ο "κριτής" δει καν το δημιούργημα. Κι ακόμη χειρότερα, δεν τον ενδιαφέρει να το δει. Μια εξουσία που έχει "υφαρπάξει" χάρη στην ανάγκη του αδηφάγου κοινού που του δίνει το δικαίωμα όχι μόνο να κρίνει αλλά και να κατακρίνει a priori κάποιον "που έχει ρισκάρει τα πάντα ενώ ο ίδιος δεν ρισκάρει τίποτα". "I'm going to kill your play" ή αλλιώς "το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου".


Στο Whiplash έχουμε εξουσία στην πιο "κλασική" της μορφή, αυτήν που ασκεί ο δάσκαλος στον μαθητή του και που τη νοεί ως άσκηση εκπαιδευτικού έργου ή εκπαιδευτική άποψη ή τακτική.
Αλλά ενώ το σφάλμα είναι διττό, αφού μέρος της ευθύνης ανήκει και στον μαθητή ο οποίος θέλει διακαώς να γίνει "ο καλύτερος" ή τουλάχιστον "ένας από τους καλύτερους", η καθηγητική αυθεντία αγγίζει τα όρια του παραλόγου: "There are no two words in the English language more harmful than «good job»". "Κι αν αυτές οι δύο λέξεις είχαν ειπωθεί στον Τσάρλι Πάρκερ αυτός δεν θα είχε γίνει ποτέ αυτό που έγινε τελικά". 
Αλλά όπως και στην πραγματική περίπτωση του Τσάρλι Πάρκερ έτσι και στην περίπτωση μυθοπλασίας του μαθητή/ήρωα της ταινίας Whiplash εκείνο που παραγνωρίζεται παντελώς είναι οι συνέπειες της υπέρβασης αυτών των δύο λέξεων "good job".
Μόνο που στην περίπτωση του Whiplash έχουμε να κάνουμε με σενάριο και προεπιλεγμένο τέλος ενώ στην περίπτωση του Bird-Charlie Parker έχουμε να κάνουμε με την ίδια την αληθινή ζωή και το τέλος που η ίδια επιφύλαξε για τον καλύτερο ανάμεσα στους καλύτερους όλων των εποχών.
Το άγχος του καθηγητή να "βγει από την τάξη του" ένας καινούργιος Λούις Άρμστρονγκ ή ένας νέος Τσάρλι Πάρκερ τον αναγκάζει να βγει ο ίδιος έξω από τα όρια της λογικής με ανυπολόγιστες ίσως συνέπειες που όμως την τελευταία στιγμή κι έχοντας "με το μέρος του" τον σκηνοθέτη αποτρέπονται.
Σε κάθε περίπτωση τρεις αριστουργηματικές ταινίες που αν δεν βρείτε την ουσία στον "κυρίως δρόμο" υπάρχει πάντοτε η παράπλευρη κυκλοφορία που κάθε σπουδαία ταινία οφείλει να έχει φροντίσει να προσφέρει στον θεατή ή τον "αναγνώστη" της.





 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Το παιχνίδι των ελιγμών

Δεν θα έλεγε κανείς ότι στα μικράτα μου άλλη δουλειά δεν είχα από το να παρακολουθώ ποδόσφαιρο. Ο μπαμπάς δεν έβλεπε. Αλλά έβλεπε ο ξάδελφος. Όπου στο σπίτι του ξάδελφου μαζεύονταν συμφοιτητές του και φίλοι για να δουν - τί άλλο - κάποιο ματς. Και φυσικά όπου γάμος και χαρά η Βασίλω (γω δηλαδή) πρώτη.
Κι έτσι, παράλληλα με την τεστοστερόνη μέσα στο δωμάτιο ανακάλυπτα και την τεστοστερόνη μέσα στο γήπεδο. (Ω ναι, υπήρχε τεστοστερόνη και προ Ζαγοράκη).
Κι έτσι έμαθα να μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Όχι πολύ. Τόσο όσο. Γιατί είχαμε και δουλειές.
Ν' αλλάξουμε τον κόσμο παραδείγματος χάριν.
Ο κόσμος όμως δεν άλλαζε, εμείς αργούσαμε να το πάρουμε απόφαση και Κυριακή στην Κυριακή, αγώνα στον αγώνα, πρωτάθλημα στο πρωτάθλημα φτάσαμε στο "δια ταύτα". Φτάσαμε αλλά δεν ακουμπήσαμε, είμαστε ακριβώς ένα τσικ πριν από αυτό.
Κι ενώ ο χρόνος κυλάει βασανιστικά αργά μέχρι να φτάσουμε εκεί, κι ενώ καραδοκούν εγκεφαλικά κι εμφράγματα μέχρι να το καβαλικέψουμε και να αρχίσουμε να διαβάζουμε τις πρώτες αράδες μετά από αυτό το "δια ταύτα" και για λόγους που οι επιστήμονες ψάχνουν να τους βρουν, εγώ άρχισα να έχω τις δικές μου εμμονές όπως άρχισα επίσης τα παιχνίδια της μνήμης των αναμνήσεων και των συνειρμών.
Μέρες τώρα κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η εικόνα ενός Έλληνα ποδοσφαιριστή που τη φωτογραφία του θα έπρεπε να βλέπουμε στις εγκυκλοπαίδειες πλάι στο λήμμα "ελιγμός", "ντρίπλα" ή "dribble".
Νεαρή ακόμη ούσα ανάμεσα στα ποδοσφαιρόφιλα τέρατα που συναναστρεφόμουν και χάρις σε αυτά ή εξαιτίας αυτών ήρθε και μου συστήθηκε ο Βασίλης Χατζηπαναγής.
Μου συστήθηκε εξ αποστάσεως παρουσιάζοντας στα έκπληκτα μάτια μου μοναδικό θέαμα που δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι επρόκειτο για πραγματικό παιχνίδι στη διάρκεια κανονικού ποδοσφαιρικού αγώνα κι όχι ρεσιτάλ ή επίδειξη μπαλαδόρικων δεξιοτήτων. Στροφιλίκια ενός γενετικού κώδικα χωρίς την αυστηρή δομή του αλλά με φαντασία, εφευρετικότητα και ποικιλία.
Αυτός ο παίκτης που λέτε - κι όπως φυσικά πολλοί από τους αναγνώστες μου θα γνωρίζετε καλύτερα από μένα - δεν ήταν απλά ...ποδοσφαιριστής. Ήταν παίκτης. Κι "έπαιζε" με το ένστικτο περισσότερο παρά με την ικανότητα. Θα έλεγα πως έπαιζε με την ψυχή και την καρδιά αλλά θα ακουστεί λίγο κλισέ. Παρότι τότε, χωρίς τα σημερινά μύρια στις τσέπες του, χωρίς ψυχή και χωρίς καρδιά το γήπεδο θα τον πέταγε έξω. Μαζί με τη μπάλα.
Κλείνοντας τα μάτια βλέπω τον παίκτη ν' αποκτά τη μπάλα, ή μάλλον βλέπω τη μπάλα να κυλάει προς τον παίκτη λες και η στρογγυλή αγαπημένη περιβάλλεται με ρινίσματα σιδήρου και το δικό του παπούτσι να 'χει μαγνήτη στην άκρη του. Την κυλάει απαλά, την αφήνει να τσουλίσει λίγο, την ξανακυλάει με το άλλο πόδι, προσπερνάει τον αντίπαλο με λύγισμα στη μέση και το βλέμμα προσηλωμένο στην αγαπημένη του, συναντάει άλλο αντίπαλο του γυρίζει την πλάτη, η μπάλα πάντα ενιαίο σύνολο με το παπούτσι του παίκτη, στριφογυρίζει ξανά, την ελευθερώνει για κλάσμα δευτερολέπτου σπρώχνοντάς την με το ένα του πόδι ανάμεσα στα ανοιγμένα πόδια του παίκτη της αντίπαλης ομάδας κι αμέσως μετά την παραλαμβάνει με το άλλο, αποκρούει τον επόμενο, κανείς δεν καταφέρνει να του πάρει τη μπάλα, βρίσκεται σ' ένα κενό μόνος του μαζί της, αυτή σταθερά προσηλωμένη στο πόδι του, δεν του αρέσει αυτό, στέκει περιμένοντας κάποιον αντίπαλο για να συνεχίσει τα τσαλίμια του γιατί χωρίς αυτά δεν έχει νόημα το παιχνίδι. Δεν του 'παιρνες με τίποτα τη μπάλα από τα πόδια. Και ντριμπλάρει ξανά και λίγο λίγο σαν χορογραφημένο ντουέτο, αυτός κι η μπάλα του, η μπάλα του κι αυτός, ανεπηρέαστοι από τις προσπάθειες των αντιπάλων, ανεπηρέαστοι από την επιθυμητή έκβαση του αγώνα, φθάνει στη μικρή περιοχή και ...σουτ.
Γκολ; Όχι, όχι πάντα γκολ. Δεν είναι πάντα αυτό το ζητούμενο την ώρα που ο Χαρζηπαναγής ντριμπλάρει. Δηλαδή αυτό είναι το ζητούμενο, γι' αυτό γίνονται οι αγώνες αλλά ένας παίκτης ξέρει καλά πως ακόμη κι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας δεν είναι τίποτε περισσότερο από την προσπάθεια να φθάσουμε σ' ένα αίσιο τέλος όμως ξέρει καλύτερα απ' τον καθένα πως κανένα αποτέλεσμα υπέρ της μιας ομάδας ή της άλλης δεν έχει "κλειδώσει" πριν ο διαιτητής σφυρίξει τη λήξη του αγώνα. 
Αλλά και το μπακλαβαδωτό, ακόμη κι όταν η μπάλα το κάνει να σπαρταράει δεν είναι το "τέρμα". Αν η ομάδα έχει δεχθεί γκολ είναι η αρχή. Αν έχει σκοράρει είναι η συνέχεια του παιχνιδιού με άλλα μέσα: αμυντικά για να διατηρηθεί το προβάδισμα ή μικροεπιθετικά έτσι, για το θεαθήναι. 
Δείτε εδώ τον Βασίλη Χατζηπαναγή 

Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωνα εγώ, άλλαξαν και οι προτεραιότητες και οι παρέες. Ο κόσμος μόνο δεν άλλαζε. Κι αν άλλαζε πάντα προς το χειρότερο. Σκαλί σκαλί πιο χαμηλά και πιο χαμηλά. Φίλαθλη δεν έγινα στην ουσία ποτέ. Ούτε έγινα οπαδός κάποιας ομάδας. Απλώς περνούσα ευχάριστα την ώρα μου παρακολουθώντας μαζί με άλλους, κάποιους αγώνες στην τηλεόραση και μένοντας μαζί τους έτσι, για την παρέα. Μερικές φορές πράγματι παρακολουθούσα και μερικές άλλες παρίστανα πως παρακολουθούσα. Και καθώς ήμουνα από τις λίγες κοπέλες που ήξερα τί είναι το οφσάιντ (είχα φάει "πολύ ξύλο" μέχρι να το μάθω βέβαια), όταν το σφύριζε ο διαιτητής και μου έλεγαν "αν δεν το σφυρίξεις εσύ δεν είναι τίποτα", μ' έπιαναν στα πράσα αν εγώ την ώρα της κρίσιμης φάσης ήμουν στη φάση της προσποίησης (παρακολούθησης του αγώνα).
Μαζί με τις προτεραιότητές μου άλλαζε και το ποδόσφαιρο... οι ποδοσφαιριστές επίσης. Κι όσο αυξάνονταν τα χρήματα στις τσέπες τους τόσο λιγόστευαν οι "παίκτες" στα γήπεδα ενώ ο Χατζηπαναγής είχε πλέον κρεμάσει τα παπούτσια του.

Αλλά καθώς ένας έρωτας περνάει μ' έναν άλλον έρωτα έτσι κι εγώ έβγαλα από την καρδιά μου τον Χατζηπαναγή κι έβαλα τον Μαραντόνα. Τον παίκτη που έδωσε στη ντρίμπλα άλλη διάσταση. Που έκανε τους ελιγμούς να μοιάζουν με την κορυφαία στιγμή στην ιστορία του ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι. Με το big bang της δημιουργίας του.
Εκείνο όμως που με εντυπωσίαζε πάνω απ' όλα στον Μαραντόνα δεν ήταν το παίξιμό του ή η απίστευτη ικανότητά του στους ελιγμούς στη διάρκεια των οποίων ήταν αδύνατον να του πάρει άλλος παίκτης τη μπάλα. Ευτυχώς που βαριόταν εύκολα κι έβαζε κι ο αντίπαλος κανένα γκολ.
Εκείνο που με εντυπωσίαζε πάνω απ' όλα στον Μαραντόνα ήταν η ικανότητά του να διασχίζει τρέχοντας ιλιγγιωδώς το γήπεδο, να κάνει και τους ελιγμούς του, έτσι, για την αλητεία, να βάζει και γκολ στο τέλος και παρολαυτά η κόμη του να παραμένει το ίδιο περιποιημένη κι εντυπωσιακή όπως όταν πρωτομπήκε στο γήπεδο για να παίξει. Κομμωτηρίου που λένε.
Δείτε εδώ Rare skills - By Diego Maradona 

Αν συνεχίσω μοιραία θα φθάσω στον Ζιντάν όπου το παίξιμό του δεν είχε κανένα προηγούμενο καθώς αυτός δεν ήταν ούτε παίκτης, βεβαίως ούτε ποδοσφαιριστής. Αυτός ήταν χορευτής. 
Δείτε εδώ The Roulette / Spin Move - By Zinedine Zidane 

Όμως δεν μεταδίδω άλλο καθώς αυτός ο γίγαντας γράφοντας το τέλος στη δική του ποδοσφαιρική καριέρα με μια κουτουλιά, έγραψε το τέλος και στο δικό μου ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο.

Τώρα θα μου πείτε τί πάω και θυμάμαι. Μα δεν φταίω εγώ, άλλοι μου τα θυμίζουν και προκειμένου να ζαλίζω το μυαλουδάκι μου με τούτα και με κείνα καλύτερα να έρχονται οι συνειρμοί να κάνουν παρέα στα όνειρα και τις ελπίδες μου. Που τελειωμό δεν έχουν σας πληροφορώ.



Υ.Γ. Και μόλις συνειδητοποίησα πως και οι τρεις παίκτες που ανέφερα είχαν στην φανέλα τους το περιβόητο Νο 10.
 

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Το παιχνίδι των αντιπερισπασμών


Η ηρωίδα μου δεν ένοιωθε πολύ καλά. Για την ακρίβεια δεν ένοιωθε καθόλου καλά.
Αλλά αν ήθελε να είναι απολύτως ακριβής κι ειλικρινής θα 'πρεπε να παραδεχτεί πως ήταν
τελείως χάλια. Αλλά δεν θα το παραδεχόταν. Και μάλιστα προσπαθούσε να το κουκουλώσει.
Αυτό δεν ήταν εύκολο.
Τα ξαφνικά ξεσπάσματα, τ' ανεξέλεγκτα κλάματα, οι βουβοί λυγμοί, το τρέμουλο στη φωνή και
στα χέρια, οι ξαφνικές εδάφους-εδάφους πιρουέτες που με χάρη κι "υποκριτική δεινότητα" τις "μεταμόρφωνε" σε στροφή του σώματος πότε από τη μία και πότε από την άλλη μεριά - κοινώς ζαλάδες - το βουητό στο κεφάλι και στ' αυτιά, οι άναρθρες κραυγούλες, οι αναστεναγμοί και το ελαφρύ τράβηγμα της πλούσιας κόμης της προς τα πίσω που ανάγκαζε και το κεφάλι να την ακολουθήσει, την πρόδιδαν.

Κι έτσι, από τη μία, λίγο η απογοήτευση που της είχε προκαλέσει το κυβερνητικό slow motion
(έως καθόλου motion ενίοτε) ενώ θα 'πρεπε να ανταγωνίζεται σε ταχύτητα το φως, λίγο το pause σε κάθε εμπορική, οικονομική αλλά και κοινωνική δραστηριότητα κι από την άλλη αυτή η ρημάδα η ενσυναίσθηση για τα χάλια των άλλων, χάλια τα δικά της νεύρα.
Κι ενώ η ταχύτητα του φωτός ουδόλως την ενδιέφερε παρά μόνον για να μετράει αποστάσεις,
η όποια ταχύτητα των κυβερνητικών αποφάσεων την ενδιέφερε σφόδρα για τον ίδιο ακριβώς λόγο: για να μετρηθούν και καλυφθούν οι αποστάσεις από το ζοφερό παρελθόν στο ακόμη πιο ζοφερό παρόν. (Για το μέλλον θα σκεφτόταν άλλη ώρα: I'll think about that tomorrow, ξυπνούσε η Σκάρλετ μέσα της).
"Έτη φωτός" σε ..."μικροέτη" χρόνου θα έπρεπε να διανύσει οποιοσδήποτε θα το 'βαζε στόχο να διορθώσει/αλλάξει ή έστω "μεταρρυθμίσει" (που είναι και της μοδός) αυτό το μπάχαλο που ως αφρικανικό βασίλειο, στις παρυφές όμως της Ευρώπης, ήταν η χώρα στην οποία κατοικούσε.
Ευρισκόμενη λοιπόν κάπου ανάμεσα στο να αδιαφορήσει πλήρως για όλους και για όλα και στο να αδιαφορήσει μόνο για το κυβερνητικό "μη" έργο αλλά από την άλλη μη θέλοντας να πάθει και τίποτα από την ένταση ούτε να ξεσπάει σε αγαπημένους που δεν έφταιγαν σε τίποτα, αποφάσισε πως, αφού δεν μπορεί ν' αποφασίσει τί πρέπει να κάνει για ν' αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, καλύτερα να μην κάνει τίποτα.
Αντιθέτως η πουτάνα η ζωή (ως χρονική κι όχι ως βιολογική διαδικασία) δεν έμενε άπραγη.
Στασό δεν είχε. Και χάνει έναν φίλο. Και παραλίγο να χάσει κι έναν άλλον. Θάνατος βρήκε τον έναν, εγκεφαλικό τον άλλον. Και το 'λεγε... να πεις πως δεν το 'λεγε: κουλάρετε ρεεεεεεεε...
Και κάπου εδώ, ως άλλος "από μηχανής θεός", εισχωρεί στην ιστορία ο ...άλλος.
Τί να κάνει τον καραγκιόζη, τί τον αρλεκίνο ή τον κλόουν, τί ρόλους εφεύρισκε να "παίζει", τί μορφασμούς, τί γκριμάτσες, τί καλαμπούρια αλλά όλα άσκοπα.
Εκείνη παρίστανε πως διασκεδάζει κι ως ένα βαθμό διασκέδαζε αλλά αυτή η αλλαγή διάθεσης κρατούσε λίγο. Όσο δύσκολα καλυτέρευε η διάθεσή της τόσο εύκολα (πανεύκολα) χαλούσε πάλι.

Αλλά ο άλλος εκεί... αγύριστο κεφάλι. "Ο επίμονος διπλανός" τον είχε βαφτίσει.
Τη μια της έδειχνε στον υπολογιστή ειδήσεις/πληροφορίες που θεωρούσε πως θα την ενδιέφεραν. Την άλλη της έστελνε με e-mail κάποια link προσπαθώντας να την πείσει ότι την αφορούν.
Την παράλλη της έλεγε κάτι "πολύ ενδιαφέρον που άκουσε" ή κάτι "πολύ ενδιαφέρον που είδε κάπου" ή για ένα "εξαιρετικά ενδιαφέρον θεατρικό έργο που είχε πάρει διθυραμβικές κριτικές"
ή για εκείνη την κινηματογραφική ταινία που "είχε χάσει ενώ τόσο ήθελε να δει κι επιτέλους είχε κυκλοφορήσει και μπορούσαν να τη δουν στο σπίτι". Της μιλούσε για βιβλία που μόλις είχαν κυκλοφορήσει ή για παλιότερα ρωτώντας την αν τα έχει διαβάσει. Της έκανε ερωτήσεις "κρίσεως" για οποιοδήποτε θέμα μπορούσε να βάλει νους ανθρώπου. Και την κολάκευε, θυμίζοντάς της πως όλα - μα όλα - τα είχε προβλέψει και σε όλα - μα σε όλα - είχε πέσει μέσα. Αυτό το τελευταίο την εκνεύριζε πολύ επειδή της θύμιζε πως ενώ τα είχε προβλέψει όλα και είχε πέσει μέσα σε όλα δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε) να συνεχίσει να προβλέπει το ίδιο καλά και για το εγγύς μέλλον επειδή αυτό, από τη μια έμοιαζε τρομαχτικό κι απ' την άλλη ελπιδοφόρο. Παράνοια δηλαδή. Γι' αυτό και ήθελε να βγάλει τελείως από την καθημερινότητά της όλες τις "ειδήσεις" και "πληροφορίες" που με καταιγιστικό ρυθμό κατέκλυζαν τον ψηφιακό και όχι μόνο κόσμο της.
Ένοιωθε πως ζούσε σε ένα εντελώς καφκικό περιβάλλον, γκεμπελικής χροιάς όμως, όπου όλα όσα λέγονταν ήταν ψευδή ή διαστρεβλωμένα. Αναλύσεις και περιγραφές μιας εντελώς παραμορφωμένης πραγματικότητας. Συμπεράσματα που προέκυπταν από αριστοτεχνικά δομημένα ψεύτικα "στοιχεία", θεωρίες που έστηναν με μαεστρία ένα εφιαλτικό σκηνικό.
Η πληροφορία στην υπηρεσία του ψέματος. Και το ψέμα στην υπηρεσία της προπαγάνδας.
Είχε καταντήσει μάστιγα πλέον να κυκλοφορούν άρθρα και αρθρίδια με τεράστιους τίτλους τελείως άσχετους με το περιεχόμενο στο οποίο κάπου κρυμμένη ήταν και η πραγματική είδηση.
"Τέλος οι συντάξεις χηρείας", διαβάζει σε τίτλο. Και μπαίνοντας στο άρθρο τί διαβάζει;
"Τέλος οι ΔΙΠΛΕΣ συντάξεις. Ο ασφαλισμένος θα πρέπει να διαλέξει ποια σύνταξη θα κρατήσει: την κύρια σύνταξη ή τη σύνταξη χηρείας". Κάτι που όμως εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια, απλώς κάποιοι θα ξέφυγαν κι ήρθε η ώρα να τους τσιμπήσουν.
Να διάβαζε δηλαδή τον τίτλο η μάνα της να 'μενε στον τόπο. Ίσως κιόλας αυτό να επιζητούσαν οι επιτήδειοι. Να μείνουν μερικοί "σέκος" κι έτσι τέλος όχι μόνο οι διπλές συντάξεις χηρείας αλλά και οι μονές λόγω "κατάργησης" του δικαιούχου.
Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Γι' αυτό τέρμα. Αποχή από τα μίντια και κυρίως από τα σόσιαλ μίντια όπου εκεί γινόταν το μεγάλο πάρτι. Και να τα ποστ και να τα τουίτ και να τα λινκ και να τα πανηγύρια από φιλελέδες, νεοφιλελέδες, μεταρρυθμοφιλελέδες, "σοσιαλ"φιλελέδες, κοινωνικούς τραμπούκους αλλά κι αντιπολιτευόμενους εντός, εκτός κι επί τα αυτά.
Κι ενώ λοιπόν προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα εγκεφαλικά της κύτταρα και σε τροχιά τα ηλεκτρόνια του πυρήνα τους ο ...άλλος έπαιζε το παιχνίδι του.
Δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει. Παρίστανε πως δεν καταλάβαινε τον σκοπό του. Έδειχνε ενδιαφέρον για ό,τι της έλεγε: κοίτα εδώ, κοίτα εκεί και δες παρακεί.
Κι έτσι έμαθε για το X σωμάτιο που συγκρουόμενο με το Ψ απελευθερώνει τόση ενέργεια όση κατά πάσα πιθανότητα χρειάζεται ένα Ζ σωμάτιο για ν' αποκτήσει μάζα και άχου τί ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι αυτή για τη σύχρονη ζωή και την καθημερινότητά μας.
Έμαθε για το απολιθωμένο μυγάκι μέσα σε ρόζο του τμήματος ενός κορμού δέντρου θαμμένου επί χιλιετίες σε έδαφος εμπλουτισμένο με άνθρακα και ασβέστιο. Και πόσες πληροφορίες είναι καταγεγραμμένες στο dna του μυγακίου αυτού.
Έμαθε πώς αναπαράγεται το κολεόπτερο που ζει στην υποσαχάρια Αφρική και είναι σπανιότατο είδος αλλά και είδος προς εξαφάνισιν.

Αλλά έμαθε και πιο χρήσιμα πράγματα, απλά, καθημερινά, χρειαζούμενα.
Όπως, ας πούμε, για τη νέα μέθοδο με την οποία οι μελισσοκόμοι συλλέγουν το μέλι χωρίς να χρειάζεται να φοράνε σκάφανδρα και να ζαλίζουν με καπνούς τις μελισσούλες. Λίγο ακόμη
και θα 'νοιωθε μια αδηφάγα ανάγκη να γίνει μελισσοκόμα.
Ή για μια πρωτοποριακή μέθοδο αφαίρεσης των τριχών πέριξ του τυμπάνου του αυτιού χωρίς νυστέρι και ήδη αισθανόταν την επιθυμία να σπουδάσει αυτό το "αντικείμενο" επειδή φαινόταν προσοδοφόρο.
Ενημερώθηκε για την εφεύρεση του "μικροψαλιδιού" χάρη στο οποίο θα μπορούμε να να κόβουμε τις ετικέτες από τα ρούχα χωρίς να τα καταστρέφουμε και ήδη ένοιωθε μια ανατριχίλα αφού αυτό, ναι, την έκανε ευτυχισμένη.

Γελούσαν και τα μουστάκια που δεν είχε όταν της τα έλεγε. Γελούσαν μέχρι και οι τρίχες της κεφαλής της από τον ενθουσιασμό της για την φροντίδα του.

Αλλά ποτέ δεν του είπε: Ξέρω τί κάνεις και ξέρω και γιατί το κάνεις. Εκείνο που δεν ξέρω (ακόμα) είναι πώς να σ' ευχαριστήσω για όλα αυτά.












Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Η άκριτη δύναμη της κριτικής στην κριτική ή αλλιώς bullshit


Πολύ περισσότερο από ότι ο Ζαν Ζακ Ρουσώ και ο Βολταίρος, ο Ντιντερό ενσάρκωνε 
την πιο προοδευτική πτέρυγα της σκέψης του Διαφωτισμού, μια θέση που προερχόταν 
από την πεποίθησή του ότι  το πρώτο βήμα προς τη φιλοσοφία είναι 
η δυσπιστία/αμφιβολία/σκεπτικισμός.
(Le premier pas vers la philosophie, c'est l'incrédulité).
Σε απλά λαϊκά (νέα) ελληνικά "βούτα πρώτα τη γλώσσα στο μυαλό σου". 
Σε παλαιότερα "μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας".

Θέλω να γίνω λίγο ..."φιλόσοφη" (ή μήπως "φιλοσοφίνα";) αλλά δε μου βγαίνει. Όμως, επειδή ο σοφός-σκέτο λαός λέει πως τρώγοντας έρχεται η όρεξη θα αρχίσω κι εγώ το φαγοπότι...  ουπς το γράψιμο δηλαδή.
Δεν προλαβαίνω μάνα μ', δεν προλαβαίνω να παρακολουθώ "μέτωπα". Που δεν κλείνουν κιόλας. Όλα ανοιχτά. Μακάρι να άνοιγαν και τα μάτια μας και τα μυαλά μας σαν κι αυτά και να παρέμεναν κιόλας ανοικτά.
Δεν προκάνω μάνα μ', δεν προκάνω να ενημερώνομαι για το ένα "θέμα" που προκύπτει και ... τσουπ το άλλο. Μακάρι να ενημερωνόμασταν και γι' αυτά που ακυρώνονται/διαψεύδονται όσο κάποιοι ψάχνουμε να βρούμε τις πληροφορίες.
Κάποιοι παλιοί είπαν πως scripta manent. Δίκιο είχαν (και έχουν). Το 'γραψες; Έμεινε. Ψέμα; Ε και; Έμεινε ένα ψέμα ακόμα.
Και κάποιοι άλλοι (νεώτεροι αυτοί) είπαν πως παραπληροφόρηση είναι αυτό που μένει όταν καμουφλάρεις ή κρύψεις πολύ καλά την πραγματική πληροφορία. Κι αυτοί δίκιο είχαν. Και έχουν.

Έχω χάσει πια και τη μπάλα και το μέτρημα με τις αντιπαραθέσεις.
Λέει κάποιος "μέρα" αμέσως κάποιος άλλος να πει "νύχτα".
Λέει κάποιος άλλος "ναι" κι αμέσως ένας τρίτος "όχι".
Λέει κάποιος "μαθαίνω ότι" εννοώντας πως κάτι πήρε το μάτι του ή το αυτί του και πάνω σε αυτό που κάπου άκουσε, κάποιος είπε, κάπου διάβασε κατεβάζει λιβέλους. Κι όταν "με το καλό" η αλήθεια αποκαθίσταται και βγαίνει στο φως η πραγματική είδηση εκείνο που έμεινε δεν είναι τίποτε περισσότερο απ' αυτό που κάποιος "έμαθε ότι..." επειδή κάποιος, κάπου, κάποτε είπε.
Λέει ο τρίτος "έτσι" κι αμέσως ο αντίλογος "γιουβέτσι".
Εγώ πάλι λέω ότι, σαν παλιά καραβάνα, προσαρμόζομαι στις εκάστοτε συνθήκες και βλέπω από μακριά τις παγίδες που καραδοκούν.
Κι εκεί που πάω να "τσιμπήσω" και ν' απογοητευτώ, λέω: ώπα, υπάρχει και τρίτος "δρόμος".
Όχι αυτός του σοσιαλισμού που ένας ...παλιός ορκιζόταν πως υπήρχε. Όχι, δεν έχω σκοπό να τον αμφισβητήσω μωρέ, για να το έχει πει κάπου θα ήξερε ότι υπήρχε αλλά δεν είναι της παρούσης τώρα ν' αρχινίσουμε το "κυνήγι του χαμένου θησαυρού/δρόμου του σοσιαλισμού". Γιατί είναι της παρούσης ν' αρχίσουμε να κατανοούμε τί υπάρχει συνήθως ανάμεσα σε δυό αλήθειες ή ανάμεσα σε δυό ψέματα ή ανάμεσα σε μία αλήθεια κι ένα ψέμα.

O  Ortega Y. Gasset φημολογείται πως είπε: "Κουλτούρα είναι αυτό που μένει όταν ξεχάσεις όλα όσα διάβασες". Αυτός κι αν έχει δίκιο.
Κι εγώ λέω πως κατανόηση ενός κειμένου (προτού το ξεχάσεις) είναι αυτό που μένει όταν το διαβάσεις δύο φορές (ή και παραπάνω). Τη μία σαν ένα κείμενο/γνώμη/άποψη/ανάλυση/κριτική του Τάδε-σκέτο ή του Δείνα-σκέτο και την άλλη σαν ένα κείμενο/γνώμη/άποψη/ανάλυση/κριτική του Τάδε ή του Δείνα που έχει την τάδε ιδιότητα, το πόστο ή την ευθύνη. (Μένει ν' αποδειχτεί αν έχω δίκιο κι εγώ).

Κι όλα αυτά ενώ έχουμε χάσει τ' αυγά και τα καλάθια με όσα λέγονται στ' αλήθεια και με όσα δεν έχουν λεχθεί ποτέ αλλά κάποιοι (συνήθως παπαγάλοι) ισχυρίζονται πως τα άκουσαν, ενώ μέσα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο καταγράφονται σκόρπιες φράσεις ή λέξεις ή παράγραφοι, μεμονωμένα τμήματα δηλαδή ενός ίσως αριστοτεχνικά δομημένου λόγου, γραπτού ή προφορικού, που όμως κανείς δεν μπήκε στον κόπο ν' ασχοληθεί με αυτόν ως σύνολο γιατί το θυμικό του έχει ήδη ικανοποιηθεί με το μέρος. Βεβαίως σε αυτή την δύσκολη πολλές φορές  διαδικασία της νόησης και της κατανόησης του λόγου δεν παίζει κανέναν ρόλο αν αυτό που εκφράζεται είναι κατά τη γνώμη μας σωστό ή λάθος, αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε. Αυτό είναι μεταγενέστερο στάδιο και προϋποθέτει την κατανόηση των όσων διαβάσαμε ή ακούσαμε. Αν η προϋπόθεση αυτή λείπει τότε εκείνο που απομένει είναι βουητό που μοιάζει με άναρθρες κραυγές αλαλαζόντων, νοητική λυματολάσπη που βουλώνει τις διαύλους επικοινωνίας του εγκεφάλου με ό,τι βρίσκεται στο ακουστικό ή το οπτικό μας πεδίο, εν προκειμένω ένα γραπτό κείμενο ή έναν προφορικό λόγο. Θόρυβος που καλύπτει την φωνή της λογικής.
Κι αφού - λένε - θόρυβος είναι ο "ήχος", ο αντιστρόφως ανάλογος με την πηγή που τον δημιούργησε τότε αυτό που μένει είναι η άκριτη δύναμη της κριτικής στην κριτική ή αλλιώς bullshit.

Στο θέμα μας...
(Τί; δεν είμαστε ακόμη στο θέμα μας; είναι σαν να σας ακούω να ρωτάτε)
Ρωτήθηκα αν μ' ενοχλεί η ...πολυφωνία της νέας κυβέρνησης. Απάντησα πως όχι γιατί έχω συνηθίσει αυτήν την πολυφωνία από τότε που ήταν αντιπολίτευση.
Ρωτήθηκα επίσης γιατί δεν μ' ενοχλεί αυτή η πολυφωνία τώρα που η αντιπολίτευση έγινε κυβέρνηση.
Όντας πολίτης αυτής της χώρας κι έχοντας υποστεί τα πάνδεινα από τους προκατόχους αυτής της κυβέρνησης παραδέχομαι πως μ' ενοχλεί. Από την άλλη όμως νοιώθω περισσότερο ασφαλής που παρά τις ...αξιοπρεπείς ασάφειες μέσω αυτής της παράξενης - οφείλω να ομολογήσω - πολυφωνικής πρακτικής έχω περισσότερες πιθανότητες να αλιεύσω την αλήθεια και την πραγματική πληροφορία. Θα ήθελα βέβαια - έτσι γι' αλλαγή - αυτήν την αλήθεια και την πραγματική πληροφορία να βγουν οι ίδιοι να μας την πουν, να την πουν στην βουλή, γιατί πάνω απ' όλα, προσωπικά, επιζητώ την γνώση του τί μας περιμένει εξαιτίας των όσων μας οδήγησαν ως εδώ. Και κυρίως τί ακριβώς συνέβη και φθάσαμε ως εδώ. Ξέρετε, δεν με παίρνει να περιμένω την ιστορία να μου το πει ή γράψει. Ούτε το κοκαλάκι μου δεν θα έχει μείνει τότε για να το ακούσει ή να το διαβάσει.
Πέρα όμως από το κάπως μακρύτερο παρελθόν έχω απορίες και για το πρόσφατο.
- Τί πραγματικά συνέβη στο eurogroup;
- Τί ακριβώς συνέβη με τα σενάρια χρηματοπιστωτικής ασφυξίας; Που μόνο σενάρια δεν ήταν (ούτε είναι);
- Γιατί δεν θα "περνούσε" την αξιολόγηση η προηγούμενη κυβέρνηση κι έτσι την έκανε
μ' ελαφρά πηδηματάκια προκαλώντας εκλογές νωρίτερα;
Τί σκατά ρημαδιό άφησε πίσω της;

- Γιατί κανείς δε μας εξηγεί το μέγεθος της ζημιάς;
- Ποιός ζήτησε από τον Υποικ δημιουργική ασάφεια κι εκείνος γιατί δέχτηκε; Αν ήθελαν οι εταίροι να κοροϊδέψουν τα κοινοβούλιά τους ας έβρισκαν μόνοι τους τον τρόπο να το κάνουν.  Όπως ακριβώς έκαναν και τα δικά μας προηγούμενα καϊνάρια. Τελικά τα τσιράκια αποδείχθηκαν καλύτερα απ' τους δασκάλους τους.
- Τί ακριβώς εννοούσε ο Υποικ μιλώντας για αξιοπρέπεια; Μήπως θα 'θελε με όση αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει να του βάλω όχι ένα, όχι δύο αλλά καμιά δεκαριά "νι" στο όνομά του; Και που μόνο εγώ θα ξέρω τί σημαίνει το καθένα απ' αυτά;
- Τί εννοεί ο Μηλιός με το κείμενο που έγραψε; Και κυρίως γιατί το έγραψε; (Δεν πείθομαι ότι απλώς "είχε ανάγκη να εκφραστεί").
- Σε άλλον πλανήτη ζούσε ο Μηλιός όταν αμέσως μετά τις εκλογές ολόκληρη η χώρα ήταν βυθισμένη στην αγωνία;
- Γιατί χαίρονται οι νεοφιλεύθεροι με αυτό το κείμενο; Γιατί χαίρονται οι νεοφιλελεύθεροι γενικώς;
- Ποιά είναι η θέση του Μηλιού και ποιά η δουλειά του μέσα στο κόμμα; 
- Τί είναι ο Μηλιός; Tί είναι ο κάβουρας και τί είναι το ζουμί του΄
- Ποιά στ' αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω;

(Τα ερωτήματα δεν έχουν τέλος. Αυξάνονται δε με γεωμετρική πρόοδο).


Το κείμενο του Μηλιού το διάβασα δύο φορές. Την πρώτη φορά σαν κείμενο του "Μηλιού-σκέτο" και το βρήκα καταπληκτικό. Τη δεύτερη σαν κείμενο του "Μηλιού-υπεύθυνου σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ" και το βρήκα τουλάχιστον υποκριτικό, προκλητικό και ανεπαρκές.

Τα ερωτηματικά που καθημερινά μου γεννιούνται δεν βιάζομαι να τ' απαντήσω. Ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα μου απαντηθούν έτσι κι αλλιώς. Δεν ξέρω αν θα μου αρέσουν οι απαντήσεις. Εκείνο όμως που σίγουρα ξέρω είναι ότι 40 χρόνια διακυβέρνησης από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία (αυτά είχαν πράγματι εξουσία) έχουν δημιουργήσει ανεπανόρθωτες βλάβες στο κράτος, στην κοινωνία, στη χώρα. Με αποκορύφωμα την τελευταία πενταετία όπου τα δύο αυτά κόμματα έδωσαν τα ρέστα τους. Και για να είμαι πιο δίκαιη, την τελευταία δεκαετία. Αρχής γενομένης από το αμαρτωλό 2004. Αλλά αν θέλω να είμαι ακόμη πιο δίκαιη πρέπει να πάω ακόμη πιο πίσω. Και χωρίς να το καταλάβω, δίκιο στο δίκιο, θα φτάσω στο "Τσοβόλα δώσ' τα όλα".
Δεν μεταδίδω άλλο. Γιατί χωρίς επίσης να το καταλάβω θα φτάσω στον Καποδίστρια.

Μ' αυτά και μ' αυτά έφτασα ν' αναρωτιέμαι πώς μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, που δέχεται έναν ανηλεή και πρωτοφανή, ακόμα και για τα παγκόσμια χρονικά, πόλεμο από παντού, από παντού όμως, θα καταφέρει να διορθώσει τ' αδιόρθωτα. Πώς θα προχωρήσει όταν ένα πάει να φτιάξει και δέκα χαλάνε. Μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση που αποδεικνύεται πως δεν κατέχει τελικά ούτε ίχνος εξουσίας παρά μόνο μια χαλαρή και ανομοιογενή εντολή διακυβέρνησης.
Κατ' άλλα ...αισιοδοξείτε κι ευτυχείτε.
Και μην ξεχνάτε: στο τέλος όλα θα πάνε καλά, αν δεν πάνε δεν είναι το τέλος.

Σημ.: Σήμερα πλέον, Νοέμβριος του 2016, ο Γιάννης Μηλιός εξαργύρωσε την μετέπειτα σιωπή του. Διορίστηκε πρόεδρος του Φεστιβάλ Αθηνών αυτός(;) που αποκαλούσε τον Τσίπρα “Βοναπάρτη”. Σε άρθρο, ανυπόγραφο βέβαια, ως editorial στις “Θέσεις», το πολιτικό περιοδικό που διευθύνει, ο “πολέμιος” της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Μηλιός, έγραφε: Με την παρουσία του ηγεμόνα Βοναπάρτη Α. Τσίπρα ως πρωθυπουργού, η Αριστερά “δίνει μάχες” υιοθετώντας όλα τα μνημονιακά νομοσχέδια με διαδικασίες που τίποτε δεν έχουν να ζηλέψουν από τους αναγκαστικούς νόμους έκτακτων καθεστώτων, επιβεβαιώνοντας με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο τον προσχηματικό χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης ως ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού που σε τελική ανάλυση αναστέλλεται όποτε οι “συνθήκες” το απαιτούν, ένα είδος καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μέσα στη “δημοκρατική ομαλότητα”.