Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

"Χειρότερα κι από σκυλιά"

Charls Mingus from Debra Hurd
«...
- Θα σου πω, Φατς (Fats Navarro, εδώ), για ένα πιτσιρίκι που κάποτε πίστευε, όπως κι εσύ. Γεννήθηκε πιστεύοντας, μα μεγαλώνοντας οι πάντες γύρω του, αρχίζοντας από τους γονείς του και τις αδελφές του και τους δασκάλους του, οι πάντες έμοιαζαν να λένε πως ό,τι πίστευε ήταν λάθος. Κι αυτοί, βέβαια, έλεγαν πως πίστευαν και προσεύχονταν κι επικαλούνταν τον Θεό και τον Ιησού Χριστό, μα μόνο για λίγα λεπτά την εβδομάδα, όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Έτσι, λοιπόν, το πιτσιρίκι απόχτησε δύο προσωπικότητες, η μία τόσο ειλικρινής όσο και η άλλη κι αργότερα προστέθηκε και μία τρίτη, γιατί μ' αυτή την τρίτη, μπορούσε να στέκεται απ' έξω και να παρατηρεί ψυχρά κι αντικειμενικά τα κατορθώματα των άλλων δύο. Η αιτία για όλα αυτά ήταν ότι υποπτευόταν πως ίσως οι άπιστοι να είχαν δίκιο, ίσως να μην υπήρχε τίποτα για να πιστέψει κανείς. Αλλά αν αποδεχόταν απόλυτα μια τέτοια άποψη και απέρριπτε όλα τα όμορφα, τίμια πράγματα, θα ήταν σα να έχανε όλα όσα θα μπορούσε να κερδίσει αν δεν είχε πάψει να πιστεύει στην πίστη.
Ήθελε να συνεχίσει να πιστεύει και στην πίστη και στην απιστία. Η πραγματική έρευνα άρχισε όταν το πιτσιρίκι συνειδητοποίησε πως οι δύο εαυτοί του - οι τόσο διαφορετικοί, όσο διαφορετικός είναι ο άντρας από τη γυναίκα - θα μπορούσαν να μορφώσουν μια νέα τελειότητα αν συνεργάζονταν. Κοίτα, Φατς, υπόθεσε πως δείχνεις σ' έναν άνθρωπο ένα σανίδι με τρύπες διαφορετικού μεγέθους πάνω του, τον πας σ' ένα ξυλάδικο και του ζητάς να βρει το ταίρι της σανίδας. Δεν μπορεί να βρει σανίδι με ακριβώς ίδιες τρύπες. Και τότε σε πλησιάζει ένα παιδάκι με πέντε μαδέρια στα χέρια του και σου λέει: "Βάλε μερικούς μεντεσέδες σε τούτα τα μαδέρια και στο σανίδι σου, πρόσθεσε χερούλια και κλειδαριές. Τοποθέτησε τούτον τον τοίχο από πόρτες όπου θέλεις. Κλείνε μερικές πόρτες όταν αποζητάς τη σιωπή, ανοιγέ τες όταν ψάχνεις την αλήθεια. Γιατί δεν γίνεται να βρεθεί τυχαία σανίδι που να ταιριάζει με την αλήθεια του δικού σου σανιδιού, εκτός κι αν κόψεις δυο σανίδες με την ίδια αλήθεια την ίδια στιγμή".
- Τί λες, Μίνγκους; Τί στο διάολο είσαι, προφήτης; Τί σόι σανίδι είναι αυτό; Είναι άσπρο σανίδι ή μαύρο σανίδι; Συνέχισε μωρό μου, παίξε το καλύτερό σου σόλο για την ψυχή του γερο-Φατς. Μόνο, περίμενε μια στιγμή να σου πω τί έπιασα μέχρι τώρα, να δεις αν καταλαβαίνω σωστά. Λοιπόν, έχεις δυο εαυτούς που κάπου συναντιούνται, μα είναι τελείως διαφορετικοί, όπως, να πούμε οι άντρες έχουν ψωλή κι οι γυναίκες μουνί.
- Προσπαθώ να σου μιλήσω για αντίθετα πράγματα, Φατς, για δύο τελείως διαφορετικές δυνάμεις. Η απόλυτη τελειότητα και η απόλυτη έλλειψη τελειότητας είναι και οι δυο τελειότητα όταν κρίνονται ξέχωρα η μία από την άλλη. Η καταστροφή ξεκινά από αυτή καθαυτή την ιδέα του αγώνα.
- Η πάλη και ο ανταγωνισμός μεταξύ του εγώ μου που είναι ζώο-διάβολος και του εγώ μου που είναι Θεός μοιάζει να δείχνει πως το ένα υπάρχει σε βάρος του άλλου.
- Άκου δω, ρε Μίνγκους, δε θέλω να σου μπω. Αλλά γιατί κάθε φορά που ένας άνθρωπος σαν και μένα ζητά από έναν άνθρωπο σαν και σένα να του εξηγήσει τί είναι Θεός, Θ-Ε-Ο-Σ, τον πρήζει στις παραβολές και τα αινίγματα; Γιατί δεν μπορούν να μιλήσουν οι άνθρωποι σαν και σένα απλά, όπως εγώ; Είμαι ο Φατς Ναβάρο. Έχω ύψος ένα κι ενενήντα. Μοιάζω με μεξικάνο με σγουρά μαλλιά. Κάποτε ζύγιζα 160 κιλά περίπου. Τώρα ζυγίζω ακριβώς 50 κιλά. Θεωρούμαι μέλος της νέγρικης ράτσας, σύμφωνα με τους λευκούς, που δε με συμπαθούν καθόλου, κι εγώ τους συμπαθώ ακόμη λιγότερο. Αλλά, έτσι που μου τα λες εσύ, θα έχω πεθάνει μέχρι να σώσεις να πεις αν ο Θεός πάει στην τουαλέτα ή όχι.
- Φατς, τραβάς την κουβέντα όπου σε βολεύει, γι' αυτό μάς παίρνει τόσην ώρα. Κάθε φορά που παίρνω φόρα με διακόπτεις σε μία ερώτηση. Και πρέπει να σου απαντήσω, γιατί αλλιώς δε βγαίνει νόημα.
- Ωραία, τότε απάντησέ μου σ' αυτό. Γιατί με πρήζεις με άσχετα, κουλτουριάρικες μαλακίες;
- Εντάξει. Φατς. Αν πηγαίνεις από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια και ξέρεις πως η Καλιφόρνια υπάρχει, δεν αναρωτιέσαι σ' όλο τον δρόμο. Βρίσκεις προς τα πού πέφτει, και μετά την ψάχνεις στον χάρτη.
- Μπα, βγήκε χάρτης που σου δείχνει τον δρόμο για τον Παράδεισο;
- Εγώ έχω έναν, μα εσύ πρέπει να χαράξεις τον δικό σου. Αν δεν πάρεις χαρτί και μολύβι, αν δεν σπαζοκεφαλιάζεις να βρεις την καλύτερη διαδρομή, τότε δε θα ξεκουνήσεις από τη Νέα Υόρκη στους αιώνες των αιώνων, κι ας ξέρεις πως η Καλιφόρνια είναι στη θέση της και σε περιμένει. Κι όσο για τον Παράδεισο, οι ελάχιστοι διαθέσιμοι χάρτες είναι τόσο παλιοί, ξεπερασμένοι κι άσχημα μεταγραμμένοι που δεν μπορείς να περιμένεις από έξυπνους ανθρώπους να τους χρησιμοποιήσουν.
- Εννοείς τη Βίβλο, τις περγαμηνές, τις πέτρες κι άλλα παρεμφερή;
- Ναι, και δεν έχουμε νέες οδηγίες ή οράματα από τους μοντέρνους αγίους που αναπτύσσονται αμφιβάλλοντας για τον εαυτό τους. Έχει εξασθενήσει σήμερα η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τους Θείους Νόμους; Ο Χριστός είχε πει: "Ψάξτε και θα βρείτε... Έχετε κι εσείς τη δύναμη να γίνετε Παιδιά του Κυρίου". Αυτά τα λόγια δεν αποδεικνύουν πως ο Θεός δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί και να πάρει τη θέση του η  Εκκλησία που ταχτοποιεί τη ζωή μας και τις αμαρτίες μας, όπως ταχτοποιούν τα ρούχα μας τα κινέζικα στεγνοκαθαριστήρια; Μα η εκκλησία κουνάει το μαγικό της ραβδί και δηλώνει: "Ο άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει και να εξιλεωθεί αν εγώ το θελήσω", χωρίς καν να χρειαστεί να επικοινωνήσει με τον Άγιο Πνεύμα, έστω και μέσω της τηλεόρασης".
- Νάτο πάλι, Μίνγκους. Ρωτούσα για τον Θεό. Τον Θ-Ε-Ο. Πόσο ζυγίζει; Πού βρίσκεται; Πόσα χιλιόμετρα μακριά;
- Φατς, πόσο κάνουν πέντε και πέντε;
- Δέκα, λεβέντη.
- Θα μπορούσε να κάνουν είκοσι.
- Αδύνατο, Μίνγκους.
- Πολύ πιθανό, Φατς, κι είσαι ηλίθιος που περιορίζεις έτσι τον εαυτό σου. Δε ρώτησες πέντε τί. Θα μπορούσα να μιλώ για πέντε ζευγάρια που ταξιδεύουν με πούλμαν. Όταν μπαίνουν στο λεωφορείο μετριούνται σα ζευγάρια, όταν ο εισπράκτορας τους μετράει τους λογαριάζει σαν άτομα. Έλεγα λοιπόν, πέντε ζευγάρια συν πέντε ζευγάρια ίσον είκοσι άτομα. Η απάντηση είναι αυτή που θέλει ο ερευνητής να είναι: πέντε ζυγά, πέντε τριπλά, κ.ο.κ. Ο Θεός είναι το προϊόν πρόσθεσης, αφαίρεσης, πολλαπλασιασμού, διαίρεσης. Το δέκα από μόνο του δεν ισούται με τον Θεό, ούτε το είκοσι άλλωστε. Πώς, λοιπόν, μπορεί ένας λογικός άνθρωπος να θεωρήσει μέρος της απάντησής σαν σύνολο. Μου είπες πως όση γνώση έχεις, την απόκτησες ζώντας σε τούτον τον κόσμο. Ο Φατς ίσον τίποτα. Κανένας άλλος δεν κινδυνεύει από τα μαθηματικά σου. Μα μη ξεχνάς πως κάποτε βγήκε μέσα από τα  160 σου κιλά ένα ξέσπασμα ήχου που έμοιαζε με τη σύγκρουση χιλίων στοιχείων καθώς η τρομπέτα σου άλλαζε την ταχύτητα του ανέμου! Και κάθεσαι τώρα κι αποζητάς τον θάνατο γιατί κατά τη γνώμη σου είσαι πιο ταπεινός κι από τα σκατά. Λυπάμαι, Φατς. Μα λέγοντας την αλήθεια στον εαυτό μου, έμαθα να ξεχωρίζω τα ψέματα, ακόμη κι αν το λέω εγώ ο ίδιος, και τούτη είναι η μόνη αλήθεια που μου χρειάζεται. Η τρομπέτα σου ποτέ δεν είπε ψέματα για σένα. Αγαπάς περισσότερο απ' όσο εγώ και γι' αυτό θέλεις να πεθάνεις. Μόνο εσύ μπορείς ν' αλλάξεις την κατάσταση.
- Θες να πεις ότι ακόμη πιστεύω άσχετα αν λέω ότι δεν πιστεύω.
- Ναι και δηλώνω πως πιστεύεις περισσότερο από τους πιστούς που δεν αντέχουν στη σκέψη ότι μπορεί και να μην υπάρχει Θεός. Πάνε στην εκκλησία γιατί φοβούνται και η εκκλησία λέει: "Ελάτε να ζητήσετε συγχώρεση, μα μην αλλάζετε. Μείνετε φτωχοί, αλκοολικοί και κουρελήδες, σας θέλουμε ηλίθιους για να πολεμάτε τους πολέμους μας και να σκοτώνετε στο όνομα του Κυρίου που εμείς σας λέμε ότι υπάρχει!"
- Μίνγκους, μη μου πεις πως είσαι κομμουνιστής!
- Αυτά που λέω είναι πιο παλιά κι από τις πέτρες. Στη Λίθινη Εποχή υπήρχαν άνθρωποι που σκέφτονταν κάπως έτσι, όταν οι άλλοι σκοτωνόντουσαν με τα ρόπαλα.
- Ο Μπερντ (Bird - Τσάρλι Πάρκερ εδώ) πιστεύει  στον Θεό, Μίνγκους;
- Ξέρεις ότι πιστεύει. Κάποτε, πρέπει εμείς οι παραπεταμένοι τεχνίτες της τζαζ να δείξουμε σ' αυτούς τους εκκλησιαζόμενους ρουφιάνους πως ο Μόνκ (Thelonious Monk εδώ), ο Μπερντ και οι άνθρωποι σαν κι αυτούς, πέθαναν για την πίστη τους. Κανονικά αυτό είναι καθήκον των αγίων λειτουργών του Υψίστου, μα είναι τόσο απασχολημένοι χτίζοντας ναούς που δεν τους περισσεύει καιρός για μένα και για σένα. Μπήκες; Φατς, λες ότι πεθαίνεις και το ξέρεις κι όμως δε φοβάσαι. Τότε γιατί δεν πεθαίνεις τώρα; Αν ξέρεις πως δεν υπάρχει Θεός, τότε έχεις τη δύναμη του Θεού εσύ - δεν είναι ανάγκη ν' αυτοκτονήσεις, Φατς, σκέψου τον θάνατο και θα πεθάνεις. Άντε, λοιπόν Φατς, έχεις δίκιο, δεν υπάρχει Θεός. Ξέρεις περισσότερα από τον Χριστό, τον Βούδα, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Μωάμεθ, τον Μπερντ, τον Ιούδα, τον Μίνγκους, τον Καζάλς, τον Στραβίνσκυ, τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν, τον Σουάμι Βιβικανάντα και τον Νόρμαν Μαίηλερ! Ξέρεις ότι δεν υπάρχει Θεός, ξέρεις περισσότερα από τον κόσμο όλο, εκτός από τα βλακόμετρα τους ατζέντηδες, τους κριτικούς και τους γερουσιαστές. Αλλά, είσαι τυχερός που εγώ τουλάχιστον πιστεύω, γιατί μου έρχεσαι εδώ με τις αυτοκτονικές σου τάσεις, ζυγίζεις πενήντα κιλά, και δε θα μου ήταν καθόλου δύσκολο να σε υποχρεώσω και να εκπληρώσω την ευχή σου σε λίγα δευτερόλεπτα. Ξέρω όμως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, ξέρω ότι γεννήθηκα σαν προέκταση της ίδιας της ζωής - του ουρανού, του ήλιου, του φεγγαριού, του σύμπαντος, του διαστήματος, τα πάντα είμαι εγώ. Θυμάμαι κάποτε που τα έλεγα αυτά στον Μπερντ. Και τότε μπήκε κι ο Λένυ Τριστάνο στην κουβέντα προσπαθώντας να πείσει τον Μπέρντ πως δεν υπάρχει  Θεός. Κι ο Μπερντ είπε: "είσαι σίγουρος, Λένυ; Η θέση τούτη, δηλαδή, δεν έχει ακόμη καταληφθεί; Θα την πάρω εγώ. Προσκύνα με, Τριστάνο! Ευχαρίστησέ με για όσα σου έχω δώσει! Γονάτισε, ηλίθιε, με την τυφλή ψυχή! Δόξασε το πουλί που πετάει χωρίς φτερά!" Αν δεν μας διέκοπτε ο Έντυ, ποιός ξέρει πού θα ήταν τώρα ο Λένυ.
- Μίνγκους, ποιός είναι ο Θεός;
- Το πουλί χωρίς φτερά, μαλάκα. Ο Μπερντ!

...

- Φατς αν κάποιος δεν πιστεύει ότι ένας συγκεκριμένος τόπος υπάρχει, δεν μπορείς να του δώσεις οδηγίες να πάει εκεί, είτε πρόκειται για την Καλιφόρνια, είτε για τους Αγίους Τόπους! Φατς να δοκιμάσω άλλη μια φορά; Εσύ έφτιαξες τον εαυτό σου;
- Όχι. Ο μπαμπάκας μου γάμησε τη μανούλα μου και τη γκάστρωσε, ακριβώς όπως έγινε και στη δική σου περίπτωση.
- Δηλαδή αυτό υπήρχε από πάντα; Σαν το δέντρο που ήταν από πάντα εκεί;
- Όχι, κάποτε το δέντρο ήταν σπόρος όπως ήμουν κι εγώ. Όλα τα πράγματα στη γη ήταν κάποτε σπόροι. Αν εγώ είμαι αποτέλεσμα σπόρου, τότε όλα τα πράγματα είναι αποτελέσματα σπόρων.
- Και η γη Φατς; Από σπόρο ξεκίνησε;
- Μου φαίνεται λογική άποψη.
- Τότε πού είναι η μάνα της γης και των άλλων πλανητών;
- Πού φτάσαμε την κουβέντα ρε Μίνγκους... Η γη, τ' αστέρια, το φεγγάρι είναι ακόμη έμβρυα γιατί βρίσκονται στην κοιλιά της μαμάς τους που είναι το σύμπαν.
- Και τί υπάρχει έξω από το σύμπαν, Φατς;
- Το στομάχι της, τα ποδάρια της, κ.λπ. Η κυρία του Θεού; Πρόκειται όντως για τεράστια γκόμενα!
-  Και πέρα από την κυρία του, στο διάστημα, τί υπάρχει;
- Το υπόλοιπο χαρέμι του! Αν το σύμπαν δεν έχει τέλος, πρέπει ο Θεός να είναι μέγας μπήχτης.
- Ποιός Θεός, Φατς;
- Ο Θεός. Αυτόν δεν προσπαθούμε να βρούμε πριν πεθάνω;
- Ναι, αλλά εγώ τώρα δεν ανέφερα καν τ' όνομά του. Γιατί το ξεστόμισες εσύ;
- Μίνγκους... Όταν φτάσω με το καλό εκεί, θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί σου και να σου πω τί συμβαίνει, γιατί εσύ, παιδί μου, πιστεύεις στ' αλήθεια. Μόνο πες μου, πόσο πρόωρα νομίζεις ότι είναι τα σώματα τούτου του σύμπαντος σε σχέση με τα σώματα του άλλου συστήματος εκεί έξω;
- Θα έλεγα ότι είναι τόσο πρόωρα όσο κι ο κάτοικος της γης σε σχέση με τον Άνθρωπο που πεθαίνει και ξαναπεθαίνει και ξαναπεθαίνει για να σώσει τους ανθρώπους από τον φόβο του άγνωστου.
- Εννοείς ότι πεθαίνει για να σώσει εμένα, Μίνγκους;
- Και εσένα.
- Θαρρώ πως φοβάμαι μήπως με πονέσει ο θάνατος, μήπως είναι σα να σε πατάει αυτοκίνητο. Αλλά όσο περίεργο κι αν σου φανεί, τώρα που μιλήσαμε για το διάστημα και τα τέτοια, νιώθω ότι θα έχω περισσότερο χώρο, μεγαλύτερη άνεση να κινηθώ. Νιώθω σαν σκίουρος στο Σέντραλ Παρκ, πρέπει να φαίνεται τεράστιο στους σκίουρους το πάρκο, έτσι δεν είναι; Είναι περισσότερος χώρος απ' ό,τι τους χρειάζεται για να κινηθούν. Αρχίζω να πιστεύω πως ακόμη και τούτη η γη θα έφτανε και θα περίσσευε για τον άνθρωπο αν μπορούσε ν' αγαπήσει τον αδελφό του.
- Φατς, αυτό είναι το ζουμί. Η αγάπη.
- Τότε δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς άλλο για μένα. Ν' ανησυχείς για τον εαυτό σου. Εγώ αγάπησα με την ψυχή μου, κι είναι η αγάπη που με σκοτώνει. Φρόντιζε τον εαυτό σου, Μίνγκους. Πότε νομίζεις πως θα τελειώσουν τα ψωμιά σου;
- Δεν ξέρω, Φατς. Όχι μέχρι να τελειώσω το βιβλίο που θέλω να γράψω. Αυτές είναι οι οδηγίες που μου έδωσε ο Άνθρωπος.
- Θα τα ξαναπούμε, Μίνγκους.
- Θα τα ξαναπούμε "κορίτσι" μου.


____________________________
Αυτές είναι οι τελευταίες σελίδες από το βιβλίο "Χειρότερα κι από σκυλιά" του Τσαρλς Μίνγκους (Charles Mingus εδώ).
Διαβασμένο προ εικοσαετίας και χωρίς να θυμάμαι ούτε λέξη, το μόνο που θυμήθηκα είναι ότι δεν μου είχε αρέσει, το ξανάπιασα πρόσφατα γιατί θεωρώ πως μετά τόσα χρόνια άλλα μυαλά, άλλη ματιά. Ή όπως λέει κι ο ποιητής "χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια μόνο τρόπο να κοιτάνε" και να διαβάζουν, συμπληρώνω εγώ.
Το βιβλίο δεν μου άρεσε ούτε κατά τη δεύτερη ανάγνωση.
Όμως οι σελίδες που παρέθεσα πιο πάνω "έγραψαν μέσα μου" και τις μοιράζομαι μαζί σας καθώς θεωρώ πως ταιριάζουν "γάντι" σε κάθε εποχή και κοινωνία όσο αυτή παραμένει δεμένη στο άρμα της θρησκευτικής προσήλωσης και της θρησκευτικής ερμηνείας των πάντων. Κατά την πρώτη ανάγνωση οι σελίδες αυτές μάλλον δεν με εντυπωσίασαν, οπότε και δεν εντυπώθηκαν στο μυαλό μου ούτε καν σαν "ανάμνηση/υπόμνηση", ίσως γιατί τότε - ούσα πολύ πιο νέα - θεωρούσα πως δεν με αφορούν καθόλου. Ούτε και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, με αφορούν αλλά αφορούν, δυστυχώς ακόμη, μια τεράστια μερίδα του "κόσμου" που βουτηγμένος στις ιδεοληψίες καθορίζει εντέλει τη δική μου ζωή. Ερήμην μου. Και παρά τη σθεναρή μου αντίσταση.

Δεν είναι πως δεν μου άρεσαν αυτά που αφηγείται ο Μίνγκους στο βιβλίο του, αφού δεν πρόκειται για μυθοπλασίες αλλά για τον τρόπο ζωής του συγγραφέα και πολλών άλλων σαν τον συγγραφέα. Δεν μου άρεσε ο τρόπος της αφήγησης. Δεν με άγγιζε, δεν με διευκόλυνε να "φύγω" από τη γραφή και να μπω στο "κάδρο". Στο βιβλίο περιγράφεται με σκληρή γλώσσα και λεπτομερείς διηγήσεις η κόλαση και το λούκι (ρατσισμός, αλκοολισμός, ναρκωτικά, πορνεία, μαστροπεία) στο οποίο βρίσκονταν οι μαύροι στην Αμερική. Ειδικά στην περίπτωση των μαύρων δημιουργών της τζαζ η κατάσταση ήταν απελπιστικά αφόρητη. Τόσο αφόρητη που μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε την ασυμβατότητα της διαδικασίας μουσικής δημιουργίας με τον τρόπο ζωής τους. Και πως ίσως τελικά να μην πρόκειται για καταστάσεις ασύμβατες αλλά το αντίθετο: απολύτως συμβατές κι αλληλένδετες γιατί είναι πιθανόν μόνο μέσα σε ακραίες συνθήκες μπορούν να προκύψουν αυτού του είδους τα μουσικά αριστουργήματα. Και όσοι από εμάς λατρεύουν τη τζαζ καλό είναι να τις γνωρίζουν αυτές τις συνθήκες για να μπορούν να κατανοούν κιόλας αυτό το είδος μουσικής.

Blues and Roots... https://www.youtube.com/watch?v=Y9KcMfQhn6w
Mingus Ah Um... https://www.youtube.com/watch?v=XQO4YApVZyw
Oh yeah... https://www.youtube.com/watch?v=PaM-XSA_m0s




Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του κοινωνικού αυτοματισμού

Ας πάρουμε τη φανταστική περίπτωση που το κοριτσάκι πέθανε στον ύπνο του είτε σκοτώθηκε ενώ έπαιζε. Κι αυτό αποδεικνύονταν πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά οι μετέπειτα πράξεις του τέρατος ήσαν οι ίδιες. Προσωπικά θα ένοιωθα την ίδια ακριβώς αποστροφή, οργή και ταραχή και θα είχα ακριβώς τα ίδια "συναισθήματα". 
Σας διαβεβαιώ το ίδιο κι εσείς.

Όμως ο νόμος άλλη ποινή προβλέπει για ανθρωποκτονία κι άλλη για εξύβριση νεκρού.
Με αφορμή διάφορα ειδεχθή (ή όχι πολύ ειδεχθή) εγκλήματα ο κόσμος σκέφτεται στα σοβαρά την επαναφορά της θανατικής ποινής. Ειδικά σε μια τέτοια περίπτωση - λένε πολλοί άνθρωποι - θα υποστήριζαν μια θανατική καταδίκη. Να θυμίσω πως πέραν της ομολογίας του ...ας πούμε πατέρα, το πτώμα του παιδιού είναι αδύνατον να βρεθεί ώστε πέραν πάσης αμφιβολίας να διασαφηνιστεί ο τρόπος του ...θανάτου του. Άρα δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να εφαρμοστεί η συγκεκριμένη ποινή στον συγκεκριμένο άνθρωπο ακόμη κι αν έχει ομολογήσει το έγκλημα.

Όταν το δυτικό δίκαιο απομακρύνθηκε από την ισχύ της θανατικής καταδίκης γιατί λέτε πως το έκανε; Επειδή αυτοί που νομοθετούν κάνουν ...εκπτώσεις στο είδος των κακουργημάτων; Ή χαλαρώνουν τις δυτικές περί δικαίου αρχές και αξίες; Όχι βέβαια. Η θανατική ποινή καταργήθηκε για πάρα πολλούς (άλλους) λόγους. Και καλά έκανε αφού, εκτός από αυτούς τους λόγους, κάποιες φορές τα όρια ανάμεσα στο πιο ειδεχθές έγκλημα (για το οποίο θα θέλαμε ενδεχομένως μια θανατική καταδίκη) κι ένα λιγότερο ειδεχθές είναι δυσδιάκριτα.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους είναι το λάθος και τα πάμπολλα προβλήματα που συνοδεύουν τη θανατική ποινή όπως ο υπαρκτός κίνδυνος της εκτέλεσης ενός αθώου ανθρώπου. Ζητήματα που τα συναντάμε
μέχρι σήμερα σε όσες αμερικανικές Πολιτείες ισχύει η ποινή του θανάτου.
Το δυτικό δίκαιο στηρίχθηκε λοιπόν στην αρχή "καλύτερα ένας ένοχος ελεύθερος παρά ένας αθώος καταδικασμένος στην εσχάτη των ποινών" (ή κάπως έτσι).
Λένε τότε - σαν αντεπιχείρημα - πολλοί άνθρωποι πως θα έπρεπε να εφαρμόζεται αυτή η ποινή τουλάχιστον στις περιπτώσεις που ο δράστης έχει ομολογήσει. Μα τότε είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα ομολογούσε κανείς, ίσως μόνο εκείνος που θα επιζητούσε τη λύτρωση μέσω της ποινής αυτής. Άρα δεν πρόκειται για τιμωρία αλλά για "χάρη".

Επειδή όμως η θανατική καταδίκη δεν είναι παίξε-γέλασε κι επειδή δεν είναι αναστρέψιμη, ακόμη και σε όσες Πολιτείες της Αμερικής ισχύει, μεσολαβεί τόσο μεγάλο διάστημα από την καταδίκη μέχρι την εκτέλεση ώστε πολλές φορές θανατώνεται ένας τελείως "διαφορετικός" άνθρωπος από αυτό που ήταν όταν διέπραττε το ειδεχθές έγκλημά του.

Και με βάση τις στατιστικές η καταδίκη στην εσχάτη των ποινών δεν έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα για τη μείωση - έστω - της ειδεχθούς εγκληματικότητας αλλά αντίθετα έχει κάνει αυτού του είδους τους εγκληματίες εξαιρετικά επιδέξιους όσο κι εφευρετικούς στην κάλυψη των βάρβαρων πράξεών τους.

Πολλές φορές έχω ρωτηθεί - και είμαι σίγουρη πως έχετε ρωτηθεί κι εσείς - τί θα έκανα αν το δικό μου παιδί (ή η μάνα μου) έπεφτε θύμα τέτοιας αγριότητας. Η απάντησή μου είναι ότι πολύ πιθανόν να σκότωνα τον δράστη με τα ίδια μου τα χέρια αλλά μετά θα καθόμουν όμορφα-όμορφα στο εδώλιο του κατηγορουμένου να δικαστώ και να τιμωρηθώ επειδή θα είχα κι εγώ με τη σειρά μου διαπράξει ένα έγκλημα. Ο δε συνήγορός μου δεν θα ήθελα να υπερασπιστεί την πράξη μου.
(Αλήθεια πόσο παρεξηγημένη είναι η έννοια "συνήγορος υπεράσπισης" όταν αυτός ο επαγγελματίας το μόνο που κάνει είναι να εξασφαλίζει στον κατηγορούμενο πως θα έχει μια δίκαιη δίκη και μια τιμωρία ανάλογη με το έγκλημα. Αφού ο ρόλος του δεν είναι να υπερασπισθεί την πράξη αλλά - μέσω πολύπλοκης μερικές φορές διαδικασίας - ανάλογα με τις ικανότητές του και με τις δυνατότητες που παρέχει η νομολογία, να βοηθά ή να "βοηθά" το δικαστήριο να βγάλει σωστή απόφαση.)
Το μόνο λοιπόν που θα ήθελα από αυτόν τον συνήγορο θα ήταν να εξασφαλίσει πως θα δικαστώ σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο της Πολιτείας εκείνη τη χρονική στιγμή και πως η ποινή μου θα ήταν ανάλογη του εγκλήματός μου.
Και δεν θα έβγαζα κιχ. 


Κατά τη διάρκεια των σπουδών και της ζωής μου γενικότερα δεν ήταν εύκολο να αποδεχθώ πως η θανατική ποινή δεν αρμόζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία.
Το γεγονός ότι σήμερα, μετά από όλη αυτήν τη φρίκη, εξακολουθώ να αντιστέκομαι σε αυτού του είδους τον κοινωνικό αυτοματισμό σε σχέση με την επαναφορά του θανάτου
ως τιμωρία, να οργίζομαι με την πεποίθηση πως ένα έγκλημα θα το τιμωρήσει η πολιτεία μ' ένα άλλο έγκλημα, σημαίνει πως είναι τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα μου αυτές οι πεποιθήσεις που όσες φορές κι αν πω "δεν αντέχεται αυτό (ή το άλλο)" δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν.

Εκείνα όμως που υπάρχει περίπτωση ν' αλλάξουν είναι τα όρια από το ένα "δεν αντέχεται" ως το επόμενο. Και με τρομάζει η "προοπτική" πως κάθε φορά που το λέμε (όσο κι αν το εννοούμε ειλικρινώς), ανεβαίνουμε - χωρίς καν να το επιδιώκουμε ή να το συνειδητοποιούμε - μία βαθμίδα στην κλίμακα των αντοχών μας όπου στην κορυφή της
(αν υπάρχει κορυφή και δεν ελίσσεται αυτή η κλίμακα μέχρι το άπειρο) μας περιμένει η ανοχή και η αντοχή των πάντων. Μαζί με τη θεωρία της σχετικότητας ανάμεσα σε μια ακραία πράξη και τον κοινωνικό αυτοματισμό που αυτή δημιουργεί.

Κι αυτό θα συμβαίνει όσο το ενδιαφέρον μιας κοινωνίας να "πράξει" τα δέοντα πριν το έγκλημα είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ενδιαφέρον της όταν το έγκλημα έχει πλέον τελεσθεί.
Γι' αυτές τις πεποιθήσεις μου όμως υπάρχει και μία βασική αλλά εξίσου ριζωμένη μέσα μου προϋπόθεση: Όταν λέμε ισόβια, σε εξαιρετικές και ειδικές περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, να είναι ΙΣΟΒΙΑ.