Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Conversations about Home

A poem by British-Somali poet Warsan Shire

"Well, I think home spat me out, the blackouts and curfews like tongue against loose tooth. God, do you know how difficult it is, to talk about the day your own city dragged you by the hair, past the old prison, past the school gates, past the burning torsos erected on poles like flags? When I meet others like me I recognise the longing, the missing, the memory of ash on their faces. No one leaves home unless home is the mouth of a shark. I’ve been carrying the old anthem in my mouth for so long that there’s no space for another song, another tongue or another language. I know a shame that shrouds, totally engulfs. I tore up and ate my own passport in an airport hotel. I’m bloated with language I can’t afford to forget.
They ask me how did you get here? Can’t you see it on my body? The Libyan desert red with immigrant bodies, the Gulf of Aden bloated, the city of Rome with no jacket. I hope the journey meant more than miles because all of my children are in the water. I thought the sea was safer than the land. I want to make love but my hair smells of war and running and running. I want to lay down, but these countries are like uncles who touch you when you’re young and asleep. Look at all these borders, foaming at the mouth with bodies broken and desperate. I’m the colour of hot sun on my face, my mother’s remains were never buried. I spent days and nights in the stomach of the truck, I did not come out the same. Sometimes it feels like someone else is wearing my body.
I know a few things to be true. I do not know where I am going, where I have come from is disappearing, I am unwelcome and my beauty is not beauty here. My body is burning with the shame of not belonging, my body is longing. I am the sin of memory and the absence of memory. I watch the news and my mouth becomes a sink full of blood. The lines, the forms, the people at the desks, the calling cards, the immigration officer, the looks on the street, the cold settling deep into my bones, the English classes at night, the distance I am from home. But Alhamdulilah all of this is better than the scent of a woman completely on fire, or a truckload of men who look like my father, pulling out my teeth and nails, or fourteen men between my legs, or a gun, or a promise, or a lie, or his name, or his manhood in my mouth.
I hear them say, go home, I hear them say, fucking immigrants, fucking refugees. Are they really this arrogant? Do they not know that stability is like a lover with a sweet mouth upon your body one second and the next you are a tremor lying on the floor covered in rubble and old currency waiting for its return. All I can say is, I was once like you, the apathy, the pity, the ungrateful placement and now my home is the mouth of a shark, now my home is the barrel of a gun. I’ll see you on the other side". 
Thank you Benedict

and the poem is...

no one leaves home unless
home is the mouth of a shark
you only run for the border
when you see the whole city running as well


your neighbors running faster than you
breath bloody in their throats
the boy you went to school with
who kissed you dizzy behind the old tin factory
is holding a gun bigger than his body
you only leave home
when home won’t let you stay.


no one leaves home unless home chases you
fire under feet
hot blood in your belly
it’s not something you ever thought of doing
until the blade burnt threats into
your neck
and even then you carried the anthem under
your breath
only tearing up your passport in an airport toilets
sobbing as each mouthful of paper
made it clear that you wouldn’t be going back.


you have to understand,
that no one puts their children in a boat
unless the water is safer than the land
no one burns their palms
under trains
beneath carriages
no one spends days and nights in the stomach of a truck
feeding on newspaper unless the miles travelled
means something more than journey.
no one crawls under fences
no one wants to be beaten
pitied


no one chooses refugee camps
or strip searches where your
body is left aching
or prison,
because prison is safer
than a city of fire
and one prison guard
in the night
is better than a truckload
of men who look like your father
no one could take it
no one could stomach it
no one skin would be tough enough


the
go home blacks
refugees
dirty immigrants
asylum seekers
sucking our country dry
niggers with their hands out
they smell strange
savage
messed up their country and now they want
to mess ours up
how do the words
the dirty looks
roll off your backs
maybe because the blow is softer
than a limb torn off


or the words are more tender
than fourteen men between
your legs
or the insults are easier
to swallow
than rubble
than bone
than your child body
in pieces.
i want to go home,
but home is the mouth of a shark
home is the barrel of the gun
and no one would leave home
unless home chased you to the shore
unless home told you
to quicken your legs
leave your clothes behind
crawl through the desert
wade through the oceans
drown
save
be hunger
beg
forget pride
your survival is more important


no one leaves home until home is a sweaty voice in your ear
saying-
leave,
run away from me now
i dont know what i’ve become
but i know that anywhere
is safer than here

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Απόψε λαϊκίζουμε...


Προσοχή προσοχή ακολουθεί λαϊκισμός... 

Και που λέτε λοιπόν εγώ τον πολιτικό δεν τον θέλω πένητα...  τον θέλω αυτάρκη κι αυτοδύναμο, με τον παχυλό του τον μισθό, τα εξτραδάκια του, τα σέα του, τα μέα του, με τα όλα του.
Κι αυτό επειδή δεν θέλω να γυαλίζει το ματάκι του έτσι και βρει κανά 20ευρω πεταμένο σε καμιά άκρη, να τρέχει να το βουτήξει. Αυτή τη χαρά ας την αφήσει σε μας.
Θέλω τ' αντεράκι του καλολαδωμένο, να μην του 'ρχεται σκοτοδίνη έτσι και μυρίσει "ψητό". Δική μας τη θέλουμε τη χαρά γι' αυτό το μαρτύριο.
Αυτός πρέπει να είναι σένιος κι ωραίος κι άνετος για ν' ασχολείται απερίσπαστος με τις υποθέσεις που του 'χουμε αναθέσει.
Αλλά ως εκεί. Και μη παρέκει.

Γιατί όταν ένας πολιτικός ή/και υπουργός τα 'χει μύρια δεν έχει κανένα δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις για τη δική μου τύχη που μετά βίας βγάζω τα προς το ζην και να μου ζητάει κι από πάνω φόρους και κόντρα φόρους για τα απολύτως απαραίτητα που καταφέρνω να εξασφαλίζω με την εργασία μου και μόνο, όταν βεβαίως η εργασία αυτή υπάρχει. Γιατί όλα κι όλα. Οι φόροι παραμένουν είτε έχεις δουλειά είτε όχι. Γιατί και να μην έχεις δουλειά έχεις τεκμήρια. Και το τεκμήριο ζωής ή/και αναπνοής πληρώνεται στις μέρες μας. Ή ζήσε (και πλήρωνε) ή ψόφα.
Κι όταν λέω μύριΑ δεν χρησιμοποίησα τυχαία πληθυντικό αριθμό αφού αν ξέχασε να δηλώσει ένα μύριο πολλαπλασίασε επί τουλάχιστον τον αριθμό 5 επειδή κάπου θα 'χει ξεχάσει (καλύτερα φυλαγμένα) και τα υπόλοιπα. Ο αριθμός βέβαια 5 είναι αυθαίρετος, μπορεί να είναι 4 μπορεί να είναι και 6 μπορεί και παραπάνω. Αλλά κι αυτά τα συμπεράσματα μπορεί να είναι αυθαίρετα κάτι όμως μέσα μου μού λέει πως είναι η αλήθεια.
Λαϊκίζω το ξέρω.

Πάμ' παρακάτω.
Ένας πολιτικός ή/και υπουργός που είναι ολίγον (ή και πολύ) εκατομμυριούχος δεν είναι σε θέση να διανοηθεί καν τη δική μου κατάσταση.
Δεν έχει ούτε τη δυνατότητα, ούτε την ικανότητα - μάλλον δεν έχει ούτε τη θέληση - αλλά ούτε και το δικαίωμα, όπως είπα παραπάνω, να ψηφίζει σε βάρος μου δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα που καθιστούν τη δική ζωή μου άθλια ενώ αντιθέτως κρατάνε τη δική του απείραχτη αν όχι και καλύτερη. 

Θα μπορούσα βέβαια να δεχθώ πως ένας μυριούχος θ' ασχοληθεί με τα κοινά αλλά μόνο εάν επρόκειτο ν' ασχοληθεί για να μου λύσει προβλήματα όχι για να μου δημιουργήσει περισσότερα. Ν' ασχοληθεί δηλαδή με τη ζωή μου αλλά την "προς τα πάνω" ζωή μου. Αλλά επειδή ο συγκεκριμένος τα 'χει ολίγον χαμένα σε σχέση με τα νούμερα δεν ξέρω αν μπορεί να συνειδητοποιήσει πού ακριβώς βρίσκομαι εγώ και πού βρίσκεται αυτός αλλά και πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το ...πάνω. Έστω πού βρίσκεται το ταβάνι. Γιατί "προς τα πάνω ζωή" δεν είναι μόνο τα λεφτά. Ή μάλλον δεν είναι καν τα λεφτά. Τα λεφτά είναι το μέσον για να απολαμβάνεις τη "ζωή" που έχει τη δική της αξία και το δικό της περιεχόμενο εντελώς ανεξάρτητα από την υποκειμενική θέση και στάση του καθενός μας απέναντί της. Που κυλάει αυτόνομα αλλά μερικές φορές δυστυχώς ερήμην μας. Κυλάει μια χαρά για μερικούς και χάλια για τους περισσότερους. 
(Όλα αυτά βέβαια είναι γνώμη μου δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσει κανείς μαζί μου.
Τις σκέψεις μου γράφω εδώ στο μπλογκολόγιό μου και μάλιστα όπως μου 'ρχονται).

Αυτός ο πολιτικός λοιπόν για να την έχει τόση μεγάλη (την περιουσία) σημαίνει πώς κάποιο τρόπο βρήκε, κάπως πιο ...παράλληλο από τον κανονικό γιατί από τη δούλεψή του κανείς τόσα μύρια εύκολα δεν τα βρίσκει. Και σημαίνει πως κάπου "το 'χει χάσει" με αυτό που λέμε "τί σημαίνει ζωή". Άλλα νομίζει αυτός, άλλα νομίζω εγώ και καλά θα κάνει να κάτσει σπίτι του να μη χαλάμε και τις καρδιές μας κάθε τρεις και λίγο.
Λαϊκίζω, το 'παμε.

Πάμ' όμως και παρακάτω.
Αυτός λοιπόν ο μυριούχος δεν δικαιούται - κατά τη γνώμη μου πάντα αλλά αντιρρήσεις δεν θέλω - να κόβει και να ράβει τη δική μου ζωή με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά απ' ό,τι κάνει με τη δική του.
Κι αν θέλει να παίρνει τις σωστές αποφάσεις πρέπει να ξέρει να "μετράει". Πόσα εισοδήματα άλλων ανθρώπων φερ' ειπείν χρειάζονται και σε πόσες ζωές για να μαζέψουμε το δικό του εισόδημα και το ξεχασμένο και το αξέχαστο.
Αν επιθυμεί να παίζει ρόλο στη δημόσια ζωή και μάλιστα στην οικονομική θα πρέπει να έχει μάθει και να "ζυγίζει". Με ένα μέτρο κι ένα σταθμό (δεν ξέρω αν έχει ενικό αριθμό αυτή η λέξη αλλά δεν είναι της παρούσης να το ψάξω) ίδιο και γι' αυτόν και για μένα. Να ξέρει - ας πούμε - πόσες Νάσες πρέπει να βάλει στη μια μεριά της ζυγαριάς αν έχει καβαλήσει αυτός μόνος του την άλλη. Και να μη μετράει βάζοντας απ' τη μια τον εαυτό του κι απ' την άλλη έναν όμοιό του γιατί το αποτέλεσμα θα είναι ίσα βάρκα ίσα νερά και θα είναι εντελώς λάθος.

Εκείνο που φοβάμαι βέβαια είναι πως κρίνουν "εξ ιδίων τα αλλότρια" με την κακή βεβαίως έννοια. Επειδή αυτοί είναι κονομημένοι δεν ξέρω από πού αντλούν την πεποίθηση πως είμαστε κι όλοι οι υπόλοιποι ίσα κι όμοια. 
Ε δεν είμαστε.

Άκου λοιπόν... δεν ξέρω και πώς να σε προσφωνήσω πλέον αγαπητέ...
Να σε πω "Αλέξη" δεν θέλω για να μην ξεφτιλίσω αυτό το όνομα επειδή έτσι λένε τον διπλανό μου που σαν κι αυτόν δεν έχει. Εκτός απ' τη Χαλκιδική δηλαδή.
Να σε πω με το επώνυμό σου πάλι δεν θα το 'θελα αφού το όνομα αυτό μοιάζει πλέον βρισιά και δεν μου φταίνε σε τίποτα οι γενήτορές σου.
Να σε προσφωνήσω με τον τίτλο σου δεν "λέει" γιατί δεν σου αξίζει αφού δεν τον τιμάς καθόλου όπως άλλωστε καθόλου δεν τον τίμησαν οι προκάτοχοί σου. Ούτε σέβεσαι πως σου τον έδωσαν οι ψηφοφόροι σου δύο φορές.
Να το ξες πάντως ότι για τη δεύτερη φορά εγώ δεν φταίω - παρολαυτά ένα από τα ισοδύναμα που αναζητάς θα γράφει, και πάλι, το όνομά μου - όμως αναλαμβάνω το κομμάτι της ευθύνης που μου αναλογεί για την πρώτη φορά. 
Ας πρόσεχαν λοιπόν και αυτοί της δεύτερης ευκαιρίας αλλά και αυτοί της πρώτης.
Θα σε πω λοιπόν "σύντροφε". Έτσι που έχει ξεφτιλιστεί αυτή η λέξη, ναι, σύντροφε θα σε λέω.

Γι' αυτό σου λέω ...σύντροφε.
Τί δουλειά έχουν να κυβερνούν άνθρωποι που το μηνιαίο εισόδημα το δικό μου (θα μπορούσε να) είναι τα ημερήσια προσωπικά έξοδα των ίδιων;
Πώς μπορούν να καταλάβουν εμένανε που είμαι τόσο "κάτω" οικονομικά, σε σχέση με αυτούς, ώστε να μην μπορούν να με διακρίνουν ούτε με το τηλεσκόπιο Χαμπλ από την ανάποδη;
Όπως δεν μπορώ εγώ να συλλάβω το μέγεθος της περιουσίας του Μπιλ Γκέιτς έτσι κι αυτοί δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος της απελπισίας μου να τα βγάλω πέρα κυριολεκτικά απ' το τίποτε. 
Να ζω σχεδόν μόνο με αέρα. 
Να γίνομαι καθημερινά Ιησούς Χριστός και να κάνω θαύματα.
Και καθημερινά επίσης να μην ξέρω τί άλλο μου ξημερώνει.

Δεν ξέρω αν λαΐκισα αρκετά. Αν όχι, για συμπλήρωμα, θα πεταχτώ μέχρι τη λαϊκή που γίνεται κάθε Τρίτη στη γειτονιά μου, όπου θα ψωνίσω φούμαρα να τα γεμίσω με αέρα κοπανιστό. Όχι δεν θα ψωνίσω κουτόχορτο. Δεν πουλιέται πια στις λαϊκές. Αμαλίας και Βασ. Σοφίας πουλιέται. Ή μάλλον δεν πουλιέται. Μοιράζεται δωρεάν. 


ΥΓ. 
Χρησιμοποιώ το πρώτο ενικό πρόσωπο όχι για να προβάλλω το εγώ μου ούτε για να παραπονεθώ πως είμαι στη χείριστη οικονομική κατάσταση σε σχέση με άλλους ανθρώπους αλλά για να δηλώσω πως συμμετέχω υπερηφάνως σε εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που βαδίζει τον δρόμο του αφανισμού. Και που είναι και το μεγαλύτερο.




 


Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Καιόμενος

Vincent Ward, Burning Bird
«Ο καιόμενος»
Τάκης Σινόπουλος 
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Πάνε πολλά χρόνια που με σημάδεψε το τραγικό γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός ανθρώπου μπροστά στα μάτια μου. Για την ακρίβεια κάτω από τα μάτια μου αφού αυτή η αδιανόητα τρομερή στιγμή στην πορεία της ύπαρξης ενός ανθρώπου συνέβη ενώ βρισκόμουν στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Βγήκα αμέσως μόλις άκουσα τις πρώτες κραυγές. Μόλις είχε λαμπαδιάσει ο άνθρωπος. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε συνέβη αυτό, ήταν σίγουρα πριν το 1990 και δυστυχώς δεν θυμάμαι πια και τον λόγο της αυτοπυρπόλησής του. Ήταν αλλοδαπός, κάτι πολύ άσχημο είχε συμβεί στη χώρα του. Δεν είχε συμβεί από μόνο του βέβαια, η "πολιτισμένη" δύση κάτι πολύ άσχημο έκανε στη χώρα του. Κι εκείνος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, έβαλε φωτιά στον εαυτό του. Οι άνθρωποι τριγύρω αντέδρασαν ακαριαία. Ξαφνικά πετάχτηκαν οι καταστηματάρχες έξω από τα μαγαζιά τους καθώς και οι πελάτες, έτρεξαν και οι περαστικοί. Ως δια μαγείας βρέθηκε μια κουβέρτα, δυο σακάκια (περαστικών) έπεσαν πάνω του κι ο θυρωρός της πολυκατοικίας ταχύτατα έβγαλε ένα λάστιχο και τον κατάβρεξε. Ο άνθρωπος σώθηκε, με βαρύτατα όμως εγκαύματα, όπως πληροφορήθηκα από το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Λίγες ώρες νωρίτερα...
Εκείνη η ημέρα δεν ξεκίνησε καθόλου καλά. Είχαμε μια πολύ άσχημη διένεξη με τον εργοδότη μας. Μια διένεξη που αφορούσε πολύ σημαντικά εργασιακά ζητήματα. Είχε μόλις καταργηθεί η παρακράτηση του φόρου εισοδήματος από τον μισθό μας, θα έπρεπε πλέον να πληρώνουμε αυτόν τον φόρο με το εκκαθαριστικό της φορολογικής μας δήλωσης. Το αφεντικό όμως δεν ήθελε επουδενί να μας προσθέσει στον καθαρό μισθό το ποσό που θα σταματούσε να παρακρατεί υποχρεωτικά. Δηλαδή και θα εξακολουθούσε παρανόμως να το παρακρατεί, για να το τσεπώνει αφού δεν θα το απέδιδε πια, κι εμείς θα το ξαναπληρώναμε όταν θα κάναμε τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Ο λόγος που δεν ήθελε να μας το δώσει; Είχαμε λέει κανονίσει τους μισθούς μας "καθαρά". Άρα όσα είχαμε κανονίσει, τόσα θα εξακολουθούσαμε να παίρνουμε. Κι ας προσέχαμε. Έγινε λοιπόν ο κακός χαμός.
Όπως σε κάθε εταιρεία που σέβεται τον εαυτό της υπάρχει κι ένας ρουφιάνος έτσι υπήρχε και στη δική μας και μάλιστα γένους θηλυκού. Ένα σιχαμερό γύναιο που παρότι είχε προσληφθεί πρόσφατα (εννοείται εν γνώσει του αφεντικού μας τα ...προσόντα της) ήταν βασιλικότερη του βασιλέως σε ό,τι αφορούσε καταπάτηση δικαιωμάτων, μπαγαποντιές κι άλλα χαριτωμένα που πολλοί εργοδότες θα ήθελαν να κάνουν αν βεβαίως τους το επέτρεπαν οι εργαζόμενοι. Αυτή η κυρία ήταν η βοηθός λογίστρια και είχε αναλάβει τον ρόλο να θεωρητικοποιήσει, αναλύσει κι εξηγήσει στους αφελείς - νόμιζε - συναδέλφους μου γιατί ο εργοδότης μας δεν ήταν υποχρεωμένος να μας επιστρέψει το ποσό που δεν παρακρατούσε πια.
Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω τον εργοδότη μου οφείλω να ομολογήσω πως μέχρι τον ερχομό της υπήρχε μια αρμονία ανάμεσα στο προσωπικό και στον ίδιο, ήξερε πως δεν τον έπαιρνε για πολλά πολλά, ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του, οι μισθοί μας πολύ καλοί (αρκετά πάνω από τους μισθούς "αγοράς") και πληρωμένοι στην ώρα τους. Βέβαια κι εμείς, το προσωπικό, ήμασταν πολύ πάνω από τους αντίστοιχους εργαζόμενους της αγοράς. Σε εξειδίκευση και συνέπεια. Τον είχαμε λοιπόν βάλει αυτό που λένε "σε μια σειρά". Εμείς κάναμε τη δουλειά μας σωστά, αυτός κέρδιζε κι όλα κυλούσαν ρολόι. Από τότε που ανέλαβε τα τρέχοντα οικονομικά σε καθημερινή βάση η κυρία τα πάντα ανετράπησαν. Τα πάντα.
Εκείνη λοιπόν την ημέρα υπήρξε πολύ μεγάλη ένταση στην εταιρεία και πολύ έντονοι διαπληκτισμοί. Η κυρία προσπαθούσε να μας αντιμετωπίσει για λογαριασμό του εργοδότη αλλά εμείς (εγώ συγκεκριμένα) την έστησα στον τοίχο και της είπα να το βουλώσει γιατί εγώ μόνο με αυτόν μιλάω. Τότε αυτός πήγε και κατέβασε τον γενικό του ηλεκτρικού χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι. Νομίζαμε πως έγινε διακοπή κι αυτός μας είπε άμα θέλουμε να φύγουμε. Επειδή καταλάβαμε τότε τί "έπαιζε" δεν κουνήσαμε ρούπι. Και τότε τον είδαμε να ξανανεβάζει τον διακόπτη αλλά μας απαγόρευσε να καθίσουμε στα σχεδιαστήρια, τα γραφεία και τους υπολογιστές μας (κάτι αρχαία Macintosh... και βρε βρε τί θυμήθηκα τώρα... τα χρυσά μου τα Μακούλια) και μας δήλωσε πως θα τελείωνε αυτός τις δουλειές όλων μας. Κάθισε λοιπόν σαν τον μαλάκα και σχεδίαζε, πληκτρολογούσε κι έτρεχε αλλόφρων από το ένα σχεδιαστήριο στο άλλο. Αυτό δεν είχε δικαίωμα να το κάνει, το ήξερε πολύ καλά απλώς ήθελε να μας σπάσει τα νεύρα. Κι επειδή κι εμείς ξέραμε γιατί το κάνει δεν αντιδράσαμε αλλά πήγαμε στην κουζίνα και πίναμε καφέ.
Τότε ακούστηκαν οι κραυγές. Τις άκουσα πρώτη (ως συνήθως) και βγήκα τρέχοντας στο μπαλκόνι, από τη μπαλκονόπορτα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο γραφείο που καθόταν εκείνη τη στιγμή το αφεντικό. Βγήκα ακριβώς τη στιγμή που ένας άνθρωπος από κάτω έβαζε φωτιά στον εαυτό του και οι περαστικοί φώναζαν κι έτρεχαν να τον βοηθήσουν. Έμεινα αποσβολωμένη, στήλη άλατος, χωρίς να μπορώ ν' αντιδράσω. Οι κραυγές ήταν κυρίως από τους περαστικούς που φώναζαν "Βοήθεια, βοήθεια ένας άνθρωπος καίγεται". Σε κλάσματα δευτερολέπτου έγιναν όσα περιγράφω στην αρχή αλλά εντωμεταξύ εμένα μ' έλουσε κρύος ιδρώτας, άρχισα να ουρλιάζω, μ' έπιασε πανικός λες και καιγόμουνα εγώ, σωριάστηκα στο δάπεδο, το αφεντικό βέβαια ούτε που κουνήθηκε απ' τη θέση του, ούτε που αναρωτήθηκε τί συμβαίνει στο δρόμο, οι συνάδελφοί μου τα είχαν χαμένα, ούτε εκείνοι είχαν δει τί είχε συμβεί, με κατάβρεχαν με νερό και με πήγαν σηκωτή σ' έναν καναπέ βάζοντάς μου στο πρόσωπο κομπρέσες. Τότε ακούσαμε και το ασθενοφόρο κι εγώ με λυγμούς προσπαθούσα να τους εξηγήσω τί είχα δει. Δύο από τους συναδέλφους μου κατέβηκαν κάτω, έμαθαν διάφορα και μου είπαν πως ο άνθρωπος ζούσε. Η κουβέρτα και τα σακάκια, καμένα πλέον ολοσχερώς, έμειναν εκεί για ώρες. Όλο αυτό το διάστημα το αφεντικό δούλευε ατάραχος κι η λογίστρια πηγαινοερχότανε με χαρτιά και κομπιουτεράκια και ψου ψου ψου.

Το θέμα της διένεξης τακτοποιήθηκε υπέρ μας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της λογίστριας περί του αντιθέτου, αφού ο κανονικός διευθυντής λογιστής (που ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα) είπε στο αφεντικό στο τηλέφωνο (ούρλιαζε τόσο πολύ που τον άκουσα) πως είναι τελείως μαλάκας που επιχειρεί κάτι τέτοιο κι ούτε να διανοηθεί να μην μας επιστρέψει τα παρανόμως παρακρατηθέντα.
Το αφεντικό μας ηρέμησε κάπως, η βοηθός λογίστρια βαφτίστηκε σε ...Άνα, από το Ρουφιάνα, τη φωνάζαμε πλέον κανονικά Άνα κι ούτε μπήκε ποτέ στον κόπο να ρωτήσει γιατί της αλλάξαμε το όνομα αφού την έλεγαν, ας πούμε ...Σούλα.
Μέσα μου όμως, εκείνο που έμεινε, δεν ήταν ούτε ο δόλιος τρόπος που πήγε να μας φάει χρήματα το αφεντικό, ούτε που τελικά τον πιέσαμε κι έκανε το σωστό, ούτε που η ...Άνα αποκαλύφθηκε, ούτε τίποτε απ' όλα αυτά. Εκείνο που έμεινε βαθειά χαραγμένο μέσα μου ήταν πως ενώ ένας άνθρωπος αυτοπυρπολήθηκε μπροστά στα μάτια μου −του οποίου όμως η θυσία δεν τελεσφόρησε (και σωστά) επειδή οι συνάνθρωποί του ακαριαία έσπευσαν σε βοήθεια και του έσωσαν τη ζωή την ίδια στιγμή, δυο βήματα πιο πέρα, ένας άλλος άνθρωπος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή νομίζαμε πως ήταν ένας "κανονικός" άνθρωπος, κι ας ήταν ο εργοδότης μας, αδιαφορούσε, όχι για την κρίση πανικού και τη σχεδόν λιποθυμία μιάς υπαλλήλου του μπροστά στα καθόλου έκπληκτα μάτια του (αυτό ήταν το λιγότερο αν και νομίζω πως και νεκρή να έπεφτα εκείνη τη στιγμή καρφάκι δεν θα του καιγόταν, ίσως μόνο για τις νομικές ενδεχομένως συνέπειες επειδή θα πέθαινα μέσα στην εταιρεία του), μιας υπαλλήλου που την κουβάλησαν στα χέρια οι συνάδελφοί της, αλλά, αδιαφορούσε παντελώς για το γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση τη δική μου. Αυτό ούτε το ξέχασα αλλά ούτε πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Αυτό όπως και πολλά άλλα.
...
Τα τελευταία χρόνια η ...μοίρα επιφύλαξε δυσάρεστες εκπλήξεις σε αυτόν τον άνθρωπο. Κι έπαθε τρομερά πράγματα που αφορούν τη σωματική του ακεραιότητα. Έζησε ζωντανός-νεκρός για δύο χρόνια περίπου. Αλλά επειδή ήταν (και είναι) σκυλί ατάηγο που λένε, τη σκαπούλαρε. Με άφησε παγερά αδιάφορη το γεγονός του άσχημου δυστυχήματος που είχε αλλά δεν λυπήθηκα όταν έμαθα πως τη σκαπούλαρε. Απεναντίας. Χάρηκα. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη όμως πως αυτός ο άνθρωπος διδάχτηκε το παραμικρό στη ζωή του. Αντιθέτως είμαι πολύ σίγουρη πως το γεγονός ότι τη σκαπούλαρε τελικά το θεωρεί ως υποχρέωση της ζωής απέναντί του.
Να ζει και να ευτυχεί, είμαι στις καλές μου σήμερα, αλλά την παντελή αδιαφορία του στο κορυφαίο τραγικό γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου, στην απόφασή του δηλαδή να θυσιαστεί καιόμενος, δεν θα του τη συγχωρέσω ποτέ. Ακόμη κι όταν όλοι ήταν σχεδόν σίγουροι πως εξαιτίας του τραγικού δυστυχήματος μετράει ώρες, όχι, ούτε τότε, ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα να τον συγχωρέσω. Ούτε τότε, ούτε ποτέ.



Υ.Γ. Αφορμή γι' αυτήν την "ανάμνηση" και αυτό το κείμενο στάθηκε η διδασκαλία του ποιήματος "Καιόμενος" από τη φίλη μου Σοφία σε μια τάξη του Λυκείου σε κάποιο νησί. 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Αναπάντεχες Αφηγήσεις του παρελθόντος

Από τον Ροβεσπιέρο έως τον Ράιχενμπαχ είναι, καμιά φορά, ένα γαϊδούρι δρόμος...

Ένα βιβλιαράκι τόσο δα που το βρήκα σπαρταριστό.
Που μ' έκανε ν' αναρωτηθώ αν στις μέρες μας ζούμε σε πτυχές Ιστορίας ή φάρσας. Το δίπτυχο που παρατηρούμε να εναλλάσσεται ανελλιπώς στα βάθη των αιώνων άλλοτε κινούμενο κυκλοτερώς κι άλλοτε σπειροειδώς είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. 

Ν' αναρωτηθώ μήπως βρισκόμαστε στο πολιτισμικό χάσμα δύο εποχών αφού κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του πολιτισμού, τέτοιου είδους χάσματα επιτρέπουν τη θεώρηση των κυρίαρχων συμπεριφορών της παλαιότερης εποχής από εκείνες της νεότερης ως ιστορικά ξεπερασμένες, κατώτερες ή γραφικές και ως εκ τούτου αστείες ή/και γελοίες.
 
Βουλευτές ωρύονται στα έδρανα του κοινοβουλίου επειδή οικονομικοί μετανάστες και άποροι [μας] παίρνουν τα σκουπίδια. Το τεστ ΠΑΠ των έφηβων κοριτσιών θεωρείται άνευ ουσίας και μαζί με την μακροζωία των συνταξιούχων ενοχοποιούνται για την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος. Εικόνες των εγχώριων δυνάμεων καταστολής εμφανίζονται σε οποιαδήποτε μηχανή δικτυακής αναζήτησης εισάγοντας τους όρους «ξένιος Δίας». Οι πολιτικές εξελίξεις αποτελούν πλέον σταθερό πεδίο ανάλυσης των αστρολόγων κάθε δωρεάν εντύπου, και αρκετοί επιστήμονες, αντί για ερωτήματα, θέτουν τις δικές τους προβλέψεις. Την ίδια περίοδο τα αμφιθέατρα ξεχειλίζουν από φοιτητές που σπεύδουν σε επιστημονικές διαλέξεις με την υπόσχεση μιας βεβαίωσης συμμετοχής και πρόσφατες καταγραφές δείχνουν ότι οι έλληνες συγγραφείς είναι περισσότεροι σε αριθμό από τους αναγνώστες. Η επικαιρότητα των τελευταίων ετών στήνει παγίδες αμηχανίας στον ιστορικό του μέλλοντος.
Τί θα αποβληθεί και τί θα κυριαρχήσει στο μελλοντικό κυρίαρχο αφήγημα της Ιστορίας; Πρόσφατα στην πρωτοποριακή ελληνική ηλεκτρονική εφημερίδα "Το Κουλούρι" δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Αυτοκτόνησε ο ιστορικός του μέλλοντος, αρνούμενος να καταγράψει όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα» και έτσι ο Όμιλος Μελέτης Ιστορίας και Κοινωνίας (ΟΜΙΚ) αφήνει τις (αστρολογικές ή μη) προβλέψεις σε όσους εκτιμούν πως ατενίζουν και προκαταβάλουν την επόμενη ημέρα και κάνει παιχνίδι στο γήπεδο που γνωρίζει καλύτερα. Προσποίηση στα σημεία των καιρών, μέσα από χαμηλές (ξυραφένιες) μπαλιές του παρελθόντος.
Η πρόσκληση σε μια απολύτως σοβαρή, ταχύρυθμη αντι-ημερίδα βρήκε άμεση ανταπόκριση από τους ομιλητές που έσπευσαν να πλαισιώσουν την εκδήλωση και βεβαίως από το κοινό που παρέμεινε την πρωταπριλιά του 2014 στο Kreuzbeurg έως αργά το βράδυ. Τις περισσότερες ομιλίες από εκείνο το βράδυ θα τις βρείτε στον ανά χείρας τόμο. Εκείνη τη μέρα μάλιστα λες και ήταν κανονικό αστείο, είχε γενική απεργία και επεισόδια στο κέντρο.
Τον τόμο ανοίγει η προσφώνηση του Ευστράτιου ιερομονάχου του Κρητός, κατά κόσμον Στρατή Μπουρνάζου και τον κλείνει μια αφήγηση του ίδιου με τίτλο «ο αρχειοδίφης ρακοσυλλέκτης 

Ευ. Μπουλαλάκης σε αναζήτηση απολεσθέντων».
Η πρώτη ενότητα φαινομενικά αταίριαστη αλλά με ένα μεταφυσικό τρόπο ιδιαίτερα ταιριαστή. 

Ο Ροβεσπιέρος, ο Ράιχενμπαχ και τα γαϊδούρια που χάνονται σταδιακά αποτέλεσαν το πρώτο τραπέζι συζήτησης στην ημερίδα. Η αλήθεια είναι ότι οι τρεις ομιλητές βαπτίστηκαν «Απανελίστας», καθώς τα θέματα τους δεν ταίριαζαν με καμιά άλλη θεματική ενότητα. 
Ο Θανάσης Γάλλος αφηγείται μια ιστορία εκδίκησης στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. 
Ένας δεκαεννιάχρονος καταδικάζεται από τον Λουδοβίκο 16ο σε εξάμηνη φυλάκιση εξ’ αιτίας της κατασπατάλησης της οικογενειακής περιουσίας. Όμως η ιστορία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρο όταν έξι χρόνια αργότερα ο ίδιος νέος εισηγείται για την τύχη του Λουδοβίκου 16ου στη νεοσύστατη, τότε, Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Η εκδίκηση φαίνεται πως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Ο Γιώργος Γάσιας καταπιάνεται με μια οικεία βουκολική μορφή σε όλους μας, 
τα γαϊδούρια. Είτε τα συναντάμε στα αστικά κέντρα, είτε στην ύπαιθρο. Τα πιο συμπαθή βέβαια είναι αυτά της υπαίθρου. Εξυμνεί με το κείμενό του τα γαϊδούρια και τη συμβολή τους στις ιστορικές εξελίξεις. 
Ο Στέφανος Βαμιεδάκης αντλεί πληροφορίες από το Δημοτικό Αρχείο Νέας Σμύρνης την περίοδο μεταξύ 1957-1964 ώστε ν’ αναδείξει τη συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων. Οι εσωτερικής απεύθυνσης και κατανάλωσης διαταγές φωτίζουν με πιο καθαρό, γλαφυρό και συχνά κωμικό τρόπο την εργασιακή καθημερινότητα στη συγκεκριμένη υπηρεσία.
"Σήμερον ερχόμενος προς τα γραφεία του Δήμου συνάντησα καθ' οδόν ένα κάρρο καθαριότητος του οποίου ο οδηγός ΕΙΧΕΝ ΟΨΙΝ ΛΗΣΤΟΥ (εκτός ότι ήτο ακάθαρτος, είχε μαλλιά μακρυά και ήτο αξύριστος από 5νθημέρου και πλέον). Το θέαμα τούτο είναι απαράδεκτον για την πόλιν της Ν. Σμύρνης. Οι επόπται καθαριότητος του δήμου να υποχρεώνουν τους εργολάβους καθαριότητος και τους καρραγωγείς των (σημ. Νάσης, δώσε προσοχή στη λέξη "καρραγωγείς"!!!) να κόψωσι τα μαλλιά των και να ξυρίζωνται ανά διήμερον και να παρακολουθώσι και να αναφέρωσι σχετικώς".
Πρόκειται για μία από τις δεκάδες διαταγές του Γενικού Γραμματέα του Δήμου Ν. Σμύρνης προς το προσωπικό, με ημερομηνία 6/9/1959 και με θέμα "Ζητήματα εμφανίσεως".
Στη γλώσσα του Διαδικτύου η λέξη τρολ ή τρολλ (troll) περιγράφει κάποιον χρήστη του Ίντερνετ με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία online ανοιχτή κοινότητα, όπως ένα φόρουμ συζήτησης, mailing list, chat room ή μπλογκ, με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες. Η συμπεριφορά αυτή πολλές φορές συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη διαμάχη των υπολοίπων περί του σκοπού του. Μπορεί η έννοια του τρολ να εισήχθη τα τελευταία χρόνια αλλά κατά καιρούς υπήρχαν ποικίλες τρολιές στην ιστορία. 
Ο Παναγιώτης Τσολιάς διαβάζει με μια άλλη οπτική τα κείμενα του Χριστόδουλου Παμπλέκη. Αποδίδει τη βωμολοχία και το υβρεολόγιό του σε πράξη πολιτικής αντίστασης έναντι των «Τζογλανιών» της Θεοκρατίας. Ο Νικήτας Σινιόσογλου συζητά και αποκαθιστά το έργο του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη και τη συμβολή του στην επιστήμη της φιλολογίας μέσω της πλαστογραφίας. Η Βασιλική Τζαχρήστα παρουσιάζει και αναλύει την άλλη οπτική των Ολυμπιακών Αγώνων, της ιστορίας και των συμβολισμών τους από τα σύγχρονα διαδικτυακά τρολ, που προτείνουν μια νέα χρήση της ιστορίας.
Η αγάπη και ο έρωτας έχουν εμπνεύσει την λογοτεχνία και την ποίηση και σίγουρα έχουν επηρεάσει τις ιστορικές εξελίξεις. Μέσα από τη φουκωική προσέγγιση οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί δεν εξαντλούνται μόνο στους νόμους αλλά παράλληλα αρθρώνεται η εξουσία μέσα από τις κοινωνικές νόρμες, την κανονικοποίηση του σώματος και του ελέγχου της σεξουαλικότητας. Ο Κώστας Παλούκης αφηγείται το ρομάντζο της Ωραιοζήλης με τον Όσκαρ, ενός απαγορευμένου ηθικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά και πολιτικά ταξικού έρωτα. Η Ξένια Μαρίνου αναρωτιέται αν υπάρχει τελικά κυρίαρχο μελαχρινό μοντέλο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ή μήπως έχει γίνει αποδεκτό αβασάνιστα ένα ακόμα στερεότυπο της εποχής σε μια προσπάθεια προσέγγισης του μύθου της ξανθιάς. Η Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου παρουσιάζει μια ιστορία αγάπης ενός Τούρκου και μιας Ρωμιοπούλας στη Σμύρνη μεταξύ 1919-1920 και μας υπενθυμίζει κωμικοτραγικά με ποιο τρόπο βιώνεται η καθημερινή εμπειρία εν μέσω μεγάλων ιστορικών ανακατατάξεων. Η Ευγενία Αδαμοπούλου αναδεικνύει την τελευταία θέληση του Ν.Γ. μέσα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενό του και θέτει αρκετά ερωτήματα για τον τρόπο που τα ιστορικά υποκείμενα επιλέγουν να διαχειριστούν και να παρουσιάσουν το παρελθόν τους. Ξεφεύγοντας από τον έρωτα, ο Γιώργος Μιχαηλίδης αναρωτιέται αν ο Τόντορ Ζιφκόφ έκρυβε χρόνια και πως αυτό επηρέασε της βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές διενέξεις.
Η Ελληνική Επανάσταση έχει τεθεί στο περιθώριο των νέων ιστοριογραφικών αναζητήσεων, ενώ οι προσλήψεις του 1821 αποτελούν ένα πεδίο συζήτησης στους επιστημονικούς και μη κύκλους. Ο Χρήστος Λούκος παρουσιάζει τις σεξουαλικές επιδόσεις των αγωνιστών του 1821 ανανεώνοντας έτσι τις γνώσεις μας για την καθημερινή ζωή στην περίοδο του πολέμου. 

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος τοποθετεί στο ιστορικό του πλαίσιο ένα σύγχρονο τραγούδι που χρησιμοποιεί τον λόγο του Καραϊσκάκη και γίνεται πολλές φορές μουσικό χαλί του αντιμνημονιακού αγώνα. Την ενότητα αυτή συμπληρώνει ο Χρήστος Χρυσανθόπουλος με αναστοχαστική διάθεση αναλύοντας την ιστορική του συνείδηση μέσω του συμβολικού ρόλου που έχει σε αυτή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Η μετανάστευση και ο ξένος, ο άλλος, αποτελεί ένα σύγχρονο πεδίο μελέτης. Ο Κώστας Κατσάπης στο κείμενό του παρουσιάζει όψεις του πολιτιστικού σοκ των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1950, τοποθετώντας αυτή την ανακοίνωση σε ένα ιστοριογραφικό πλαίσιο που δύναται να αναγνωστεί και ως εισαγωγή όλου του τόμου. Ο Μάριος Παπακυριακού μας μιλάει για τα «ζυθούχα λουτρά» των Ελλήνων μεταναστών στην Αίγυπτο και η Υπακοή Χατζημιχαήλ για τους χίπηδες την δεκαετία του 1970 μέσα από τα αρχεία της Χωροφυλακής και τον τύπο της εποχής.
Τέλος, ο τόμος ολοκληρώνεται με τις ανακοινώσεις του Μηνά Παπαγεωργίου για τη θεωρία της επίπεδης γης τον 19ο αιώνα και του Αντώνη Αντωνίου για τις αναπαραστάσεις των σοβιετικών επιτευγμάτων στην εφημερίδα Αυγή τη δεκαετία του 1950.
Οι ιστορικοί δουλεύουν με δελτία. Συστηματικά καταγράφουν σε ένα κομμάτι χαρτί ή σε ένα ηλεκτρονικό αρχείο τις πληροφορίες που αντλούν από τις πηγές και τις ταξινομούν. Πολλές φορές οι ερευνητές κατά τη διάρκεια μελέτης των τεκμηρίων συναντούν ενδιαφέροντα ή αξιοπερίεργα πράγματα αλλά άσχετα με τη μελέτη τους, έτσι τα σημειώνουν στο περιθώριο των δελτίων. Από αυτά τα περιθώρια αναζητήσαμε τις αναπάντεχες αφηγήσεις του παρελθόντος. Άλλωστε οι καλύτερες αφηγήσεις των ιστορικών είναι συνήθως αυτές που λέγονται στο περιθώριο των διαλέξεων, έξω από τις αίθουσες των συνεδρίων, στις ταβέρνες και τα μπαρ. Τραγελαφικές και παράδοξες καταστάσεις της καθημερινής ζωής, λόγοι και πράξεις με αντιφάσεις, υπερβολές και λάθη, ψέματα και αδυναμίες ανθρώπων και θεσμών αποτελούν σημαντικές πλευρές των πηγών, που οι ερευνητές συλλέγουν με βουλιμία, αλλά διστάζουν να παρουσιάσουν σε ευρύτερο κοινό. Οι ανακοινώσεις της ημερίδας προκάλεσαν γέλιο, διαφωνίες, έκπληξη, προβληματισμό, ακόμα και συγκίνηση. Αντιμιλώντας στις σοβαρότητες, αναζητούμε μια σοβαρότητα που τείνει να εκλείψει.
Την εποχή της κρίσης μήπως χρειάζεται λίγη παραπάνω κρίσις;


Ο ΟΜΙΚ ευχαριστεί θερμά τους συμμετέχοντες που διάλεξαν να μοιραστούν μαζί του το δικό τους κομμάτι ανέκδοτης ιστορίας.
Το αποτέλεσμα είναι στην κρίση σας.


Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Απεταξάμην τα βδελύγματα απ' όπου κι αν προέρχονται

(Τελικά;
Τελικά το βδέλυγμα είσθε εσείς αγαπητέ).

Κι εγώ, πράγματι, ανήκω σε έναν λαό όπου ζουν κι αναπνέουν μαζί με μένα άνθρωποι τους οποίους βδελύσσομαι (σαν και του λόγου σου).
Σ' έναν λαό που καμιά φορά γεννάει ΚΑΙ τέρατα (όπως εσύ).
Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός που δυσκολεύεται να κάνει παρελθόν τύπους των οποίων η δημιουργικότητα επιδίδεται πλέον αποκλειστικά και μόνο στο να βδελύσσονται όλους εμάς που ανήκουμε σε αυτόν τον λαό (αυτό που κάνεις εσύ δηλαδή).
Είμαστε ένας λαός καταστροφικός αλλά κι ένας λαός καταστροφέας αφού ανέχεται τέτοιου είδους βδελύγματα (σαν και σένα).
Πρόκειται για γενίκευση βεβαια η οποία, όπως κάθε γενίκευση, θα αδικήσει κατάφωρα κάποιους που πάντα εξαιρούνται ως ελάχιστη μειονότητα η οποία έχει χεσμένους κάτι τύπους σαν κι αυτό το βδέλυγμα (όπως θα 'πρεπε να σε έχουμε χεσμένον όλοι όσοι ανήκουμε σ' αυτόν τον λαό). Τώρα θα μου πείτε γιατί σας δίνω σημασία και μπαίνω στον κόπο να γράφω αυτό το κείμενο. Άλλο εγώ.
Ο ελληνικός λαός είναι πιθανόν να μετατραπεί σ' ένα λαό κατεστραμμένο αν δεν απομακρύνει από τους κόλπους του τη νοσηρή "δημιουργικότητα" βδελυγμάτων (σαν και σένα) που λατρεύουν να μιλούν για τις καταστροφές των άλλων (δηλαδή τις δικές μας).
Ένας λαός που βγάζει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια τα μάτια του όταν δεν εξοστρακίζει τα βδελύγματα (σαν και σένα).
Είναι καιρός, προ πολλού είναι καιρός, να εξοβελιστούν όλες οι εύφημες διακρίσεις που ανέκαθεν τού αποδίδονται: πως πολλές φορές είναι ένας λαός ανεκτικός σε βδελύγματα (του είδους σου).
Ο λαός αυτός πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτήν την ανεκτικότητά του και για όσο διάστημα δεν παίρνει την ευθύνη να μην επιτρέπει σε βδελύγματα κάθε είδους (όπως εσύ) να τον προσβάλλουν χυδαία.
Πρέπει να επιβληθεί αναφανδόν αυτή η τιμωρία. Θα είναι πράξη αισχύλειας δικαιοσύνης αν ο λαός στον οποίο ανήκω κι εγώ - και μάλιστα χωρίς να ντρέπομαι - δεν μάθει από τα λάθη του κι αν συνεχίσει να επιτρέπει σε τέτοιου είδους βδελύγματα (σαν και σένα) να εκφράζονται με τρόπο ποταπό για την ανθρώπινη υπόσταση τη δική μου και καθενός άλλου που επίσης δεν ντρέπεται που ανήκει σ' έναν λαό. Τον οποιοδήποτε λαό. Αυτά τα λάθη, αν συνεχιστούν, θα είναι γενεσιουργός αιτία μόνο συμφορών, διαφθοράς και ύβρεως, επείγει συνεπώς η αδήριτη ανάγκη να το πληρώσουν αυτό τα κάθε είδους βδελύγματα, όχι ως χρέος σε δάνεια αλλά ως οφειλή στην ανθρωπότητα.
Ο ένοχος, πλέον πασιφανέστατα, δεν είναι άλλος από αυτόν τον λαό, στον οποίο ανήκω κι εγώ γιατί επιτρέπει να τον ταπεινώνει ένα βδέλυγμα (σαν και του λόγου σου).
Θα καούν, βέβαια, μαζί με τα ξερά, που είναι τα περισσότερα, και τα χλωρά αλλά δεν πειράζει, αφού βδελύγματα συνεχώς θ' αναπαράγονται και σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Που σημαίνει πως ο λαός αυτός έχει μαλλιά να ξάνει που λέει κι ο ...λαός. Όχι αυτός ο λαός για τον οποίον μιλάμε τώρα, αλλά ο σοφός λαός, ο "μαθός" λαός από τα λάθη του.
Γιατί αυτός ο λαός είναι ο λαός μαζί με τον οποίο πορεύομαι κι εγώ. Καλός ή κακός δεν έχει σημασία. Αυτόν έχω και μ' αυτόν θα πορευτώ. Και θα τον ανεχτώ με τα σωστά του και με τα λάθη του όπως με ανέχεται κι αυτός με τα δικά μου. Αν αλλάξω εγώ θ' αλλάξει κι αυτός. Όταν αλλάξει αυτός θα αλλάξουμε όλοι μας. Ελπίζω προς το καλύτερο. Αν όμως συνεχίσουμε να επιτρέπουμε σε κάποιους τύπους να θίγουν σε τέτοιο κατάπτυστο βαθμό την ύπαρξή μας την ίδια τότε η αλλαγή μπορεί να είναι και προς το χειρότερο. Να του μοιάσουμε δηλαδή. 
Απεταξάμην τα βδελύγματα.

(Είδες αγαπητέ... μόνο κάποιες λέξεις άλλαξα και το κείμενό σου απογειώθηκε).