Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Έλξατε... πυρ...

Το χέρι μου μέσα στο δικό του, πουλί στη φωλιά του, ανίδεο για τις μελλούμενες στιγμές, τότε ήταν που έπεσε το σπίρτο, δεν πρόσεξα τα φρύγανα τριγύρω παρά μόνο σαν ένιωσα τις φλόγες να μας τυλίγουν.

Και μετά με αγκάλιασε κι αυτό ήταν η πιστολιά, ποιός πυροβόλησε, ποιός πυροβολήθηκε, πού ήταν το όπλο, η σφαίρα, το διαμέτρημά της, το βεληνεκές της, το διακύβευμα, όλα ανάκατα, όλα κουβάρι πάνω στα φλεγόμενα ξερόχορτα, θεέ μου ας μην έρθουν ποτέ να σβήσουν τη φωτιά. Φλεγόμενοι κι εμείς από φωτιά που δεν έκαιγε το δέρμα παρά μόνο την ψυχή, φλόγες που μέγα το έλεός τους όπως γλιστρούσαν γύρω από το ανθρώπινο σύμπλεγμα, μια το ζέσταιναν, μια το προστάτευαν, μερικές ξέφευγαν, διαπέρναγαν τη σάρκα, διάφανη πια από την αδιανόητη δύναμη των συναισθημάτων, έτοιμη να σπάσει, έμπαιναν μέσα μας και έκαιγαν τα σωθικά μας.

Περάσαν χρόνια... Φωτιές πολλές, φωτιά όμως δεν άναψε άλλη τόσο δυνατή, άλλη δεν έσβησε εκείνη που φλογίτσα τώρα πια σιγοκαίει, θύμιση αυτού που κάηκε χωρίς να καεί, που τέλειωσε προτού αρχίσει, που το όπλο εκπυρσοκρότησε και το "αδίκημα" ήταν διαρκές...
"Διακύβευμα" που σημαίνει ατελές και ατελέσφορο, ανολοκλήρωτο κι ανέμπειρο, κουτσή περπατησιά, λειψή ματιά, συμβιβασμός, χαμένοι στην ερμηνεία με άλλα μέτρα και σταθμά μετρήθηκε το κόστος βρήκε κατηφόρα και κύλησε με ορμή, στη στροφή βρήκε το αντίθετό της και στο γόνατο της ανηφόρας στάθηκε, αγνάντεψε, έδωσε βουτιά για να πετάξει, ξεχάστηκε πως τα φτερά είχαν μείνει πίσω στο κλουβί, έπεσε και τσακίστηκε. Σκόρπισαν τα γράμματα, με τον καιρό απόκτησαν νέο σώμα, έγιναν άλλη λέξη το νόημα όμως το ίδιο κρυμμένο στην υφή τους.
Στην πλευρά του Δ σκαρφάλωσε και κρύφτηκε το ιώτα το μικρό, μια σταλίτσα, μια γραμμούλα τόση δα, χώρεσε. Το α άνοιξε αγκαλιά κι έκλεισε μέσα του τον τόνο, κουκίδα τοσηδούλα να δείχνει τον παλμό, έγινε μάτι να κρυφοκοιτάζει την περιδίνηση που βρέθηκαν.
Το κ κατρακύλησε βρήκε το υ, κρεμάστηκε από αυτό, στην προσπάθεια να ανεβεί ξανά βρήκε το β, αγκαλιάστηκαν και μαζί γατζώθηκαν στο μ, τα κοιτάζει το ε διαβολικά "ο αναγραμματισμός δεν αλλάζει την ουσία, εκεί ήσουνα κι εκεί θα ξαναβρεθείς". Σκιάχτηκαν τα γράμματα, έγιναν κουβάρι που πήγε παρακάτω, βρήκε τη σιωπή και κρεμάστηκε. 
 
Κουφάρι το διακύβευμα που όμως κρατάει αναλλοίωτη γεύση και μυρωδιά, πικρή η πρώτη, αποπνιχτική η δεύτερη, η όψη βέβαια ξεγελάει πού να ξέρει κανείς τί βρίσκεται από κάτω...
Το σκοινί ξέφτισε, το κουφάρι θα γλιστρήσει όπου να 'ναι, η βαρύτητα θα κάνει για μια ακόμη φορά τη δουλειά της, θα πέσει στη γη θα γίνει ένα με το χώμα. Θα ταξιδέψει, θα κάνει χιλιάδες φορές τον γύρο της γης, θα βγάλει ρίζες, θα καρπίσει ίσως, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού θα το πουν ξανά και η ιστορία θα ξεκινήσει από την αρχή.
Θυμάται, δεν γίνεται αλλιώς, οι μέρες γλιστρούν απαλά και το ημερολόγιο έλεγε Γενάρης, αδιάφορο ποια μέρα ακριβώς, μια πριν μια μετά τί σημασία έχει.
Η πληγή έχει κλείσει με την έννοια πως έχει κλείσει μέσα της μια ιστορία αληθινή, που έτσι λέμε το χθες, κι εκείνη ταξιδεύοντας όπως το συνηθίζει πήρε ένα κύτταρο, το φύσηξε στους πέντε ανέμους, κάπου αλλού κάποτε άλλοτε το διακύβευμα δεν θα υπάρχει. Ψαχουλεύει την κρυψώνα της ενθύμησης, νοιώθει πόνο, ξέρει πως τίποτε δεν πάει χαμένο κι αυτή είναι η σφαίρα στη σφαίρα της φαντασίας της.



 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Rebel... Rebel...


(Ευχαριστώ το https://dimartblog.com που φιλοξένησε αυτό το κείμενό μου. Δείτε κι άλλα "τραγούδια που δεν είναι τραγούδια" εδώ.)

Παραμιλούσε, όχι δεν έφταιγε ο πυρετός, τα λόγια, οι πράξεις έφταιγαν, δεν είχε πυρετό αλλά από τα άλλα δύο έβριθε το σύμπαν και δεν ήταν για καλό.
Το παραμιλητό ή αυτό που έμοιαζε με παραμιλητό τον ξύπνησε, στάθηκε στους αγκώνες του κι έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος της, παραμιλάει, είπε, αλλά δεν καταλαβαίνω τί λέει. Μα ό,τι κι αν είναι αυτό της ανήκει, δεν θα κρυφακούσω τις σκέψεις που δραπέτευσαν από το κεφάλι της κι άταχτα ρίχτηκαν στη μάχη, να πολεμήσουν, να σκοτωθούν ή να νικήσουν, ας σηκωθώ καλύτερα μέχρι να ησυχάσει, κοιμήσου ήρεμα καλή μου, είπε και βγήκε στη βεράντα.
Η νύχτα ήταν γλυκειά, πηχτή όμως, τί θα πει αυτό εκείνη μου το είχε εξηγήσει, το είχα καταλάβει αλλά δεν έβρισκα τα λόγια να το περιγράψω, η μνήμη μου δεν είχε καταγράψει τις όμορφες λέξεις της, να θυμηθώ να τη ρωτήσω να μου τις ξαναπεί, σκέφτηκε.
Η νύχτα ήταν απρόσμενα χλιαρή για νύχτα του Νοέμβρη, έστω και της αρχής του, σαν χάδι πέφτει πάνω μου, θα έρθουν και τα χαστούκια του Δεκέμβρη, ας μην βιάζομαι.
Η νύχτα ήταν διάφανη, μεμβράνη αδιαπέραστη όμως, μόνο το βλέμμα ταξίδευε, η ανάσα σκάλωνε πάνω της, τη θόλωνε και την ξεθόλωνε γρήγορα, το ταξίδι συνεχιζόταν, σαν στεναγμός έφυγε ο Οκτώβρης, μ' έναν "πόνο" θα φύγει κι ο χειμώνας, πότε ήρθε πότε έφυγε, θα πούμε. 
Η νύχτα ήταν λεπτή, σαν χαρτί που όμως φαίνονταν οι ίνες του, τα μόριά του, τα κύτταρά του, κομμάτια δέντρο το καθένα τους, αν συγκεντρωνόταν κανείς θα έβλεπε ένα ιδιόμορφο παζλ, δύσκολο να ενώσεις τα κομμάτια του αν όμως το κατάφερνες θα έβλεπες το δέντρο και θα ήξερες πως λίγο πιο πίσω είναι πυκνό το δάσος νοημάτων κι ιδεών.

Το όνειρο θα έχει σκορπίσει τώρα μαζί και τα ηχητικά ντοκουμέντα αν και συνήθως όσο ακαταλαβίστικο είναι ένα όνειρο δυο φορές ακαταλαβίστικα είναι τα λόγια που μπαίνουν στους ηχότιτλους. Το όνειρο θα σβήσει, ο κοιμισμένος λάθε υποβολέας θα σιωπήσει, ο λαθρακουστής ηθοποιός δεν θα επαναλάβει τα λόγια, ίσως τα ξεχάσει, ίσως τα θυμηθεί όταν ξυπνήσει, την άλλη μέρα το πρωί θα είναι μια άλλη μέρα, τί νόημα έχει να ανατρέχουμε στη νύχτα που προηγήθηκε κι αύριο μέρα είναι γι' αυτό το λένε αύριο με την έννοια του εγγύς μελλοντικού.

Μου το είπε πως παραμίλαγα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε γιατί όσο ακαταλαβίστικος κι αν ήταν ο λόγος μου μια λέξη εδώ μια λέξη εκεί κάτι θα έπιανε. Μου είπε όμως πως δεν στάθηκε ν' ακούσει μήπως καταλάβει. Δεν ήθελε να καταλάβει.
Θυμόμουν το όνειρο και προτού σκορπίσει, το έγραψα στο μπλοκάκι για τα ψώνια του σούπερ μάρκετ, αυτό βρήκα πρόχειρο.
Δεν είπα τίποτα, τί να διηγηθώ με λέξεις κλεισμένες σε φουσκάλες αέρα, αδιάσπαστες και αδιαπέραστες ή φουσκάλες που άλλα φαίνεται ότι έχουν μέσα τους κι άλλα έχουν τελικά, άλλα να λέω δηλαδή κι άλλα να εννοώ, κάπως σαν τον λόγο της κυβερνητικής εκπροσώπου που τώρα τελευταία θυμίζει όλο και περισσότερο βορειοκορεάτισα εκφωνήτρια ειδήσεων, δε νομίζετε;
Bubble, bubble... Bubble...
Μία ξεφεύγει, άδεια ή γεμάτη ποιός ξέρει, ξεστρατίζει από τον, σαν ατμός, ειρμό της σκέψης μου που προσπαθεί να γίνει λόγος, σα φουσκάλα γεμάτη τρόμο μοιάζει και διατρέχει το σώμα μου.
Bubble, bubble... Bubble... τη νύχτα που μόλις έφυγε γέμισα με αυτές το δωμάτιο ως απάνω που 'λεγε κι ένα τραγουδάκι που κάποτε ήτανε της μόδας.

...
Τους ακούω κι ας κάνω πως δεν, τους βλέπω κι ας προσποιούμαι πως όχι, τίποτε δεν μπορεί να με γλιτώσει από το να διαπερνώ τα προπετάσματα και τα ψέματα και να διακρίνω την αλήθεια. Σαν χαμένη τριγυρνώ κρατώντας τη μαγική μου ακίδα, μη νομίζετε μια απλή βελόνα πλεξίματος είναι, από τις λεπτές για ύφανση ντελικάτη, σπάω τις φούσκες, τις δικές τους - οι δικές μου ξέρω τί έχουν μέσα τους δεν χρειάζεται να "απασφαλίσουν" - και το περιεχόμενο σκορπάει γύρω μου. Μια λέξη εδώ και μία παραπέρα, χωρίς συνοχή, χωρίς ειρμό, χωρίς σκοπό, όμως όλα υπάρχουν στο κεφάλι τους, follow the words και μπήκες μέσα του όμως πρώτα πρέπει να τις βάλεις σε σειρά. Τη σωστή σειρά κι αν ξέρεις τί ψέμα είπαν και γιατί, ξέρεις και τη σειρά και κάνοντας τη διαδρομή ανάποδα ξέρεις και την αλήθεια.
Bubble bubble... πέτρα όμως που αγκομαχάει στον ανήφορο, ολομόναχη, Σίσυφο δεν έχει να τη σπρώχνει, Bubble bubble... πέτρα που κυλάει στον κατήφορο πάλι ολομόναχη αλλά ελεύθερη, σκάει στο πρώτο εμπόδιο που βρίσκει, σύντομα δηλαδή, και το ρίχνει στο τραγούδι σε ρυθμό Rebel Rebel, you've torn your dress... Rebel Rebel, your face is a mess... Rebel Rebel, how could they know?







Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Ήμασταν άοπλοι...

Κι όμως δεν έμαθες ακόμη ποιός ο εχθρός και ποιός ο φίλος, ο συναγωνιστής, μπορεί και να μην σε ενδιαφέρει, ίσως οτιδήποτε απαιτεί να βγεις από το καβούκι σου και το "εγώ" σου να νομίζεις πως δε σε αφορά (προς το παρόν). Η αγκύλωση στο λαιμό καλά κρατεί, πώς να γυρίσεις να κοιτάξεις πλάι σου; Μόνος θέλεις να βρίσκεσαι κάπου εκεί κι όλοι οι άλλοι απέναντι, αυτοί "οι άλλοι" όμως σου 'χουν γυρισμένη την πλάτη, δεν το βλέπεις; Δεν σε νοιάζει, το ξέρω, θέλεις να είσαι ένας μόνος του και απέναντι.

Σου φταίω εγώ, σου φταίει κι αυτός κι αυτός κι αυτός, η γενιά του 20, του 30, του 40, του 50, του 60, του 70 (ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκες λες), η γενιά του Πολυτεχνείου, σου φταίμε όλοι για την κατάντια σου λες, απορώ πώς δεν έχεις καταλάβει ότι το θέμα δεν αφορά πρόσωπα.

"Δεκάδες φορές έχω γράψει ότι οι έλληνες ούτε ιστορία ξέρουν αλλά ούτε και ιστορική μεθοδολογία. Γι' αυτό ακούτε συνέχεια για τη γενιά του πολυτεχνείου που στόχο έχει να λοιδωρήσει το ιστορικό γεγονός. Οι πτωχοί τω πνεύματι συμπατριώτες μας αγνοούν ότι ένα ιστορικό γεγονός αυτονομείται απ' τα συμμετέχοντα σε αυτό πρόσωπα, γίνεται αυτεξούσιο και αυτόνομο και καταγράφεται ως μία Στιγμή στην Ιστορία.
Τ
ο μετά, το πριν του κάθε ενός πρωταγωνιστή, δευτεραγωνιστή κ.λπ. ουδεμία επίδραση έχει σε αυτό, καθεαυτό το ιστορικό συμβάν. Δεν απαξιώνεται ο Μάης του 68 επειδή ο Κον Μπεντίντ έγινε αυτό που τότε πολεμούσε. Δεν λοιδωρείται η Γαλλική Επανάσταση επειδή υπήρξε η γκιλοτίνα ή ο Βοναπάρτης. Αυτά, αλλού, τα ξέρουν και τα παιδάκια του νηπιαγωγείου αλλά ξέχασα εκεί τρώγανε βαλανίδια όταν εμείς κάναμε πεντικιούρ"
γράφει η φίλη ΣΛ και δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο.

Κάθε γενιά έχει τις δικές της προκλήσεις. Αν οι προηγούμενες γενιές τα έκαναν σκατά, αυτή είναι η πρόκληση της δικής σου. Να τα αλλάξεις.

Η γενιά του πολυτεχνείου (και όχι σύσσωμη, να τα λέμε κι αυτά) που τόσο πολύ αγαπάς να τοποθετείς σε αυτήν κάθε τι που σου τη σπάει και να την κατηγορείς ολάκερη ως ιδιότυπος υπερφίαλος και θεωρητικός γενοκτόνος (ακραίο ε;), "έπραξε" όταν έπρεπε. Αυτό που άλλαξε μετά, αυτό που χάλασε μετά, είναι βέβαια δουλειά όλων μας να το εξηγήσουμε και να το αναστρέψουμε μα πάνω απ' όλα είναι δική σου δουλειά αν νομίζεις πως εκείνη η γενιά, η τόσο ταλαιπωρημένη, πάνω στη "στροφή" τα βρήκε μπαστούνια και τα παράτησε. Κατά τη δική μου γνώμη το μεγάλο της "έγκλημα" είναι ότι σου πρόσφερε αγαθά αντί για εφόδια ν' αντιμετωπίσεις τις δικές σου δύσκολες στιγμές που σίγουρα θα έρχονταν κάποια στιγμή στο μέλλον, γι' αυτό τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, δεν είναι κακό. Και μη ξεχνάς ότι για τη χούντα αλλά και για τη μαύρη περίοδο πριν από αυτήν δεν ευθυνόταν η γενιά του πολυτεχνείου αλλά οι προηγούμενες γενιές, αυτή όμως η γενιά αγωνίστηκε για να την ανατρέψει. Κι η γενιά αυτή δεν είπε στους γονείς της κουνώντας τους το δάχτυλο "τί βάρος μας φορτώσατε ωρέ". Απλά σήκωσε τα μανίκια κι έπιασε δουλειά, όπως άλλωστε κι άλλες γενιές πριν από αυτήν που "κληρονόμησαν" από τους γονείς τους "κακώς κείμενα".

Από την άλλη δεν μπορείς να ξέρεις τί σημαίνει να βρίσκεσαι πάνω στα κάγκελα λίγη ώρα προτού το τανκ συντρίψει τη σιδερένια πόρτα, δεν γίνεται να το ξέρεις, πώς να κατανοήσεις αφού δεν το βίωσες τί σημαίνει ν' αναρωτιέσαι την επόμενη μέρα ποιός να ήταν άραγε εκείνος ο φοιτητής που σε τράβηξε με το ζόρι απομακρύνοντάς σε από το "σημείο" και που οργισμένος (και φοβισμένος) σου 'λεγε πως πρέπει να γυρίσεις σπίτι γιατί είσαι μικρό παιδί κι αν παραμείνεις περισσότερο πρόβλημα θα δημιουργήσεις παρά θα βοηθήσεις. Δεν έχει σημασία όμως, το ότι δεν βιώσαμε το 1821 δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχουμε κι άποψη.  
Άποψη ναι, ανάθεμα όχι.

Πάντως εδώ που τα λέμε ένα δίκιο το 'χεις. Όπως πάντα it takes two to tango babe. Φταίμε λοιπόν επειδή αφήνουμε να μας χειραγωγούν, να μας τρομάζουν κι έτσι να μας εξαθλιώνουν σαν πολίτες, σαν εργαζόμενους αλλά κυρίως σαν ανθρώπους, οι καταστάσεις και οι κοινωνικές συνθήκες δεν αλλάζουν αυτόματα και με τον τρόπο που αρέσει στον καθένα μας, αυτό είναι πολύ βολική δικαιολογία για να μην κάνει ποτέ κανείς τίποτα, απαξιώνοντας από την άλλη τους  αγώνες που έκαναν προηγούμενες γενιές για να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα "αφού αυτοί δεν κατάφεραν τίποτα, αφού αυτοί έγιναν αυτό που πολεμούσαν γιατί ν' αγωνιστώ εγώ;" 
Και ψάχνουμε να βρούμε τρόπους και ..."τρόπους", πολλές φορές ξέροντας ενδόμυχα πως εκείνο που ψάχνουμε είναι άλλοθι και μαζί ψάχνουμε στις τσέπες για ένα άλλοθι που κοστίζει ίσα ίσα αυτά που μας μείνανε να βγάλουμε τη βδομάδα.