Τετάρτη σήμερα, πρώτη μέρα στη δουλειά μετά από ολιγοήμερες διακοπές. Θρήσκα δεν είμαι, εκκλησία δεν πάω και τούτο το Πάσχα δεν ήταν και πολύ ....πασχαλινό. Καλά πήγα - όπου πήγα, δόξα τω Θεώ. Καλά πέρασα - εκεί που πήγα. Δόξα σοι κύριε. Καλά ήρθα - κι ας βρέχει - σευχαριστώ θεέ που γύρισα σώα κι αβλαβής. Όχι όχι δεν ήμουν Λιβύη, ούτε Συρία. Σε καμιά εμπόλεμη ζώνη. Όμως ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά μου φτάνει που γύρισα να ζήσω το "μύθο μου" στην Ελλάδα. Έναν από τους μύθους μου δηλαδή, γιατί από μύθους να φαν' κι οι κότες.
Πρώτη λοιπόν μέρα κι είπα να αγοράσω το κουλουράκι μου το στρογγυλό το σουσαμένιο το πρωινό. Σ' ένα Μαρούσι μουντό, κρύο, βροχερό και μελαγχολικό. Ναααα μια μούρη ο καιρός, μέχρι το πάτωμα. Στους δρόμους ερημιά. Όποιος ήταν να βγει να πάει στη δουλειά (αν έχει) είχε ήδη βγει. Οι υπόλοιποι σπίτια τους.
Με πλησιάζει, που λέτε, ένας μαυρούκος αφρικανός. Τώρα θα μου πείτε αφρικανός κι ασπρούκος γίνεται; δε γίνεται. Μου λέει με πολύ σπασμένα ελληνικά "καλημέρα". Και πριν προλάβω να του ανταποδώσω την καλημέρα μου λέει "ντουλειά, ντουλειά".
Μπαίνω στο φούρνο, μου λέει η φουρνάρισα "μπήκε ο έρμος εδώ να ζητήσει ντουλειά, τί ντουλειά να του δώκω, οικογενειακή επιχείρηση είναι ο φούρνος, έχουμε και 2 υπαλλήλους φουρναρέους". Ο μαυρούκος νέας εσοδείας ήτανε. Με δυο τρεις λεξούλες κι αυτές σπαστές, ζήτημα να έχει μια βδομάδα στην Ελλάδα. Τί του 'ταξαν ποιός ξέρει, πόσα έδωσε για να 'ρθει ποιός ξέρει, άντε κι αυτός να κλέβει σε λίγο ποδήλατα να τα πουλάει για να ζήσει ή στην καλύτερη περίπτωση να στρώσει σεντόνι με τα λουίς βουιτόν του άμα καταφέρει να βρει το κονέ. Ήθελα να 'ξερα ποιός φωστήρας τον έστειλε στο Μαρούσι να ψάξει για ντουλειά ντουλειά. Δεν του 'πανε ότι το Μαρούσι το 'χουν πάρει εργολαβία οι βαλκάνιοι;; Τέλος πάντων στεναχωρέθηκα πρωί πρωί και σκυλομετάνοιωσα που δεν του 'δωσα τα 20 ευρώ που είχα μαζί μου, μήπως και γλυτώσει το ποδήλατο που λέγαμε. Είμαι και κατά της ελεημοσύνης - εντελώς όμως αλλά να, είναι που παρά τα ζόρια μου, πέρασα μερικές όμορφες μέρες κι ακόμα δεν λέω εγώ ντουλειά ντουλειά, έχω λίγκη ντουλειά, έχω και φίλους και συγγενείς και δικούς μου ανθρώπους κι έναν μύθο (του καλού καιρού) να συντηρήσω.
Και μάλλον ξέρω τί έχει συμβεί. Το 'πιασα το κόνσεπτ. Είναι μισθοφόροι, τους σκορπάει ο Παπακωνσταντίνου δεξιά κι αριστερά, να τους βλέπουμε εμείς και να νοιώθουμε τυχεροί και να δοξάζουμε τον ύψιστο τραγουδώντας "δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, φέρτε μας κι άλλα αντέχουμε", αρκεί που έχουμε την υγκειά μας γιατί μην νομίζετε και η δουλειά μπελάς είναι. Ή - ακόμη πιο σατανικό - να τους δίνουμε και κανένα μεροκάματο, να τους κρατάει το μισό ο Παπακωνστίνου να το σπρώχνει στο έλειμμα. Βρε τί σου είναι ο ξυνός!!! Μπαγαπόντης.
Πρώτη λοιπόν μέρα κι είπα να αγοράσω το κουλουράκι μου το στρογγυλό το σουσαμένιο το πρωινό. Σ' ένα Μαρούσι μουντό, κρύο, βροχερό και μελαγχολικό. Ναααα μια μούρη ο καιρός, μέχρι το πάτωμα. Στους δρόμους ερημιά. Όποιος ήταν να βγει να πάει στη δουλειά (αν έχει) είχε ήδη βγει. Οι υπόλοιποι σπίτια τους.
Με πλησιάζει, που λέτε, ένας μαυρούκος αφρικανός. Τώρα θα μου πείτε αφρικανός κι ασπρούκος γίνεται; δε γίνεται. Μου λέει με πολύ σπασμένα ελληνικά "καλημέρα". Και πριν προλάβω να του ανταποδώσω την καλημέρα μου λέει "ντουλειά, ντουλειά".
Μπαίνω στο φούρνο, μου λέει η φουρνάρισα "μπήκε ο έρμος εδώ να ζητήσει ντουλειά, τί ντουλειά να του δώκω, οικογενειακή επιχείρηση είναι ο φούρνος, έχουμε και 2 υπαλλήλους φουρναρέους". Ο μαυρούκος νέας εσοδείας ήτανε. Με δυο τρεις λεξούλες κι αυτές σπαστές, ζήτημα να έχει μια βδομάδα στην Ελλάδα. Τί του 'ταξαν ποιός ξέρει, πόσα έδωσε για να 'ρθει ποιός ξέρει, άντε κι αυτός να κλέβει σε λίγο ποδήλατα να τα πουλάει για να ζήσει ή στην καλύτερη περίπτωση να στρώσει σεντόνι με τα λουίς βουιτόν του άμα καταφέρει να βρει το κονέ. Ήθελα να 'ξερα ποιός φωστήρας τον έστειλε στο Μαρούσι να ψάξει για ντουλειά ντουλειά. Δεν του 'πανε ότι το Μαρούσι το 'χουν πάρει εργολαβία οι βαλκάνιοι;; Τέλος πάντων στεναχωρέθηκα πρωί πρωί και σκυλομετάνοιωσα που δεν του 'δωσα τα 20 ευρώ που είχα μαζί μου, μήπως και γλυτώσει το ποδήλατο που λέγαμε. Είμαι και κατά της ελεημοσύνης - εντελώς όμως αλλά να, είναι που παρά τα ζόρια μου, πέρασα μερικές όμορφες μέρες κι ακόμα δεν λέω εγώ ντουλειά ντουλειά, έχω λίγκη ντουλειά, έχω και φίλους και συγγενείς και δικούς μου ανθρώπους κι έναν μύθο (του καλού καιρού) να συντηρήσω.
Και μάλλον ξέρω τί έχει συμβεί. Το 'πιασα το κόνσεπτ. Είναι μισθοφόροι, τους σκορπάει ο Παπακωνσταντίνου δεξιά κι αριστερά, να τους βλέπουμε εμείς και να νοιώθουμε τυχεροί και να δοξάζουμε τον ύψιστο τραγουδώντας "δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, φέρτε μας κι άλλα αντέχουμε", αρκεί που έχουμε την υγκειά μας γιατί μην νομίζετε και η δουλειά μπελάς είναι. Ή - ακόμη πιο σατανικό - να τους δίνουμε και κανένα μεροκάματο, να τους κρατάει το μισό ο Παπακωνστίνου να το σπρώχνει στο έλειμμα. Βρε τί σου είναι ο ξυνός!!! Μπαγαπόντης.