Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Alice out of Orderland...

"Βρήκα μια τρύπα που την έκλεινε μια πέτρα, τη σήκωσα, μπήκα.
Στην αρχή τα έβλεπα όλα μεγάλα κι εμένανε μικρή.
Μετά τα έβλεπα όλα μικρά κι εμένανε μεγάλη.
Κατόπιν τα έβλεπα όλα ...πολλά κι εμένανε στη μέση.
Κατάλαβα. Ήμουν στη Χώρα των Θαυμάτων, στο δωμάτιο με τους καθρέφτες.
Άρχισα να μιλάω στα είδωλά μου. Με ρώτησαν "you takin' to me?". Φαντάσου δεν με καταλάβαιναν πια ούτε αυτά.
Δεν μου άρεσε εκεί. Έκλαιγα.
Έψαξα την έξοδο για να φύγω. Αλλά το Υπουργείο του Φόβου την είχε καταργήσει.
Πήγα στο προηγούμενο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μεγάλη μα η κανάτα του νερού μικρή όμως δεν είχε μέσα της νερό.
Συνέχισα στο πρώτο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μικρή μα το ψωμί μεγάλο όμως δεν υπήρχε πια ούτε ψωμί.
Επέστρεψα στο δωμάτιο με τους καθρέφτες όπου ήμουν μόνον εγώ μα τα είδωλά μου πολλά όμως μου είχαν γυρίσει πια την πλάτη.
Έκλαιγα. Έψαξα την έξοδο κινδύνου αλλά το Υπουργείο του Ζόφου την είχε καταργήσει και αυτήν.
Και μετά ξύπνησα. Τελικά βρίσκομαι στη Χώρα των Τραυμάτων και τα βλέπω όλα στην πραγματική τους διάσταση, τη μηδενική.
Ούτε ένας καθρέφτης, ούτε καν μία αυταπάτη. Είδωλα τέλος".


Αυτά έγραφα πριν 4 περίπου χρόνια γιατί αυτά ένοιωθα πριν 4 περίπου χρόνια. Και βάλε. Βάλε και προς τα πίσω βάλε και προς τα μπρος. Γενικώς "βάλε". "Βάλε" και ως προς τον χρόνο, "βάλε" και ως προς τα συναισθήματα. Και "βάλε".
Θυμόμουνα λοιπόν αυτές τις σκέψεις και σκεφτόμουνα "σα να μην πέρασε μια μέρα" ενώ παράλληλα ετοιμαζόμουνα να φύγω από το σπίτι, να πάω στη δουλειά. Δηλαδή ποιά δουλειά και ποιά Nακαειτοπελεκούδη και ποιά Άμστελ αλλά, όλα κι όλα, δεν παραπονιέμαι, δουλίτσα υπάρχει. Όχι από αυτήν την κανονική, με τα λεφτά, αλλά από την άλλη τη "δουλίτσα να υπάρχει", με χωρίς τα λεφτά. Φυσικά εγώ εξακολουθώ να γράφω κάτι νούμερα πάνω στα παραστατικά μου και μ' αρέσει που το Υπουργείο τα παίρνει στα σοβαρά και βάζει φόρους πάνω σ' αυτά τα νούμερα λες και θα μπορέσω ποτέ να τους πληρώσω. Νούμερα υπάρχουν. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Τώρα θα μου πεις, και τί θα κάνεις δηλαδή ρε κοπελιά; "You takin' to me?"
Ας μην παραπονιέμαι όμως "επί προσωπικού", σκέφτηκα κι ας πάμε παρακάτω.
Προχωρούσα στο δρόμο, ενώ σκεφτόμουνα πως ενώ σε όλη τη χώρα γινόταν της πιπίτσας, ζούσαμε ένα déjà vu, σαν πάλι να μην πέρασε μια μέρα, χαμένοι στις μαύρες τρύπες του χωροχρονικού πλέγματος πασπαλισμένοι ξανά μανά με λέξεις βαρύγδουπες αλλά κούφιες όπως "αξιολόγηση", "διαπραγμάτευση", "κόκκινα δάνεια", "κόκκινες γραμμές" αλλά ...βούρτσες μπλε. (Τί θέλω και όλο σκέφτομαι η βλαμμένη;)
Αφηρημένη ούσα, χάθηκα. Όχι, όχι στις σκέψεις μου... Δεν ξέρω πώς, αλλά χάθηκα. Βρέθηκα σε τόπο γνωστό αλλά ταυτόχρονα και άγνωστο, χωρίς δεύτερη σκέψη όμως (πώς το 'παθα) αποφάσισα ν' αφήσω τον εαυτό μου να περιπλανηθεί. Διψούσα για κάτι νέο, για κάτι αλλοιώτικο έστω για κάτι φανταστικό.
Μπροστά μου με βήμα ταχύ περπατούσε μια φιγούρα. Δεν ξεχώριζες αν ήταν παιδί, ενήλικας, άντρας ή γυναίκα. Μια φιγούρα ακαθορίστου φύλου και ηλικίας. Ξάφνου μια πόρτα εμφανίστηκε μπροστά της. Την άνοιξε και μπήκε. Αλλά αμέσως μετά η πόρτα χάθηκε. Σα να μην υπήρξε ποτέ. Κι όταν έφτασα κοντά κι όλο απορία άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος απ' όπου χάθηκε η φιγούρα, ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε και πάνω μου έπεσαν φύλλα. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα πυκνά κλαδιά. Για δες, ένα δέντρο! Κατέβασα τα μάτια και μπροστά μου ήταν ο κορμός του. Μα... εδώ πριν ήταν ένας τοίχος και πάνω του μια πόρτα αλλά τώρα... Να, μια τρύπα... αυτό θα νόμισα για πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη (ψέμματα λέω, αυτή ΗΤΑΝ μια δεύτερη σκέψη) ...έδωσα μια και μπήκα... για την ακρίβεια έπεσα... για μεγαλύτερη ακρίβεια έπεφτα...

Έκλεισα τα μάτια ελπίζοντας να πέσω κάπου μαλακά, να προσγειωθώ σ' έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ξέρω, σ' έναν κόσμο φανταστικό. 
Ούτε που με ένοιαζε τί θα συναντούσα. 
Καθώς έπεφτα φιλοσοφούσα κιόλας σε μια προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως η περιπέτεια θα άξιζε τον κόπο και πως εκεί που θα βρεθώ θα ισχύουν άλλοι νόμοι κι άλλοι κανόνες κι εγώ μετά θα έχω μια άλλη οντότητα, μια άλλη ταυτότητα, μια άλλη ζωή.
Παράλληλα με τις φιλοσοφικές μου σκέψεις έκανα κι άλλες περισσότερο πολύπλοκες κι όλες μαζί, ένα κουβάρι σφιχτοπλεγμένο, γέμισαν το κρανίο μου και λίγο προτού τα πόδια μου ακουμπήσουν σε κάτι στέρεο είπα "Θα τελειώσει αυτό ποτέ; τουλάχιστον να μπορέσω να λύσω αυτόν τον γρίφο".
Μόλις βεβαιώθηκα ότι είμαι ασφαλής και πως "τελείωσε αυτό" άνοιξα τα μάτια μου. Για να διαπιστώσω αμέσως πως "άρχιζε ένα άλλο". Το μόνο που ξεχώριζα ήταν ζευγάρια μάτια. Ασώματα κι απρόσωπα όντα με μόνο μάτια. Τίποτε άλλο. Μάτια που ταυτόχρονα ήταν και στόματα γιατί άκουσα καθαρά να μου φωνάζουν "Δεν έχει χώρο! Δεν έχει χώρο!". Ήταν όμως αργά. Ήμουν ήδη εκεί. Και χωρούσα... μια σταλιά άνθρωπος ήμουνα.
Ήδη βρισκόμουνα στο συναρπαστικό αλλά αφιλόξενο σύμπαν της φαντασίας κι είχα "μαλλιά να ξάνω". Με ό,τι δυνάμεις μού είχαν απομείνει είχα να τον εξερευνήσω.
"Δεν έχεις χρόνο! Δεν έχεις χρόνο!", μου φώναξαν όταν με είδαν να πλησιάζω.
Είχα όμως χρόνο. Η δουλειά μου, η ζωή μου μπορούσαν να περιμένουν.
Ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι της περιήγησης στον καινούργιο μου κόσμο σκεφτόμουνα τον πραγματικό παλιό μου κόσμο. Αυτόν που ξέρω κι εμπιστεύομαι. Κι αναρωτιόμουν αν μετά το ταξίδι η ματιά μου θα άλλαζε και θα έβλεπα ανάποδα τους δύο κόσμους. Φανταστικό τον απέξω και πραγματικό τον μέσα.
Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια εξακολουθούσαν να παραμονεύουν στις γωνιές. Περίμεναν ένα μου στραβοπάτημα για να ορμήξουν. Σιγά σιγά άρχισα να συνηθίζω το σκοτάδι που στις καινούργιες φανταστικές συνθήκες ήταν το νέο "φως". Ένα φως αμυδρό, σκούρο και πηχτό, θορυβώδες και πικρό. Σαν σκοτάδι που κάποια φωτόνια τρυπούν το μετάξι του. Που σκεδάζονται στην ύφανσή του και δημιουργούν άλω. Tο πρώτο πράγμα που είδα καθαρά ήταν σχήματα. Αυτό πρέπει να είναι πόρτα, σκέφτηκα. Κι αυτό πρέπει να είναι ντουλάπι. Κι αυτό παράθυρο. Κλειστό. Το άνοιξα. Ένα μαύρο ρευστό έπεσε πάνω μου και μ' έριξε κάτω. Σύρθηκα. Πλησίασα την πόρτα. Το ρευστό με ακολούθησε σαν δεύτερος εαυτός. Άνοιξα την πόρτα, είδα ένα κρεβάτι και ξάπλωσα. Το ρευστό σταθερά μαζί μου, σαν δεύτερο δέρμα. Και μετά επάνω μου, σαν πάπλωμα που τώρα με σκέπαζε. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια πλησίασαν, το ρούφηξαν, όλα έγιναν γκρίζα, μετά ανακατεύτηκε το γκρίζο με κάτι γαλακτερό κι έγινε ένα σύννεφο που κάλυψε τη γύμνια μου. Γιατί μόλις διαπίστωσα πως όχι μόνο δεν φορούσα τίποτα αλλά με τρόμο διαπίστωσα επίσης πως ήμουν ενιαία ως προς το σώμα. Κεφάλι, λαιμός, κορμί, όλα ένα. Τα χέρια μου παραδίπλα, χωριστά το ένα από το άλλο. Και τα πόδια επίσης, άλλο εδώ κι άλλο εκεί. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια τα περιεργάζονταν, κοιτώντας τριγύρω σαν να έψαχναν κάτι. Είμαι σίγουρη πως έψαχναν τις οδηγίες συναρμολόγησης. Και τις οδηγίες χρήσης.
Προσπάθησα να τους φωνάξω αλλά δεν υπήρχε στόμα. Υπήρχε όμως ακόμα το μυαλό μου. Γι' αυτό σκέφτηκα να... σκεφτώ δυνατά. "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΟΥΤΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ". Ήξερα καλά ότι το μόνο που χρειαζόμουν ήταν επισκευή κι επανατοποθέτηση στη σωστή θέση μαζί με άλλα γρανάζια στη μηχανή του κόσμου μου. 
 

Αλίς και τρισΑλίς... όμως ούτε για την επισκευή μου υπήρχαν οδηγίες. Ούτε φυσικά εγγύηση. Και φυσικά ούτε κάρτας αλλαγής...
Εμένα όμως δε με λένε Alice, με λένε Νάση και είμαι καλά. Να εδώ, αλλά out of order
Γιατί να επιστρέψω;







Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Αναπτίξ Ναδουνταματιασού

Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού έξυσε απορημένη ένα κύτταρο που την παρενοχλούσε στο έσω αριστερό μπούτι και πάνω πάνω. Λίγο να λοξοδρομούσε...
Το "αριστερό" είναι το νέο δεξί, σκέφτηκε. 
Και τί καλά που κάνει και "ξύνει" καμιά φορά και τις παρυφές στα λεγόμενα ειδησεογραφικά σάιτ. Να, ας πούμε προχθές, διάβασε ...ειδήσεις που ενημέρωναν τις γυναίκες πώς να κάνουν σωστά τη χωρίστρα στο κεφάλι τους.
Και προχθές διάβασε πως φέτο το ...φλοράλ (όχι το φημισμένο καφέ στα Εξάρχεια) είναι το νέο λευκό.
Αχ πώς της άρεσαν αυτές οι εκφράσεις που κάνουν έναν άνθρωπο, και δη μια γυναίκα, να δείχνει ευφυής κι ενδιαφέρων-ουσα και να μην πλήττει κανείς μαζί τους ποτέ.
Με τρέλες και κορδέλες, απ' αυτές τις μεταξωτές που ήδη έχουν πάρει τον δρόμο του μεταξιού κι οδεύουν προς τη χώρα μας ν' αντικαταστήσουν τα φύκια που "τρώγαμε" ως τώρα, θα πορεύεται από δω κι εμπρός.
Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού ξύνοντας το δεξί της φρύδι αυτή τη φορά μονολόγησε "να δεις που θα τις πιάσει λάστιχο και δεν θα φτάσουν ποτέ... φύκια και πάλι φύκια θα εξακολουθούν να μας πουλάνε κι εμείς θα εξακολουθούμε να τ' αγοράζουμε". Αλλά με τις τρέλες δεν έχουμε πρόβλημα. Αυτές ούτε πάνε ούτε έρχονται. Είναι εδώ. Όλες εδώ. Πωλούνται και μάλιστα σε καλή τιμή.
Αλλά μήπως και τα φύκια είναι φτηνά να 'ούμ'; Καθόλου φτηνά δεν είναι. Ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί πόσο θα ακρίβαιναν τα φύκια. Και σα να μην έφτανε αυτό πάρε να 'χεις να σηκώνεται ο μεσιέ Φιπιάς.
Άστραψε και βρόντηξε ο μεσιέ καθώς σηκωνότανε από την καρέκλα του για να δούνε όλοι πόσο είχε ψηλώσει από την τελευταία φορά που μια ολόκληρη χώρα σφαζότανε για χάρη του. Η χώρα που ο πρωθυπουργός της κόντευε πια να τελειοποιήσει τη μέθοδο "βγάζω απ' τη μύγα ξίγκι". 
Μα σύντομα κι αυτό το ξίγκι θα τέλειωνε.
Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού έπιασε απαλά και με τα δυο της χέρια τη γυάλινη σφαίρα της κι εστίασε στο κέντρο της. Δεν είδε τίποτα.
Αλλά καθώς κοιτούσε επίμονα κι ενώ τα μάτια της είχαν πια αρχίσει ν' αλληθωρίζουν και η όρασή της να θολώνει διέκρινε κάτι ακαθόριστο να της γνέφει σε κάποιο σημείο του γυάλινου σφαιρικού σύμπαντος που κρατούσε στα χέρια της.
Πλησίασε να δει δεν τα κατάφερε... 
Έριξε κολλύριο στα μάτια της πάλι δεν τα κατάφερε...
Πήρε ένα φακό, έριξε φως και πάλι τίποτε...
Στο τέλος, σαν ύστατη ελπίδα να δει ...φως πήρε έναν μεγεθυντικό φακό...
Τίποτε ξανά...
Μωρέ ούτε με το τηλεσκόπιο Hubble δεν θα καταφέρω να δω τίποτε...
Τα παράτησε όλα και πήγε να κοιμηθεί... είχε περάσει η ώρα...
...
Κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού της να ρωτήσει τον τεχνικό αν ήθελε τίποτε... Αυτός ο τεχνικός ήταν ακαθόριστου φύλου κι ηλικίας και είχε μιαν εντελώς ακαθόριστη δουλειά να κάνει... Ωστόσο της έδωσε μια εντελώς καθορισμένη απάντηση πως θέλει λίγο λάδι να ρίξει στο φαγητό του... επειδή έκανε διάλειμμα καθορισμένης διάρκειας στη διάρκεια μιάς εντελώς ακαθόριστης διάρκειας εργασίας...
Ανέβηκε στο διαμέρισμα, πήρε το μπουκάλι με όσο λάδι είχε απομείνει μέσα σε αυτό, εντελώς καθορισμένα δύο δάχτυλα και του το πήγε με την ελπίδα να χρησιμοποιήσει λίγο, να της μείνει κι αυτηνής λίγο... "Βάλε λάδι κι έλα βράδυ" της είχε πει ο μεσιέ Φιπιάς, χρησιμοποιώντας αυτήν την εντελώς ακαθόριστη έκφραση που δεν καθορίζει τί λάδι, πού να το βάλει, πού ακριβώς να πάει και ποιό βράδυ συγκεκριμένα.
Έφυγε να πάει στη δουλειά της, ξεχνώντας και τον τεχνικό και τη δουλειά του και το φαγητό του και το λάδι της.
Την άλλη μέρα το απόγευμα περνώντας από το υπόγειο είδε το μπουκάλι με το λάδι με ακριβώς όση ποσότητα είχε και πριν. Τελικά αλάδωτο είχε φάει το κολατσιό του ο άνθρωπος, σκέφτηκε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ...σκηνή ο πρωθυπουργός, ο κος Τσίπρας. Καλησπέρα σας, καλησπέρα και σε σας, μπήκαν στο ασανσέρ κι ανέβηκαν στον όροφο που κατοικούσαν. Ο κος Τσίπρας έμενε σ' ένα διαμέρισμα ακριβώς δίπλα στο δικό της με την "οικονόμο" του μόνο, χωρίς γυναίκα και παιδιά. Αυτοί έμεναν στο άλλο του το σπίτι, το κανονικό. Αυτός έμενε μόνος του. Κι ενώ είχαν και οι δύο μπει στα διαμερίσματά τους η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού τον άκουσε, τον πρωθυπουργό ντε, να επιπλήττει την οικονόμο λέγοντάς της πως δεν μπορεί ο πάσα ένας ν' αφήνει το λάδι του όπου να 'ναι και να κατέβει τώρα να το μαζέψει γιατί αν πέσει το μπουκάλι και σπάσει θα χυθεί το λάδι θα το πατήσει κανείς θα γλιστρήσει θα πέσει θα σπάσει τίποτε θα 'χουμε τρεχάματα και μετά "πού είναι το κράτος;" "το εθνικό σύστημα υγείας νοσεί".
Πριν προλάβει όμως η οικονόμος να εκτελέσει τις διαταγές του αφεντικού της η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού είχε ήδη κατέβει να πάρει το μπουκάλι της.
Ακούγοντας όμως το τηλέφωνό της να χτυπάει επέστρεψε γρήγορα γρήγορα σπίτι της να το σηκώσει. Ήταν ο μεσιέ Φιπιάς.
"Συζητάνε να με αναπτύξουν", της είπε, θα γίνω μεσιέ Αναπτίξ. Αναπτίξ Ναδουνταματιασού. Με "ιώτα"*.
...
Έντρομη άνοιξε τα μάτια της... Ουφ όνειρο ήταν και πάει... 
Τότε άνοιξε περισσότερο τα μάτια της και είδε πως το δωμάτιό της δεν ήταν αυτός ο τετράγωνος χώρος που μέχρι τότε ήξερε για δωμάτιό της αλλά ήταν ένας χώρος ολοστρόγγυλος κι αυτή μέσα του. Κοίταξε γύρω της κι είδε τα χέρια της να κινούνται, σα να έγνεφαν σε κάποιον για να την προσέξει. Η όρασή της δεν επαρκούσε για να δει τί υπήρχε έξω από τη γυάλα. Μόνο μια ακαθόριστη μορφή, ακαθορίστου φύλου κι ηλικίας έριχνε ένα ακαθόριστο φως προς μια ακαθόριστη κατεύθυνση μάλλον προσπαθώντας για να τη δει. Κρύος ιδρώτας έλουσε την μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού όταν κατάλαβε πως κανείς ποτέ δεν θα κατάφερνε να τη δει κι ακόμη χειρότερα πως κανείς δεν θα κατάφερνε να τη βγάλει από το λαγούμι της. Ακόμη δε χειρότερα πως ποτέ κανείς δεν θα μάθαινε αυτά που είχε να του πει.
Κι έτσι, η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού θα έμενε για πάντα θαμένη στα τρίσβαθα μιας γυάλινης σφαίρας που κανείς ποτέ δεν θα κατάφερνε να εισχωρήσει στο εσωτερικό της.
Ο/η ...απέξω, όποιος/α κι αν ήταν μόλις είχε ανακαλύψει ένα νέο είδος μαύρης τρύπας που όμως δεν ήταν πια μαύρη, ήταν γαλακτερή και θολή. Ωστόσο μια τρύπα από την οποία κανείς δεν μπορούσε να βγει και στην οποία κανένας δεν μπορούσε να μπει ό,τι ακριβώς ίσχυε και στις άλλες, τις μαύρες. Τα μυστικά και του ενός σύμπαντος και του άλλου θα έμεναν περιχαρακωμένα στα αδιαπέραστα όριά τους. Στα επτασφράγιστα σύνορα που χώριζε τον έναν κόσμο απ' τον άλλο.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς να ζήσουμε να τη θυμόμαστε τη μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού. Και την από μέσα και την απέξω.
Γιατί δεν ξέρω αν το καταλάβατε... Πρόκειται για ένα και το αυτό πλάσμα της φαντασίας χωρισμένο δια παντός από το alter ego του.



* Το όνειρο είναι ολωσδιόλου πραγματικό και καθορισμένο που το είδε η γράφουσα μόλις προχθές. Όλα τ' άλλα είναι ακαθόριστες φανταστικές ιστορίες ενός ακαθόριστου μυαλού.