Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Κάποτε...

Κάποτε τη νύχτα...
«Μετρήσιμο το διάστημα.
Σχετικά όμως με τη διαδρομή του σύμπαντος ανύπαρκτο...
Σχετικά βέβαια με τη δική της διαδρομή ...μερικοί μήνες πίσω...
Περπατούσε στο υγρό περιβάλλον των αγωνιών και της αμφισβήτησης 
πως θα βγει από τη σπηλιά του σκότους που είχε βρεθεί.
Μετρήσιμα τα βήματα.
Σχετικά όμως με την κίνηση των γαλαξιών στάσιμα...
Σχετικά βέβαια με τη δική της πορεία... στάσιμα επίσης.
Θυμός, οργή, ακατάληπτη η γλώσσα των ερωτήσεων που διαμορφώνονταν ερήμην της.
Ήξερε στο βάθος του μυαλού της ότι εκεί βρίσκεται η ουσία. Στις ερωτήσεις. 
Όχι στις απαντήσεις. Αυτές μόνο ως "υποθέσεις εργασίας" μπορούν να ειδωθούν. Στην καλύτερη περίπτωση. Στη δεύτερη επιλογή ποιότητας περίπτωσης η θεώρησή τους ως "εικασία" ήταν παραπάνω από αρκετή.
Η πόρτα που συνάντησε δεν είχε πόμολο. Σκέφτηκε να σπρώξει αλλά δεν είδε πουθενά ταμπέλα "ωθήσατε". Σκέφτηκε να τραβήξει στο πλάι αλλά ούτε ταμπέλα "σύρατε" υπήρχε πουθενά. Η ταμπέλα "έλξατε" για ευνόητους λόγους είχε παραλειφθεί.
Χωρίς να βλέπει έψαχνε τα μυστικά σημεία, χωρίς να νιώθει υπολόγιζε τους μυστικούς κωδικούς. Κάτι έπρεπε να πατήσει.
Οι κινήσεις του χεριού της έμοιαζαν με χάδι. Χαϊδεύεται μια πόρτα άραγε;
Αυτό το χάδι τελικά ήταν ο κωδικός κι η πόρτα άνοιξε. Πιο πολύ το άκουσε παρά το είδε.
Δεν υπήρχε αντίθεση ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Δεν κατάλαβε διαφορά ανάμεσα στο πριν και το μετά.
Την έσπρωξε πάλι, να την κλείσει, να ξαναδοκιμάσει. Ίσως αυτή η πόρτα, ανάλογα τον κωδικό, να άνοιγε αλλού κάθε φορά. Ίσως να ήταν μια multiple choice door.
Ανακάλυψε πως η πόρτα άνοιγε ξανά και ξανά όσες φορές κι αν την έκλεινε. Όπου κι αν την ακουμπούσε, μ' ένα μικρό συριγμό αυτή έλκονταν προς την μόλις διαφαινόμενη παρουσία που αδημονούσε να βρει ένα φως.
Δεν ήξερε όμως πόσες φορές ήταν προγραμματισμένη αυτή η δυνατότητα επανάλειψης. Δεν το ρίσκαρε.
Βγήκε.
Μέσα από δαιδαλώδεις (υπέθεσε) διαδρομές, μέσα από περιπλανήσεις μάλλον άσκοπες, πάνω σε ράγες που λες είχαν δημιουργηθεί ακριβώς να οδηγούν τα βήματά της, προχώρησε χωρίς να βλέπει... γυρνώντας όμως ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο σαν μικροσκοπική κιβωτός αισθήσεων και παραισθήσεων... διαβλέποντας την πρόκληση... τον πειρασμό... να ξαναμπεί εκεί απ' όπου μόλις είχε δραπετεύσει. Αλλά γιατί να το κάνει αυτό; Δεν υπήρχε διαφορά. Σκοτάδι πίσσα μέσα, πίσσα σκοτάδι κι έξω. Ας είναι, σκέφτηκε. Θα το πάω το ταξίδι. 
Χωρίς πυξίδα, χωρίς επίγειο σύστημα εντοπισμού της από υπέργειες δυνάμεις εκτόξευσης μιας τόσης δα ελπίδας. Ήλπιζε πως οι ράγες ακολουθούν αυτήν κι όχι αυτή τις ράγες. Σε μια προσπάθεια χάραξης νέου κόσμου μέσα στον παλιό, σε μια δυνατότητα αμφίδρομης ενέργειας ανάμεσα στο είναι και το χάος περπατούσε γρήγορα να μην τους δώσει χρόνο να την προσπεράσουν, μόνον τρόπο να την οδηγήσουν πίσω. Αν χρειαζόταν. Σαν ένας μεταλλικός μίτος προορισμένος να της δείξει ένα ασφαλές μονοπάτι προς το γνωστό... το μετρήσιμο... το σταθερό.
Άνοιξε τα μάτια... τα ξανάκλεισε. Άπλωσε τα χέρια... τα ξαναμάζεψε. Προχώρησε... σταμάτησε. Και τότε είδε. Ένα φως! Τί να είναι άραγε εκεί; Πλησίασε... τίποτα μεγάλο... τίποτα σπουδαίο περισσότερο από φωτεινό.
Μόλις έφτασε δυο βήματα πιο κεί με δυσκολία είδε να σκιαγραφείται ένα και μοναδικό δωμάτιο. Με ένα και μοναδικό παράθυρο. Με ένα και μοναδικό φως. Με μία και μοναδική σκιά... ενός και μοναδικού ανθρώπου. Μοναδικού και με τις δύο σημασίες της λέξης αυτής. "Ωραία είν' εδώ" σκέφτηκε τότε».

Tη ρώτησε ξανά και ξανά:
- Μα τί είδες;
- Δε σου λέω. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ.
- Γιατί; Αν αξίζει, μοιράσου το.
- Άκου να σου πω  συγγραφέα μου: Αυτό που αξίζει το κρατάς. Το γεύεσαι. Το αγαπάς. Το φροντίζεις. Το σέβεσαι. Το αυγαταίνεις. Το μεγαλώνεις. Μεγαλώνεις κι εσύ μαζί του. Ωριμάζεις. Ψηλώνεις ...θεωρητικά πάντα. Καλυτερεύεις τον εαυτό σου. Τον πληθαίνεις. Αποκτάς υπόσταση πολλών διαστάσεων. Γίνεσαι ένας ολόκληρος κόσμος εσύ. Κρατάς τα απαραίτητα για σένα. Και μοιράζεσαι τ' άλλα. Τα δικά σου μοιράζεσαι όχι τ' αλλουνού. Κατάλαβες;
- Νομίζω πως όχι, γι' αυτό θα γράψω αυτό που θέλω εγώ.

Η ηρωίδα οπλίστηκε με υπομονή, σταύρωσε τα χέρια, έσκυψε πάνω από τον ώμο της δημιουργού της και παρακολουθούσε την ψηφιακή της πένα, τα δάχτυλά της, να χαράσσουν το ψηφιακό της χαρτί, το αρχείο δηλαδή, με μια διαδικασία διαφορετική από τον παραδοσιακό τρόπο γραφής, ανάποδη: Από το μυαλό μ' εντολή στα δάχτυλα, αυτά τις εκτελούν πάνω στα πλήκτρα, από τα πλήκτρα στο "σώμα" του υπολογιστή κι από κεί στη μνήμη του. Αυτός επεξεργάζεται, αναλύει, συνθέτει και σχηματίζει σύμβολα πάνω στην οθόνη του, ακριβείς απεικονίσεις των σκέψεων της γράφουσας την ιστορία της. Θα την άφηνε ν' αυθαιρετήσει. Τίποτε δεν θα έβγαινε στο φως. Ακόμα. Τίποτα προτού η ιστορία κάνει τον κύκλο της. Και κλείσει. Αλλά θα έκλεινε; Καθόλου σίγουρη δεν ήταν. Αλλά δεν το ήθελε κιόλας. Εκείνο που επιθυμούσε ήταν να τελειώσει το ταξίδι της ζωής της με ό,τι είχε αγαπήσει να παραμένει αναλλοίωτο στη μνήμη της, μ' εκείνο το φως άσβηστο στην καρδιά της. Η άλλη έγραφε, έγραφε...

Κάποτε στην Ανατολή...
- Ξημέρωσε.
- Το βλέπω.
- Δεν εννοώ τώρα. Εννοώ τότε. Ζητούσαμε δημοκρατία κι ελευθερία. Ζητούσαμε δικαιώματα. Καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Καλύτερες αμοιβές. Αλλά μας ξεγέλασαν. Μέσα στο πακέτο μας έδωσαν και τον Ζονγκ*. Τσοβόλα δώστα όλα. Ναι, αλλά ήδη τα 'χε δώσει. Πού να 'βρισκε περισσότερα; Μα γι' αυτό υπάρχουν τα δάνεια. Διακοπών, εορτών, ονείρων.
- Ακαταλαβίστικα μου τα λες.
- Το ξέρω.

Μια απέραντη πίστα νυχτερινού κέντρου κάποιοι έφτιαξαν. Να χωράει πολλούς ή όλους: ακόμη καλύτερα. "Ανοίξαμε και σας περιμένουμε" κάποιοι έγραψαν. Έτρεξ' η αγέλη... κάποιοι χόρεψαν. Στην αρχή λίγοι... έπειτα τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα... το κακό τρυπάει το βουνό - λένε οι σοφοί. Οι λίγοι έγιναν πολλοί. Κι οι πολλοί έγιναν όλοι... ή σχεδόν. Κι αυτοί οι "σχεδόν" έμειναν απόμακροι και κοιτούσαν γνωρίζοντες. "Τί κοιτάτε ρε;" Δε βρέθηκε ένας να τους φωνάξει. "Βάλτε ένα χεράκι να κατεβούμε. Τί κάθεστε ρε;" Δε βρέθηκε ένας να τους πει. Κι όταν στο τέλος η μουσική τέλεψε κι η ορχήστρα την κοπάνησε από την πίσω πόρτα, έμειναν ξαφνιασμένοι κι απορημένοι, αμήχανοι, πάνω στα τραπέζια της ψεύτικης κι ετοιμόρροπης ζωής τους μη ξέροντας τί ακριβώς να κάνουν. Να μείνουν εκεί; Να κατέβουν; Η ορχήστρα θα γυρίσει; Είναι διάλειμμα;

- Δεν ήταν διάλειμμα. Ήταν το έργο. ΕΙΝΑΙ το έργο.
- Το κατάλαβα. Αλλά εγώ θέλω να μου πεις για την ιστορία... την άλλη ιστορία.
- Ποιά;
- Αυτή με το φωτεινό παράθυρο.
- Είπαμε... ΟΧΙ. Είναι δικό μου.
- Πού βρίσκεται;
- Μέσα μου.
- Αχ δεν βγάζω άκρη με σένα.
- ΟΧΙ.
- Το έργο συνεχίζεται;
- Ω ναι... κι είναι μεγάλο το έργο αυτό.  
- Πώς λέγεται;
- Η Δύση θα κρατήσει πολύ.

Κάποτε στη Δύση...
...ο ήλιος άρχισε να το ξανασκέφτεται.
Αυτό το αστείο πρέπει να τελειώνει. Αυτή η κατάσταση παραπάει. Ή μάλλον δεν πάει. Δεν πάει ΑΛΛΟ. Αυτή η "κρίση" τραπεζική ξεκίνησε... ανθρωπιστική έγινε. Οι μπαταρίες είχαν να φορτιστούν. Και οι άνθρωποι είχαν να παλέψουν.

Το φωτεινό της παράθυρο παραμένει στη θέση του και περιμένει τον ένοικό του.



* Ο όρος σφαγή του Ζονγκ (αγγλικά: Zong Massacre, στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν επίσης ο όρος υπόθεση Ζονγκ, Zong Affair) αφορά την μαζική δολοφονία Αφρικανών δούλων που έλαβε χώρα το 1781 στο πλοίο Ζονγκ (Zong) ιδιοκτησίας Τζέιμς Γκρέγκσον. Η υπόθεση αυτή προκάλεσε σάλο στην Βρετανία, ανοίγοντας τον δρόμο για δράσεις σχετικά με την κατάργηση του δουλεμπορίου στη χώρα.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ο χορός των κυμάτων

«Το 'βλεπα... να πεις πως δεν το 'βλεπα. Αλλά είπα βουρ κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Κολυμπούσα στην παραδόξως ήρεμη θάλασσα των Εγκρεμνών. Κολυμπούσα γρήγορα λες κι ήθελα να προλάβω να φτάσω κάπου... να προλάβω να φτάσω κάτι... Άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό το "κάτι" ήταν ο κυματισμός αυτής της συγκεκριμένης γωνιάς της διαθαλασσιακής υγρής ενέργειας... αυτό το "κάπου" ήταν η στεριά, να προλάβω να βγω σε αυτήν προτού έρθει η ώρα των κυμάτων και των αναμνήσεων. Να προλάβω να βγω "μπροστά". Το 'ξερα πως αυτή η ηρεμία δεν θα κρατούσε για πολύ.
Έστρεψα το βλέμμα προς τα πίσω, εκεί που μόλις είχα αφήσει το σημάδι μου στο υδάτινο στοιχείο, ίσα για να το δω να χάνεται εις τα εξ ων συνετέθη... να "ισιώνει", να γίνεται πάλι ένα με το νερό. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από την ακτή. Μη φανταστείτε καμιά τρομερή απόσταση αλλά πάντως δεν ήμουνα και δίπλα. Κοίταξα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που το νερό τέμνει τον ουρανό και τον πληγώνει, γύρισα το βλέμμα παραπέρα, εκεί που το νερό ορμά στην απέναντι στεριά και την σφάζει κι ανασηκώνει τα βουνά να τα καμαρώσουμε, τεντώνει τις απέναντι ακτές βοηθώντας τες να δηλώσουν κι αυτές παρουσία.
Κι ενώ οι προθέσεις του νερού είναι άλλες, να ενωθεί με τον ουρανό και τη γη σ' ένα σύνολο αρμονικό κι αδιαίρετο, η δύναμή του είναι τέτοια που τελικά δημιουργεί πληγές. Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους μερικές φορές.
Κι αν θέλουμε να 'μαστε ειλικρινείς, όλες τις φορές. Αλλά ποιά δύναμη, ποιά ομορφιά και ποιά "ουσία" δεν ολοκληρώνει το μεγαλείο της αν προηγουμένως δεν ματώσει αυτά που λαχταρά.
Να 'τοι, έρχονται οι κυματισμοί, δειλά δειλά, κοντοζυγώνουν. Γαλάζια σώματα γιγάντιων όντων που κυλούν προς εμένα και στροβιλίζονται σε μια χορογραφία υπερκόσμια κι ατέρμονη.
Ήξερα πως μόλις πλησίαζαν θα διαπίστωνα τα μεγάλα αέρινα κενά που ως απόσταση ασφαλείας θα μεσολαβούσαν από τον έναν υδάτινο χορευτή στον άλλον. Θα έβλεπα τα  διαστήματα ηρεμίας ανάμεσα στα μέλη αυτού του θιάσου από νερό όπου εκεί θα με εγκλώβιζαν πρόσκαιρα σαν σε αγκαλιά φιλόξενη και προστατευτική, όμως λόγω μεγέθους και δύναμης, απελπιστικά τρομακτική. Θα έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να αφεθώ διαδοχικά και με ασφάλεια από τον έναν χορευτή στον άλλον, να μην επαναπαυθώ στην πεδιάδα που δημιουργείται ανάμεσά τους και που συνήθως τη λέμε "μήκος κύματος". Το ιδιόμορφο χορευτικό σύνολο ήταν ακόμη μακριά μου κι έτσι δεν μπορούσα ακόμη να το διακρίνω αυτό το μήκος, να το μετρήσω. Θα ήμουν άνετα εκεί; Θα προλάβαινα να ανασυνταχθώ για να σφιχταγκαλιάσω τον επόμενο κυματισμό; Ή θα διαδεχόταν το ένα κύμα το άλλο με ταχύτητες άλλες απ' αυτές που θα μπορούσα ν' αντέξω και που τις λέμε "συχνότητα"; Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι φόβου κι απόλαυσης, όποτε στο παρελθόν άπλωσα τα χέρια κι αγκάλιασα μεγάλα κύματα ή/και μεγάλους ανθρώπους. Υπήρξαν φορές που διάλεγα εγώ ένα κύμα/χορευτή για να με πάρει στην αγκαλιά του και μ' αυτόν και κανέναν άλλον έφτανα στην ακτή όπου εκεί με άφηνε απαλά, σαν εραστής που με αγάπησε αλλά που λύγισε τελικά και μ' εγκατέλειψε. Αθόρυβα ...μέχρι να "ανασυνταχθώ" αυτός να έχει φύγει. Με τρόπο... να μην το καταλάβω... να μην λυπηθώ... να μην πονέσω. Του κάκου.
Γι' αυτό ανησυχούσα τούτη τη φορά. Ήθελα να φτάσω στην ακτή προτού βρεθώ πάλι σε κατάσταση επιλογής κύματος για να με συνοδεύσει στην ακρογιαλιά αλλά που τελικά θα με άφηνε εκεί έρμαιο της δύναμης με την οποία υποχωρεί ξανά στη θαλάσσια αγκαλιά και να με παρασύρει και μένα μέσα της, σαν εραστής που με βαρέθηκε και με δίνει "δώρο" στον επόμενο. Μετέωρη, αναποφάσιστη, φοβισμένη, δειλή».

Καλά το πας, συνέχισε, αγαπητή γράφουσα, αλλά τί θα συμβεί μετά; Αυτό να δω, αν έχεις τη φαντασία για να εξιστορήσεις. Γιατί εγώ δεν σου μίλησα ποτέ, μόνη έβγαλες τα συμπεράσματά σου μόλις είδες πως με ασφάλεια έφτασα στην ακρογιαλιά και γραπώθηκα, όσο μπορεί κανείς να γραπωθεί από τμήματα ύλης που άλλες φορές τα λέμε άμμο, άλλες φορές βότσαλο κι άλλες πάλι "βότσαλο λεπτό σαν άμμο" ή "άμμο χοντρή σαν βότσαλο". Για να δούμε λοιπόν πόσο μακριά φτάνει η φαντασία σου, πόσο "μέσα θα πέσεις", πόσο καλά με ξέρεις, γιατί ναι μεν μπορεί να με δημιούργησες αλλά, δεν ξέρω αν το κατάλαβες, εγώ στην πορεία αυτονομήθηκα και δε θα δεχθώ καμία αυθαιρεσία "συγγραφική αδεία". Θα παρεμβαίνω και θα διορθώνω. Μέχρι να ειπωθεί η ιστορία μου όπως ακριβώς θέλω εγώ. Κι όχι εσύ.

«Βρέθηκα σε μια μετέωρη κατάσταση, δεν ήμουν στο νερό ούτε στη στεριά, βύθισα τις παλάμες στο λεπτό βότσαλο, στήριξα τα πόδια στην κατωφέρεια της ακτής, σήκωσα το κεφάλι και μύρισα την αντίθεση, άκουσα την αυταπάτη, ονειρεύτηκα την ομορφιά και παραμένοντας ακουμπισμένη πάνω στις βοτσαλένιες κάψουλες της προηγούμενης ζωής μου, αυτές που τις λέμε "μνήμη", έκλεισα τα μάτια και είδα τον χρόνο.
Αυτό το βοτσαλάκι, μικρό σαν φακή, μου θυμίζει τις αγωνίες μου, αυτό εκεί ανάμεσα στο μεσαίο και το παράμεσο δάχτυλο του ενός χεριού μου θυμίζει ό,τι άγγιξα κι ό,τι άφησα ξανά, να, ένα άλλο, μεγάλο σαν φασόλι, αυτό που μου πιέζει τον μηρό και με πονάει μου θυμίζει τα λάθη μου. Τα βαθουλώματα που δημιουργούν τα δάχτυλα των ποδιών μου κρύβουν επιθυμίες που εγώ και μόνο εγώ πρόδωσα και κανένας άλλος».

Ένα ένα τα γεγονότα έστησαν το σκηνικό στιγμών ικανών να γεμίσουν δυο ζωές. Ή και τρεις. Ένα ένα τα γεγονότα έσυραν βήματα που χορογράφησαν αυτοσχεδιάζοντας λίγο καιρό πριν... λίγο καιρό μετά... 
Μικρές στιγμές μέσα σε μεγάλα βότσαλα που το "βάρος" τους με τραβούσε πίσω στο νερό σαν σε μια ταραγμένη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Να με ξεπλύνει από τί; Δεν νιώθω βρώμικη. Αντιθέτως. 
Μικρά βότσαλα γεμάτα μεγάλες στιγμές που άφησαν τα σημάδια τους στο σώμα μου γιατί τελικά έμεινα αρκετή ώρα ξαπλωμένη στην υγρή δροσερή αγκαλιά τους κι αυτά μπόρεσαν κι αποτύπωσαν επάνω του την όμορφη ιστορία μου. Να τα κουβαλώ πάντα επάνω μου σαν δεύτερο δέρμα, πάντα μέσα μου σαν δεύτερη ψυχή.
Από κάτω μου το βοτσαλένιο αλφάβητο σχηματίζει λέξεις πυρετωδώς, από πάνω μου οι ηλιαχτίδες με τη θέρμη τους απαλύνουν τις αιχμές της γραφής τους. Το υγρό στοιχείο φτάνει μέχρι τα πόδια μου, μετά υποχωρεί απαριθμώντας τα υπέρ και τα κατά. Μόνο που εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχουν "κατά". Μόνο "υπέρ". Δεν υπάρχει συμψηφισμός στην ομορφιά, τίποτα δεν μπορεί να "υπολογίσει" τα συναισθήματα. Δεν γίνεται ισολογισμός γι' αυτά που θέλει η καρδιά και γι' αυτά που προστάζει ο νους. Σ' αυτόν τον απολογισμό δεν υπάρχουν "πλην". Μόνο "συν".

Σηκώθηκα, τίναξα από επάνω μου τα βοτσαλένια γράμματα/στοιχεία, το έργο τους είχε πλέον τελειώσει. Τα σημάδια τους θα υποχωρούσαν σιγά σιγά αφού το νόημά τους θα είχε εισχωρήσει βαθιά στην ύπαρξή μου, να πορεύομαι μαζί  του στο υπόλοιπο της ζωής μου. Μια παρακαταθήκη ακόμη. Μια εμπειρία ακόμη. Ένα "θέλω" που συμπυκνώθηκε σε απειροελάχιστη μορφή ύλης, αδιανόητης δύναμης. Σε ένα και μοναδικό ταξίδι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Μετά από εμένα, θα το συνεχίσει κάποιος άλλος, μετά απ' αυτόν κάποιος άλλος ακόμη.

Προχώρησα, σκούπισα από επάνω μου τα περισσεύματα του υδάτινου μελανιού από την θαλάσσια πένα. Για να αναδειχθεί η μορφή που ζωγράφισε στην ψυχή μου. Και που εσύ δεν θα τη δεις ποτέ.

Αγαπητή γράφουσα, σου έδωσα το υλικό μου. Ως εκεί όμως, αυτά σου επιτρέπω να τα γράψεις. Η αλήθεια μου όμως θα παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό μέσα μου. Κανείς δεν θα το ξεκλειδώσει ποτέ και κανείς μα κανείς δεν θα μπορέσει ν' αμφισβητήσει την αλήθεια αυτών που έζησα κι αυτών που ένιωσα.

Συνέχισε... δεν σε φοβάμαι πια.

(συνεχίζεται...)

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Παιδία τέχνας κατεργάζεται (γειτονική σύνταξις)

Αγαπώ τα παιδιά. Αλλά πιο πολύ αγαπώ τα παιδάκια. Κι ακόμη περισσότερο τα μωρά ή τα σχεδόν μωρά. Δεν έχω δικά μου αλλά μάλλον αυτό το επέλεξα ακριβώς επειδή τ' αγαπώ. Παράδοξο ε; Αφού λοιπόν δεν με ταλαιπώρησε ποτέ κανένα από αυτά τα αξιολάτρευτα τερατάκια έχω απίστευτη υπομονή, αντοχή κι εφευρετικότητα για να τα κρατώ σε κατάσταση ηρεμίας. Επίσης έχω κι ένα βλέμμα "κεραυνό" που εγώ η ίδια βέβαια δεν μπορώ να το δω απευθείας, όπως κανείς άνθρωπος δεν μπορεί ο ίδιος να δει το βλέμμα του όπως φτάνει σε κάποιον άλλον κι όπως έγραφα παλιότερα εδώ. Το βλέπω όμως εξ αντανακλάσεως στο ύφος του μικρού παιδιού το οποίο εγώ κοιτάζω αυστηρά ή θυμωμένα.
Για την ακρίβεια δεν βλέπω πια ένα "ζωντανό" παιδάκι με σάρκα και οστά αλλά ένα γλυπτό πάγου κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του παιδακίου.

Έχω γειτόνους μια πολύ καλή οικογένεια. Έχουν ένα κοριτσάκι 6-7 χρονών περίπου. Εξαιρετικό παιδάκι, όπως όλα τα παιδάκια. Όσο ήταν μικρούλι το άκουγα που έπαιζε στη βεράντα τους, με κραυγούλες, γελάκια, γκρινίτσες, φωνούλες... όλα σε υποκοριστικό βαθμό -ίτσες, -ούλες, -άκια... άρα διόλου ενοχλητικές εκφράσεις, του πώς αντιλαμβάνεται τον γύρω κόσμο του αλλά πολύ ενδιαφέροντες τρόπους συμμετοχής του στα ελάχιστα δρώμενα που το αφορούν πέρα από μαμ, κακά και νάνι. Ηχητικά ντοκουμένα υψηλοτάτης μεν κλίμακας κι έντασης - αφού αργεί πολύ στον άνθρωπο ν' αναπτυχθεί το περίφημο "volume" - δηλωτικά δε του τρόπου με τον οποίο επιχειρεί να εκφράσει τα συναισθήματά του για ό,τι βιώνει ως μικρό παιδί.

Το κοριτσάκι αυτό εδώ και δύο σχεδόν χρόνια απέκτησε έναν αδελφούλη. Ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ κοντεύει να στείλει στο τρελλοκομείο όλη του την οικογένεια. Την μαμά του κατά προτεραιότητα, τον μπαμπά του αμέσως μετά και τελευταία αλλά όχι έσχατη, οπωσδήποτε πάντως και την επτάχρονη αδελφούλα του. Κι επειδή δεν υπάρχει τρελλοκομείο για παιδιά το κοριτσάκι θα βρεθεί στο έλεος συγγενών, φίλων και γνωστών.
Ο αδελφούλης αυτός, δεν υπάρχει στιγμή της ημέρας που να μην σκούζει/γκρινιάζει/κλαίει δυνατά/χτυπιέται/φωνάζει/σπάζει οτιδήποτε μπορεί να σπάσει/γκρεμίσει και είναι σε ακτίνα βολής του, τρέχει με ταχύτητα που αγγίζει αυτήν του φωτός αλλά κυρίως δεν θέλει να κοιμάται. Όπως είναι επόμενο η ιώβεια υπομονή των γονιών του κάποια στιγμή εξαντλείται όπου αφού μεσολαβήσει ένα τεράστιο διάστημα που ο μικρός λυμαίνεται το σύμπαν ακούγεται κραυγή απόγνωσης θηλυκού είτε αρσενικού γένους. Το κοριτσάκι απλώς κλαίει με παράπονο γιατί ή θα της έχει τραβήξει τα μαλλιά, είτε θα της έχει πετάξει κάτι στο κεφάλι, είτε θα την έχει δαγκώσει.

Όχι, όχι δεν ζω μαζί τους απλώς το διαμέρισμά τους και κυρίως η βεράντα τους είναι πολύ κοντά στο τμήμα εκείνο του σπιτιού μου που περνώ αρκετή ώρα κι εγώ. Δεν ενοχλούμαι, αν και καμιά φορά τρομάζω, όχι από το παιδί - αυτό το έχω ψιλοσυνηθίσει - όσο από την κραυγή της μαμάς ή του μπαμπά που θα ακουστεί όταν πια δεν έχουν άλλη αντοχή και η προσπάθεια να το απασχολούν με διάφορους έξυπνους και δημιουργικούς τρόπους δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Εκείνο που στην πραγματικότητα τρέμω είναι μήπως καμιά φορά ακούσω κανέναν γδούπο... προς την πυλωτή γιατί άνθρωποι είναι κι αυτοί ρε γαμώτο...

Πριν λίγο καιρό λοιπόν, άκουγα απελπισμένο τον μπαμπά που έλεγε στην σύζυγό του "δεν αντέχω άλλο, φύγε από τη δουλειά κι έλα να τον πάρεις, θέλω να δουλέψω, περιμένει το αφεντικό την μελέτη δεν έχω κάνει τίποτα, θα με γαμήσει ο τύπος, θα με γαμήσει". Η σύζυγός του προφανώς δεν μπορούσε να φύγει από την δουλειά της και προκειμένου να γαμήσει τον γείτονά μου το αφεντικό του είπα ν' αναλάβω εγώ δράση.

Μια και δυο του χτυπάω το κουδούνι - έχω το θάρρος - "γειά σου, άθελά μου άκουγα κι είπα να βοηθήσω, να κρατήσω τον μικρό απασχολημένο". Τρελλάθηκε ο μπαμπάς, σταυροκοπιότανε, σημασία δεν μου 'δωσε "κάνε ό,τι σε φωτίσει ο θεός" μου είπε.
Πήρα τον πιτσιρικά από το χέρι, τον έβγαλα στο μπαλκόνι κι άρχισα να τον ρωτώ άχρηστα πράγματα και να του εξιστορώ ακόμη πιο άχρηστα. Για την επόμενη μισή ώρα ο μπόμπιρας δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει από που του 'ρθε αυτό το ξαφνικό και με παρακολουθούσε αμίλητος, ακούνητος κι αγέλαστος. Μόλις πήγαινε να μου ξετσουτσουνέψει και να μου πετάξει καμιά μπουλντόζα στο κεφάλι τάχα μου ότι την έφερνε να μου την δείξει, τον αποπροσανατόλιζα εντελώς δείχοντάς του άσχετα πράγματα που αυτό το τσαμένο πριν γυρίσει να δει δεν ήξερε ότι ήταν άσχετα και τσιμπούσε. Μόλις πέρασε ένα τέταρτο ακόμη ο γείτονας βγάζει το κεφάλι του στη βεράντα και λέει:
- Ζει;

Επειδή τα βεράντια θέματα κόντευαν να εξαντληθούν κι έβλεπα το πιτσιρίκι να έχει οπλίσει κανονικά τον πήρα στο διαμέρισμά μου. Έπαθε έναν ντουβρουτζά, δεν είχε ξανάρθει, έσπασε και κάτι αλλά ο τρόπος που του μίλησα δεν άφηνε περιθώρια για ...παρεξηγήσεις εκ μέρους του. Τον πήρα από το χέρι, βρήκαμε την κόλλα και κόλλησα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτό που μου έσπασε. Έτσι πέρασε άλλη μισή ώρα και μετά είπα να τον πάω μια βόλτα στην πυλωτή προτού τον επιστρέψω.
Κάτω στον κήπο του έλεγα ιστορίες από την κατοχή, τη χούντα, το πολυτεχνείο, το πασόκ και τα μνημόνια... Το παιδάκι είχε αποσβολωθεί. Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό μου. Ήταν ο μπαμπάς του που ρωτούσε:
- Ζεις;

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Apodemy

«Ο Πλάτωνας παρομοιάζει την ανθρώπινη ψυχή με κλουβί και τη γνώση με πουλιά που πετούν φυλακισμένα μέσα του. Τη στιγμή που γεννιόμαστε το κλουβί αυτό είναι άδειο όμως καθώς μεγαλώνουμε συλλέγουμε τέτοια πουλιά και τα φυλακίζουμε στο κλουβί της ψυχής μας για μελλοντική χρήση. Όταν θέλουμε πρόσβαση στη γνώση που έχουμε ήδη αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής μας βάζουμε το χέρι μας στο κλουβί, αρπάζουμε ένα πουλί αλλά πολλές φορές μπορεί να είναι λάθος η επιλογή αυτή, να πιάσουμε δηλαδή το λάθος πουλί.

Η Ορνιθολογία χρησιμοποιεί τον όρο "Zugunruhe" (Zug=μετακίνηση, μετανάστευση) and Unruhe=άγχος, ανησυχία) για να περιγράψει την ταραχώδη συμπεριφορά των πουλιών πριν την μετανάστευσή τους. Αυτές οι δύο καταστάσεις, τα πουλιά που κατοικούν μέσα στην ψυχή μας και η αγωνία του πουλιού που μεταναστεύει αποτέλεσαν την έμπνευση για το παραπάνω φιλμ ενώ ταυτόχρονα αγγίζει το θέμα της μετανάστευσης.


Ένα κοπάδι πουλιά περιτριγυρίζει και κινεί ένα όχημα-κλουβί το οποίο ψάχνει διαφυγή από μια πόλη μισοτελειωμένη κι εγκατελειμένη διασχίζοντας δρόμους κατακερματισμένους από τμήματα γκρεμισμένων αγαλμάτων. Αυτά τα τμήματα/χέρια συμβολίζουν την αναζήτηση της γνώσης και τους ήρωες/αρχηγούς/σύμβολα του παρελθόντος που ενώ έχουμε απορρίψει εξακολουθούν να μας κυνηγούν.»
 



Η Κατερίνα Αθανασοπούλου δημιουργεί ένα φιλμ ορμώμενη από την σημερινή ζοφερή πραγματικότητα μιας κοινωνίας αποτελούμενης από ανθρώπους οι οποίοι έχουν σταματήσει να ονειρεύονται επειδή τους λείπει η τόλμη κι όχι τα ερεθίσματα, ενώ βιώνουν μια πραγματικότητα που τους υπερβαίνει, μια ζωή που δεν επέλεξαν, όμως εγκλωβίστηκαν σε αυτήν, μιας κοινωνίας με ανθρώπους που αποκαθηλώνουν ήρωες βάναυσα και βιαστικά, μέσα σε μια αίσθηση διαρκούς προδοσίας. Μέσα σε μια σχεδόν παρανοϊκή εμμονή ότι «βαλλόμαστε από παντού, ότι όλοι θέλουν να μας αρπάξουν αυτό που μας ανήκει». 

Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι αυτοί, άπολεις πολίτες, παρατηρούν αποσβολωμένοι θεατές το κοινωνικό γίγνεσθαι ερήμην τους, αποδεχόμενοι παθητικά μια δήθεν "άνωθεν" τιμωρία, καφκικές φιγούρες χωρίς όμως την τραγική κρούστα της φιλοσοφικής έννοιας του μετέωρου ανθρώπου αλλά με την γύμνια ενός υποταγμένου και κυριολεκτικά χαμένου κι αδιάφορου όντος. Που ωστόσο, ενώ νιώθει ανυπεράσπιστος και καταπιεσμένος, δεν διαθέτει - προς ώρας - εκείνη τη γνώση/συναίσθηση και οξυδέρκεια που θα τον καταστήσει ικανό να διαλέξει από τα αποθέματα της γνώσης του το σωστό πουλί, να το απελευθερώσει και ακολουθώντας το να απελευθερώσει και την δική του ύπαρξη οδηγώντας την στους δρόμους της ανακούφισης από τα δεινά του και της αποτίναξης των δεσμών του.


Η Κατερίνα Αθανασοπούλου είναι η digital artist που έλαβε το φετινό Lumen Prize, το κορυφαίο βραβείο στον χώρο των ψηφιακών τεχνών σύμφωνα με τον Guardian. Το έργο της «Apodemy» (αποδημία) επικράτησε ανάμεσα σε 700 έργα από 45 χώρες που συμμετείχαν στον φετινό διαγωνισμό.


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Μια μέρα στο Μουσείο

Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Μαλλιά... ✓
Μακιγιάζ (λέμε τώρα)...
Άρωμα... μην τυχόν συναντήσουμε στο metro την κα Υφαντή και δεν μας ξεπλένει τίποτε μετά (κάποιοι θα καταλάβετε)...
Ντύσιμο (φθινοπωρινό)
Καπαρντίνα (μαύρη)...
Μπότες (από τώρα ρε γαμώτη;)...
Γυαλιά... λεφτά ... κινητό...

ΦΥΓΑΜΕ....

Κίνηση; Μπα... κόλαση πες καλύτερα.
Όχι καλέ μέσα στο metro. Κίνηση είχε στην Κηφισίας μέχρι να πάω με το αυτοκίνητό μου στο metro. Να τα εξηγούμε αυτά. Όχι σαν την βοηθό που της τηλεφωνώ να την ρωτήσω πού ακριβώς βρίσκεται και σε πόση ώρα θα 'ρθει γιατί πρέπει να φύγω κι ενώ ακούω τον θόρυβο του ηλεκτρικού (τακ τουκ τακ τουκ κι όχι πια τσαφ τσουφ) εκείνη μου απαντάει "έχει μια κίνηση φοβερή"! Άει στο καλό... πλάκα έχει...

Είχα συναντήσεις με αρχαιολόγους/επιμελητές σε γνωστό μεγάλο Μουσείο της πόλης μας για το οποίο εργάζομαι τους τελευταίους μήνες.
Μελαγχολικός καιρός, μελαγχολικά βήματα, στρίβω στη γωνία και ώωωωωωπ πέφτω πάνω σε ένα δημοτικό σχολείο... Όχι στο κτίριο... στους μαθητές του. Μάλισταααα.... τα πιάσαμε τα λεφτά μας.
Παίρνω βαθειά ανάσα, βουλώνω τ' αυτιά και χαμογελαστή (μη με πουν και ξινή) προσπερνώ. Τα παιδάκια όμως μ' ακολουθούσαν σαν ουρά... τιτιβίζοντας (τρττττττττ τρρρρρτττττ.... ααααα....ιιιιιιι.....εεεεεε... ααιεεετριτττττρττττ)... πλάκα είχε...
Αλλά δεν είχε καθόλου πλάκα όταν διαπίστωσα ότι θα έμπαιναν στο Μουσείο!!! Να 'ναι καλά οι δάσκαλοί τους βέβαια... Έτσι, από μικρά να μαθαίνουν στις αντιθέσεις του πνεύματος/γράμματος και της πραγματικής ζωής.

Όταν διάβηκα την είσοδο και πήγα στη συνάντηση που είχα, ένιωσα σαν να μπήκα σε σκουληκότρυπα που τσακ μπαμ με μετέφερε σε ένα άλλο σύμπαν. Ακόμη κι ο καφές και το κρουασάν έμοιαζαν διαφορετικά, αλλιώτικα... πιο ήρεμα, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για τρόφιμα ή/και ποτά. Ησυχία παντού... βλέπετε η ώρα του κοινού δεν είχε έρθει ακόμη κι έτσι το σχολείο περίμενε έξω. Στη διάρκεια της συζήτησης με τους εξαιρετικούς ανθρώπους συνειδητοποίησα πως σε αυτό το άλλο σύμπαν ασχολούνται με τον πολιτισμό!!! Αγωνιούν για μια έκθεση που προγραμματίζουν!!! Διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν, σβήνουν και ξαναγράφουν, κόβουν και ράβουν κείμενα ώστε να είναι όπως τα θέλουν (και να ταλαιπωρούν εμένα). Συνδέουν ποιητές κολοσσούς με ιστορικές περιόδους, ιστορικούς γίγαντες και μυθολογικά δημιουργήματα. Αναρωτιούνται τί θέλει να πει ο ποιητής (ο Καβάφης εν προκειμένω) και εικάζουν περί αυτού. Τί περίεργα κι αλλόκοτα όντα είναι αυτά!!!

Μιλάμε σιγά αλλά και δυνατά αναλόγως το θέμα. Εκείνη την ώρα, για κανέναν μας, δεν υπάρχει η χώρα κι η κατάντια της (είπαμε βρισκόμαστε αλλού), δεν υπάρχει η κυβέρνηση και τα μνημόνιά της, δεν υπάρχει η χρυσαυγειάδα και οι παραφυάδες της, δεν υπάρχει η τηλεόραση και η προπαγάνδα της, οι τατιάνες και η σαπίλα τους. Είναι ένας άλλος κόσμος. Που σκύβει με αγάπη στο χθες για να χαράξει με φροντίδα σήμερα την πορεία για ένα καλύτερο αύριο. Ανεβοκατέβαινα τους ορόφους και κοίταζα τα εκθέματα, με άλλο μάτι όμως τούτη τη φορά, όχι αυτό της επισκέπτριας, αλλά αυτό της χρωματικής επεξεργάστριας (δικός μου ο όρος) εφόσον έπρεπε να κάνω με το μυαλό μου "screenshot" τα αντικείμενα και να φροντίσω να παραμείνει η εικόνα τους κλειδωμένη μέσα σε αυτό ώστε να κάνω τις απαραίτητες ψηφιακές χρωματικές διορθώσεις όταν θα έφτανα στο γραφείο. Εγώ βέβαια πολύ θα ήθελα να πάρω τα εκθέματα μαζί μου ...για καλύτερη επεξεργασία... καταλαβαίνετε... αλλά επειδή σιγά μην τα ξανάβλεπαν, δεν μου τα έδωσαν!!! (αν είναι δυνατόν, τί ζητάω κι εγώ ε;).

Σε αυτά τα πάνω-κάτω λοιπόν - είχε ήδη ανοίξει το μουσείο για το κοινό - είδα το δημοτικό που λέγαμε αλλά κι ένα άλλο δημοτικό που είχε έρθει εν τω μεταξύ. Και λέω "είδα" γιατί - ω ναι - δεν άκουγα!! Μόνον ο δάσκαλος ίσα που ακουγόταν ενώ εξηγούσε ψιθυριστά στα παιδιά τί βλέπουν. Είδα επίσης "ξένους"/τουρίστες επισκέπτες. Είδα ακόμη κι έλληνες επισκέπτες (αργόσχολους προφανώς!!!) και βεβαιώθηκα πως έχω φύγει για τα καλά από αυτή τη χώρα στης οποίας τα εδάφη κι όχι μόνο βρέθηκαν όλα αυτά τα εκθέματα τα οποία είχαν δημιουργηθεί από προηγούμενους και σαφώς πιο αξιόλογους κατοίκους κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της.

Μετά από μερικές ώρες πήρα τον δρόμο της επιστροφής πανήρεμη κι ευτυχής. Βρήκα - αν και μεσημέρι πια - ένα ακόμη πεντακάθαρο metro, μπήκα σ' ένα άνετο κι επίσης καθαρό βαγόνι, οσμίστηκα πανδαισία αρωμάτων, σαπουνιών κι άφτερ σέιβ, χάζευα τα outfit των νεαρών κυρίων αλλά παρατηρούσα σχολαστικά τα outfit των δεσποινίδων ώστε να ενημερωθώ για τις νέες τάσεις της μοδός, να πάρω ιδέες και να τις εφαρμόσω επάνω μου αφού βεβαίως τις προσαρμόσω στην ηλικία μου και το παρουσιαστικό μου. Pas mal. Οδήγησα μετά χαλαρά κι είχα σχεδόν ξεχάσει τα βάσανα και τα προβλήματά μας. Στο μυαλό μου δεν είχα χώρο για φόρους, χαράτσια, ασφαλιστικές εισφορές κι άλλες υποχρεώσεις που υπάρχουν ούτε είχα έννοια για χρήματα εν γένει που όμως δεν υπάρχουν. Δεν επέτρεψα να εισχωρήσουν σε αυτό θεωρίες και "φιλοσοφίες" (κι αγωνίες) για τα έξοδα που αυτοτελώς και μονομερώς, ακούραστα, αβάδιστα κι ανεμπόδιστα αυξάνονται καθημερινά εν αντιθέσει με τα έσοδα που πρέπει να κοπιάσω πάαααρα πολύ για να τα αποκτήσω (και αν...). Εξάλλου κι η επομένη ...μέρα ήταν. Έφτασα στο γραφείο μου πεινασμένη (ως συνήθως) αλλά σε άριστη ψυχολογική κατάσταση και με ηθικόν ακμαιότατον κι αφού τάισα το στομάχι μου ξεκίνησα τη δουλειά. Όταν αργά το απόγευμα επέστρεψα σπίτι, άρχισα τα μπωτέ μου, σε μια προσπάθεια αναστήλωσης κι ανακαίνισης (ή αναπαλαίωσης... ό,τι θέτε, χατίρι δε χαλώ) αφού κοιτώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη τον είδα κάπως έτσι...

Τελικά αποφάσισα να σιδερώσω (μου αρέσουν οι λάιτ δουλειές του σπιτιού, δρουν επάνω μου χαλαρωτικά κι αγχολυτικά) και για ...παρέα/θόρυβο άνοιξα την τηλεόραση πάνω ακριβώς στην ώρα που ξεκινούσε η τηλεοπτική προπαγάνδα που κατ' ευφημισμόν ονομάζουμε "ειδήσεις". Δεν περιγράφω άλλο...








Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Εν αρχή... κι εν συνεχεία...

Αρχές 1993 (ή κάπου εκεί)...
Άγνωστος άνδρας/πελάτης μπαίνει στην εταιρεία που εργαζόμουν... Η γραμματέας τον οδηγεί στον εργοδότη μου. Είχε προηγηθεί τηλεφώνημα... Τον περίμενε. Κλείνουν τις πόρτες.

Σε λίγο βγαίνει ο εργοδότης μου, χλωμός κι αλλιώτικος και δίνει στον συνάδελφό μου μια δισκέτα λέγοντας "όταν έρχεται κάθε Πέμπτη πρωί ο κος Τάδε να προηγείται, θα περιμένει να πάρει το φιλμ και θα φεύγει".

Η δισκέτα περιείχε αρχείο "κλειστό" όπως το λέμε εμείς του χώρου ... και το μόνο που είχε να κάνει ο συνάδελφος ήταν να κατευθύνει αυτό το "κλειστό" ψηφιακό περιεχόμενο της δισκέτας προς την λεγόμενη "έξοδο" δηλαδή τον RIP εκτυπωτή που "τύπωνε" σε φωτογραφικό χαρτί ή σε φιλμ προκειμένου να πάρει τον δρόμο του τυπογραφείου για "τσίγκους" κι εκτύπωση. Μην σας μπλέκω όμως με τεχνικά. Έτσι κι αλλιώς η διαδικασία αυτή δεν ισχύει πια.

Εκείνο που εννοώ είναι ότι ποτέ δεν γνωρίζαμε το "κλειστό" περιεχόμενο της δισκέτας που έφερναν οι πελάτες μας. Το φιλμ μαζευόταν στην "κασέτα" κι αυτή κατόπιν την βάζαμε στο εμφανιστήριο. Όταν "εμφανιζόταν" απλώς ρίχναμε μια ματιά μήπως κι έχει "χτυπήσει" κάτι.

Την πρώτη φορά που ήρθε αυτός ο ...κύριος/πελάτης, ο εργοδότης μου περίμενε ο ίδιος το φιλμ να βγει, το τύλιξε, του το έδωσε κι αυτό ήταν. Από τον όγκο του ρολού κατάλαβα πως επρόκειτο για κάτι μεγάλο, εφημερίδα ή περιοδικό. Δεν έδωσα σημασία παρότι ήταν πολύ σπάνιο πελάτης να μην περάσει από μένα να τον κωδικοποιήσω. Ωστόσο, έστω και χωρίς κωδικοποίηση το τιμολόγιο κοβόταν σ' ένα όνομα Τάδε. Ο.κ. αφεντικό ήταν, δική του η επιχείρηση τί μ' ένοιαζε;

Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ο "κύριος" πελάτης ερχόταν, ο συνάδελφος έβαζε στο σύστημα τη δισκέτα, το αφεντικό περίμενε, τύλιγε, έδινε κι ο πελάτης έφευγε.
Έλα όμως που την δεύτερη βδομάδα έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και περνώντας από τον χώρο του εμφανιστηρίου είδα το φιλμ να έχει ξεχειλήσει το καλάθι υποδοχής και να σέρνεται στο πάτωμα;
Το σήκωσα να το μαζέψω και τί βλέπω; ΤΙ ΒΛΕΠΩ ΓΑΜΩ ΤΟ ΦΕΛΕΚΙ ΜΟΥ ΜΕΣΑ; Η εφημερίδα της ΧΑ.
Άναυδη κρατούσα το φιλμ... ο πελάτης χρυσαυγίτης απόξω περίμενε... κάνω νόημα στο αφεντικό "εμείς θα τα πούμε μετά". Τυλίγει πάλι ο ίδιος το ρολό κι ο χρυσαυγίτης φεύγει. Στο γραφείο του εργοδότη μου εκτυλίχτηκαν σκηνές απείρου κάλλους. Ο εργοδότης μου δημοκράτης, καμία αμφιβολία περί αυτού. Μαλάκας εργοδότης αλλά δημοκράτης.
- Νάση μη φωνάζεις θ' αναστατωθούν τα παιδιά.
- Ν' αναστατωθούν, ΠΡΕΠΕΙ ν' αναστατωθούν.
- Του έδωσα τετραπλή τιμή για να μην έρθει αλλά τελικά την έφερε τη δουλειά.
- Δηλαδή τώρα κάθε Πέμπτη θα έχουμε τον μαλάκα μέσα στα πόδια μας; Δηλαδή από αυτό το "μαγαζί", ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ μαγαζί θα φεύγει αυτή η κωλοφυλλάδα; Πας καλά χριστιανέ μου; Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Και δεν το 'χουμε σε τίποτα κάθε Πέμπτη ν' απεργούμε...
- Εδώ μέσα είσαι υπεύθυνη προϊσταμένη. Σου δίνω το ελεύθερο να του πεις να φύγει, να μην ξαναπατήσει. Διώξτον. Αναλαμβάνεις όμως την ευθύνη για ό,τι συμβεί στην εταιρεία και σε σας στη συνέχεια; Έχω κάτι στο νου μου, κάνε λίγη υπομονή.
- Ωραία θα κάνω λίγη υπομονή. ΛΙΓΗ ΟΜΩΣ ΕΤΣΙ;

Φυσικά τα παιδιά ενημερώθηκαν. Και τέλειωσαν τα χαριεντίσματα με την πανέμορφη γραμματέα μας. Και τέρμα κι οι καφέδες που ευγενέστατη του πρόσφερε. Έλεγε καλημέρα και του γυρίζαμε τα μούτρα.

Τις επόμενες άλλες δύο εβδομάδες καθόμουν και περίμενα να σκάσει μύτη το φιλμ. Το διάβαζα όλο... από την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία. Το αφεντικό με πείραζε "ούτε στα όνειρά τους να έχουν τέτοιον φανατικό αναγνώστη".

Κάποια από αυτές τις τέσσερεις συνολικά μαύρες Πέμπτες, φώναξα με κάποια σαχλή δικαιολογία τα πιο νεαρά παιδιά συναδέλφους μου. Οι άλλοι είχαν ήδη ενημερωθεί αλλά δεν χρειάζονταν περαιτέρω διευκρινήσεις περί της φασιστικής αυτής οργάνωσης. Κάτι είχε πάρει το αυτί τους. Έβαλα λοιπόν τα δύο νέα παιδιά να διαβάζουν μαζί μου το φιλμ καθώς έβγαινε. Είχαν φρίξει, είχαν ασπρίσει, δεν είχαν ιδέα αυτά τα 20χρονα παιδιά περί τίνος πρόκειται. Όταν έφυγε ο χρυσαυγίτης τους είπα "αυτό που είδατε σήμερα, να το θυμάστε, μην το ξεχάσετε ποτέ, θα το βρείτε μπροστά σας κάποια μέρα κι ελπίζω να βγω ψεύτρα αλλά δεν θα βγω. Μ' ακούτε; Μην το ξεχάσετε ποτέ". Μου είπαν "σ' ευχαριστούμε ρε συ... αυτό ήταν μάθημα ζωής... δεν είχαμε ιδέα ότι υπάρχει τέτοιο πράμα". Να λοιπόν που υπάρχει... απάντησα. Και θα υπάρχει ...είπα από μέσα μου.

Εκείνες τις μέρες είχε μια συνδιάσκεψη, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, το ΠΑΣΟΚ που ήταν  πελάτης της εταιρείας. Και είχαμε δουλειές που αφορούσαν το έντυπο υλικό αυτής της συνδιάσκεψης. Είπε λοιπόν ο εργοδότης μας στον χρυσαυγίτη ότι δεν μπορεί να τον "εξυπηρετεί" άλλο γιατί υπάρχει ασυμβίβαστο κι αυτός ξεκουμπίστηκε. Αυτά... για όλους όσους νομίζουν ότι αυτοί οι φασίστες είναι νέο φρούτο ή μπαλόνι που θα ξεφουσκώσει. Πάνω από 20 χρόνια ετοιμάζονταν αργά και μεθοδικά. Κάποιοι τους έβαλαν στη βουλή αλλά όλοι θα το πληρώσουμε. Δηλαδή το πληρώνουμε ήδη...

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η ...ξεπέτειος

Έφτασε φουριόζα και κλείστηκε στο γραφείο της. Είχε ήδη αργήσει. Ευτυχώς ο ...άλλος έλειπε. Αυτό ήταν παραπάνω από φανερό ήδη από το ισόγειο. Υπήρχε ησυχία. Αν ήταν αυτός ο ...άλλος επάνω θ' ακουγόταν μέχρι κάτω. Δεν άντεχε πλέον. Τα νεύρα της είχαν σπάσει. Τί άνθρωπος θέ μου. Τον βλέπεις και δεν σου πάει ο νους πως πρόκειται για τέτοιο στριμάδι. Δεν σου γεμίζει το μάτι ρε παιδί μου, σκεφτόταν συχνά πυκνά. Μάλλον την είχε ψιλοπατήσει. Αλλά δε βαριέσαι. Τί αυτός, τί άλλος...

Ήταν σα να διάβαζα τις σκέψεις της.

Ας ήταν όμως στριμάδι αυτός, ας ήταν φωνακλάς. Ήταν δωρικός. Κι αυτή δεν του ταίριαζε ρε παιδί μου. Σε τίποτα. Ούτε στο μυαλό του, ούτε στο τσαγανό του, ούτε στην πυγμή του, ούτε στη στριμάρα του, ούτε σε εμφάνιση δεν του ταίριαζε. Παρότι το τελευταίο για μένα προσωπικά δεν παίζει και σπουδαίο ρόλο. Αλλά κάποια συνάφεια καλό είναι να υπάρχει για το "καλό" του ίδιου του ζευγαριού. Να μην είναι δηλαδή σαν καρικατούρα ή σαν γελοιογραφία. Πιο πολύ έμοιαζε για αδελφή του παρά για γυναίκα του. Και μάλιστα για αδελφή μεγαλύτερη ενώ ήταν μικρότερη. Θέλεις το επαρχιώτικο γούστο της, θέλεις η μπανάλ αισθητική της, θέλεις η κουτσή "παιδεία" της που πιο πολύ εκπαίδευση ήταν για ν' ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, θέλεις οι κιτσάτες ντόπιες συναναστροφές; Απ' όπου και να το πιάσεις δεν κόλλαγε. Πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, ψιλοκατινιές, ασχετοσύνη για τα "μεγάλα" με τα οποία καταπιανότανε ο ...άλλος.
Δεν είναι που δεν τον αγαπούσε. Είναι που δεν την αγαπούσε πια αυτός. Ισχυριζότανε - αυτός - πως με τα χρόνια ο ...γάμος εξασθενεί και διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Δηλαδή σε δύο άτομα που εντέλει δεν γνωρίζονται, αλλά κάποτε νόμισαν πως μπορούν να κάνουν μαζί το ταξίδι της ζωής τους. Κολοκύθια. Αυτή το ονόμαζε νέτα - σκέτα "γάμος". Αυτός έβαζε και περικοκλάδες "ναι μεν... αλλά" και άλλα κουραφέξαλα. Δικαιολογίες έψαχνε και προφάσεις.

Εκείνη δεν ήταν χαζή. Ήξερε πως δεν του ταίριαζε. Και φοβόταν. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα έβρισκε "το άλλο του μισό" που δεν ήταν εκείνη τελικά. Τί ηλίθια έκφραση κι αυτή!! Μα έτσι πορεύτηκε στη ζωή της. Στο μεσοαστικό της περιβάλλον. Σαν να είναι μισή. Ποτέ δεν έμαθε να νιώθει ολόκληρη. Άρα τί ήθελε; Ένα συμπλήρωμα. Αυτό νόμιζε πως ήθελε κι εκείνος. Αδυνατούσε να κατανοήσει ότι στη διάρκεια του έγγαμου βίου τους εκείνος κατάλαβε και δεν ενδιαφερόταν πια για κάτι μισακό. Ήθελε κάτι ολόκληρο. Όπως ολόκληρος ήταν κι εκείνος. Γιατί έτσι ένιωθε. Ολόκληρος. Τον γνώριζα καλά και μπορούσα να το πω με βεβαιότητα. Αλλά δεν μου άφηνε εκείνη περιθώρια. Δεν είχα και το θάρρος. Όποτε ήθελε μου μιλούσε εκείνη, μου εκμυστηρευόταν. Κι εγώ άκουγα.

Μου άρεσε βλέπετε ο τύπος. Πολύ. Ακόμη κι αυτά που δεν μου άρεσαν ...μου άρεσαν τελικά. Όχι, όχι δεν ήθελα να της τον "πάρω". Ήθελα να έρθει αυτός σε μένα. Αλλά και πάλι να τον έκανα τί; Με τα κρεμμυδάκια θα μου πείτε. Εντάξει με τα κρεμμυδάκια τον έκανα όταν ψιλοπλησίασε.

Αυτό που "γνώρισα" εγώ δεν ήταν αυτό που νόμιζε πως ήξερε εκείνη. Δεν ξέρω να πω με σιγουριά ποιά πλευρά του ήταν η αληθινή. Νομίζω - απ' όσο μπορούσα να καταλάβω - πως η αληθινή του πλευρά θα έβγαινε μόνο αν κι εφόσον έβρισκε αυτό το άλλο "ολόκληρο" που έψαχνε. Αλήθεια όμως το έψαχνε; Ναι, το έψαχνε, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί.

Τον είχα ακούσει να της μιλάει στο τηλέφωνο όταν εκείνη ήταν σε "εξωτερικές δουλειές". Τον είχα ακούσει να μιλάει στον περιπτερά, στον καφετζή, στον πελάτη... γενικώς τον είχα ακούσει να μιλάει αλλού κι είχα τρομάξει. Σε μένα δεν ήταν έτσι. Ψεύτης; Δεν ξέρω. Μπορεί. Δεν κατάφερα ποτέ να το διαπιστώσω.

Κάθισε στο γραφείο της, άνοιξε τον υπολογιστή της, κάτι έψαχνε. Με φώναξε.
- Τί ψάχνεις;
- Να του πάρω ένα δώρο για την επέτειο γάμου. Σ' αρέσει αυτό;

Kοιτάζω και τί να δω; Το απόλυτο τίποτα. Μια γραβάτα σαν αυτές που είχε κατά δεκάδες. Ρίγες έτσι, ρίγες γιουβέτσι. Ρίγες από δω και ρίγες από εκεί. Ρίγες πάνω, ρίγες κάτω, ρίγες λοξά και ρίγες ίσια. Ρίγες μονόχρωμες, πολύχρωμες και ντεγκραντέ. Ρίγες φαρδιές και ρίγες λεπτές. Άλλες με τετραγωνάκια, κυκλάκια, αστεράκια.
- Μα γραβάτα; Μα από το internet;
- Δεν είναι μόνο γραβάτα... έχει κι ένα μαντήλι... να το χρησιμοποιεί σαν πανάκι για να καθαρίζει τα μονίμως θολά γυαλιά του... μήπως και δει.

Μα το θέμα χρυσή μου δεν είναι να "δει". Βλέπει, δεν είναι "τυφλός". Το θέμα είναι να μη δει. Καλύτερα πάρτου μια κουκούλα, μια μάσκα αδιαφανή, μια μάσκα νυκτός, μια μάσκα θαλάσσης, μια μάσκα οξυγονοκόλλησης. Πιο ενδιαφέρον θα είχε απ' αυτό που θα ψωνίσεις τελικά. Άσε που πανάκι για τα γυαλιά του έχει. Και τα καθαρίζει πολύ συχνά. Κι εκείνη ούτε που το έχει προσέξει.

- Δεν πας καλύτερα στα μαγαζιά να ψάξεις κάτι καλύτερο;
- Το παρήγγειλα ήδη. 16 ευρώ όλα.
- Καταξοδεύτηκες χρυσή μου.
- Και πολύ του είναι.

Κι άρχισε ένας χείμαρος παραπόνων.

"Όλη μέρα στο κινητό, όλη μέρα στο διαδίκτυο κι ό,τι κάνω εγώ δεν του αρέσει. Αυτός όλο βαρειά κουλτούρα και "ποιοτικές εκπομπές μη χέσω". Οι δικές μου "σκουπίδια". Εκδρομές πάμε κι αυτός είναι αλλού. Είτε μόνοι μας είμαστε είτε με παρέα αυτός μόνος του. Μόνος. Αυτός και το κινητό του. Λες και δεν καταλαβαίνω".

Μοναχικός καβαλλάρης. Μοναχικός άνθρωπος. Αυστηρός μέχρι αγενής. Σκληρός πολλές φορές. Όλο δικαιολογίες. Κι εγώ να ξέρω... Να ξέρω πως αυτό που δεν κατάφερε στη μια περίπτωση - τη δική μου - ήταν θέμα χρόνου να το καταφέρει σε άλλη περίπτωση. Δεν πα να χτυπιέσαι κυρά μου, δεν πα να τον καταπιέζεις, να τον κατασκοπεύεις, να τον στριμώχνεις; Θέμα χρόνου είναι. Αντί ν' αγοράζεις μπιχλιμπίδια και πατσαβούρια για δώρο αγόρασε καλύτερα λίγο χρόνο. Μήπως και καταλάβεις και τον κρατήσεις. Αλλά πού εσύ; .

Δυο μέρες μετά χτύπησε το κουδούνι της εταιρείας. Άνοιξα εγώ. Ήταν το κούριερ κι είχε φέρει το "δώρο". Μου τα έδειξε. Ούτε καν μεταξωτά. Πανί σκέτο, πολυεστερικό. Έτσι και έπεφτε πάνω καμιά κάφτρα από το τσιγάρο του θα λαμπάδιαζε ο έρμος ολόκληρος.

- Τώρα δε μου λες χρυσή μου... αυτό είναι δώρο; Και μάλιστα για επέτειο γάμου;

Εκείνος δεν το εκτίμησε όπως ήταν φυσικό.  Μα και το δικό του δώρο δεν ήταν καλύτερο. Εντάξει βγάλανε τις υποχρεώσεις τους λίγο πριν αρχίζουν να βγάζουν ξανά τα μάτια τους κι όχι με την "καλή την έννοια".

Τελικά αυτό δεν ήταν επέτειος. Ξεπέτειος ήταν.


*Προϊόν μυθοπλασίας αλλά είμαι σίγουρη πως κάπου θα έχει συμβεί στο παρελθόν ή κάπου θα συμβεί στο μέλλον.







Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Φόβος ενστίκτου (μου)

Νομίζω πως θα πεθάνω - ελπίζω σε βαθιά γεράματα - και δεν θα έχω μάθει να το εμπιστεύομαι αυτό το γαμημένο το ένστικτό μου.
Αυτή τη φωνή που συνήθως μου λέει τί να ΜΗΝ κάνω. Που ωρύεται και ξεδιπλώνει με μαεστρία μέσα στο μυαλό μου επιχειρήματα ατράνταχτα γι' αυτό που πρέπει ν' αποφύγω.

Κι όμως...
...του πηγαίνω  κόντρα. Όχι επειδή είμαι ανάποδος άνθρωπος (που είμαι καμιά φορά). Όχι επειδή είμαι μέσα στην αντίρρηση συνέχεια (δεν είμαι συνέχεια). Αλλά επειδή το φοβάμαι. Φοβάμαι το λάθος. Το λάθος που συμβαίνει τελικά και είναι πάντοτε η επιλογή αυτή που θα έπρεπε να έχω αποφύγει. Η επιλογή αυτή από την οποία το ένστικτό μου προσπαθεί να με προφυλάξει.

Ίσως φταίει που το δικό μου ένστικτο είναι αποτρεπτικό για λανθασμένες τελικά ενέργειες στις οποίες εγώ όμως βλακωδώς προχώρησα. 
Ίσως φταίει που το δικό μου ένστικτο είναι κατηγορηματικό για αποφάσεις που δεν έπρεπε να πάρω κι όμως τις πήρα.
'Ισως φταίει που το δικό μου ένστικτο με προειδοποιεί για όσα πρέπει να εξαιρέσω πάση θυσία στα επαγγελματικά μου κι όμως δεν το έκανα.
Ίσως φταίει που το δικό μου ένστικτο προσπαθεί να με εμποδίσει κι όχι να με ενθαρρύνει.
Κι αυτό το μισώ. Το θεωρώ τροχοπέδη, ανάχωμα, ντρίμπλα και κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Ένστικτο, προειδοποίηση, αντίθεση και το λάθος γίνεται. Ξανά και ξανά.
Και να πεις ότι τόσα χρόνια δεν έχω μάθει κι εγώ τρόπους να παίρνω τη μπάλα, να χαλάω την ντρίμπλα...
Ο διάλογος που επιχειρώ να κάνω μαζί του δεν είναι εποικοδομητικός. Ρωτώ "γιατί" κι απάντηση δεν παίρνω κι αν καμιά φορά πάρω θα είναι "γιατί έτσι, ένστικτο είμαι λογαριασμό δεν δίνω" ή θα είναι τέτοια η απάντησή του που δεν θα με πείθει.
Κι αν; Ρωτώ εγώ τον εαυτό μου.
Αν δεν είναι όπως τα λέει; Αν κάνει λάθος αυτό ή αν εγώ ερμηνεύσω λάθος τις προειδοποιήσεις του; Αν πω "όχι" και χάσω μια επαγγελματική ευκαιρία, μια δυνατότητα να προχωρήσω; Αν αρνηθώ μια πρόσκληση/πρόκληση και κλείσω μια πόρτα που ίσως μ' έβγαζε σε κάτι ενδιαφέρον; Αν δεν βγάλω αυτό που έχω μέσα μου και ταλαιπωρηθώ από μια σχέση, μια φιλία, μια συνεργασία;
Άλλοτε πάλι, επίσης αποτρεπτικά, προσπαθεί να με εμποδίσει από μία απερίσκεπτη ενέργεια που θα με κάνει ίσως να κλάψω πικρά. Και πάλι δεν θα το ακούσω. Θα κάνω το δικό μου. Κι έπειτα κλαίμε. Κι όταν η καρδιά μου με οδηγεί σε κάτι όμορφο αλλά σαν αντιπροσωπευτική "σκορπίνα" και γι' άγνωστους λόγους αποφασίσω να τρυπηθώ με την ουρά μου και να το καταστρέψω, αυτό φωνάζει "μην το κάνεις" αλλά πριν αλέκτωρ λαλήσει.... η μαλακία γίνεται.
Κι έτσι λοιπόν...
Θα το κάνω το βήμα... πού ξέρεις;
Θα δεχθώ την πρόκληση/πρόσκληση.... πού ξέρεις;
Θα το στείλω το γράμμα ή το μήνυμα... και πού ξέρεις; Ίσως είναι για καλό. Αλλά δεν είναι. Σίγουρα δεν είναι καλό για μένα. Πάντως σίγουρα είναι καλό για τον άλλον.

Πάμε τώρα παρακάτω...
Δέχθηκα να κάνω τη δουλειά, μετά από πολλές πιέσεις του πελάτη μου, παρότι το ένστικτο μου έλεγε να αρνηθώ γιατί δεν θα πληρωθώ ποτέ. Και δεν θα πληρωθώ. Ο Στουρνάρας άρπαξε την αμοιβή τη δική μου μέσω του πελάτη μου*. Επειδή αυτός χρωστάει στην εφορία ενώ εγώ όχι. Όμως εγώ έκανα τη δουλειά. Και πλήρωσα τα χρέη αλλουνού τελικά. Χωρίς να το θέλω. Χωρίς να ρωτηθώ. Εγώ, που με πόνο, αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα (χωρίς Σάκη όμως) φροντίζω να έχω τις υποχρεώσεις μου "διακανονισμένες", ρυθμισμένες ρε παιδί μου αλλά κατά τ' άλλα δεν χρωστώ σε κανέναν. Παρά μόνο της Μιχαλούς αλλά σε αυτήν δεν χρωστώ λεφτά. Χρωστώ μυαλά. Αλλά μην έχω παράπονο. Το ένστικτό μου φώναζε "ΠΕΣ ΟΧΙ". Δεν το άκουσα... Γιατί πώς να αρνηθώ την βοήθειά μου στον άλλον σε τέτοιους καιρούς; Κι αν τελικά προλάβαινε να κάνει τη ρύθμιση που επιθυμούσε κι εγώ έπαιρνα τελικά την αμοιβή μου; Είναι καιροί τώρα να αρνείσαι "δουλειές"; Δεν θα την πάρω όμως την αμοιβή. Δηλαδή ΜΑΛΛΟΝ δεν θα την πάρω. Αφού λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία σκέφτομαι μήπως και... Αλλά σε μένα η ζωή συνήθως δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Έπαιξα; Έχασα. Ή κέρδισα. Δεν έχω όμως ούτε εδώ παράπονο. Κι έχω κερδίσει κι έχω χάσει. Πιο πολύ το δεύτερο βέβαια αλλά ας μην το κάνουμε θέμα.

Πάμ' παρακάτω...
Δέχθηκα την πρόσκληση/πρόκληση, ενώ το ένστικτο μου έλεγε να μην το κάνω γιατί θα πληγωθώ. Και πληγώθηκα. Ήταν τόσο όμορφο για να 'ναι αληθινό. Έπρεπε να το ακούσω το γαμημένο. "ΚΟΦΤΟ" μου 'λεγε. Μα πώς να το κόψω; Δεν κοβόταν το άτιμο. Κι όταν τελικά αποφάσισα να το κόψω πάλι το ένστικτο με προειδοποιούσε ειρωνικά: "Τώωωωωρα; τώρα είναι αργά. ΜΗΝ ΤΟ ΚΟΒΕΙΣ". Αλλά το έκοψα. Μου άρεσε, δε λέω... πέρασα καλά. Αλλά τώρα πάει... καπούτ. "Να προσέξεις ώστε η ευχαρίστηση που θα νιώσεις να μην είναι μικρότερη από τη μελαγχολία που θα την διαδεχτεί", είπε κάποτε ο Επίκουρος. Μα η ευχαρίστηση δεν έρχεται παρέα με ζυγαριά. Έρχεται μόνη της αλλά όχι πάντα με άδεια χέρια, όλο και φέρνει κάποια κρυφά ρίσκα μαζί της. Ποιός τα υπολογίζει όμως αυτά όταν κατακλύζεται από ευτυχία; Ποιός τα μετράει αυτά όταν πετάει στα σύννεφα; Ποιός τα ζυγίζει αυτά όταν σαν αεράκι περπατάει απαλά πάνω στη γη; Βέβαια είναι σίγουρο πως η μελαγχολία που θ' ακολουθήσει θα είναι μεγάλη. Ανάλογη πάντα με την ευχαρίστηση ή/και μεγαλύτερη. Αν όμως κυκλοφορούσαμε με το ζύγι στο χέρι δεν θα ήμασταν ανθρώπινα όντα. Ούτε καν όντα. Θα ήμασταν μηχανές. Σας μοιάζω εγώ για μηχανή;

Πάμ' παρακάτω...
Το έστειλα το μήνυμα κι ας βροντοφώναζε το ένστικτό μου "ΟΧΙ" γιατί θα το μετάνιωνα. Και το μετάνιωσα. Το πλήρωσα βέβαια.

Κι έτσι...
ούτε εδώ χρωστώ τίποτα.

Κι έτσι...
και χαμένη και "δαρμένη" αλλά ευτυχώς όχι χρεωκοπημένη (ακόμα).

Η ζωή μας τελικά αποτελείται από διασταυρώσεις. Λεωφόρου με παράδρομο. Δρόμου ταχείας κυκλοφορίας με δευτερεύουσα αρτηρία. Επαρχιακού δρόμου με χωματόδρομο. Συνοικιακού δρόμου με κεντρικό άξονα. Και καθορίζεται από επιλογές που πολλές φορές μας οδηγούν σε δρόμους άλλους απ' αυτούς που ελπίζαμε. Όταν λέμε ναι σ' αυτό κι όχι στο άλλο. Ή το ανάποδο. Πολλές φορές έχω βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. Κι έχω την αγωνία ότι θα επιλέξω τη λάθος κατεύθυνση. Όμως ο άλλος δρόμος, αυτός που απορρίπτω ή δεν προτιμώ, θα 'ταν άραγε καλύτερος; Διαφορετικός; Αμφιβάλλω. Αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Κάπου διάβασα - δεν θυμάμαι πού - ότι "οι άνθρωποι οδηγούνται από τον τυφλό που κρύβουν μέσα τους". Μπορεί να είναι έτσι και η δυνατότητα επιλογής να μην είναι παρά μια αυταπάτη. Να είναι οι χάντρες και τα καθρεφτάκια που μας "προσφέρει" η ζωή για να μας ξεγελάσει ώστε να ακολουθήσουμε έναν δρόμο που έτσι κι αλλιώς είναι χαραγμένος για εμάς. Ή ίσως να είναι το "νερό που καίει" και μας μεθά ώστε να μην διακρίνουμε καθαρά τις επιλογές μας. Δεν πιστεύω όμως στη μοίρα, στο πεπρωμένο. Πιστεύω στις ερωτήσεις. Οι απαντήσεις είναι αυτές που με μπερδεύουν, αυτές ίσως να είναι τελικά η αυταπάτη. Μεγάλωσα πολύ για ν' αρχίσω ν' αναρωτιέμαι "είναι άραγε η επιλογή που με καθορίζει ή μήπως είναι η διαθεσιμότητά μου απέναντι στους άλλους;"

Κι έτσι...
αρχίζουν τα ερωτήματα που θα με βασανίζουν από εδώ κι εμπρός μαζί με όλα τ' άλλα που εκτός από μένα ταλανίζουν κι ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ν' αρχίσω να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου ή να συνεχίσω το αντάρτικο;
Ελευθερία ή θάνατος;
Να ζει κανείς ή να μη ζει;
Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;
Μπούτι ή στήθος;
Κρέας ή ψάρι;
Κιθαρίστας ή ντράμερ;

Ξέρω γω; Για πείτε κι εσείς;


* Ο πελάτης μου δεν είναι φοροφυγάς. Ο πελάτης μου έφαγε ένα τεράστιο φέσι από εφημερίδα που έκλεισε. Και δεν μπορεί να "εξυπηρετήσει" τις υποχρεώσεις του. Μία από τις υποχρεώσεις του είμαστε κι εμείς.

https://www.youtube.com/watch?v=ky4CdN0x58A


Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Σημεία στίξης... σημεία ζωής... σημεία των καιρών

Vincent van Gogh, «Έναστρη νύχτα», στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης
Ζωή μου...
σε περπατώ άλλοτε ανταριασμένη σα φουρτουνιασμένη θάλασσα κι άλλοτε υπνοβατώντας σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διακόψω το μαρτύριο των θεσπέσιων ονείρων μου απλώνοντας τα χέρια μου μπροστά δήθεν να αναγνωρίσω τα εμπόδια και να τα παρακάμψω.
Πότε αέρινα βήματα με οδηγούν στα κακοτράχαλα μονοπάτια σου και πότε ως πρόβατον επί σφαγήν διαλέγω λανθασμένες διαδρομές από τους χάρτες των προσδοκιών μου που αποβαίνουν πάντα άκαρπες.

Κι όμως...
Αυτό το ταξίδι - που δεν θέλω να τελειώσει - δεν είναι τελικά τόσο σύντομο. Φαίνεται μικρό αν το δω σ' ευθεία γραμμή, αν δεν κατανοήσω τις διακλαδώσεις του, αν δεν αναγνωρίσω την πολυδαιδαλότητα της ύπαρξης, αν δεν παραδεχτώ πως τελικά αυτό που είναι η ζωή βρίσκεται στις ερωτήσεις κι όχι στις απαντήσεις.

Και νά...
που γνώρισα μόλις μία από τις εκφάνσεις σου...
Εγκλωβίστηκα στην ομορφιά του Απόλλωνα, που ως μουσηγέτης πήρε το χέρι μου και το έσυρε στο χαρτί να γράψω στίχους... που αμέσως μετά πήραν φωτιά κι έκαψαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου.

Σκαρφάλωσα στη διαφορετικότητα ενός συμβόλου που μια ακαθορίστου σχήματος γραμμούλα, οβάλ και παχουλή στο πάνω μέρος της κατεβαίνει ταπεινή και οξεία για να συναντήσει το κάλλος, το τέλειο, την τελεία, διατηρώντας ωστόσο την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας. Ζευγάρι ταιριαστό σε μια χορογραφία ατέρμονης ευχαρίστησης, σύνολο ομοούσιο κι αδιαίρετο προσφέρθηκε για ν' ακουμπήσω πάνω του... Η έκπληξη, η ζάλη, η ομορφιά, συμπυκνωμένες έννοιες σ' ένα μοναδικό σύμβολο αρτιότητας... το ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ (!)

Πάλεψα μαζί του...
...αγώνας άνισος αφού τα συναισθήματα με στρίμωξαν στο πηγάδι του χωροχρόνου φτιάχνοντας για λογαριασμό μου καινούργιο σύμπαν και δίνοντάς μου εντολή να το εξερευνήσω. Αναρωτήθηκα αν πράγματι είναι δικό του δημιούργημα ή δικό μου. Οι απορίες μου ξέφυγαν από την τελεία... προχώρησαν πιο κάτω στο καμπυλόσχημο δηλωτικό μιας ανάσας, μιας στάσης, μιας απόστασης... αφουγκράστηκα το ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ (;)

...αγώνας άγονος... αφού παραπαίοντας ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση, στην παράκληση και την ουτοπία, στην εκκωφαντική σιωπή και την νεκρική ησυχία περίμενα ματαίως λίγο πριν η τελεία μου αποφασίσει να διπλασιαστεί. Η μία κάτω από την άλλη ή η μία πάνω στην άλλη... σύμπλεγμα δηλωτικό της αναμονής, της προσμονής, της αυταπάτης. Συμβολισμός γι' αυτό που έρχεται παρέα με την ελπίδα ότι θα είναι αυτό που θέλω. Κοντοστάθηκα πριν την ΔΙΠΛΗ ΤΕΛΕΙΑ (:) 

Δρασκέλισα το αβέβαιο, συνέχισα την προσπάθεια, ένιωσα το υγρό στοιχείο να ρέει μέσα σε καλόσχημες σταγόνες δακρύων, το αντάλλαξα με αλφαβητικά σημάδια, δομικά υλικά της καταγραφής των εγκεφαλικών προϊόντων που συνηθίζουμε να ονομάζουμε "σκέψεις".  Μέτρησα τα αναλωθέντα εγκεφαλικά κύτταρα και ζύγισα την φαιά ουσία που χάθηκε στο βωμό της αναζήτησης απαντήσεων. Έκλεισα σε ΔΥΟ ΠΑΥΛΕΣ (-    -) την διαδικασία της αναδημιουργίας τους ελπίζοντας στην πλήρη ανάπλαση της γεωμετρίας του εαυτού μου.

Συνδύασα το τερπνόν μετά του ωφελίμου αλλά και τα δύο χάθηκαν ανάμεσα σε ήχους και διαλείμματα. Σφαγιάστηκαν από μικρές κατωφερείς, ανισόσχημες καμπύλες, από ανύπαρκτες βεβαιότητες κι η κατακερματισμένη πλέον ύπαρξη συνέχισε το ταξίδι παρά τα ανυπέρβλητα εμπόδια της διακοπής, της ανασφάλειας, του αναποφάσιστου που στην ουσία συμβολίζει το ΚΟΜΜΑ (,) δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση του προσωρινού, του πρόσκαιρα ανολοκλήρωτου, προκειμένου να διατηρήσει την αυταπάτη ότι θα σχηματιστεί στο τέλος πλήρες νόημα.

"Αυτό που μας βαραίνει την καρδιά ακούγεται μερικές φορές πιο δυνατά κι απ' αυτό που λέμε με το στόμα". Κι αυτό που νομίζουμε αυτονόητο είναι στην ουσία υπεκφυγή που την κάνει πιο εύκολη ο ευτελισμός των δηλωτικών της πληρότητας σημείων, η θέση δηλαδή σε σειρά των τελειών. Πολυπρόσωπες και προδοτικές αυξητικώς μειούμενης πολλαπλής παρουσίας, στέκονται αυθάδικα μπροστά μου και αποκαλύπτουν το ολοκληρωτικά ανώφελο, το πλήρως ανέφικτο, το τέλος που δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ. Την ανειλικρίνεια των λόγων και των έργων. Το ψεύδος. Κι έτσι συστήνονται ΤΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ (...)

Όμως
προηγουμένως πρόλαβα να ζήσω, να χαθώ σε αγκαλιά ανοιγμένη από χέρια στιβαρά και φιλόξενα, αληθινά και στοργικά, δυνατά και ψύχραιμα ώσπου τα προσχήματα και οι ενστάσεις εναλλάσσονταν και πάλλονταν και τα χέρια μεταλλάχθηκαν σε ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ (   ) μ' έκλεισαν σε αυτήν και πόνεσα. Η έξοδος κινδύνου ήταν κλειστή. Δραπέτευσα.

Κι έτσι
έγινα υπονοούμενο, προσομοίωση, παρομοίωση, έγινα κάτι "σαν", κάτι "όπως", έγινα γενικώς "κάτι". Μπήκα σε ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ («   ») και πνίγηκα. Ο αγωγός εξαερισμού ήταν κλειστός και αυτός.

Γι' αυτό
"τακτοποίησα" την πραγματικότητα στο επίπεδο των ονείρων μου,
"κανόνισα" τα όνειρά μου στην ευθεία των ματιών μου,
"υπολόγισα" τις επιθυμίες μου σε ύψος ανθρώπινο,
δημιούργησα - υποτίθεται - το εφικτό.

Πήρα μια τελεία και την έβαλα πάνω από το κενό της αναμονής.
Χώθηκα μέσα σε αυτό.
Κουλουριάστηκα κάτω από την ΠΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ (·) και περίμενα.
Έγινα κι εγώ
σημείο στίξης, αγκαλιά με την ΤΕΛΕΙΑ (.)
σημείο ζωής, αγκαλιά με την ΠΑΥΛΑ (-)

Και τα δύο μαζί σημεία των καιρών. ΤΕΛΕΙΑ ...ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ (.     )

David Bowie - Space Oddity


Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Η Επέτειος

René Magritte, Kissing
Αγόρασε για τον εαυτό του μια ελπίδα και για εκείνην μια ψευδαίσθηση.

Ήταν σίγουρος πως εκείνη θ' αγόραζε και για τους δυο τους από μια βεβαιότητα.

Χωρίς δικαίωμα αλλαγής τα δικά του, ελπίζοντας με δικαίωμα αλλαγής τα δικά της. 

Αλήθεια τί θα γιόρταζαν; Την αρχή μιάς περιπέτειας ή το τέλος μιάς διαδρομής;

Περπατούσε και σκεφτόταν...
Βεβαιότητα! Πόσο αφελής είσαι καλή μου. Πόσο λίγο μας ξέρεις. Και πώς άλλωστε να μας ξέρεις περισσότερο; Δεν έχεις γνωρίσει και πολλούς. Πιο συγκεκριμένα έναν και φαρμακερό. Εμένα. Με είδες, με ερωτεύθηκες, με συνήθισες. Συγγενείς "πρώτου βαθμού" τώρα πια. Δεν ενδιαφέρθηκες γι' άλλον. Έτσι τουλάχιστον νομίζω... δεν είμαι καθόλου βέβαιος όμως. Αλλά μπορώ να φανταστώ τις ...επιφυλάξεις σου. Δεν είναι που μ' αγαπάς. Είναι ...πού να τρέχεις; Να γνωρίσεις άλλον... να τον ξεψαχνίσεις... να δεις αν σου κάνει... αν σου ταιριάζει... αν τηρεί τις προδιαγραφές σου... αν καλύπτει τις ανάγκες σου... αν επιβεβαιώνει τον εγωισμό σου... αν παγιώνει το "φαίνεσθαι" που από μικρή σ' έμαθαν να υπολογίζεις περισσότερο από αυτό που μένει τελικά στην καρδιά σου. Να κρύβεσαι στην αρχή, να παρουσιάζεσαι σιγά σιγά... να ξεγελάς άθελά σου... ώστε... να συνηθίσει ο καινούργιος πρώτα το ένα μετά το άλλο ώσπου να σε συνηθίσει ολόκληρη με τα καλά και τα στραβά σου και να μη θέλει ούτε αυτός να ...τρέχει. Όπως νομίζεις πως κάνω κι εγώ. Νομίζεις όμως.
Γιατί εγώ δυνάμεις μαζεύω, τα κουράγια μου μετράω, τις αντοχές μου.


Αυτά σκεφτόταν κουνώντας πέρα δώθε τα δύο δέματα με τα δώρα για την επέτειό τους. Δεν είχε σημασία τί περιείχε το κάθε κουτί. Σημασία είχε η ...σημασία του. Σκυφτός προχωρούσε, είχε βαρεθεί, είχε κουραστεί... αυτή ήταν η μόνη βεβαιότητα στο κάδρο της κοινής ζωής τους αλλά αυτήν την "σε-συσκευασία-δώρου-βεβαιότητα" εκείνη δεν θα την έβρισκε διαθέσιμη σε καμία αγορά. Αυτό το "δώρο" δεν θα το έβλεπε σε καμία βιτρίνα. Δεν ήταν "κάτι" που το αποκτά κανείς με χρήματα. Αυτό το "πακέτο" το βρίσκει κανείς μέσα του, αν κοιτάξει με ειλικρίνεια, χωρίς αυταπάτες κι αυτό το δώρο της αυτογνωσίας και της επίγνωσης οφείλει να το κάνει κανείς πρωτίστως στον ίδιο τον εαυτό του.

Όσο για εκείνον... στην εκκίνηση βρισκόταν (ξανά) για το άλλο, το διαφορετικό, το αδοκίμαστο, το απ' αλλού φερμένο όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τελείως ούτε φυσικά είχε την παραμικρή ιδέα αν θα το άντεχε. Το προσπάθησε μία, θα το προσπαθήσει ξανά. Το ένιωσε μια, θέλει να το ξανανιώσει, να το αντέξει αυτή τη φορά και να γεμίσει το κενό που άφησε ο θόρυβος των προσδοκιών που απέβησαν άκαρπες.

Αλλά εκείνος ήξερε πως το πραγματικό δώρο βρισκόταν καλά κρυμμένο μυστικό στην καρδιά του και δεν ήταν για εκείνην.

"Δώρο που ποτέ δεν θα δοθεί
Με την απόφαση παρμένη
προτού το αγκαλιάσει στοργικά το περιτύλιγμα
Πάρε την κορδέλα
που ξέχασα να τυλίξω γύρω στο σώμα μου
Πάρε το φιογκάκι που φτωχό
έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό
ΗΤΑΝ υπέροχο, μοναδικό, ανεπανάληπτο
κι όμως..."

Μία και μόνη βεβαιότητα θα 'πρεπε να έχει εκείνη, ότι η "επέτειος" θα είχε διαφορετική σημασία για τον καθένα τους. Όμως εκείνη με τα δώρα της θα συμβόλιζε τη σιγουριά πως όλα ήταν θεσπέσια στη ζωή τους. Είπαμε... πού να τρέχει; Άντε φτου κι απ' την αρχή; Όχι... όχι δεν ήταν για εκείνην.

Εκείνος ...
...όμορφος, δωρικός... ο αγαπημένος της. Δεν είχε πολλές ανάγκες, της αρκούσε που υπήρχε εκείνος, ο καλός της. Της αρκούσε που υπήρχε ένας καλός της γενικά, ένα σημείο αναφοράς. Αλλά άστην αυτήν. Αυτός είναι το θέμα...
...που...
 ...έπλεε σε μια θάλασσα ελπίδας.

Το σώμα του σαν υπαρξιακή κιβωτός, έκρυβε μέσα του όνειρα κι επιθυμίες για μια άλλη ζωή. Διαφορετική... πιο δική του. Είχε φορτωθεί πολλά. Είχε κάνει το χρέος του. Και τώρα πίστευε πως είχε έρθει η σειρά του. Κολυμπούσε αργά, νωχελικά για να μην κουραστεί αφού δεν ήξερε τελικά πού θα τον βγάλει. Πού και πού σήκωνε το κεφάλι για να δει αν φαίνεται στεριά, νησί, βράχος, ξέρα, κάτι σταθερό, κάτι στέρεο. Όχι, ακόμη δεν φαινόταν τίποτα. Δεν είχε έρθει η ώρα για ένα δικό του σημείο αναφοράς. Να δει και να μετρήσει την απόσταση, τις αντοχές του, το πείσμα του.

Κι αυτό ακριβώς είναι η ελπίδα. Το ακαθόριστο, το ασαφές, το ονειρικό, συμπυκνωμένο σε μερικά γράμματα της αλφαβήτου. Μακάρι να μπορούσε να είναι ειλικρινής αλλά δεν ήταν. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει την κατάστασή του. Δεν ήξερε τί ήταν αυτό που τον έκανε ν' αναρωτιέται... επέτειος... τίνος γεγονότος; Επέτειος της αρχής ή επέτειος του τέλους που προηγήθηκε; Κι ακόμη περισσότερο δεν είχε καταλάβει πως ήδη είχε δώσει την απάντηση. Επέτειος, όχι γιορτή. Επέτειος της πόρτας που έκλεισε, μισοέκλεισε για την ακρίβεια ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να στρέφει το κεφάλι και να αφήνει το βλέμμα του να κάνει το ταξίδι στο παρελθόν. Το κουτί που περιείχε το δώρο του για εκείνην, το κουτί με την ψευδαίσθηση, ήταν μεγαλύτερο από αυτό που περιείχε τη δική του ελπίδα. Δεν είχε πια κάτι άλλο να της προσφέρει γι' αυτό φρόντισε τουλάχιστον να είναι μεγάλη η ψευδαίσθηση αυτή.
Ηχηρή σαν στάχτη στα μάτια.


Τί κουταμάρα μ' αυτές τις επετείους, σκεφτόταν. Κάποιοι άνθρωποι συμμετέχουν σ' ένα γεγονός κάποια χρονική στιγμή. Κι από τότε και κάθε χρόνο οι άνθρωποι αυτοί, που ωστόσο είναι διαφορετικοί πια, "θυμούνται" το παρελθόν ενώ βιώνουν ένα διαφορετικό παρόν που τους οδηγεί σ' ένα αβέβαιο μέλλον. Και ξανά και ξανά και κάθε φορά οι ίδιοι διαφορετικοί άνθρωποι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους μέσα στο χρόνο και στο χώρο προσποιούμενοι πως δεν βλέπουν ότι τίποτε δεν είναι το ίδιο ή τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό. Επέτειος μιας ζωής που "έληξε" ή επέτειος μιας νέας ζωής που "άρχισε"; Όπως και να 'χει δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια επέτειος θλιβερή αφού το νέο έχει πια παλιώσει κι ο ίδιος ξανασήκωσε το κεφάλι του αναζητώντας για μια φορά ακόμη το σημείο αναφοράς του...

...ένα έδαφος συμπαγές και προσπελάσιμο...

Στ' αυτιά του έφτασε εκκωφαντικά πολυεπίπεδη η ηχώ της φωνής της καρδιάς του...
τρέξε... φύγε να σωθείς... ν' αλλάξεις... να ζήσεις...
γιατί...
δεύτερη ζωή δεν έχει.


ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ... https://www.youtube.com/watch?v=ZbX0AKHPDPA

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα `ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

              ΟΔΥΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Αξίες σε κρίση. Ζευγάρια στην "κρίση".

Oscar Kokoschka
Δεν είναι μόνο τα οικονομικά προβλήματα που σαν το σαράκι τρώνε την ύπαρξή μας. Δεν είναι μόνο η ανασφάλεια που σαν τρωκτικό ροκανίζει τις αντοχές μας. Δεν είναι μόνο ο φόβος που σαν το λιονταρίσιο βλέμμα παραλύει τους μυώνες μας. Δεν είναι μόνο η αγωνία από την ιλιγγιώδη τροχιά των σκέψεών μας που τρελαίνει το μυαλό μας. Δεν είναι μόνο το άγχος που διαλύει το σαρκίο μας κι ούτε καν εις τα εξ ων συνετέθη. Δεν είναι καν ο θυμός... η οργή. Πάνω απ' όλα αυτά... τουλάχιστον για μένα είναι η απορία. Γιατί; Δεν ρωτώ γιατί όλα αυτά. Το γνωρίζω πια καλά. Ρωτώ γιατί τα δεχόμαστε όλα αυτά. Καμία εξήγηση δεν μου είναι πια αρκετή. Είτε με επιστημονικούς όρους δοθεί αυτή η εξήγηση είτε με ψυχολογικές ερμηνείες είτε μυρίζοντας τα δάχτυλά μας. Μπορώ ν' απαριθμήσω εκατό λόγους. Ισχύουν και οι 100 και πάντα θα υπάρχουν νέες ερωτήσεις πάνω στις δοθείσες απαντήσεις. Θα υπάρχουν νέες απορίες στα υποτιθέμενα ήδη απαντηθέντα ερωτήματα. Και πάντα θα μένουν αναπάντητα ερωτηματικά. Ολόκληρα τμήματα της συμπεριφοράς εκατομμυρίων ανθρώπων που είναι εντελώς άνευρα... χωρίς ελπίδα να δημιουργηθούν νέες συνάψεις άρα πιθανότητα απόκτησης αίσθησης, ολόκληρες αποικίες κυττάρων χωρίς αίμα, κενά μοριακής δομής, χωρίς ζωή.

Τα τελευταία τρία χρόνια όλο και πιο συχνά ακούω από ανθρώπους που ζουν μαζί, ως ζευγάρια, την ζοφερή αφήγηση για τις "αιτίες" που τους αναγκάζουν να παραμένουν ακόμη "μαζί". Βάζω τη λέξη "μαζί" σε εισαγωγικά αυτή τη φορά. Μέσα σε αυτά τα σπαρακτικά σημεία στίξης που προσδίδουν στη λέξη, την οποία άλλοτε αγκαλιάζουν κι άλλοτε σφίγγουν θανάσιμα, πολλαπλάσια νοήματα απ' όσα η ίδια η λέξη αντέχει να σηκώσει το βάρος τους.

Συγκατοικούν χωρίς να ζουν, συζούν χωρίς να μοιράζονται τίποτε περισσότερο παρά ευθύνες και έξοδα. Μετατρέπουν τους εαυτούς τους σε οιονεί ανθρώπους, λίγο πάνω από ζόμπι, αρκετά κάτω από όντα. Φιγούρες. Απλώς φιγούρες χαμένες σε λογαριασμούς, οικονομικούς προγραμματισμούς για τα ανήλικα μέλη της οικογένειάς τους, προϋπολογισμούς και υπολογισμούς για διαστήματα όχι μεγαλύτερα του ενός μηνός. Ίσως δύο ή και τρεις. Το πολύ. Λες και πέθανε το αύριο αφού το χθες μοιάζει τόσο μακρινό τώρα πια, αφού το παρόν δεν είναι τίποτε άλλο από ένα δυσβάσταχτο μαρτύριο που τίποτε δεν μπορεί να το κάνει υποφερτό.

Το ένα δάνειο, το άλλο δάνειο, το σχολείο, το φροντιστήριο. Δόσεις που δεν εξυπηρετούνται, υποχρεώσεις που δεν καλύπτονται, ζωές που δεν βιώνονται. Κι αν υπάρχει δουλειά, πάλι καλά. Αν δεν υπάρχει... τουλάχιστον γλιτώνουν τους υπολογισμούς για το πώς κι αν θα βγάλουν τον μήνα. Σ' αυτή την περίπτωση ο μήνας, αν βγει, βγαίνει από μόνος του σαν από θαύμα. Κοινή επαγγελματική ζωή... πιο εύκολα διαχωρίζεις την "άλλη" παρά αυτήν. Κοινά βήματα από κοινές αποφάσεις που πάρθηκαν σε άλλες συνθήκες με άλλες προϋποθέσεις και άλλα όνειρα. Πώς να την κόψεις και αυτήν στη μέση. Κι αν όχι στη μέση σε τί ποσοστό; Χαμένοι στα ποσοστά άνθρωποι που κάποτε αγαπήθηκαν. Πώς να ξαναρχίσουν; Άστο... καλύτερα μαζί έστω και "μαζί".

Σε εποχές προ "κρίσης" κάποια από αυτά τα ζευγάρια ίσως αποφάσιζαν να τραβήξουν, ο καθένας χωριστά, το δρόμο της ζωής τους. Θα ρύθμιζαν τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους απέναντι στα παιδιά - αν υπήρχαν. Αν δεν είχαν προλάβει εν τω μεταξύ να δημιουργήσουν οικογένεια, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Μια δεύτερη ευκαιρία, μια δεύτερη ζωή θα περίμενε και τους δύο. Καλύτερη; Χειρότερη; Όταν ξεκινάς το καινούργιο ταξίδι δεν ξέρεις. Μόνο ελπίζεις και χτίζεις σε άλλες βάσεις με άλλες προϋποθέσεις, διορθώνοντας λάθη, σβήνοντας και ξαναγράφοντας τα θέλω και τις επιθυμίες σου. Σχεδιάζοντας από την αρχή τον χάρτη της διαδρομής σου, δημιουργώντας ή συμπληρώνοντας το σύστημα αξιών σου. Ή απλώς ακολουθώντας το ένστικτό σου κι όπου βγει. Θα ζήσεις πιο όμορφα; Πιο άσχημα; Δεν το ξέρεις αλλά αν δεν κάνεις το βήμα δεν θα το μάθεις ποτέ.

Καθώς αραδιάζω τις σκέψεις μου στο ψηφιακό μου χαρτί πιάνω τον εαυτό μου να διαφωνεί με το χέρι μου καθώς πληκτρολογεί τη λέξη "κρίση". Η κρίση, η όποια κρίση, έξω από τα εισαγωγικά, είναι μια λέξη με βαρύ νόημα βεβαίως. Αλλά το νόημα αυτό στο ακροτελεύτιο τμήμα του σηματοδοτεί ένα τέλος, μια έξοδο. Προς κάπου. Αν δεν φτάσεις εκεί δεν ξέρεις πού οδηγεί η έξοδος αυτή αλλά πάντως έξοδος υπάρχει. Σε κάτι καλύτερο; Σε κάτι χειρότερο; Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου να μην μπορεί ποτέ ν' απαντήσει με σιγουριά στο πρώτο ή το δεύτερο ερώτημα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να χρησιμοποιεί την στατιστική ή το ένστικτο ή την εμπειρία για να εικάσει, μια διαδικασία που εν συντομία και κατ' ευφημισμόν αλλά και για να νιώσει ένα κάποιο δέος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό την ονομάζει "πρόβλεψη". Πρόβλεψη βέβαια δεν είναι. Είναι επιθυμία κι ευχή με μπόλικη προσπάθεια και ακόμη περισσότερες ψευδαισθήσεις ότι θα τα καταφέρει. Αλλά έστω κι έτσι. Μια κάποια έξοδος είναι κι αυτή. Έστω με μια μικρή πρόθεση μπροστά της. Δηλαδή διέξοδος. Έστω. Αυτό όμως που βιώνουμε δεν είναι πια κρίση. Δεν είναι πια καν "κρίση". Είναι η ζωή μας τώρα πια. Και πρέπει να τη ζήσουμε είτε μας αρέσει είτε όχι.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά καλούνται οι άνθρωποι να κεντήσουν τη νέα τους ζωή. Με ελπίδα ή χωρίς. Με τόλμη ή χωρίς. Με γενναιότητα ή χωρίς. Με αποφασιστικότητα ή χωρίς. Με αγώνα ή χωρίς. Με συμβιβασμό ή συνειδητή αποδοχή. Με παραίτηση ή σκληρή πάλη. Με απομόνωση ή κοινωνική συμμετοχή.

Αλλά...
Όταν οι άνθρωποι δεν τολμούν λόγω "κρίσης" να ανατρέψουν τα κακώς κείμενα στην προσωπική τους ζωή, πώς μπορούμε να περιμένουμε συμμετοχή τους στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι μιας συνολικότερης ανατροπής; Όταν από αδυναμία/δειλία τους αδυνατούν να βρουν έναν - έστω και στενό - "δρόμο" διόρθωσης/αναδιάρθρωσης κάποιων τμημάτων της ολοένα συρρικνούμενης κοινής τους ζωής πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι είναι σε θέση να προσφέρουν δυνάμεις στην διαδικασία της ρήξης με το σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα και στην δημιουργία ενός νέου κοινωνικού ιστού στη θέση του διάτρητου και κατεστραμμένου παλαιού; Αδυνατώ ν' απαντήσω.

Δεν θα ήθελα να νομίσετε ότι εγώ που τα γράφω αυτά είμαι υπεράνω και δεν τα κατανοώ. Αν βρισκόμουν σε παρόμοια κατάσταση το πιο πιθανόν να μην ήμουν ούτε κι εγώ περήφανη για τις επιλογές μου. Ίσως ν' αντιδρούσα κι εγώ ως άνθρωπος της κρίσης με αξίες σε κρίση. Δηλαδή ίσως να μην αντιδρούσα καθόλου. Αλλά είπα να πω μια κουβέντα παραπάνω βρε αδελφέ.

Κάποιοι συνηθίζουν να λένε "γράφω όπως σκέφτομαι". Εγώ ανάποδη ως συνήθως λέω "σκέφτομαι όπως γράφω".

Το παράπονο https://www.youtube.com/watch?v=ZbX0AKHPDPA



Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Δάκρυ βαρύ, σαν Ιστορία...


(Με αφορμή τα δάκρυα των χορωδών της ΕΡΤ στην τελευταία τους συναυλία)

Σαν την υγεία τίποτα. Εντάξει, συμφωνώ. Αλλά δυστυχώς δεν φτάνει για να ζήσουμε το δώρο που αυτή η υγεία μας εξασφαλίζει. Σκληρό θα μου πείτε. Εντάξει, συμφωνώ και σ' αυτό. Και πάλι δυστυχώς όμως δεν αρκεί για να πάμε μέχρι τέλους το ταξίδι... για να δημιουργήσουμε με αξιοπρέπεια την προσωπική μας δεξαμενή μέσων απόλαυσης εκείνων που, με μοναδικό οδηγό τις αισθήσεις μας, γεμίζουν την ύπαρξή μας. Ναι, αλλά σαν την υγεία τίποτα... θα επαναλάβετε. Όμως δεν θα διαφωνήσετε πως είναι μεν αναγκαία προϋπόθεση αλλά όχι επαρκής για να βιώσουμε και ν' απολαύσουμε όλα αυτά που χάριν συντομίας τα λέμε "ζωή". Κι αν το "όχημα" είναι η υγεία, οι τροχοί του είναι η εργασία, η λεγόμενη και δουλειά και που τώρα τελευταία ευτελίζεται διαρκώς μετανομαζόμενη σε "απασχόληση". Προσωπικώς αν ήθελα απλώς ν' απασχοληθώ με κάτι θα το 'ριχνα στο κέντημα ή στο πλέξιμο ή στα παζλ. Εκείνο πάντως που διακαώς επιθυμούσα κι επιθυμώ είναι να έχω εργασία δηλαδή όσα συνεπάγεται αυτή η σχετικά μικρή λέξη σε όρους γραμματικής αλλά τεράστια λέξη σε όρους νόησης αφού το νοηματικό της περιεχόμενο οι περισσότεροι "κοινοί θνητοί" το γνωρίζουν από την καλή αλλά μερικοί από αυτούς κάποια στιγμή της ζωής τους ενδέχεται να γνωρίσουν και από την ανάποδη. Τώρα πια βέβαια δεν είμαι και πολύ σίγουρη για το αν οι πρώτοι θα είναι περισσότεροι από τους δεύτερους ή το αντίστροφο. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη. Πολύ φοβούμαι ότι οι περισσότεροι "κοινοί θνητοί" θα βρίσκονται σε κατάσταση ανεργίας ενώ μερικοί από αυτούς κάποια στιγμή στη ζωή τους ενδέχεται και να εργασθούν.

Την καλή πλευρά της εργασίας δηλαδή "να έχει κανείς εργασία" δεν νομίζω πως χρειάζεται να την αναλύσουμε ιδιαίτερα. Την ανάποδη όμως πλευρά της, δηλαδή "να μην έχει κάποιος εργασία" - αν και κανονικά δεν θα 'πρεπε ούτε αυτή να χρήζει διερεύνησης - για λόγους που οι επιστήμονες ψάχνουν ακόμη, πολλές φορές χρειάζεται να το κάνουμε "λιανά".

Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν ορισμένοι άνθρωποι τη σημασία του να χάνει κάποιος τη δουλειά του. Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο μα τόσο αδύνατο για κάποιους ανθρώπους να κατανοήσουν την σημαντικότητα της εργασίας ή την έλλειψή της. Δεν ξέρω γιατί είναι ακατόρθωτο - όσο μελάνι κι αν χυθεί, όσα ψηφία κι αν ταξιδέψουν μέσα σε εκατομμύρια χιλιόμετρα καλωδίων ή και ασύρματα - μια μερίδα ανθρώπων να μην μπορεί ν' αναγνωρίσει την αξία της εργασίας όταν η απουσία της αφορά άλλους. Κι ίσως να μην θέλω να μάθω γιατί συμβαίνουν όλα τα παραπάνω. Δεν είμαι κοινωνιολόγος, δεν είμαι ερευνητής, είμαι ένας άνθρωπος που αρκετές φορές βρέθηκα χωρίς δουλειά αλλά περισσότερες φορές βρέθηκα με δουλειά. Δεν κυκλοφορώ με ζυγαριές, δεν μου χρειάζονται κιόλας, προκειμένου να "ζυγίζω" τα υπέρ και τα κατά της μιάς ή της άλλης κατάστασης. Μέσα στην ψυχή μου, την καρδιά, το μυαλό αλλά και την τσέπη μου υπάρχει ενσωματωμένο σύστημα μέτρησης ώστε να μπορώ να εκτιμήσω εύκολα, χωρίς αναλύσεις κι επιχειρήματα την "αξία" αυτών των καταστάσεων. Αξία που ξεπερνάει ένα ποσό χρημάτων, αξία που άπτεται εννοιών όπως αξιοπρέπεια, αυτονομία, ανεξαρτησία, επιβίωση κι εντέλει δημιουργία και ζωή.

Αν εξαιρέσουμε τον θάνατο ή/και τον χωρισμό καμιά φορά, η απώλεια της εργασίας και μάλιστα σε συνθήκες σαν κι αυτές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, κατά τη γνώμη μου ισοδυναμεί με ψυχικό ακρωτηριασμό. Αν ένας άνθρωπος βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση το λιγότερο που μπορεί να κάνει πριν συνειδητοποιήσει τις φοβερές συνέπειες της ανεργίας είναι να κλάψει... κάποιες φορές δυνατά, κάποιες άλλες βουβά. Κάποιες φορές να κλάψει από μέσα του και κάποιες άλλες αφήνοντας τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα. Η σύσταση αυτών των δακρύων διαφέρει σε κάθε άνθρωπο όσο διαφέρουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Κάθε τέτοιο δάκρυ - ανάμεσα σε άλλα - περιλαμβάνει τμήματα της ζωής του στο παρελθόν της, αλλά δεν περιλαμβάνει τίποτε από το μέλλον της. Όχι τουλάχιστον εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Γι' αυτό κάθε τέτοιο δάκρυ είναι πολύ βαρύ. Σαν Ιστορία. Την Ιστορία του καθενός μας. Γι' αυτό κάθε τέτοιο δάκρυ πρέπει να το σεβόμαστε... χωρίς επιχειρήματα κι εξηγήσεις ... χωρίς δικαιολογίες... χωρίς συγκρίσεις... χωρίς "ναι μεν, αλλά"... έτσι απλά.

Όμως για να μπορεί να γίνει αυτό πρέπει ο καθένας από μας να ξεκαθαρίσει μέσα του και μετά να πει και σε μας ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΝΑΙ.

Which Side Are You On?

http://www.youtube.com/watch?v=cxfZtNEG1xU




Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Ποιός θα επιστρατεύσει τους "πολιτικούς";


Μ' αρέσει βρε που σε μια χώρα-μπουρδέλο (με την κακή την έννοια) με κατοίκους καθόλου "πουτάνες" όμως (με την καλή την έννοια), χωρίς δημοκρατία, χωρίς ελευθερία, χωρίς μέλλον (αφού δεν μάθαμε τίποτε από το παρελθόν), χωρίς καμία επιθυμία για το καινούργιο, χωρίς καμία διάθεση ν' αγωνιστούμε για τη ζωή μας, αφού τους την παραχωρήσαμε αμαχητί τελικά, όλοι σκοτώνονται να πάρουν θέση για την απεργία των καθηγητών. Κυρίως εναντίον.

ΟΜΩΣ την περίπτωση να την έχουν χεσμένη την όποια άποψή μας εκεί στην κυβέρνηση την σκεφτόμαστε;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ και μάλιστα ...ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ δεν μας λέει τίποτε αυτό; Μα τίποτε;

Και πόσο μα πόσο θλίβομαι ν' ακούω μαθήτρια να λέει "επειδή τους ήρθε αυτωνών ν' απεργήσουν δεν θα την πληρώσω εγώ". Και της ευχήθηκα να μην απεργήσουν "αυτούνοι", να δώσει της εξετάσεις της, να περάσει κάπου και μετά από κόπους κι απογοητεύσεις να βρει τελικά δουλειά με 150 ευρώ περίπου, όσος θα είναι τότε ο κατώτατος μισθός. Μην σας πω κι ο μόνος μισθός ... κι αυτό αν φανεί τυχερή.

Ευτυχώς όμως ήρθε, σταλμένος απ' το Θεό θα 'λεγε κανείς, ο χθεσινός τελικός αγώνας(;) για το κύπελλο ώστε να περάσουν ΟΛΑ ΩΣ ΔΙΑ ΜΑΓΕΙΑΣ σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ή και καθόλου μοίρα.

Εγώ πάντως και λόγω της σημερινής "γιορτής της μητέρας" δηλώνω ανερυθρίαστη πως ό,τι είμαι το οφείλω στην οικογένειά μου, κυρίως στη ΜΑΝΑ ΜΟΥ, στους δασκάλους και τους καθηγητές μου (ίσως όχι σε όλους) - και που ένας θεός ξέρει τί έχουν τραβήξει από μένα - γιατί πάνω απ' όλα (εκτός από τα γράμματα) μου έμαθαν ότι στη ζωή μου πρέπει να κάνω επιλογές. Εγώ και κανένας άλλος αντ' εμού. Σωστές επιλογές ή ακόμα και λάθος επιλογές, δεν έχει σημασία, αφού ο "δρόμος" που θα "περπατήσω" θα είναι δρόμος χαραγμένος από εμένα. Μου έμαθαν ακόμη να διεκδικώ το δικαίωμα ν' αποφασίζω εγώ για τη ζωή μου, να παλεύω γι' αυτήν, ν' αγωνίζομαι. Τώρα θα μου πείτε τί θυμήθηκα κι εγώ από το εκπαιδευτικό σύστημα του ...1821.

Τα καταφέρνω; Όχι πάντα. Αλλά όταν δεν τα κάνω "πουτάνα όλα" τα ψιλοκαταφέρνω θα 'λεγε κανείς. Κουτσά στραβά αλλά και με παρενέργειες βεβαίως βεβαίως... Πότε έτσι και πότε αλλιώς (κυρίως αλλιώς). Μία πάνω και μία κάτω (κυρίως κάτω). Κάποιες φορές γελάω και κάποιες άλλες κλαίω (περισσότερες). Άλλες φορές πάλι με ανάποδη σειρά ...δηλαδή πρώτα κλαίω και μετά γελάω (λιγότερο). Πολύ συχνά όμως ταυτόχρονα (ισοπόσως). Τα γέλια είναι το αντιβιωτικό μου, το ελιξήριό μου, το ηχηρό νέκταρ μου, η εκκωφαντική αμβροσία μου, η ανάσα μου. Τα πολύτιμα αλλά σπάνια πλέον βοηθήματά μου. Τα δάκρυα είναι ανάσα κι αυτά αλλά είναι και λίπασμα και βοηθούν το άγονο έδαφος του αδιανόητου ως χθες σημερινού μου βίου να δώσει καρπό-ελπίδα για τη συνέχεια. Τα δάκρυα είναι ποτιστική βροχούλα όπου στην απελπιστική ξηρασία των ημερών φθάνει ευεργετικά στις λιγοστές ρίζες βοηθώντας να "σκάσει μύτη" πάνω από την επιφάνεια η πρώτη χλωρίδα. Είναι "υλικό" που μαλακώνει και λειαίνει τα κακοτράχαλα μονοπάτια και κάνει τα βήματά μου λίγο πιο εύκολα. Είναι το "περιεχόμενο" της προσωπικής μου κολυμπήθρας του Σιλωάμ, είναι το "πλυντήριο" των άσχημων συναισθημάτων που κοντεύουν πια να γίνουν δεύτερό μου δέρμα.

Αλλά ανάμεσα σε όλα αυτά προλαβαίνω να αναρωτηθώ "Σε πόσες πολιτικές επιστρατεύσεις ξυπνάει κανείς"; "Ποιός θα επιστρατεύσει τους επιστρατευτές"; Κι άλλα τέτοια ανότητα και γραφικά.

Και τώρα χαίρετε... εργάζομαι σήμερα ξέρετε... έχω επιστρατεύσει τον εαυτό μου. Η ανάγκη βλέπετε...









Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Bloody May


Η Πρωτομαγιά ήταν αργία. Δεν είχαμε σχολείο.
Αλλά την προηγούμενη η δασκάλα μας μάθαινε να φτιάχνουμε λουλουδένια στεφάνια.
Έβλεπα πολλά σπίτια να έχουν κρεμασμένα τέτοια στεφάνια στα μπαλκόνια τους. Στο δικό μας όχι. Η μαμά κι ο μπαμπάς τα σνόμπαραν αυτά. Έτσι νόμιζα δηλαδή αν και τότε δεν ήξερα καν ότι υπήρχε η λέξη "σνομπ" και τα παράγωγά της, πόσω μάλλον την σημασία τους.
Το πήγαινα όμως το στεφάνι, το φτιαγμένο απ' τα χεράκια μου, στη μαμά, αυτή χαμογελούσε και με κοιτούσε μ' εκείνο το βλέμμα "αθώομουπαιδίδενείναιμέραλουλουδιώνηΠρωτομαγιά".
Και χωρίς πολλά πολλά έμαθα από τα μικράτα μου τί ακριβώς είναι η Πρωτομαγιά και να προσθέτω μπροστά της ως επιθετικό αλλά κι ουσιαστικό προσδιορισμό την επίσης άγνωστη μέχρι τότε για μένα λέξη "Εργατική". 
Εργατική Πρωτομαγιά λοιπόν, όλοι φαντάζομαι πως ξέρετε τί ακριβώς γιορτάζουμε σήμερα, κι αν δεν το ξέρετε να το μάθετε παρακαλώ.

ΟΜΩΣ...
Εκτός από την ιστορική καταβολή της μέρας και της καθιερωμένης Απεργίας - κατ' ευφημισμόν "Αργίας της Πρωτομαγιάς" - κι άλλα πράγματα συνέβησαν κατά τον ρουν των γεγονότων που σημάδεψαν αυτή την έρμη χώρα. Για τα οποία επίσης ενημερώθηκα από τρυφερή ηλικία ακόμη.
Τα μπροστινά διαμερίσματα της πολυκατοικίας που μέναμε έβλεπαν κατά Βύρωνα μεριά. Το δικό μας έβλεπε κατά Καισαριανή μεριά. Κι αν στραβολαιμιαζόμουνα λίγο από το παράθυρο της κουζίνας μας έβλεπα κατά Παγκράτι μεριά... Δήμος Αθηναίων. Έτσι κάθε Πρωτομαγιά άκουγα να έρχεται από τη μεριά του Σκοπευτηρίου δυναμωμένη από τα μεγάφωνα εκείνη η βροντερή φωνή...

 "Όνομα... 
ΠΑΡΩΝ .... ΠΑΡΩΝ"

Μετά μεγάλωσα, πήγα σε άλλο σπίτι που ήταν ακριβώς δίπλα στο Σκοπευτήριο.
Την Πρωτομαγιά δεν ήθελα να πηγαίνω σε διαδηλώσεις και πορείες. Δεν μου έλεγαν τίποτα τη συγκεκριμένη μέρα.
Καθόμουνα όμως στη βεράντα του σπιτιού μου κι άκουγα.
Όνομα...
ΠΑΡΩΝ

Όνομα...
ΠΑΡΩΝ

Όνομα...
ΠΑΡΩΝ

Κι άλλο Όνομα...
ΠΑΡΩΝ...

Και μετά κι άλλο ένα Όνομα
ΠΑΡΩΝ...


....10 χρόνια πέρασαν σε αυτό το σπίτι... και πάρα πολλά άλλα που έχω φύγει...
Όμως ακόμα έχω στ' αυτιά μου αυτή τη βροντερή φωνή που ερχόταν από τα μεγάφωνα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής...

ΠΑΡΩΝ...

...συμβολικά ΠΑΡΩΝ...

Έτσι από νωρίς έμαθα και ήθελα - με βροντερή κι εγώ φωνή αρχικά  - να φωνάζω αλλά και να είμαι "ΠΑΡΟΥΣΑ" για οτιδήποτε χρειαζότανε σ' αυτόν τον τόπο.
Μετά η φωνή έπαψε να είναι βροντερή κι απλώς φώναζα "ΠΑΡΟΥΣΑ"...
Σιγά σιγά η φωνή άρχισε να χαμηλώνει ... ωστόσο πάλι "ΠΑΡΟΥΣΑ".
Και τώρα ...μη νομίζετε... πάλι "ΠΑΡΟΥΣΑ" είμαι...
αλλά το λέω πια από μέσα μου... μην τρομάξει και κανείς...
κι ελπίζω να μπορώ να το λέω και να χρειαστεί κιόλας να είμαι κάποτε "ΠΑΡΟΥΣΑ" κι αυτή η φωνή μου να μην είναι "Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ".... μέρες που είναι...

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ


ΥΓ. Και όχι δεν ξέχασα καθόλου πως σαν σήμερα το 1976 σκοτώθηκε ή "σκοτώθηκε" ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Οι δεσμοί ανάμεσα στην οικογένεια Παναγούλη και τη δική μου ήταν ισχυροί, γι' αυτό άλλο σοκ κι αυτό τότε ...ν' ακούσω τον γείτονα να λέει στη μάνα μου "μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις". "Βρε άει στο διάολο" είπα. Και ήταν η πρώτη φορά που η μάνα μου δεν με μάλωσε γι' αυτό. Μάλλον θα το είπε κι η ίδια... από μέσα της.









Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΧΡΩΜΑΤΑ

Κόκκινο (13/4/2013, 18:00)
Με κόκκινο και βλέμμα φωτιά
Με λέξεις καρφιά
Με φράσεις αρραγείς
Γεμάτες νοήματα
Που συλλέγεις
Από τους κάδους των αισθημάτων
που αφήνουν οι άνθρωποι
Ράκη αυτοί
Ρακοσυλλέκτης εσύ.
Στα λερωμένα αποκτήματα
Βάζεις τους τόνους για στολίδια.
Πυκνά πάθη
Συχνά λάθη
Πάντα θυσία
στο βωμό του ανεκπλήρωτου.
Κοιτάς το είναι μου
Και βγάζεις την ψυχή μου
Μίγμα απορίας κι ερωτήσεων
γι’ αυτό που δεν κατάφερα
Δεμένη
στον τροχό του αγεφύρωτου χάσματος
Εγκλωβισμένη
Ανάμεσα στο κλισέ του «ίσως»
των υπεκφυγών
Που «αυτονόητο» ονόμασαν
Χάριν οικονομίας του λόγου
Χάριν αδυναμίας του αληθούς.
Γι’ αυτό κι εγώ πέταξα το κλειδί
Έκλεισα ρωγμές
Με χρώμα αδιαπέραστο
κόκκινο της φωτιάς.
Έκλεισα λογαριασμούς
με χρώμα συμπαγές
κόκκινο της καρδιάς.
Έκλεισα εκκρεμότητες
Τις έβαψα κόκκινες κι αυτές
Του πάθους.
Κατέβηκα τη σκάλα κινδύνου
Τρέχοντας
Να γλιτώσω από τον ποιητή
που είδε μέσα μου.
Γκρεμοτσακίστηκα.
Απόσταση μεγάλη από το έδαφος
που νόμιζα ασφαλές
αλλά ήταν της απώλειας.



Κίτρινο (21/4/2013, 16:00)
Έψαξα το κλειδί.
Αυταπάτη.
Η πόρτα είχε μόνο είσοδο.
Από πού να φύγω;
Όμως... έκλεισα τις οπές της
με χρώμα πυκνό κίτρινο,
χλωμό
Να μη μπορείς να δεις
τί κρύβεται πίσω της   
Έβαψα με θάρρος
την προσπάθεια   
Όρμηξα στην έξοδο κινδύνου 
Να σωθώ από τον ποιητή
Που με καταδίωκε    
Που «έσπασε» το συμπαγές
Αποσύνθεσε το χρώμα
Δεν ήταν το κίτρινο του ήλιου
Ούτε της μαργαρίτας
Και βέβαια όχι της λάμψης
απατηλής ή άλλης.
Ήταν μεμβράνη που με τύφλωνε
Ξεχειλωμένη πια, άρα διαφανής
Έτοιμη να σπάσει.
Ο ποιητής ακόμη εκεί
Με εργαλεία τις λέξεις του
Με γνώση τις σκέψεις του
Διέσπασε το χλωμό
και διαφανές το έκαμε
Ώστε μπόρεσε τελικά να δει μέσα μου.
Προσπάθησα να καθαρίσω τα μάτια
από την υγρή ανυπαρξία μου.
Η έξοδος ήταν στενή
Δεν το πρόσεξα.
Έπεσα με δύναμη επάνω της.
Τσακίστηκα ξανά.   
Το βάρος της θέλησής μου
την έσπασε.
Απόσταση μεγάλη από το άνοιγμα
Που νόμιζα επαρκές
για να χωρέσει τις προσδοκίες μου
τον αγώνα μου
τον όρκο μου
τον καημό μου
Μέχρι την άλλη μεριά
Μιας άλλης ζωής που έμοιαζε νεκρή.
Δεν θέλησα.
Έφυγα με δύναμη μπροστά.
Πέταξα
Με φτερά τα μάτια μου
Ορθάνοιχτα.
Η περιέργεια με δικαίωσε
Εκεί θα ζούσα
Κάποτε.





Μπλε (21/4/2013, 14:00)
Το μπλε σε μάτια με περίγραμμα
Διακεκομμένης γραμμής
Μια αλήθεια, ένα ψέμα
Προσοχή στο κενό ανάμεσά τους
Είναι η παγίδα της ευπιστίας μας
Είναι η λαίλαπα της αυταπάτης μας
Είναι η απογοήτευση γι’ αυτό που δεν ήρθε
Είναι ο ζόφος της εποχής που δεν περιμέναμε
Είναι ο τρόμος της κοινωνίας που καραδοκεί
Να κρυφτεί πίσω από το παρελθόν της
Που ανύπαρκτο παρ’ όλα αυτά
της βγάζει τη γλώσσα
«ψάξε, ψάξε δεν θα με βρεις».
Είναι ο συρμός των προσδοκιών μας
Που βαίνει σε αδιέξοδο
Μπρος πίσω ο μηχανοδηγός του
Σε προσπάθεια απέλπιδα
Να βρει το μπλε της ελπίδας
Που έχει προ πολλού ακυρωθεί.
Κι όμως
Αυτό το μπλε
με διαλυτικό τα όνειρα
Γίνεται γαλάζιο
Και μετά ουρανός
Με τα σύννεφα
Γκρίζα κάποτε
Πολύτιμα στολίδια όμως
Να διακόπτουν την μονοτονία
Του ενιαίου
Του αδιαίρετου
Του ακίνητου
Του υποσχόμενου
το κενό.



Μαύρο (10/4/2013, 18:00)

Με μαύρο ύφανα το λευκό
και σχέδια βγαλμένα
από το άπειρο
Ξέβαψα το κόκκινο
με δάκρυα πικρά
Κέντησα το μπλε
με άδειες φλέβες
Κράτησα το αίμα τους
Να φτιάξω κρόσσια
Στο μαξιλάρι που πάνω του έγειρα
Να ξεχάσω αυτά που δεν μπόρεσα
Να μην τρομάζω απ’ αυτά
που θα γίνω.
Κι όταν ξυπνώ
Το μαύρο χρώμα
του περιεχομένου του
Δεν μ’ αφήνει να διακρίνω
τη στιγμή
Που όλα θα τραβηχτούν στην άκρη
Σαν κουρτίνα που πάλιωσε
Που σκίστηκε
Που λερή κι άχρηστη
Θα κρέμεται, ίσα ίσα
να την τραβήξει η Σκάρλετ
να ντύσει τη γύμνια
της ματαιοδοξίας της.
"Frankly my dear I don’t give a damn".
Τώρα είμαι μόνη
προς το παρόν
Στο κάτω σκαλί
Της φαρδιάς σκάλας
του καινούργιου
Που ωστόσο είναι το πρώτο
με υλικό από το παλιό οικοδόμημα
που κατέρρευσε.
Θα το ανέβω
Ν’ αγναντέψω τα υπόλοιπα
Που με μαθηματική ακρίβεια
Και πειθαρχημένα
Δίνουν τη θέση τους το ένα στο άλλο
Μεταφέροντας εμένα
Διαδοχικά από το τίποτα
στο κάπου.
Σηκώνω το κεφάλι
Κοιτώ το τέλος της,
τον προορισμό μου.
Δεν είναι ορατός.
Τα πόδια δεν κινούνται
Με αμήχανη σιωπή
αναρωτιούνται και αυτά.
Quo vadis;
Η σκάλα κυλιόμενη
Σαν σε σταθμό υπόγειου σιδηρόδρομου
Αναλαμβάνει την ευθύνη
Της μεταφοράς μου
Στο χθες
μήπως τολμήσω
το αύριο.