Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Πού πάνε τα όνειρα όταν σκορπάνε;

Ξύπνησε κάθιδρη.
Χριστέ μου δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό. Δεν γίνεται.
Έβαλε τα κλάματα κι ανάμεσα στους πνιχτούς αλλά συμπυκνωμένους λυγμούς της προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της το όνειρο. Ήταν ένα όνειρο που ξεκίνησε όμορφα αλλά τελείωσε με απώλεια. Έχασε τον άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε στο όνειρό της. Ο τρόπος που τον έχασε όμως ήταν κάπως απροσδιόριστος. Σα να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από το σκηνικό του ονείρου της, σα να εξατμίστηκε. Όμως ο πόνος που ένιωσε, ο τρόπος που τον φώναξε, ο σπαραγμός της όταν συνειδητοποίησε την απώλειά του θύμιζε θάνατο. Ή χωρισμό. Που μερικές φορές είναι το ίδιο. Το γεγονός ότι στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού κι εκεί προσπαθούσε να τον εντοπίσει ...κάπου την έπειθε πως ...μάλλον ...μπορεί δηλαδή και να είχε πέσει και να είχε σκοτωθεί. Όχι, όχι, όχι αυτό... ας είναι καλά κι ας είναι όπου να 'ναι. Καλά να είναι. Αυτό μόνο, μονολογούσε μέσα στο μισοξύπνιο της.
Έφερνε το όνειρο στο μυαλό της ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην σβηστεί από τα αποθηκευτικά κύτταρα της μνήμης της. Όμως το όνειρό της ξέφευγε, γινόταν κουβάρι κι εκείνη έπρεπε να το ξετυλίγει πάλι και πάλι από την αρχή. Και μετά αυτό μαζευόταν ξανά. Ώσπου στο τέλος, τα νήματά του ήταν τόσο σφιχτοδεμένα στους νοητούς κύκλους των ονειρικών πλάνων της ώστε ήταν αδύνατο πια να τα ξετυλίξει. Ήξερε πως στον πυρήνα αυτού του ιδιότυπου μικρόκοσμου από ψήγματα μνήμης, ανησυχίας, άγχους, λύπης και έλλειψης βρισκόταν μια απειροελάχιστη εικονική κουκκίδα χρόνου, που συνήθως τη λέμε όνειρο. Ηρέμησε λίγο και προσπάθησε απ' την αρχή. Θυμήθηκε πώς ξεκίνησε το όνειρο και προσπαθώντας να το ανασυνθέσει, κάθε φορά που ανασχημάτιζε την επόμενη σκηνή, ξεχνούσε την προηγούμενη. Αλλά κι ό,τι τελικά θυμόταν, κατέληξε πως νόμιζε ότι το θυμόταν. Και στο τέλος σχηματίστηκε ένα άλλο όνειρο, διαφορετικό από το αρχικό, κάπως σα να την "βόλευε" περισσότερο. Ήταν σαν να σκηνοθετούσε το όνειρό της πάνω σε παραλλαγή του αρχικού σεναρίου. Όμως η απελπιστικά πικρή γεύση του πραγματικού ονείρου είχε μείνει στα χείλη της και στην καρδιά της. Αλλά τ' αλμυρά της δάκρυα που διέσχιζαν το πρόσωπό της πάνω σε αυτοσχέδια αυλάκια έπαιρναν μαζί τις εικόνες, έπνιγαν τα γεγονότα και τελικά το μόνο που έμεινε να της θυμίζει το όνειρο ήταν μια κραυγή. Το όνομά του. Με κατακλείδα το κτητικό "μου" σαν ιδιότυπο στολίδι στο τέλος του ονόματος. Σαν συνοδευτικό άκαιρο κι ανάρμοστο. Σαν το νερό που προσπαθείς να το κρατήσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Όσα "μου" κι αν έλεγε δεν θα άλλαζαν ούτε το αποτέλεσμα ούτε την ουσία. Εξάλλου με τα κτητικά δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Μην "αποκτήσεις" ίνα μην "αποκτηθείς", συνήθισε να λέει, παραφράζοντας το χριστιανικό ρητό. Βεβαίως ούτε με τα χριστιανικά τα πήγαινε καλά. Το όνειρο τελικά εξαφανίστηκε, μετά από μερικές ώρες δεν υπήρχε καν παρά μόνο σαν ανάμνηση "πως είχε δει ένα όνειρο που την πόνεσε και την ανησύχησε πολύ". Αλλά το ίδιο το όνειρο δεν το θυμόταν πια παρά μόνο σαν μια κραυγή... ναι, αυτήν την θυμόταν, γιατί αυτή ήταν μια πραγματική κραυγή. Ήταν αυτή που την ξύπνησε. Η τραγική διαπίστωση "δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό ...απλά δεν γίνεται" θα την συνόδευε για καιρό, μέρα-νύχτα, ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε. Και συνεχώς έλεγε στον εαυτό της, ως βεβαιότητα τώρα πια, "όχι, δεν το περνάω μόνη μου όλο αυτό. ΑΠΟ-ΚΛΕΙ-Ε-ΤΑΙ". Να είναι καλά. Μόνο αυτό.
Πού να πήγε άραγε αυτό το όνειρο που την συντάραξε; Σε πιο απόκρυφο σημείο της ύπαρξής της να είχε φωλιάσει; Έπαψε ν' αναρωτιέται. Καλύτερα να το ξεχάσει.

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω.
Ναι, βρισκόταν σε τελείως γνώριμο περιβάλλον, στο δικό της σπίτι, στο δικό της κρεβάτι, υπήρχε ησυχία, τίποτα κακό δεν γινόταν, όλα ήσυχα, καμία ακαταστασία, όλα στη θέση τους όπως πάντα. Στο "άλλο" σπίτι όμως υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Σ' ένα "άλλο" σπίτι που δεν γνώριζε, παρά μόνο "υπέθετε", ούτε της θύμιζε κάποιο άλλο γνώριμό της σπίτι. Ήξερε όμως ποιοί άνθρωποι έμεναν εκεί, σε αυτό το "άλλο" σπίτι που είχε μόλις δει στον ύπνο της. Και το οποίο μόνο να το φανταστεί μπορούσε. Ανάλογα το είδος και το ύφος των ανθρώπων που το κατοικούσαν. Γιατί αυτούς τους ήξερε. Δηλαδή μόνον τον έναν ήξερε, τον άλλον συμπερασματικά κι από τις αφηγήσεις του πρώτου.
Χαμός στο σπίτι αυτό. Φωνές, καβγάδες. Σπασμένα ποτήρια και πιάτα. Αποφάγια στο πάτωμα. Κλάματα. Οργή. Ερωτηματικά. Όλα σε γλώσσα ακατάληπτη. Οι άνθρωποι που καβγάδιζαν, μια γυναίκα κι ένας άντρας, απροσδιόριστη η σχέση τους, χειρονομούσαν και το πρόσωπό τους έπαιρνε εκφράσεις ακραίου θυμού. Τον άντρα τον ήξερε αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αυτό που έβλεπε. Αδιανόητο.
Ξάφνου ένας απροσδιόριστος ήχος την ανατάραξε. Ξύπνησε. Αρχικά ξύπνησε μέσα στο όνειρο που έβλεπε το άλλο όνειρο. Κι αμέσως μετά ξύπνησε κανονικά.

Άλλη ταραχή αυτή. Αλλά ... από πίτα που δεν τρως μη σε μέλει κι αν καεί λέει ο λαός. Αυτό το όνειρο ήθελε να το ξεχάσει, ένιωθε πως δεν την αφορούσε. Λάθος. Μόνο αυτήν αφορούσε αλλά η ακατάληπτη ονειρική γλώσσα στην οποία γινόταν ο καβγάς δεν της επέτρεπε να το κατανοήσει.
Λίγη ώρα αργότερα δεν θυμόταν τίποτα.
Στο γραφείο της μετά, άνοιξε τον υπολογιστή. Είπε να πει ένα "γειά" στους ψηφιακούς της φίλους. Και τότε... να το, να το. Το σπίτι του ονείρου. Σε μια φωτογραφία αναρτημένη από τον ένοικό του. Τον έναν που γνώριζε... Το όνειρο ζωντάνεψε, κάθε του στοιχείο τοποθετήθηκε στην εικόνα που είχε μπροστά της. Και τότε ήξερε... πως κάτι κακό του είχε συμβεί. Αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει. Πάλι λάθος. Γιατί έμαθε. Φρόντισε ο ίδιος γι' αυτό. Φρόντισε να της δώσει μια "ιδέα" πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά αλλά τελικά την είχε γλυτώσει. Η πληροφορία για το άσχημο γεγονός που είχε συμβεί της δόθηκε με έμμεσο τρόπο. Αλλά ήταν σαφής. "Άγιο είχαμε" είχε πει στους φίλους του. Κι από κάτω σχόλια από ανθρώπους που γνώριζαν το "κακό" αλλά χωρίς να μιλούν συγκεκριμένα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Σημασία έχει πως έγινε το κακό αλλά όχι ανεπιστρεπτί. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Δηλαδή είτε είναι είτε δεν είναι δεν έχει σημασία. Τρίτο λάθος: αφού δεν έχει σημασία τότε προς τί οι ονειρικές παραστάσεις που πολλά βράδια "ανεβαίνουν" στο υποσυνείδητό της; Αχ δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς θα συνέβαινε γιατί λίγο αργότερα, η φωτογραφία ξεχάστηκε παίρνοντας μαζί της όλο το κακό περιεχόμενο που της είχε δώσει το όνειρό της.
Ωστόσο αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά. Πού να πήγε αυτό το όνειρο; Στη φωτογραφία μήπως; Αν την ανασύρω θα ανασυρθεί και το όνειρο μαζί;
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά το απόγευμα που επέστρεφε στο σπίτι της, σταματημένη σε ένα φανάρι, χάζευε τον ουρανό. Είχε πολύ κίνηση και θα χρειάζονταν 3-4 φανάρια μέχρι να περάσει. Ο ουρανός είχε σύννεφα. Αραιά και πολύσχημα σύννεφα. Φαινόταν να έχει αέρηδες εκεί πάνω. Το βλέμμα της καρφώθηκε σ' ένα σύννεφο μεσαίου μεγέθους αλλά μεγάλης πυκνότητας στο κέντρο του, μεγάλης "ευελιξίας" όμως στις άκρες του. Άλλαζε σχήμα πολύ γρήγορα, στρογγύλευε, μάκραινε, ξαναγινόταν ατμός. Και προτού προλάβει ν' αναρωτηθεί "πού πάνε τα σύννεφα όταν διαλύονται", εκείνο έπαιρνε νέα σχήματα, αυτά που αποφάσιζαν να του δώσουν οι συσπειρωμένοι ατμοί του. Ή εκείνα που ήθελε εκείνη να δει. Αγαπημένα πρόσωπα. Αφού δεν μπορώ να τα δω στη γη ας τα δω τουλάχιστον στον ουρανό, σκέφτηκε.
Να λοιπόν... στον ουρανό πηγαίνει ο ατμός που γίνονται τα όνειρά της. Αρκεί να κοιτάζει εκεί ψηλά συχνότερα. Κι αυτό που θέλει να δει θα βρίσκεται εκεί. Αφού η γη δεν μπορεί να της προσφέρει τις συγκινήσεις που εκείνη ξόρκισε κι έδιωξε, θα φρόντιζε ο ουρανός γι' αυτό. Δεν πειράζει. Ας είναι καλά, να πατάει γερά στη γη, να είναι γήινος γι' αυτούς που θέλει κι ας είναι αερικό για κείνη.


Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ελάτε να τα μαγειρέψουμε

Από του μυαλού τη δίνη
Ένιωσα μια σκοτοδίνη
η έλλειψη τροφής μάλλον θα φταίει
                                                    (από τα χαϊκού της εποχής των Παγετώνων)

Μόλις συνειδητοποίησα λοιπόν ότι κάτι που να θυμίζει τροφή έχει πολλές ώρες να τιμήσει με την παρουσία του το πεπτικό μου σύστημα, πείνασα κι άρχισα τις αδιάκριτες ερωτήσεις περί δημιουργικής μαγειρικής:

Τί να μαγειρέψω σήμερα; 
Αναποφάσιστη κι εδώ. Ωστόσο για την ελαχίστως πιθανή πιθανότητα να αποφασίσω έγκαιρα, just in case που λένε, πήγα στο υπερμαρκέτο να ψωνίσω υλικά για πάσα νόσο και μαλακία και φυσικά κάτι για την λιγούρα. Ξεκίνησα από το τελευταίο. Όχι το τραμ. Το σνακ. Για την λιγούρα που λέγαμε. Και τί άλλο θα διάλεγε ένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του εκτός από σοκολάτες; Βέβαια εμένα μου αρέσει κι ο χαλβάς, κάθε είδους, αλλά επειδή τρώγοντάς τον κάνω περίεργους συνειρμούς τον αποφεύγω. Ευτυχώς για μένα, για τον Στουρνάρα, τον Σόιμπλε, την Μέρκελ και το Γιουρογκρούπ εν γένει, είμαι μικρόσωμη, λεπτή και με μεγάλη ανοχή αλλά και αντοχή βεβαίως στις θερμίδες. Δεν με τρομάζουν. Αντιθέτως τρομάζω εγώ αυτές, την κοπανάνε έντρομες, αναγκάζομαι να τη βολεύω με ό,τι προλαβαίνω ν' αρπάξω από δαύτες κι έτσι διατηρώ και τη σιλουέτα μου.
Και όπως κάθε άλλος άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τη μία από τις σοκολάτες την καταβρόχθισα μέσα στο υπερμαρκέτο, κρατώντας ως τρόπαιο τη συσκευασία της, ώστε οι κάμερες να μην έχουν καμία αμφιβολία ότι την τρώω φανερά (τη σοκολάτα) και δεν έχω σκοπό να ρίξω έξω την επιχείρηση μην πληρώνοντας το αντίτιμό της. Όταν το περιεχόμενο της συσκευασίας ανήκει πια στο παρελθόν την τοποθετώ ευλαβικά στο καρότσι ταυτοχρόνως μ' ένα ιδεατό φλασάτο μπάνερ στον εγκέφαλό μου "μην ξεχάσω να πληρώσω τη σοκολάτα". Απλά, συνηθισμένα, καθημερινά πράγματα δηλαδή, συμπεριφορές κάθε ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του. Αλλά αυτό το 'παμε. Αααα μην ξεχάσω να σας πω ότι το ίδιο κάνω και με τις μπανάνες. Πρώτα τις ζυγίζω, μετά παίρνω μία και την τρώω. Στην περίπτωση όμως της μπανάνας την τρώω πιο διακριτικά - εφόσον έχει ήδη ζυγιστεί άρα θα πληρωθεί μαζί με τις εναπομείνασες άρα δεν έχω λόγο να την επιδεικνύω τύπου "δεν την κλέβω" - επειδή μπορεί να νομίσει κανένας χριστιανός πως "γυρίζω" τίποτε προεκλογικά σποτάκια είτε ενημερωτικού, είτε εκπαιδευτικού περιεχομένου... με τίτλο "όταν την τρώω (την μπανάνα) δημόσια".
Αλλά πάμ' παρακάτω...
Μετά την "να-ζήσουμε-να-τη-θυμόμαστε σοκολατίτσα μου" άρχισα να γεμίζω το καρότσι μου με πιο σοβαρά αγαθά εξακολουθώντας όμως ν' αναρωτιέμαι τί να ψωνίσω αλλά στο πιό επίκαιρο:
Τί να ψηφίσω;
Θα ψηφίσω Ελιά. Βόεια. Κάνει ωραιότατο ραγού.
Αλλά αν δεν έχω τελικά χρόνο; Ας έχω καλού κακού και υλικά για κάτι πιο εύκολο.

Πάμε παρακάτω...
Θα ψηφίσω προβατάκι Νέας Δημοκρατίας. Κάνει ωραιότατο φρικασέ. Με βλήτα.
Τα βλήτα όμως θέλουν πλύσιμο καλό. Απ' την άλλη όμως το βλήτο κι αν το πλένεις τον χρόνο σου χαλάς. Άρα ούτε κι αυτό είναι τόσο εύκολο. Ας είναι όμως...

Συνεχίζουμε...
Θα ψηφίσω Δημάρ Δημάρ. Κάνει ωραιότατο ζελέ. Χωρίς ζάχαρη. Πικρό. Της παρηγοριάς που λέμε. Αυτό είναι πιο εύκολο, θα το φτιάξω. Να υπάρχει. Γιατί δεν ξέρω και ποιός θα μου χτυπήσει το κουδούνι το βράδυ των εκλογών. Να μην έχω κάτι γλυκό, έστω και άγλυκο να τον φιλέψω, να του σμπρώξω τα φαρμάκια;

Ρε μήπως; Μήπως;
Mήπως να ψηφίσω Κουκουέ; Κάνει ωραιότατο τσιμέντο. Σφιχτοδεμένο. Μπετόν αρμέ. Αλλά το τσιμέντο δεν τρώγεται. Δεν έχω και πού να το βάλω κιόλας. Λίγο στόκο χρειάστηκα προ ημερών αλλά αγόρασα από "άλλου είδους" παντοπωλείο. Όχι για να τον φάμε βέβαια.

Προχωρούσα προβληματισμένη στους διαδρόμους του υπερμαρκέτου. Πράγματα έβαζα στο καρότσι, πράγματα έβγαζα απ' το καρότσι. Ωστόσο ένοιωθα πως ήμουν κοντά. Στο να αποφασίσω.

Γιατί καθώς περνούσα ...Σύριζα από τον διάδρομο με τα προϊόντα χαμηλών λιπαρών, κει που πήγαινα να στρίψω για τον διάδρομο με τα γιαούρτια (αχρείαστα να 'ναι) να 'σου ένα πελώριο εμπόδιο. Δηλαδή δύο εμπόδια. Ένα χοντρό κι ένα πιο λεπτό. Δύο, σε συσκευασία ενός. Κολλητά. Σαν σιαμαία. Που μου έφραζαν τον δρόμο και με κοιτούσαν κι απειλητικά από πάνω.
- Πού πας; μου λένε με μια φωνή.
- Να ψωνίσω, τους λέω επίσης με μια φωνή. Τη δική μου.
- Πρόσεξε τί θα ψωνίσεις, μου ξαναλένε.
- Και τί σας νοιάζει εσάς τί θα ψωνίσω εγώ; τους ξαναλέω. Γνωριζόμαστε κι από ...πολίτες;
- Κοίτα να ψωνίσεις σωστά.
- Σωστά για σας ή σωστά για μένα;
- Ψώνισε εσύ τώρα "σωστά" και θα βρούμε μετά το για ποιόν είναι "σωστά".
- Ώπα... αυτά μας τα 'παν άλλοι... Δεν τσιμπάω λέμε. Τους χάνους που τσιμπάνε ψάξτε τους σε κανά Ποτάμι. 
- Αν δεν ψωνίσεις "σωστά" θα πέσει η κυβέρνηση και θα καταστραφεί η χώρα γιατί θα μας βγάλουν από το ευρώ και μετά θα μας βγάλουν κι από την ευρωζώνη και μετά οι κουμμουνιστές θα σας πάρουν τα σπίτια. Και μετά θα καταστραφεί η Ευρώπη ολάκερη και μετά κι ο πλανήτης και μετά και το ηλιακό σύστημα και μετά και ο γαλαξίας και μετά σύμπαν το σύμπαν.
- Δεν ψήνομαι. Αλλά κυρίως δεν ανησυχώ. Αφού έτσι κι αλλιώς χους ειμί και εις χουν απελεύσω (καποια στιγμή...), αφού έτσι κι αλλιώς η αποσύνθεση εις τα εξ ων συνετέθην είναι παραπάνω από βεβαία. Ή στο πιο ρομαντικό: αστερόσκονη είμαι κι αστερόσκονη θα ξαναγίνω.

Τελικά, ασχέτως τί ψήφισα ή τί δεν ψήφισα εγώ, θα πρέπει να κοιμήθηκα πολύ κι έτσι δεν πήρα χαμπάρι πως τελικά έπεσε η κυβέρνηση κι ότι λίγο πριν καταστραφεί η χώρα, ο Σόιμπλε άρχισε τις απειλές πως θα μας βγάλει από το ευρώ και την Ευρώπη γενικότερα οπότε μάλλον είναι προ των πυλών οι καταστροφές που μου "υπόσχονταν" οι κύριοι πρωθυπουργοί μας.
Κι αφού τελικά ξύπνησα, έστω και με καθυστέρηση, κι αφού τελικά θα συμβούν όλα τα παραπάνω γιατί να πάω για ψώνια; Θα βγω τσάρκα στους δρόμους της χώρας μου και θα μαζέψω κουτόχορτα. Που είναι και άφθονα και τσάμπα (μάγκες).



* μερικά κόμματα/μορφώματα/συμμορίες σκοπίμως παρελήφθησαν από το παραπάνω ημερολογιακό μου κείμενο αφού θεωρώ πως αυτά είναι πάρα μα πάρα πολύ σοβαρά "θέματα" για ν' αστειευτεί κανείς, πόσω μάλλον να το ρίξει στην πλάκα.


Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"Παιδίον" μάχης

Όχι πως δεν μ' αγαπούσανε οι δικοί μου. Όχι πως δεν με είχανε κοκό κι αυγό όταν ήμουνα μικρούλα. Όχι πως δεν φρόντιζαν να μη μου λείψει τίποτα. Όχι... όχι, φωτιά να πέσει να με κάψει. Μεγαλώνοντας όμως σιγά σιγά άρχισε να μου δημιουργείται η εντύπωση πως όλα αυτά τα έκαναν επειδή φρόντιζαν περισσότερο τον εαυτό τους. Και να περνάνε καλά. Μαζί μου. Αλλιώς δεν εξηγείται που σφάζονταν "στην ποδιά μου" για το ποιός θα αλιεύσει πρώτος κάθε μαργαριτάρι που έβγαινε από το παιδικό μου στόμα ή ποιός θ' απαθανατίσει στιγμιότυπα από τις γραφικές συμπεριφορές μου ή ποιός θα καταγράψει τα τερατώδη μυθεύματα, προϊόντα της τερατώδους φαντασίας μου. Σκοτωμός γινόταν πάνω στην παιδική πλην αφελή ψυχή που φιλοξενούνταν στο μικροσκοπικό σαρκίο μου.

Έχω μια αδελφή. Να την έχω και να την χαίρομαι θα μου πείτε. Κι αυτή εμένα, θα μου πείτε ξανά. Γεννήθηκα 9 και μισό χρόνια μετά από εκείνη. Κι όταν έγινε περί τα 16, αντί να παίζει με άλλα πράγματα έπαιζε μαζί μου. Και δεν ήταν η μόνη. Ήμουνα το παιχνίδι όλης της οικογένειας. Στερνοπούλι βλέπετε. Έτσι μ' έλεγαν. Τότε δεν ήξερα τί θα πει αυτό, καταλάβαινα όμως ότι δεν πρόκειται για κάτι ...καλό. Γιατί ναι μεν ένοιωθα την απέραντη αγάπη που μου είχαν, δεν έπαυαν όμως να είναι άκρως εκνευριστικό ν' ασχολούνται συνεχώς με τα "καμώματά" μου που και πάλι καλά καλά δεν είχα συναίσθηση ότι επρόκειτο περί "καμωμάτων". Τα θυμάμαι ακόμη όλα όσα μου έκαναν. Δεν τα ξεχνούσα καθώς μεγάλωνα και πολλές φορές έλεγα "η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο" ή "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά" (παροιμίες που τις είχα φρεσκομάθει και μου άρεσε πολύ να τις αμολάω από καιρού εις καιρόν). Περίμενα δηλαδή υπομονετικά την ευκαιρία να πάρω το αίμα μου πίσω. Από την άλλη μεριά όμως με έπιαναν τα γέλια καθώς τα θυμόμουν (και καθώς τα θυμάμαι κι ακόμη δηλαδή) κι ήταν σα να είχαν συμβεί σε άλλο παιδάκι όλα αυτά κι εγώ απλώς διασκέδαζα με τα παθήματά του. Άρα δεν είχα δικαίωμα να θυμώνω. Τώρα πια βέβαια έχουν περάσει χρόνια, ο μπαμπάς δεν ζει, το ίδιο και η μαμά. Η αδελφή όμως ζει και βασιλεύει και στο τσακ είμαι, κάθε φορά που με ρωτάει κάτι, να της δώσω την πιο κουφή απάντηση που μου 'ρχεται στο νου. Αλλά δεν το κάνω. Γιατί πάνω απ' όλα ολάκερη η οικογένειά μου άλλο στόχο δεν είχε παρά να με κάνει έναν ανώτερο κι αξιοπρεπή άνθρωπο.

Όταν η αδελφή έφτασε σε ηλικία βόλτας με την μικρή της αδελφή, πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε το λεωφορείο για να πάμε κάπου. Τότε οι άνθρωποι μιλούσαν - αλλά κυρίως έγραφαν - μια γλώσσα λίγο διαφορετική από αυτή που μιλάμε σήμερα και που τη λέγαν "καθαρεύουσα". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί την έλεγαν έτσι ούτε κι ενδιαφέρθηκα ιδιαιτέρως να μάθω αργότερα.
Εγώ παιδάκι περίεργο και φιλόμαθες είχα απορίες. Όπως κάθε παιδάκι που σέβεται τον εαυτό του είχα μια έμφυτη τάση στις αδιάκριτες ερωτήσεις. Γιατί τούτο και γιατί το άλλο. Τι θα πει εκείνο και τί σημαίνει το παράλλο. Άλλες φορές έπαιρνα απάντηση, άλλες όχι. Άλλες φορές έπαιρνα κανονική απάντηση άλλες πάλι όχι. Πολλές φορές όμως την απάντηση την έδινα μόνη μου και φυσικά η απάντηση αυτή ήταν "ό,τι να 'ναι". Όπως κάθε απάντηση που θα έγινε κάθε παιδάκι αφεαυτού του δηλαδή.
Σε ένα λοιπόν από αυτά τα λεωφορεία "της βόλτας με την μικρή αδελφή" ήταν η πρώτη μου φορά. Πριν βιαστείτε να τρομάξετε και να βγάλετε άδικα συμπεράσματα για την οικογένειά μου, να σας πω ότι αυτή η πρώτη φορά αφορούσε τη συνήθεια, που με ακολούθησε έκτοτε για αρκετά χρόνια, να διαβάζω δυνατά οτιδήποτε διαβαζότανε. Βλέπετε είχα μόλις μάθει να διαβάζω.
"ΚΡΑΤΕΙΣΘΕ ΑΠΟ ΤΑΣ ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ" έλεγε μια ταμπελίτσα που κρεμόταν από την οροφή του λεωφορείου. Και φυσικά εγώ, δυνατά, ΔΥΝΑΤΑ επαναλαμβάνω, διάβασα αυτό που έγραφε η ταμπέλα λες κι αν το διάβαζα ΔΥΝΑΤΑ θα καταλάβαινα τί σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Από αυτή τη φράση το μόνο που καταλάβαινα ήταν η λέξη "ΑΠΟ". Ούτε το "ΚΡΑΤΕΙΣΘΕ", ούτε το "ΤΑΣ", ούτε βεβαίως το "ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ". Δεν υπήρχε περίπτωση αυτό το "ΤΑΣ" να το μπερδέψω με το λακωνικό "Ή ΤΆΝ Ή ΕΠΊ ΤΆΣ" για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχαμε φθάσει ακόμη σε αυτό το ...μάθημα.

ΟΜΩΣ...
Επειδή η φρασούλα ήταν γραμμένη στα κεφαλαία δεν μπορούσα να ξέρω πού τονίζονται οι λέξεις κι έτσι αυτοσχεδίασα. Συμπτωματικά το "ΚΡΑΤΕΊΣΘΑΙ" το τόνισα σωστά, το ίδιο και το "ΑΠΌ". Το "ΤΑΣ" ως μονοσύλλαβο δεν μου άφηνε περιθώρια επιλογής τονισμού. Αλλά το "ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ"; Ποια δύναμη μ' έσπρωξε να τονίσω αυτή τη λέξη στο "ΛΆ"; Ίσως γιατί θεώρησα πως πήγαινε πολύ να τονίζονται τρεις συνεχόμενες λέξεις στην τελευταία συλλαβή. Ίσως επειδή μου θύμιζε η λέξη τον χαλβά και θέλησα να καταστήσω σαφές πως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω... δεν θυμάμαι καθόλου. Κι έτσι, loud and clear που λέμε σήμερα στην καθομιλουμένη, το διάβασα "Κρατείσθαι από τας χειροΛΆβας".
Η αδελφή μου έβαλε τα γέλια, το ίδιο και κάποιοι επιβάτες αλλά κανείς - ΚΑΝΕΙΣ γαμώ το έστω και μη πρωθυπουργικό κεφάλι μου - δεν με διόρθωσε. Βεβαίως ρώτησα τί σημαίνει και η απάντηση που πήρα ήταν πως "πρέπει να κρατιόμαστε από τούτο δω". Το "τούτο δω" μου το έδειξε η αδελφή κουνώντας το, αφού από εκείνο το "τούτο δω" κρατιότανε με το ένα της χέρι. Με το άλλο της κρατούσε το δικό μου ένα χέρι γιατί με το άλλο μου κρατιόμουνα στην πλάτη ενός καθίσματος. Μου άρεσε αυτή η φράση κι έτσι την αποστήθισα. Κι όταν επιστρέψαμε σπίτι την έλεγα ξανά και ξανά. Κι έτσι μια νέα λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο της οικογένειάς μου "οι χειροΛΆβες". Γιατί έτσι τις έλεγε από τότε και μετά η οικογένειά μου κι εγώ κόντεψα να τελειώσω το σχολείο για να μάθω ότι λέγονταν "χειρολαβές" κι όχι "χειρολάβες"... συνοδευόμενες πάντοτε από χαριτωμένα χαμόγελα γεμάτα υπονοούμενα για το τρισχαριτωμένο του πράγματος.

Αυτό θα μπορούσα να τους το συγχωρήσω, αν ήταν το μόνο.
Πάλι σε λεωφορείο, υπεραστικό αυτή τη φορά, με τη μαμά αυτή τη φορά πηγαίναμε στην Πάτρα. Στη μισητή μου τότε Πάτρα που παρότι είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, ο τόπος καταγωγής μου δηλαδή, εγώ την είχα ταυτίσει με τις τρικλοποδιές που μου έβαζε ο ξάδελφός μου και με τις σοκολάτες που έτρωγα κατά δεκάδες στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του καρνάβαλου. Μέσα στο υπεραστικό λεωφορείο λοιπόν, πηγαίνοντας στην Πάτρα, ήταν η δεύτερή μου φορά. Περνούσαμε διάφορα μέρη, η μαμά μου έλεγε εδώ είναι η Κόρινθος, εδώ το Ξυλόκαστρο (πολύ μου άρεσε η λέξη "Ξυλόκαστρο"), εδώ το Κιάτο (που παρολαυτά με βόλευε να το λέω ΚΊατο,) κ.λπ. κ.λπ. Εννοείται πως ρωτούσα γιατί την Κόρινθο την λένε έτσι, γιατί το Ξυλόκαστρο και γιατί το Κιάτο. Μάλιστα την Κόρινθο δυσκολευόμουνα να την πω σωστά και την έλεγα Κόρνιθο. Η μαμά γελούσε - και ο μπαμπάς όταν αργότερα του το διηγιότανε - ωστόσο ευτυχώς ήξερα πώς ήταν η σωστή ονομασία γιατί της είχε ξεφύγει της μαμάς όταν μου έδειχνε τ' αξιοθέατα. Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο - ω ναι - κάποτε το Κιάτο ήταν αξιοθέατο. Αλλά μπορεί και να το νομίζω αυτό. Δεν είμαι και σίγουρη. Αν όμως είχα προλάβει εγώ να διαβάσω ΔΥΝΑΤΑ την ταμπέλα ως ΚΟΡΝΙΘΟ νομίζω πως η μαμά ποτέ δεν θα με διόρθωνε και θα μάθαινα την σωστή ονομασία πολύ αργότερα.

Ωστόσο υπήρχε ένα ...μέρος που το συναντούσαμε πολύ συχνά στη διαδρομή με το ίδιο ακριβώς όνομα. Το μέρος αυτό λεγόταν "ΣΥΧΝΑΙ". Εννοείται πώς ρώτησα: Γιατί μαμά οι "ΣΎΧΝΑΙ" είναι πολλές; Από ένστικτο και μόνο κατάλαβα πως πρόκειται για όνομα γένους θηλυκού στον πληθυντικό αριθμό. Κι εννοείται πως το τόνισα και αυτό "κατά το δοκούν": "ΣΎΧΝΑΙ". Παραλίγο να φτάσω στο πανεπιστήμιο για να μάθω ότι επρόκειτο για τη λέξη "ΣΥΧΝΑΊ" η οποία ενώ σωστά είχα καταλάβει το γένος της και τον αριθμό της όμως τονιζόταν στη λήγουσα κι όχι αλλού. Εκείνο δε που υπονοούνταν αλλά δεν κατονομαζόταν σε αυτήν την επιγραφή ευθέως ήταν οι λέξεις "ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ": Δηλαδή "Συχναί διαβάσεις πεζών". Αλλά για κάποιον λόγο που μέχρι και σήμερα αγνοώ αυτές οι δύο λέξεις έπρεπε να παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό χωμένες και προφυλαγμένες μέσα σε μία και μόνη λέξη: τη λέξη "ΣΥΧΝΑΙ". Κι όταν βεβαίως η μαμά διευκρίνισε πως η λέξη αυτή δεν ήταν κάποια ονομασία τοποθεσίας έκρινε σκόπιμο να μου εξηγήσει πως σημαίνει "διαβάσεις" άρα ο οδηγός πρέπει να οδηγεί πιο προσεκτικά. Δεν θεώρησε όμως απαραίτητο ναμου εξηγήσει και όσα υπονοούνταν. Και παραλίγο να τελειώσω και το πανεπιστήμιο για να μάθω ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.

Ακόμα και αυτό θα μπορούσα να το συγχωρήσω αν δεν υπήρχε και τρίτο κρούσμα. Και θανατηφόρο. Ως προς την παιδική μου ψυχή εννοώ.
Ενώ για τις hot απορίες ρωτούσα τον μπαμπά ή την αδελφή, για κάποιον λόγο, που οι επιστήμονες ακόμη τον ψάχνουν, ρώτησα τη μαμά τί θα πει "λεωφορείο". Δηλαδή για ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ το έλεγαν έτσι. Εννοούσα πως ήθελα να μάθω την ετυμολογία της λέξης αλλά τότε δεν γνώριζα την "ετυμολογία" ούτε ως λέξη, ούτε ως έννοια. Βλέπετε είχα και τέτοιου είδους απορίες. Δεν ξέρω αν αυτό σας λέει τίποτα για τον παλιοχαρακτήρα μου εμένα πάντως μου λέει πολλά.
- Γιατί το λεωφορείο λέγεται λεωφορείο μαμά;
Κι αντί η μαμά να πει "ρώτα τον μπαμπά" ή "θα σου πω άλλη φορά", προκειμένου να μην εκτεθεί στα μάτια μου ότι δεν ξέρει, απάντησε:
- Λεωφορείο λέγεται γιατί πηγαίνει πάνω στη λεωφόρο!!! 
Σιγά το δύσκολο, αυτό το καταλάβαινα και μόνη μου. Βλέπετε είδα δει και είχα ακούσει να λένε για τη λεωφόρο Αμαλίας, τη λεωφόρο Βασ. Σοφίας, τη λεωφόρο ΣΠΑΤΏΝ και άλλες τέτοιες. Δεν ξέρω αν προσέξατε: ΣΠΑΤΏΝ και όχι ΣΠΆΤΩΝ. Βέβαια, αυτό, ακόμη και σήμερα, πολλοί άνθρωποι το λένε έτσι. Κι όχι μόνο αυτό αλλά και προχθές άκουσα να λένε σ' ένα ρεπορτάζ σε κάποιο κανάλι "οι εξερευνητές των Λευκών Όρεων της Κρήτης". Τουλάχιστον εγώ τότε ήμουνα 6 χρονών παιδάκι ενώ αυτοί που λένε αυτές τις μπαρούφες είναι πολύ πολύ πολύ μεγαλύτεροι... ένα Πανεπιστήμιο, ένα ΤΕΙ, ένα Λύκειο, ένα Γυμνάσιο ένα Δημοτικό βρε αδελφέ το 'χουν τελειώσει.

Στο θέμα μας...
- Ναι μαμά μου, αλλά γιατί τη λεωφόρο τη λένε λεωφόρο;
Η απάντηση;
- Γιατί τα παλιά τα χρόνια σε αυτούς τους δρόμους, επειδή ήταν φαρδιοί, έτρεχαν λέοντες, λιοντάρια δηλαδή, κι έτσι τους έμεινε, οπότε το αυτοκίνητο που κινείται στο δρόμο που παλιά έτρεχαν λέοντες, λιοντάρια δηλαδή, λέγεται λεωφορείο!!!!!
- Πόσο παλιά χρόνια δηλαδή;
- Ξέρω γω; Καμιά δεκαριά χιλιάδες χρόνια;

Εγώ βεβαίως, απτόητη συνέχισα τις ερωτήσεις επειδή ήθελα να μάθω τη διαδρομή της ονοματοδοσίας της λεωφόρου σε ...λεωφόρο στα βάθη του χρόνου.
- Και πολύ πιο παλιά μαμά; Πριν από έναν αιώνα ας πούμε... πώς λεγόταν;

Και ξαφνικά η μαμά συνειδητοποίησε τρία πράγματα:
1ον: ότι έπρεπε και η ίδια να μάθει τα περί "λαοφόρου-λεωφόρου,
2ον: ότι το παιδί της έπρεπε κατεπειγόντως να μάθει τις υποδιαιρέσεις του χρόνου και
3ον: πως πρέπει να σταματήσουν πια αυτοί οι εξυπνακισμοί σε βάρος μου.

Νομίζω πως αν δεν είχα κάνει εκείνη την κρίσιμη ερώτηση θεωρώντας τον αιώνα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα δέκα χιλιάδες χρόνια, ίσως μέχρι σήμερα να πίστευα τη θεωρία της μαμάς για τους λέοντες, δηλαδή λιοντάρια, στους δρόμους της Αθήνας.
Όσο για "τας χειρολάβας" και τις "Σύχνες"; Αυτά τα έμαθα μόνη μου στην πορεία.
Κι όσο καλή ήμουνα στο να μαθαίνω μόνη μου διάφορα πράγματα στην πορεία, άλλο τόσο έμαθε η οικογένειά μου πως ήμουνα καλή στο να μαθαίνω "μπινελίκια" και να τα λέω όταν, όποτε και όπου χρειάζεται. Απέξω κι ανακατωτά.
Αυτά.