Gustav Klimt |
- Παιδί μου τί συμβαίνει;
- Μανούλα μου είμαι ένα τέρας, ένα τέρας είμαι άμα σου πω τί έκανα!!
- Άσε με να μαντέψω μωρό μου, δεν έκανες, είπες, σωστά;
- Αχ μανούλα μου όλα τα ξέρεις πια!!
- Λέγε τώρα τί έγινε...
Κοφτές φράσεις... σύντομες (πώς το 'παθε), ασυνάρτητες όμως σαν τα ποιήματά της, σαν τα κείμενα που μερικές φορές αραδιάζει στο "ψηφιακό χαρτί" και δυσκολευόμαστε εμείς οι υπόλοιποι να καταλάβουμε τί έχει στο μυαλουδάκι της όταν τα γράφει. Ο καναπές μούσκεμα, το στομάχι της μπαινόβγαινε, φτερούγιζε σα να πετούσαν εκεί μέσα δεκάδες πεταλούδες, σαν ένα περιστέρι να προσπαθούσε να τρυπήσει τη σάρκα της, να βγει έξω, να πετάξει, να σωθεί... κρύωνε... ακόμη κι εγώ σα μάνα δεν ήξερα τί να κάνω.
- Να σου φτιάξω έναν καφέ, ένα τσάι, ένα χαμομήλι πρώτα...
- Όχι, κάτσε να σου πω, ή μάλλον να σου δείξω.
Με τρεμάμενα χέρια παίρνει το λάπτοπ, το ανοίγει με ακόμη πιο τρεμάμενα και μου δείχνει ένα γράμμα που είχε γράψει. Τρόμαξα, πραγματικά τρόμαξα. Γιατί το χειρότερο δεν ήταν ότι το 'γραψε... το χειρότερο ήταν ότι το είχε στείλει κιόλας. Και καλά τον παλιό καλό καιρό με το ταχυδρομείο μπορεί να υπήρχε πιθανότητα να σταματήσεις το κακό, τώρα όμως με το κωλοΐντερνετ αυτό ήταν αδύνατο. Το γράμμα είχε συνταχθεί και είχε αποσταλεί επίσης αλλά ακόμη ο παραλήπτης δεν το είχε πάρει χαμπάρι να το διαβάσει. Ε και; το γράμμα βρισκόταν καμαρωτό καμαρωτό, υπομονετικό κι υπάκουο να 'ρθει το αφεντικό του να το δει και να το διαβάσει.
- Πουλάκι μου δεν γράφουν τέτοια πράγματα σ' έναν άντρα, πώς το έκανες αυτό; Ακόμη και δίκιο να έχεις για τα γεγονότα, τα οποία δεν γνωρίζω καν ακόμα, δεν λέγονται αυτές οι κουβέντες και μάλιστα όταν έχετε κι οι δυο τις φωλιές σας λερωμένες. Αλλά το χειρότερο αγάπη μου είναι πως δεν γράφονται τέτοια πράγματα σ' έναν άντρα που αγαπάμε, που είμαστε ερωτευμένες μαζί του... δηλαδή αν τον μισούσες θα τον σκότωνες; Γιατί να πιστέψει τα συναισθήματά σου όταν τη μία στιγμή είσαι μέσα στην αγάπη και τον έρωτα γι' αυτόν και την άλλη ξαφνικά δίνεις μια κλωτσιά και τα γκρεμίζεις όλα αναιρώντας στην ουσία όλα όσα του έχεις πει. Εσύ δεν μου έλεγες ότι είσαι ευτυχισμένη μαζί του, όπως κι αν ήσασαν, ότι δεν ζητάς τίποτα απ' αυτόν παρά μόνον να είσαστε καλά; Με όποιον τρόπο; Τί σ' έπιασε σήμερα; Όχι... όχι... μη πεις επειδή θύμωσες με κάτι... δεν θα το πιστέψω... Απλώς ξαφνικά μου έγινες τόσο μα τόσο κυκλοθυμική. Γιατί να το αντέξει αυτό ο άνθρωπος; Η σχέση σας δεν ήταν τέτοια ώστε να είναι κάποιος από τους δύο "αναγκασμένος" ν' ανέχεται. Από την άλλη μωρό μου δεν τα λένε αυτά με γράμμα που πηγαίνει στον άλλο με e-mail! Μα με e-mail γαμώ το φελέκι μου!!! Αυτά τα πράγματα τα λένε στον άλλον κοιτώντας τον στα μάτια. Έτσι έπρεπε να τα πεις, επιστρατεύοντας όλη τη γοητεία σου και χρησιμοποιώντας όλη την τσαχπινιά σου. Ο άλλος να σε έχει δίπλα του, να σε κοιτάζει ώστε ενώ εσύ μιλάς εκείνος να μπορεί να διαβάσει τη γλώσσα των ματιών σου, να κατανοήσει τη γλώσσα του σώματός σου, να μεταφράσει τη γλώσσα της καρδιάς σου, να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα της ψυχής σου. Και μετά τον τρελαίνεις με τα φιλιά σου και του αλλάζεις τον αδόξαστο (Χριστέ μου τί λέω στο ίδιο μου το παιδί).
Τελικά εκεί μακριά που κατοικοεδρεύω τα τελευταία χρόνια έχω μάθει πολλά. Πάρα πολλά. Λες κι έπρεπε να τα μάθω για να μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου. Αλλά τί ήθελα και τα 'λεγα; Άφησε ένα μακρόσυρτο Αααααααα κι άρχισε πάλι να σουρομαδιέται στον καναπέ. Είχε δίκιο, ήταν χοντρό αυτό που έκανε. Κοίταξα το ρολόι κόντευε η ώρα 9.30. Αμάν, σκέφτηκα, τα φρέσκα δεν τα έβαλα στο ψυγείο. Αφημένα τα είχα ακόμη στο σαλόνι. Τα τακτοποίησα πρώτα όπως όπως και μετά της έφτιαξα ένα χαμομήλι, έβαλα και μέλι μέσα. Αλλά καλού κακού πήρα και το μπουκάλι με το ουίσκι και δυο ποτήρια μαζί μου. Θα μας χρειαστούν, σκέφτηκα. Κάθισα στον καναπέ, της ανασήκωσα το κεφάλι, το έβαλα στα πόδια μου και της χάιδευα τα μαλλιά. Να τη δείρω ήθελα αλλά ήταν κοτζάμ γυναίκα δεν ήταν κανένα κοριτσάκι. Κι αφού το ξύλο δεν το έφαγε τότε που έπρεπε τώρα ήταν αργά. Έτρεμε σαν σπουργιτάκι στην παγωνιά... πείστηκε να πιεί το χαμομήλι γουλιά γουλιά αλλά αμέσως μετά το ουισκάκι το τσάκισε. Είχε πάει η ώρα 10... έβαλα ένα και για μένα. Τα μαγουλάκια της ήταν τώρα πια αναψοκοκκινισμένα, τα ματάκια της γυαλίζανε όμορφα όμορφα μες την κοκκινίλα κι αυτά, τα βλέφαρά της καταπληκτικά πρησμένα... τούμπανα, μούρλια, μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί... μμμ κούκλα... να την έβλεπε τώρα ο καλός της... που τη θεωρούσε κι όμορφη. Ευτυχώς τα φακελάκια του χαμομηλιού θα της ήταν χρήσιμα την επομένη για κομπρέσες στα μάτια της.
Αρχίσαμε λοιπόν να μιλάμε... Άναψε και τσιγάρο μέσα στο σαλόνι - σπάνια το έκανε αυτό - ανάψαμε όμως κεράκια και πιάσαμε την κουβέντα. Μου εξήγησε ήρεμα κι όμορφα - no drama at all - την όλη υπόθεση, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι ξέσπασε έτσι στον άνθρωπο. Είχε λόγους και μάλιστα σοβαρούς αλλά δεν ήταν μόνο δική του ευθύνη η όλη "υπόθεση". Θα μπορούσε κι εκείνος να της πει τα ίδια. Και χειρότερα, συμπληρώνω αφού σα μάνα της την ήξερα καλύτερα απ' όλους. Κι έτσι κατέληξα (από μέσα μου γιατί πού να τολμήσω να της το πω) πως γράφοντας αυτό το γράμμα ανάγκασε (βίαζε) τον εαυτό της να βρεθεί προ τετελεσμένου γεγονός. Κορόιδευε τον εαυτό της πως πίστευε αυτά που του έγραψε προεξοφλώντας τη δική του αργά ή γρήγορα αποχώρηση από τη ζωή της, πως προκαταλάμβανε τον εαυτό της επειδή νόμιζε πως θέλει να ξεφύγει από μια "άβολη" (μα τί κομψά που τα λέω) ομολογουμένως κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελε καθόλου να ξεφύγει, αντιθέτως ήθελε να το ζήσει όλο "αυτό". Κι άλλο που δεν της έλεγε τόσο καιρό "μην βιάζεσαι". Κι έτσι τον κατηγόρισε άδικα και το θέμα δεν ήταν το "άδικα", ήταν το "άγαρμπα, προκλητικά και προσβλητικά". Δεν τ' αντέχουν αυτά οι άντρες μωρό μου, έλεγα από μέσα μου. Και τώρα;
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα μήνυμα που έλεγε πως εκείνος δεν μπορούσε να διαβάσει το γράμμα της και θα το έκανε την επόμενη μέρα. Βλέπετε ήταν ταξίδι... Ξαφνικά την είδα σα να ψιλοανακουφίστηκε... Ήξερα τί σκέφτηκε... Περίοδος χάριτος σκέφτηκε...
- Χελόου... θα το δει αύριο!!!
- Ναι αλλά αύριο πριν δει το γράμμα μάλλον θα περάσει να δει εμένα!!!
- Και λοιπόν; Τί σημαίνει αυτό; Ούτε γάτα, ούτε ζημιά; Μωρό μου, αγάπη μου, λατρεία μου, γυαλάκια μυωπία μου και μετά να δει ο άνθρωπος το γράμμα και να πέσει ξερός; Αυτό πια αγγίζει τα όρια της ανεντιμότητας.
- Μα θα του ζητήσω προκαταβολικά συγνώμη.
- Ναι αλλά δεν θα ξέρει για τί ακριβώς του ζητάς συγνώμη.
- Και τί να κάνω;
- Αν έρθει θα του το δώσεις να το διαβάσει με ηρεμία και θ' αποφασίσει ο ίδιος τί θα κάνει. Κι εσύ σοβαρή και κυρία χωρίς γούτσου γούτσου και νιαρ νιαρ θα περιμένεις την ετυμηγορία. Μ' άκουσες; Αυτό θα κάνεις.
Σα να το δέχτηκε αυτό που της είπα... είχε αρχίσει να ηρεμεί... κι έτσι θα μπορούσα κι εγώ να την αφήσω και να πάω ήσυχη στην κατοικία μου.
- Αχ βρε πουλάκι μου, κι άλλο που δεν σου έλεγα από μικρό που ήσουνα. Ιστορίες από την Κατοχή και τον Εθνικό Ύμνο.
- Μαμά ποτέ δεν μου έλεγες τον Εθνικό Ύμνο!!! Τί έπαθες;
- Στον έλεγα χρυσό μου, στον έλεγα. Δε θυμάσαι; Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει! Αυτός ήταν ο Εθνικός Ύμνος του σπιτιού μας. Η γλώσσα απ' τα κόκαλα βγαλμένη εννοούσαμε. Γιατί βρε αγάπη μου έτσι ήσουν από μικρή. Ο άκρατος συναισθηματισμός σου σε οδηγεί στις υπερβολές, στις παρορμήσεις, στην επιθετικότητα και κυρίως σε αυτούς που αγαπάς!!! Ώρες ώρες σκέφτομαι δεν είσαι δικό μου παιδί εσύ.
- Τί λες καλέ!! Η μητρότης δεν αμφισβητείται.
- Ναι αλλά μπορεί να έκαναν λάθος στο μαιευτήριο και να μου 'δωσαν άλλο παιδί.
Έβαλε τα γέλια το πουλάκι μου και μετά τα κλάματα ξανά και μετά και τα δύο...
- Αχ βρε μαμά θα με βάλεις τώρα σε περιπέτειες να ψάχνω τους αληθινούς μου γονείς! Βίκυ Χατζηβασιλείου ετοίμασε πακέτο!!!
Άρχισε να συνέρχεται... ουφ... να μπορέσω κι εγώ να φύγω.
- Μαμά μου υπάρχει περίπτωση να μου το συγχωρήσει; Εντάξει έχω αυτό το τεράστιο ελάττωμα... αλλά έχω και προτερήματα.
Προσέξτε τώρα... ενικός αριθμός στο "ελάττωμα", πληθυντικός στα "προτερήματα". Βίκυ Χατζηβασιλείου ετοίμασε πακέτο. Δεν είναι δικό μου παιδί αυτό.
- Μωρό μου δεν είναι το μόνο σου ελάττωμα... απλώς είναι το μεγαλύτερο. Τόσο μεγάλο που μοιάζει μοναδικό... επισκιάζει όλα τ' άλλα κι ακυρώνει τα προτερήματα. Τόσο ενοχλητικό που κάνει τα άλλα σου ελαττώματα να μοιάζουνε με ...ζουζουνιές. Και όχι δεν νομίζω πως μπορεί να σε συγχωρέσει, όχι τόσο επειδή τον αδίκησες ή τον πρόσβαλες αλλά επειδή τον πρόδωσες, τον απογοήτευσες. Και το χειρότερο; Ίσως νιώθει προδωμένος απ' τον ίδιο του τον εαυτό επειδή αφέθηκε να σ' εμπιστευτεί... να σε θελήσει... να έχει αισθήματα για σένα. Ίσως ακόμη ακόμη ν' αρχίσει ν' αμφισβητεί το ένστικτό του που χάρη σ' αυτό ή εξαιτίας του ήρθατε τόσο κοντά.
Τα έλεγα αυτά κι απομακρυνόμουνα σιγά σιγά μην αρχίσει να μου πετάει πράγματα. Όχι πως θα με πετύχαινε δηλαδή αλλά ήταν κρίμα να δημιουργηθεί τόση ακαταστασία στο σπίτι της. Την άφησα να κοιμάται ήσυχα... Σκέφτηκα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε περισσότερο. Και ξεκίνησα το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Ήξερα πως εκείνος δεν θα ερχόταν, θα διάβαζε το γράμμα χωρίς να την έχει συναντήσει προηγουμένως, θα χώριζαν κι ευχόμουν να μην πονέσει πάρα πολύ, βέβαια εγώ θα τη βοηθούσα πάλι... θα της έκανα καμιά επισκεψούλα ξανά αν χρειαζόταν... παρότι αυτό δεν ήταν πολύ εύκολο.
Ξύπνησα λίγο πιο ήρεμη έχοντας πάρει απόφαση να δεχτώ τις συνέπειες του λάθους μου. Ακόμη κι αν τον έχανα. Γιατί οι αράδες μέσα στο αρχείο που το έλεγα γράμμα ήταν σκληρές, χτυπούσαν ευαίσθητες χορδές, άγγιζαν ό,τι πολυτιμότερο έχει ένας άντρας... τον εγωισμό και το φιλότιμό του. Αυτός ο άνθρωπος είχε μια εικόνα για μένα, σωστή κατά βάσιν, δεν τον είχα κοροϊδέψει και μάλιστα κάπως είχε αρχίσει να ψυχανεμίζεται και τον παρορμητισμό μου που εγώ κατ' ευφημισμόν έλεγα "αυθορμητισμό", σε στιγμές αυτοκριτικής "κυκλοθυμία λόγω έρωτα" και σε κάποιες σπάνιες αναλαμπές ειλικρίνειας "συναισθηματικό τσουνάμι". Αλλά δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένος να τα δεχτεί όλα αυτά. Ας έφευγε λοιπόν - γιατί μάλλον θα έφευγε, αφού το είχα κιόλας ζητήσει με ατιμωτικό γι' αυτόν τρόπο - κι εγώ θα εξακολουθούσα να ζω στο περιβάλλον του - αναγκαστικά - προσπαθώντας να είμαι ο εαυτός μου, αυτή που είχε γνωρίσει, προσπαθώντας να είμαι ήρεμη κι ανεπιτήδευτη όπως με είχε συνηθίσει. Θα μάθαινα να συνεχίζω τη ζωή μου χωρίς αυτόν... όπως ήταν πριν απ' αυτόν, κρατώντας μέσα στην καρδιά και την ψυχή μου όλα όσα μου είχε δώσει κι αν κάποια στιγμή του περνούσε ο θυμός και η πίκρα και ο πληγωμένος του εγωισμός καταλάγιαζε μπορεί να το συνεχίζαμε από εκεί που το είχαμε αφήσει αλλά μπορεί και όχι. Έτσι κι αλλιώς οι συνθήκες ανάμεσά μας ήταν πολύ μπερδεμένες.
Αμάν... σκέφτηκα, τα φρέσκα δεν έβαλα στο ψυγείο. Αφημένα τα έχω ακόμη στο σαλόνι.
Κι όμως δεν ήταν εκεί, τα βρήκα τακτοποιημένα στο ψυγείο. Λίγο ακατάστατα βέβαια αλλά στο ψυγείο. Απορημένη τακτοποίησα και τα υπόλοιπα ψώνια και σκέφτηκα να φτιάξω ένα χαμομήλι με μέλι και να βάλω κι ένα ουισκάκι για μετά ώστε να ηρεμήσω και να καταφέρω να βγάλω τη νύχτα. Αλλά ξαφνικά θυμήθηκα πως ήδη υπήρχε ένα φλιτζάνι, δυο ποτήρια κι η μπουκάλα με το ουίσκι στο τραπέζι του σαλονιού. Επίσης το τασάκι, τα τσιγάρα μου κι ο αναπτήρας. Το σπίτι μύριζε τσιγάρο - δεν είχα συνηθίσει έτσι - το φλιτζάνι είχε ακόμη δυο γουλιές στον πάτο, τις ήπια, ήταν χαμομήλι με μέλι και τα αδειανά ποτήρια μύριζαν ακόμη ουίσκι. Πότε τα έκανα όλα αυτά; Δεν θυμόμουν καθόλου. Αλλά γιατί δύο ποτήρια; Τότε αναδύθηκε στο συνειδητό μου το όνειρο που είδα στη διάρκεια του ταραγμένου ύπνου μου. Είδα τη μάνα μου!! Είχε κατέβει λέει από τον ουρανό για να με βρει................ Αχ.....
Αχ μανούλα μου αγαπημένη, αχ... ποιό άραγε από τα δυο ποτήρια να είναι το δικό σου; Ποιό; Να το φιλήσω, να μην το πλύνω ποτέ, να το βάλω μόνο του κάπου ψηλά... να δεσπόζει... να είναι ορατό από παντού... και να μου θυμίζει πως "η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει".