Ακολουθία του Νιπτήρος
Η μπίρα έρεε στο ποτήρι και κατόπιν έρεε στο λαρύγγι μου και μετά έρεε στο αίμα μου κι ύστερα κάνοντας μια στάση στο νεφρό μου για ...ξενέρωμα κατέληγε στην κύστη μου. Την ουροδόχο. Από εκεί και πέρα η πορεία των μπιρικών πλην όμως διυλισμένων και μεταλλαγμένων σε κάτουρο - κοινώς τσίσα - υγρών μου ήταν προδιαγεγραμμένη και μη αναστρέψιμη. Η δε ανάγκη για την ταχύτατη εκπλήρωση του προορισμού τους μέγιστη.
Αφού τακτοποιήθηκαν τα υγρά μου κι ενώθηκαν με τόνους λίτρα από αλλωνών υγρά ή άλλου είδους υγρά, ώστε όλα μαζί ν' αποτελέσουν μια υγρή ιδιότυπη στρατιά λυμάτων δίχως στόχο και δίχως σκοπό, ήρθε η ώρα να αξιοποιήσω τις ευεργετικές ιδιότητες κάποιου άλλου υγρού, συστατικού βεβαίως αυτού που μόλις εγκατέλειψε την κύστη μου και που το λέμε συνήθως νερό. Να χρησιμοποιήσω δηλαδή νερό για να αφαιρέσω μηχανικώς από τα χέρια μου τυχόν υπολείμματα μορίων υγρού από αυτά που μόλις προολίγου κατοικούσαν υδαρώς εντός μου. Κοινώς: να πλύνω τα χέρια μου.
Στέκομαι ωσάν ηλίθια μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με νιπτήρα - και μάλλον ήταν δηλαδή - αν και περισσότερο παρέπεμπε σε έργο μοντέρνας και βεβαίως αφηρημένης τέχνης ή στην καλύτερη περίπτωση παρέπεμπε σε φουτουριστικό δρώμενο τύπου "έτσι θα είναι κάποτε οι νιπτήρες". Κοιτάζω γύρω μου και γεμάτη προσμονή πως οι υποψίες μου ότι "κάπου θα υπάρχει υγρό σαπούνι" θα αποδειχθούν σωστές, σκανάρω το ...τοπίο, ανακαλύπτω ομοίωμα σαπουνοϋποδοχέα σαν γλυπτό του Henry Moore και όλο αισιοδοξία τοποθετώ τα χέρια μου από κάτω του. Σκεφτόμενη πως όσο καλός γλύπτης να είναι κάποιος δεν θα μπορούσε να τα βάλει και με την βαρύτητα. Πράγματι, ενώ ψάχνω τί σκατά να πατήσω για να αποκτήσω λίγο τέτοιο υγρό ακούγεται ένα "φσσσστ" και η χούφτα μου γεμίζει αφρό. Αυτό το λέμε φωτοκύτταρο. Τοποθετώ κατόπιν τα χέρια μου σε θέση μάχης, έτοιμα να δεχθούν τα ευεργετήματα και τις απολυμαντικές ιδιότητες του νερού που ανακατευόμενο με τον σαπουνοαφρό θα δημιουργήσουν πλούσια καθαριστική κρέμα και θα κάνουν την πιθανή ρυπαρότητα των χεριών μου παρελθόν. Ναι, αλλά πώς θα τρέξει το νερό; Και από πού;
Κοιτάζω εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι η νεροέξοδος, δηλαδή η βρύση αλλά το μόνο που είδα ήταν ένα μαρτζαφλάρι που μόλις προεξείχε απειλητικά αλλά με νόημα από τον τοίχο. Σκύβω λίγο, βλέπω ότι από κάτω έχει τρυπούλες, λέω "ααααα από εδώ θα τρέξει το νερό" αλλά το θέμα εξακολουθεί να είναι ΠΏΣ ΘΑ ΤΡΈΞΕΙ ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ ΤΟ ΓΑΜΗΜΈΝΟ. Αρχίζω να κουνάω τις ενωμένες χούφτες μου δεξιά αριστερά και πάνω κάτω, προσπαθώντας να κρατήσω ακόμη φυλακισμένον τον σαπουνοαφρό σκεφτόμενη πως κάπου θα υπάρχει φωτοκύτταρο ΚΑΙ για τη ροή του νερού. Υποθέτοντας δε πως το φωτοκύτταρο δεν μπορεί να βρίσκεται τοποθετημένο στο ταβάνι ή στο πάτωμα κουνούσα τη χουφτίτσα μου γύρω γύρω από την υποτιθέμενη βρύση. Τότε είδα μια μεταλλική βουλίτσα σφηνωμένη στον τοίχο κι αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί. Πιέζοντάς την με το χέρι μου αυτή υποχώρησε και το νεράκι άρχισε να ρέει. Αλλά ταυτόχρονα άρχισε να ρέει κι ο αφρός και να εγκαταλείπει άρον άρον την χούφτα μου προτού προλάβει να ενωθεί εις υγρόν ένα με το νεράκι. Την ώρα δε που ετοιμαζόμουνα να αποκτήσω νέον αφρό κι ενώ δεν είχαν περάσει παρά μόνο μερικά νανοσεκόντ η ροή του νερού σταμάτησε. Τελικά έβαλα αφρό στο ένα χέρι και πάτησα το κουμπάκι με το άλλο. Με όσο νεράκι έτρεξε κατάφερα να πασαλείψω τα χέρια μου με το γλιτσερό πράγμα που σχηματίστηκε, για να καταφέρω να τα ξεβγάλω ούτε λόγος, τα σκούπισα με τόσο χαρτί ικανό να γεμίσει ένα τσουβάλι και θεώρησα το περιστατικό λήξαν. Και φυσικά είπα: τα επόμενα τσίσα σπίτι.
...
Το κρασάκι εύφραινε την ψυχούλα μου και την καρδούλα μου, όπως άλλωστε είναι δουλειά του να κάνει κι ακολουθώντας τη συνήθη διαδρομή που κάνουν όλα τα υγρά και που ανέφερα παραπάνω επέμενε να καταλήξει κι αυτό σε μια λεκάνη τουαλέτας. Βεβαίως κάθε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος διαθέτει τουαλέτα. Εκείνο που δεν διαθέτει όμως είναι ...ομοιομορφία στα γούστα των διακοσμητών.
Αυτή τη φορά το σαπούνι δεν ήταν αφρός, ήταν κρεμοσάπουνο που έβγαινε από ένα λεπτό ματσουκάκι που προεξείχε από το γείσο του επίσης ντιζαϊνάτου νιπτήρα. Που όμως ήταν τόσο ρηχός ώστε τα χέρια μου έπρεπε ν' ακουμπήσουν τον πάτο του προκειμένου ν' αποκτήσουν λίγο υγρό σαπούνι. Κι όταν είναι κανείς σιχασιάρης καταλαβαίνετε πως δεν είναι και το καλύτερό του ν' ακουμπήσει έναν νιπτήρα δημόσιας χρήσης. Κρατώντας το πολύτιμο υγρό στα χέρια ψάχνω ένα σημάδι για έναν τρόπο που θα μου δώσει μικρή έστω ποσότητα από το πολυπόθητο νεράκι. Στην περίπτωση αυτή το νερό θα έτρεχε - υπέθεσα - από ένα ανάλογο ματσουκάκι που προεξείχε πάλι από το γείσο αλλά στο κέντρο του νιπτήρα. Το ότι τα χέρια μου και σε αυτήν την περίπτωση θ' ακουμπούσαν τον πάτο του νιπτήρα είναι από τα ευκόλως εννοούμενα που παραλείπονται ωστόσο. Αλλά πώς θα έκανα το νερό να τρέξει; Δεν υπήρχε κάποιο ορατό κουμπί σε αυτήν την περίπτωση. Αλλά κάνοντας πέρα δώθε τα χέρια μου ψάχνοντας τον ΤΡΌΠΟ τον γαμημένο που θα μετέτρεπε το ματσουκάκι σε βρύση άρχισε επιτέλους το νερό να ρέει! Αχά... εδώ υπάρχει φωτοκύτταρο, σκέφτηκα. Το νερό έτρεχε λεπτό σαν κλωστούλα και για μερικά μιλισεκόντ είχα την ψευδαίσθηση πως θα πλύνω τα χέρια μου. Μετά από καμιά δεκαριά προσπάθειες κατάφερα να μετατρέψω αυτήν την ψευδαίσθηση σε γεγονός.
Χορεύοντας στο σκοτάδι
Ο φρέντος ξεσήκωνε το αποκοιμισμένο νευρικό μου σύστημα κι έφερνε σε κατάσταση πλήρους εγρήγορσης τα χαμένα στη ραστώνη του μεσημεριού εγκεφαλικά μου κύτταρα. Ο σερβιτόρος σε μια προσπάθεια να μου πει τ' ανείπωτα - ήθελα να πιστεύω η αφελής - γέμιζε ξανά και ξανά το ποτήρι μου με νερό. Κι εγώ - ακόμη πιο αφελής - το έπινα για να μου το ξαναγεμίσει. Η φίλη μου με κοίταζε με μίσος κι εγώ με τρόμο ένιωθα την κύστη μου να γεμίζει ταχύτατα. Και καθώς μια γεμάτη κύστη είναι το τελευταίο που μπορείς να αγνοήσεις όταν ο σερβιτόρος σου ρίχνει ματιές πιο επικίνδυνες για τους πάγους της Ανταρκτικής κι από την ίδια την υπερθέρμανση του πλανήτη, σηκώθηκα όλο χάρη αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην ξενέρωτη φίλη μου. Αφού όλο το νερό βλέπετε το είχα πιεί εγώ. Με ύφος που ξέρει τα πάντα, με ύφος που γνωρίζει όχι μόνο ποιός είναι θαμμένος στον τάφο της Αμφίπολης αλλά και τη θέση της γάτας του Σρέντιγκερ ακόμη, δεν θα καταδεχόμουνα ποτέ να ρωτήσω "πού είναι η τουαλέτα σας καλέ". Σκάναρα τον χώρο, είδα μια σκάλα που πήγαινε προς τα πάνω κι άλλη μία που πήγαινε προς τα κάτω, έριξα τη νοερή ζαριά μου και ξεκίνησα για κάτω μέχρι που την τελευταία στιγμή είδα το πινακιδάκι "WC" που έδειχνε όμως προς τα πάνω. Και κάνοντας μια στροφή όλο νάζι τύπου "και βέβαια ξέρω πού είναι η τουαλέτα σας καλέ" ανέβηκα. Κι εδώ αρχίζει η υπερπαραγωγή "Τρόμος στον Δρόμο για την Τουαλέτα". Ανεβαίνοντας τη σκάλα κι αμέσως μετά την πρώτη στροφή έσβησε το πίσω φως και πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα προτού "διαβάσει" την παρουσία μου ο ανιχνευτής και μου κάνει τη χάρη ν' ανάψει το εμπρός. Μόλις έφτασα στο κεφαλόσκαλο έσβησε πάλι το πίσω φως αλλά έχοντας πια σακουλευτεί τη δουλειά με τους "μηχανισμούς του διαβόλου" κοντοστάθηκα μέχρι να με αντιληφθεί το γαμημένο το φωτοκύτταρο και μου φωτίσει τον δρόμο. Μπήκα στον προθάλαμο της τουαλέτας. Εκεί υπήρχε μόνιμα αναμμένο φως. Υποψία φωτός αλλά πάντως υπήρχε "κάτι σε φως". Προχωρώ στα ενδότερα, με ανιχνεύει ο μηχανισμός και ανάβει το φως αλλά την κρίσιμη στιγμή της αυτοσυγκέντρωσης προκειμένου το εγκλωβισμένο κυστικό υγρό να πάρει εγκεφαλική άδεια προς απελευθέρωσίν του αλλά κυρίως να βρει τον στόχο του, τη λεκάνη της τουαλέτας δηλαδή, σε αυτό λοιπόν το σημείο κι ενώ οι πρώτες σταγόνες έκαναν την ηρωική τους έξοδο, σβήνει το φως! Και σε αυτό ακριβώς το σημείο του πρόσεσινγκ εγώ να πρέπει να κρατώ με το ένα χέρι το φόρεμά μου ψηλά, με το άλλο χέρι το βρακί μου χαμηλά, την ανάσα μου γενικώς και την προσοχή μου παντού μην τυχόν κι ακουμπήσει κάτι από τα προαναφερθέντα σε ανεπιθύμητες επιφάνειες. Το μόνο που θα μπορούσα να κουνήσω ελαφρά και μόνο ήταν το κεφάλι μου προκειμένου ο ανιχνευτής να με ξανααντιληφθεί και ν' ανάψει το φως ώστε να μπορέσω να συνεχίσω την δουλειά μου. Του κάκου. Ο γαμίδης ήθελε χέρι. Αναγκάστηκα να απελευθερώσω ένα χέρι και να το κουνήσω για να λάβουν χώρα αμέσως μετά απείρου κάλλους χορευτικές φιγούρες που θα τις ζήλευε - είμαι σίγουρη - κι ο Άλβιν Έιλι και που δεν χρειάζεται να σας τις περιγράψω. Στο σημείο αυτό μπορείτε ν' αφήσετε ελεύθερη την φαντασία σας. Επιτρέπω δε στη φαντασία σας να οργιάσει για εκείνες τις περιπτώσεις (ούτε μία ούτε δύο) που και να ήθελα δεν μπορούσα να κουνήσω το κεφάλι μου αφού στην κορυφή του είχα στερεώσει τα γυαλιά μου. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα γαμοσταυρίδια, εκτός από τον designer της τουαλέτας, τα εισέπραξε και ο οπτικός που όχι μόνο δεν τα έκανε τα γυαλάκια σφιχτά σαν μέγκενη αλλά ειρωνεύεται κι από πάνω: "γυαλιά θέλεις ή στέκα;". Αφού τελείωσε μισοεπιτυχώς αυτός ο εφιάλτης, εννοείται πως θέλησα να πλύνω τα χέρια μου όπου εκεί αρχίζει ένας δεύτερος. Και σε αυτό το σημείο σκέφτηκα την φίλη μου που θα κάνει "ανενόχλητη" παιχνίδι με τον σερβιτόρο ΜΟΥ κι άρχισα βιαστικά να ψάχνω για το τρίπτυχο σαπούνι-βρύση-νερό. Το σαπούνι - υγρό βεβαίως - ήταν εύκολη υπόθεση. Τοποθετημένο κλασικά στο ειδικό δοχείο μετά του ντισπένσερ φυσικά. Καλά πάμε σκέφτηκα. Το ίδιο κλασική θα είναι και η βρύση, σκέφτηκα. Αλλά φευ... Αυτό που είδα καθόλου δεν έμοιαζε με βρύση. Ήξερα όμως ότι είναι κι έτσι ξεκίνησα να ψάχνω αρχικά ένα μπουτόν που θα της επέτρεπε να μου δώσει το νεράκι που επιθυμούσα. Αλλά δεν βρήκα μπουτόν. Άρχισα λοιπόν να κουνάω τις γεμάτες υγροσάπουνο χούφτες μου "κούνια μπέλα" θεωρώντας ότι κάπου υπάρχει ανιχνευτής κίνησης. Αλλά δεν υπήρχε ανιχνευτής κίνησης. Και σε μια κρίση διαύγειας κοιτάζω προς τα κάτω κι επιτέλους βλέπω ένα μεγαλούτσικο κουμπί στο πάτωμα. Το πατάω με λύσσα αλλά με όση λύσσα κι αν το πάτησα η ποσότητα νερού που μου έδωσε η βρύση δεν ήταν περισσότερη απ' όση χωρούσε σε μια δαχτυλήθρα. Διέταξα τον εγκέφαλό μου να θεωρήσει τα χέρια μου πλυμένα και θέλησα να τα σκουπίσω. Αλλά δεν υπήρχαν ούτε χαρτοχειροπετσέτες, ούτε αερόθερμο αλλά μια πάνινη χειροπετσέτα με την οποία είχε σκουπιστεί άγνωστος αριθμός ανθρώπων. Έμειναν λοιπόν τα χέρια μου με το νεράκι τους αλλά μέχρι να πάρω αργά - αργά, βαριά - βαριά τον δρόμο της επιστροφής και να κατέβω τη σκάλα τόσα σκαλοπάτια όσα μου επέτρεπε κάθε φορά η ποσότητα φωτός που εναλλασσόταν με σκοτάδι, τα χέρια μου είχαν στεγνώσει. Εν τω μεταξύ ο σερβιτόρος είχε σχολάσει - ή έτσι μου είπε η φίλη μου τελοσπάντων - και η ίδια είχε φτάσει πια στο απροχώρητο με τη συσσώρευση υγρών στη δική της κύστη όπου με μια διάθεση απίστευτης κακίας την άφησα να ζήσει το δικό της δράμα χωρίς καμία διάθεση όμως προειδοποίησης από μέρους μου.
Όμορφος κόσμος, υλικός, κανονικά φτιαγμένος
Αυτή τη φορά ήθελα ουίσκι. Ον δι ρακς!! Έχοντας πάρει όρκο ότι δεν θ' αγγίξω τα συνοδευτικά ξηροκάρπια μια φωνή ανεξέλεγκτη βγήκε από μέσα μου κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει "εκτός από φιστίκια και πατατάκια έχετε κάτι άλλο να μου φέρετε;" Είχαν. Αγγουράκια και καροτάκια τουρσί. Τα οποία όμως έπρεπε να τα πιάσω με τα χέρια. Φίνγκερ φουντ βλέπετε, μη χέσω. Αλλά επειδή είμαι σιχασιάρα κι επειδή προηγουμένως είχα πιάσει χρήματα κι ακόμη πιο προηγουμένως είχα πιάσει κι άλλα χρήματα θέλησα να πλύνω τα χέρια μου. (Θα μπορούσα εναλλακτικά να ζητήσω πιρουνάκι ή οδοντογλυφίδα) Ήπια μια γουλιά από το κίτρινο νερό που καίει για να πάρω θάρρος και μια και δυο ξεκινάω για τις τουαλέτες έχοντας κατά νου ότι θα ζήσω τον μύθο μου και σε αυτές με αξέχαστες εμπειρίες να με περιμένουν και εκεί. Παρακάμπτω το γεγονός ότι στην πόρτα της τουαλέτας στο συγκεκριμένο μαγαζί δεν υπήρχε "έλξατε" ή "ωθήσατε" αλλά υπήρχε "σύρατε" και μάλιστα χωρίς να το γράφει ή έστω να το υπονοεί και χωρίς - το τονίζω - χωρίς να ρίξω κάτω την πόρτα του τουαλετικού χώρου σε μια σπάνια στιγμή αναλαμπής έσυρα την πόρτα και μπήκα. Και όντας πανέτοιμη να λύσω έναν ακόμη γρίφο που αφορά το τρίπτυχο σαπούνι-βρύση-νερό και νιώθοντας εντελώς Ιντιάνα Τζόουνς κι εντελώς σίγουρη πως
θ' ανακαλύψω εύκολα το Ιερό Δισκοπότηρο της καθαριότητας των χεριών μου και με τη σιγουριά ότι είμαι αρκούντως εκπαιδευμένη να φέρω εις πέρας μια ακόμη επικίνδυνη αποστολή "Καθαρά Χέρια" στέκομαι ευθυτενής κι αποφασισμένη μπροστά στον εχθρό Νιπτήρα.
Και ω θεοί της καταστροφικής κι αδιευκρίνιστης απλότητας και ω δαίμονες της φαυλοποίησης του κανονικού και της κανονικοποίησης του φαύλου, ω ανείπωτα ξόρκια που αφήνουν Γόρδιους δεσμούς δεμένους στην ανέμη τυλιγμένους και χιλιοειπωμένα "άμπρα κατάμπρα" σε λάθος χρόνος και για λάθος τόπο, ω απίστευτα ξωτικά του Ιερού Συνηθισμένου, ω μάγισσες και χαρτορίχτρες που ρίχνεστε καθημερινά στη Μάχη της Ρουτίνας τί είδαν τα ματάκια μου;
Μία κανονική βρύση!!!! Την άνοιγα και την έκλεινα με τη συχνότητα και τον ρυθμό που άνοιγα κι έκλεινα τα μάτια μου προσπαθώντας ν' ανοίξει τελείως το μυαλό μου και να κατανοήσει το ακατανόητο. Μια κανονική βρύση σε τουαλέτα μοδάτου all day (and night) bar/restaurant? Πού ακούστηκε; Κι εγώ τώρα να μπορώ να πλύνω τα χέρια μου τόσο απλά και τόσο εύκολα; Και να ξοδέψω όσο νερό θα θεωρούσα απαραίτητο για να έχω χέρια καθαρά και σένια για να πιάσω τα τουρσιά; Και να τα σκουπίσω με χαρτοχειροπετσέτα από αυτές που υπήρχαν σωρός τακτοποιημένες δίπλα στον Νιπτήρα; Δεν ξανάγινε!
(Καλού κακού έριξα μια ματιά και στις τουαλέτες όπου το σταθερά αναμμένο φως ήταν γεγονός!).
Αναφωνώντας λοιπόν "ω Θεέ των Kανονικών Πραγμάτων σ' ευχαριστώ", κλίνοντας το γόνυ στη Μεγάλη Ιδέα του Απλού και υποκλινόμενη στο υπέροχο και Υπέρτατο Δημιούργημα μιας "κανονικής βρύσης" αποχώρησα μεγαλοπρεπώς. Και κυρίως έχοντας πεντακάθαρα χέρια. Το ότι πάνω στον ενθουσιασμό μου ξέχασα το "σύρατε" και συμπεριφέρθηκα στην πόρτα ως "έλξατε" κι έπειτα δοκίμασα το "ωθήσατε" με παρολίγον τραγικές συνέπειες για την μύτη μου ας μην το κάνουμε θέμα. Γιατί εγώ πριν λιώσουν τα παγάκια στο ποτό μου είχα ήδη επιστρέψει στο τραπέζι μου. Όπου βεβαίως οι τουρσολιχουδιές είχαν κάνει φτερά αλλά τί σημασία είχε; Εγώ είχα καθαρά χέρια. Και το κατάστημα μία σταθερή πελάτισσα.
* Ο τίτλος μου είναι εμπνευσμένος από τον τίτλο του βιβλίου της Arundhati Roy Ο Θεός των μικρών πραγμάτων