Καθότανε στη vintage πολυθρόνα τής προπροπροπρογιαγιάς της και κοιτούσε το "κενό".
Αυτό, λες κι ήτανε μέσα στο μυαλό της κι έβλεπε πού κατευθυνόταν το βλέμμα της, έβαλε τα γέλια. Θαρρείς κι αυτό το κενό που παρατηρούσε ήταν το ίδιο που ένοιωθε μέσα στο κεφάλι της και - ως οντότητα πλέον - είχε μόλις δραπετεύσει από εκεί μόνο και μόνο για να την περιγελάσει.
Κενό; Χα χα χα. Κούνια που σε κούναγε, της έλεγε και της έβγαζε τη γλώσσα.
Μια γλώσσα-σύνολο αποτελούμενη από πολλές, τόσες δα, μικροσκοπικές γλωσσίτσες, νανοϋποδιαιρέσεις του νανόμετρου των υλικών που κατοικούν μέσα του.
Για "βάρος" ούτε λόγος. Η έλξη της γης δεν τα άγγιζε αυτά τα υλικά. Τα προσπερνούσε αδιάφορα, κι όχι μόνο, αλλά καθώς καμπυλωνόταν γύρω τους σχημάτιζε και άφηνε πίσω της ένα "χωροχρονικό δίχτυ" ασφαλείας για το καθένα.
Σαν άλω ή σαν φωτοστέφανο.
Κάποιες στιγμές τμήμα του κενού αποσπώνταν από τη μητρική αγκάλη, εισχωρούσε ξανά στον εγκέφαλό της κι έδινε στα μάτια της το πρόσταγμα για σχηματισμό συγκλίνουσας πορείας βλεμμάτων. Προς κάποιο σημείο αδιανόητης πυκνότητας και αδιάβατου περιεχομένου νοημάτων.
Κι όσο αυτό το υποσύνολο κενού γέμιζε το εγκεφαλικό της κενό, κόβοντας βόλτες μέσα στο κρανίο της ψάχνοντας να βρει άλλο κενό για να εγκατασταθεί, ένα μόριο σκόνης την περιέπαιζε αιωρούμενο μέσα στα όρια που δημιουργούσε ο σκοπός για τον οποίο βρέθηκε σε κάποιο σημείο του ευρύτερου χώρου της. Οι κινήσεις του, φιγούρες αυτοσχέδιας χορογραφίας, ανάγκαζαν το βλέμμα της, συντεταγμένα, να το ακολουθεί.
Ήταν η απάντηση. Σε ερώτημα που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε προλάβει καν να διατυπωθεί.
Είναι εκείνες οι παράξενες συμπτώσεις και συνθήκες όπου η απάντηση προηγείται του ερωτήματος. Σαν να της φωνάζει: δημιούργησέ με. Δώσε μου ζωή. Και λόγο ύπαρξης.
Η ηρωίδα μου καθόταν ακίνητη στην παλιά πολυθρόνα, έχοντας μάλιστα βάλει τις χούφτες της μπροστά στο στόμα και τη μύτη της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φράξει τις πιθανές εισόδους αυτού του μικροσκοπικού, αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης υλικού, προς τα ενδότερά της.
Κι όταν πια κόντευε να σκάσει από την έλλειψη οξυγόνου, πήρε μια βαθειά ανάσα, μόνο από τη μύτη. Μόνο μία. Νόμιζε πως αν έπαιρνε περισσότερες πάλι θα έσκαγε από υπερπληθώρα πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον. Το στόμα παρέμενε απόρθητο.
Προτιμούσε να μην ξέρει τη γεύση του που την υποψιαζότανε πικρή.
Προτιμούσε την ουσία του που θα κυλούσε μέσα στις φλέβες της στριμώχνοντας με δύναμη στα τοιχώματά τους το κόκκινο υδαρές περιεχόμενό τους. Που θα χώριζε στη μέση τη στενωπό από αιμοφόρα αγγεία, όπως ο Μωυσής μ' ένα του βλέμμα και μια εντολή χώρισε τη θάλασσα για να περάσει ο λαός του.
Αυτό, που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μικροσκοπικό μόριο σκόνης, εξακολουθούσε να ερωτοτροπεί με τις αχτίδες του φωτός που έμπαιναν ακανόνιστα από διάφορα σημεία της μπαλκονόπορτας που τα άφηναν ακάλυπτα οι κουρτίνες.
Στροβιλιζόταν κι απομακρυνόταν ίσα ίσα για να την τρομοκρατήσει πως θα φύγει οριστικά μακρυά της χωρίς να της έχει αποκαλύψει απολύτως τίποτα.
Τελικά αποφάσισε να του μιλήσει εκείνη.
- Από πού μας έρχεσαι εσύ;
- Όχι από πολύ μακριά, άκουσε μια φωνούλα, ακαθόριστης χροιάς, να της απαντάει. Έρχομαι από εκεί που περιμένεις.
- Και πού ξέρεις εσύ τί περιμένω εγώ;
- Μα εδώ ήμουνα πριν καιρό, νεκρό σου κύτταρο είμαι, που μέσα μου έχει καταγραφεί κάθε σκέψη σου των τελευταίων χρόνων. Που κατάφερες να μου "φυτεύσεις" την εντολή να πάω εκεί. Που μπόρεσες να με προγραμματίσεις πώς να πάω, τί να μάθω, πότε να επιστρέψω. Κι εγώ υπάκουσα και με οδηγό ένα άλλο νεκρό κύτταρο του παλαιόθεν επισκέπτη σου δεν δυσκολεύτηκα. Και να 'μαι λοιπόν.
(Ο επισκέπτης μου! Αυτός που φεύγοντας άφησε πίσω το δέρμα του. Δέρμα κατακερματισμένο σε μόρια σκόνης.)
- Τί είδες; Τί έμαθες;
- Είδα έναν άνθρωπο με βουρκωμένα τα μάτια και την ψυχή πελαγωμένη, τον είδα χαμένο μέσα στις ίδιες και τις ίδιες σκέψεις κι αγωνίες όπως κι εσύ. Να παραπαίει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, να τραμπαλίζεται από το ζενίθ στο ναδίρ. Μπήκα μέσα του και διάβασα αυτές τις σκέψεις. Βλέπεις, εκεί πέρασα απαρατήρητο.
- Τί σκέφτεται;
- Σε σκέφτεται.
- Μα πώς;
- Κι όμως. Σε σκέφτεται, του λείπεις. Κοιτάζει πού και πού το παράθυρο που άνοιξες κάποτε αλλά το βλέπει σφαλισμένο. Πλησιάζει να δει απ' τις γρύλιες αλλά φοβάται μην καεί από τη φωτιά τους. Αυτός είναι μόνος κι εσύ πολύ θυμωμένη για να το δεις.
Θυμωμένη. 8 γράμματα, 4 συλλαβές. Μια λέξη. Που δε σημαίνει όμως τίποτα γιατί δεν ένοιωθε θυμωμένη. Ακυρωμένη ένοιωθε γιατί η επένδυση των αισθημάτων της είχε αποτύχει. Της είχαν επιστραφεί με την ένδειξη "άγνωστος ο παραλήπτης". Κι έτσι βρέθηκε με συναισθήματα διπλά. Τα δικά της για εκείνην (την ίδια) και τα δικά της για εκείνον.
Ένα για μένα... ένα για σένα. Ένα για με ζει κι ένα για να σε περιμένει.
Το μόριο της σκόνης συνέχιζε να της μιλάει αλλά εκείνη δεν άκουγε πια. Γιατί όσο περισσότερο άκουγε τόσο η αντίθεση ανάμεσα στο πριν και στο μετά γιγαντωνόταν. Μπορεί να είχε κάνει λάθος αλλά προτιμούσε να μην αμφισβητεί την αλήθεια των όσων της είχε πει κάποτε. Και σε μια ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσής της με τη συμβίωση των αντιθέτων μέσα της, άρχισε πάλι
ν' ακούει.
Τί όμορφα που της τα 'λεγε τα ψέματα.
Καλύτερα κι από άνθρωπος...
Αυτό, λες κι ήτανε μέσα στο μυαλό της κι έβλεπε πού κατευθυνόταν το βλέμμα της, έβαλε τα γέλια. Θαρρείς κι αυτό το κενό που παρατηρούσε ήταν το ίδιο που ένοιωθε μέσα στο κεφάλι της και - ως οντότητα πλέον - είχε μόλις δραπετεύσει από εκεί μόνο και μόνο για να την περιγελάσει.
Κενό; Χα χα χα. Κούνια που σε κούναγε, της έλεγε και της έβγαζε τη γλώσσα.
Μια γλώσσα-σύνολο αποτελούμενη από πολλές, τόσες δα, μικροσκοπικές γλωσσίτσες, νανοϋποδιαιρέσεις του νανόμετρου των υλικών που κατοικούν μέσα του.
Για "βάρος" ούτε λόγος. Η έλξη της γης δεν τα άγγιζε αυτά τα υλικά. Τα προσπερνούσε αδιάφορα, κι όχι μόνο, αλλά καθώς καμπυλωνόταν γύρω τους σχημάτιζε και άφηνε πίσω της ένα "χωροχρονικό δίχτυ" ασφαλείας για το καθένα.
Σαν άλω ή σαν φωτοστέφανο.
Κάποιες στιγμές τμήμα του κενού αποσπώνταν από τη μητρική αγκάλη, εισχωρούσε ξανά στον εγκέφαλό της κι έδινε στα μάτια της το πρόσταγμα για σχηματισμό συγκλίνουσας πορείας βλεμμάτων. Προς κάποιο σημείο αδιανόητης πυκνότητας και αδιάβατου περιεχομένου νοημάτων.
Κι όσο αυτό το υποσύνολο κενού γέμιζε το εγκεφαλικό της κενό, κόβοντας βόλτες μέσα στο κρανίο της ψάχνοντας να βρει άλλο κενό για να εγκατασταθεί, ένα μόριο σκόνης την περιέπαιζε αιωρούμενο μέσα στα όρια που δημιουργούσε ο σκοπός για τον οποίο βρέθηκε σε κάποιο σημείο του ευρύτερου χώρου της. Οι κινήσεις του, φιγούρες αυτοσχέδιας χορογραφίας, ανάγκαζαν το βλέμμα της, συντεταγμένα, να το ακολουθεί.
Ήταν η απάντηση. Σε ερώτημα που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε προλάβει καν να διατυπωθεί.
Είναι εκείνες οι παράξενες συμπτώσεις και συνθήκες όπου η απάντηση προηγείται του ερωτήματος. Σαν να της φωνάζει: δημιούργησέ με. Δώσε μου ζωή. Και λόγο ύπαρξης.
Η ηρωίδα μου καθόταν ακίνητη στην παλιά πολυθρόνα, έχοντας μάλιστα βάλει τις χούφτες της μπροστά στο στόμα και τη μύτη της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φράξει τις πιθανές εισόδους αυτού του μικροσκοπικού, αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης υλικού, προς τα ενδότερά της.
Κι όταν πια κόντευε να σκάσει από την έλλειψη οξυγόνου, πήρε μια βαθειά ανάσα, μόνο από τη μύτη. Μόνο μία. Νόμιζε πως αν έπαιρνε περισσότερες πάλι θα έσκαγε από υπερπληθώρα πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον. Το στόμα παρέμενε απόρθητο.
Προτιμούσε να μην ξέρει τη γεύση του που την υποψιαζότανε πικρή.
Προτιμούσε την ουσία του που θα κυλούσε μέσα στις φλέβες της στριμώχνοντας με δύναμη στα τοιχώματά τους το κόκκινο υδαρές περιεχόμενό τους. Που θα χώριζε στη μέση τη στενωπό από αιμοφόρα αγγεία, όπως ο Μωυσής μ' ένα του βλέμμα και μια εντολή χώρισε τη θάλασσα για να περάσει ο λαός του.
Αυτό, που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μικροσκοπικό μόριο σκόνης, εξακολουθούσε να ερωτοτροπεί με τις αχτίδες του φωτός που έμπαιναν ακανόνιστα από διάφορα σημεία της μπαλκονόπορτας που τα άφηναν ακάλυπτα οι κουρτίνες.
Στροβιλιζόταν κι απομακρυνόταν ίσα ίσα για να την τρομοκρατήσει πως θα φύγει οριστικά μακρυά της χωρίς να της έχει αποκαλύψει απολύτως τίποτα.
Τελικά αποφάσισε να του μιλήσει εκείνη.
- Από πού μας έρχεσαι εσύ;
- Όχι από πολύ μακριά, άκουσε μια φωνούλα, ακαθόριστης χροιάς, να της απαντάει. Έρχομαι από εκεί που περιμένεις.
- Και πού ξέρεις εσύ τί περιμένω εγώ;
- Μα εδώ ήμουνα πριν καιρό, νεκρό σου κύτταρο είμαι, που μέσα μου έχει καταγραφεί κάθε σκέψη σου των τελευταίων χρόνων. Που κατάφερες να μου "φυτεύσεις" την εντολή να πάω εκεί. Που μπόρεσες να με προγραμματίσεις πώς να πάω, τί να μάθω, πότε να επιστρέψω. Κι εγώ υπάκουσα και με οδηγό ένα άλλο νεκρό κύτταρο του παλαιόθεν επισκέπτη σου δεν δυσκολεύτηκα. Και να 'μαι λοιπόν.
(Ο επισκέπτης μου! Αυτός που φεύγοντας άφησε πίσω το δέρμα του. Δέρμα κατακερματισμένο σε μόρια σκόνης.)
- Τί είδες; Τί έμαθες;
- Είδα έναν άνθρωπο με βουρκωμένα τα μάτια και την ψυχή πελαγωμένη, τον είδα χαμένο μέσα στις ίδιες και τις ίδιες σκέψεις κι αγωνίες όπως κι εσύ. Να παραπαίει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, να τραμπαλίζεται από το ζενίθ στο ναδίρ. Μπήκα μέσα του και διάβασα αυτές τις σκέψεις. Βλέπεις, εκεί πέρασα απαρατήρητο.
- Τί σκέφτεται;
- Σε σκέφτεται.
- Μα πώς;
- Κι όμως. Σε σκέφτεται, του λείπεις. Κοιτάζει πού και πού το παράθυρο που άνοιξες κάποτε αλλά το βλέπει σφαλισμένο. Πλησιάζει να δει απ' τις γρύλιες αλλά φοβάται μην καεί από τη φωτιά τους. Αυτός είναι μόνος κι εσύ πολύ θυμωμένη για να το δεις.
Θυμωμένη. 8 γράμματα, 4 συλλαβές. Μια λέξη. Που δε σημαίνει όμως τίποτα γιατί δεν ένοιωθε θυμωμένη. Ακυρωμένη ένοιωθε γιατί η επένδυση των αισθημάτων της είχε αποτύχει. Της είχαν επιστραφεί με την ένδειξη "άγνωστος ο παραλήπτης". Κι έτσι βρέθηκε με συναισθήματα διπλά. Τα δικά της για εκείνην (την ίδια) και τα δικά της για εκείνον.
Ένα για μένα... ένα για σένα. Ένα για με ζει κι ένα για να σε περιμένει.
Το μόριο της σκόνης συνέχιζε να της μιλάει αλλά εκείνη δεν άκουγε πια. Γιατί όσο περισσότερο άκουγε τόσο η αντίθεση ανάμεσα στο πριν και στο μετά γιγαντωνόταν. Μπορεί να είχε κάνει λάθος αλλά προτιμούσε να μην αμφισβητεί την αλήθεια των όσων της είχε πει κάποτε. Και σε μια ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσής της με τη συμβίωση των αντιθέτων μέσα της, άρχισε πάλι
ν' ακούει.
Τί όμορφα που της τα 'λεγε τα ψέματα.
Καλύτερα κι από άνθρωπος...