Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΒΑΡύτης...

Piet Mondrian: «Σύνθεση με κόκκινο, κίτρινο, μπλε και μαύρο», 1921

Στην αρχή έβλεπα τον διαιτητή να κάνει τετραγωνισμένα σχήματα στον αέρα.
Πάει το 'χασε αυτός σκέφτηκα, έχει λαλήσει, σκέφτηκα.
Μετά είδα έναν προπονητή να κάνει το ίδιο.
Ουπς! τί έχουμε εδώ, αναρωτήθηκα, νέος τρόπος επικοινωνίας είναι αυτός, αναρωτήθηκα ξανά.
Ή μήπως κρύβεται ο Μοντριάν μέσα τους; 
(Ναι, θα μου πείτε, ολημερίς κι ολονυχτίς τους κυβιστές έχουν στο μυαλό τους οι διαιτητές και οι προπονητές).
Κι όταν είδα παίκτες να κάνουν το ίδιο, (που ως γνωστόν είναι εξαιρετικά φιλότεχνοι και κουλτουριάρηδες) εντάξει εκεί τα 'παιξα... Τί μας κρύβουν, ρώτησα.

Μετά είδα έναν διαιτητή να φεύγει.
Τί έγινε ρε παιδιά, ο διαιτητής το 'σκασε;
Καλή φάση που πάει να δει τον αγώνα από την τηλεόραση. 
Πλάκα έχει.
Οκέι, στο προηγούμενο μουντιάλ η κόκα έρρεε άφθονη στα πόδια των παικτών - τώρα ρέει άφθονη μόνο στις κερκίδες των επισήμων - κι ο διαιτητής τρελάθηκε και μας πουλάει τρέλα (αφού του περισσεύει)...

Έτσι λοιπόν, από τη μία η περιέργεια για τα νέα ήθη στα γήπεδα, από την άλλη που το ΒΑΡ (VAR) ήρθε μάλλον για να μείνει έβγαλα (προσωρινά) από τη ζωή μου το σαξές στόρυ "μια συμφωνία, μια γραβάτα και μια έξοδος" κι έβαλα το ποδόσφαιρο. Ξανά.

Ναι, τ' ομολογώ, είχα νοιώσει μια ακατανίκητη επιθυμία να δω το μουντιάλ της Ρωσίας, μπορεί να φταίει που ξύπνησε μέσα μου το ...τέρας ή που κοιμήθηκε η συνείδησή μου, δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμη.
Μου 'πεσε όμως λίγο βαρύ να το πω; Λίγο μπερδικουλέξ να το πω; Λίγο που φαινόταν πως κουλουβαχότερα δεν γίνεται να το πω; Ή να το πω ότι απλώς είχα καιρό να δω κι απ' ό,τι φαίνεται το ποδόσφαιρο δεν είναι σαν το ποδήλατο που δεν ξεχνιέται αλλά είναι σαν την ξένη γλώσσα που "άμα την αφήσεις, σ' αφήνει" κι αυτή...
Εντάξει, καλή ήμουν, τα πέναλτι τα πετύχαινα (πριν τον διαιτητή πάντα αλλά άμα σε κάθε στριμωκουλέξ φάση έλεγα πέναλτι-πέναλτι-πέναλτι-πέναλτι... ε κάποια στιγμή δε θα 'ταν πέναλτι;) και συνήθως, καλού κακού, συχνά πυκνά πέταγα κι ένα "οφσάιτ" ασχέτως ...παιδειάς, μία στις δύο έπεφτα μέσα... ένα προβληματάκι είχα με τα κόρνερ και τα πλάγια άουτ αλλά με τόσα άλλα προβλήματα τριγύρω δεν του 'δινα και πολλή σημασία, ούτε μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα να το λύσω, δε θα γινόμουν δα και διαιτητής... 
Ωστόσο επειδή κάποια νευράκια τα 'σπαγα μια μέρα πήρα δώρο κάτι τυπωμένες Α4 που πάνω πάνω έγραφαν "Κανόνες ποδοσφαίρου και κανόνες διαιτησίας". 
Και καλά οι κανόνες ποδοσφαίρου αλλά οι κανόνες διαιτησίας; Μάθε τέχνη κι άστηνε; 
Ρε σεις εγώ για να τρέξω πρέπει να με κυνηγάει η εφορία, το ΤΕΒΕ και η αντιτρομοκρατική μαζί, με προτεραιότητα κινδύνου στην εφορία. 
Βεβαίως η απάντηση ήτο δεν χρωστάς οπότε διάβαζε.
 
Φέτος λοιπόν είχα έντονους προβληματισμούς να μουντιαλιστώ, να μοντριανιστώ... ή ν' αποθάνω.
Κι επειδή μάλλον δεν έχει έρθει η ώρα μου για το τελευταίο προτίμησα το πρώτο και ουπς!!! πήρα μπόνους και το δεύτερο... 
Κι έτσι και μουντιαλίζομαι και μοντριανίζομαι και varιανίζομαι. Πλάκα έχει.

Αλλά ρε παιδγιά, διαιτητές μου, βγάλτε και κανά συμπέρασμα μόνοι σας, δεν φτάνουν οι ζορικέξ φάσεις και τα ατυχήματα, δεν φτάνουν τα θέατρα, δεν φτάνουν οι καθυστερήσεις κάθε είδους τώρα έχουμε κι εσάς να σπάτε τον ρυθμό του παιχνιδιού; Δεν έχει πλάκα.
 
(Απορία βλακός: O χρόνος που τρώει ο διαιτητής να τρέχει στο VAR μετράει στις καθυστερήσεις του αγώνα ή του κρατάνε από τον μισθό του;)

[Ο Πητ (Πίιτ) Μοντριάν (Piet Mondrian, πραγματικό όνομα Pieter Cornelis Mondriaan, 7 Μαρτίου 1872 – 1 Φεβρουαρίου 1944) ήταν Ολλανδός ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας τέχνης και συνιδρυτής του κινήματος του νεοπλαστικισμού (ή κίνημα De Stijl) μαζί με τον Theo van Doesburg. Θεωρείται από τους πλέον επιδραστικούς ζωγράφους του 20ου αιώνα.

(Πηγή η Wikipedia και ο εαυτός μου)]
 




Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Η ρουτίνα...


(ήχος βαθύς, υπόκωφος...)
Τουκ-τουκ-τουκ-τουκ-τουκ... ήχος-άξονας που γυρνάει τους τροχούς της ζωής.
Τουκ-τουκ-  τουκ-    τουκ-      τουκ...   τουκ -   του.... του... τ... ___________________

Όταν αρρώστησε η μάνα μου και το είπα στο αφεντικό μου νόμισα πως δεν ερμήνευσα σωστά εκείνη τη φοβερή λάμψη στα μάτια του, ωστόσο ανατρίχιασα από απροσδιόριστο τρόμο όταν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου λέγοντας κουράγιο που όμως ήταν ηλίου φαεινότερο πως όχι μόνο δεν εννοούσε αυτό που όλοι ξέρουμε ως "περιεχόμενο" αυτής της λέξης αλλά αυτή που βγήκε από τα χείλη του (άγρια σκύλα ξεχύθηκε από τον κλωβό προστασίας και μάλιστα χωρίς φίμωτρο) ένα πράγμα σήμαινε "τώρα-θα-σε-φτιάξω-εγώ" που πάει να πει σωστά ερμήνευσα...

Όταν πέθαινε η μάνα μου άλλες λέξεις, σκύλες μαύρες κι αυτές που όμως κατάφερναν να γίνουν φράσης αγάπης από τους συναδέλφους μου "μην-του-το-πεις-μην-του-το-πεις... θα πέσει να σε φάει που είσαι αδύναμη κι ευάλωτη ξέρει-την-αδυναμία-που-της-έχεις" λες κι υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει αδυναμία στο γονιό του κι εκείνος το 'ξερε, γι' αυτό.

Κι όταν τελικά πέθανε η μάνα μου, πολυπόθητο γεγονός για εκείνον, τραγική, δυσβάσταχτη η απώλειά της για μένα, ναι, το ξέρω, μάνα είναι θα περάσει, αλλά μέχρι να περάσει πονάει φίλε μου... τότε "σε συλλυπούμαι" κι έτεινε το χέρι όταν επέστρεψα στη δουλειά, πάρε το χέρι σου κάθαρμα εσύ δεν λυπάσαι με κανένα πρόσημο και για τίποτα... 

"Έφυγα" από τη δουλειά μου γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο, ανανέωση προσωπικού, με νέο κόσμο κι άπειρο να τους έχει του χεριού του να πληρώνει λίγα, εμείς η παλιά φρουρά ήμασταν βαρίδια βλέπεις όμως δεν είχε τ' αρχίδια να πει "σας απολύω" κι όλα τα δικαιώματά σας εδώ είναι... Κι όχι δε μιλάω για τώρα, μιλάω για τότε, το όχι και τόσο μακρινό 1995 και τότε οι εκβιασμοί έπεφταν σύννεφο για να φύγουν οι περιττοί, να έρθουν οι αρεστοί...
Δεν του θύμωσα γι' αυτό... τη δουλειά του έκανε (το σύστημα βλέπετε...), βεβαίως και ήταν πολύ δημοκράτης στα όρια της αριστεράς, πασοκ βέβαια ψήφιζε, προς το τότε παρόν, αλλά όχι δεν θα τα ρίξω στο πασοκ, είναι θέμα χαρακτήρα κάποια πράγματα, εν προκειμένω πολύ κακού χαρακτήρα άλλωστε κι εγώ δεν κακόπεσα. Έπεσα στα βαθειά στο ελεύθερο επάγγελμα, χαμένη δεν πήγα. Σιγά...
(Σχεδόν όλοι "φύγαμε", πλην μιάς, πάντως αποζημιώσεις πήραμε... δεν του πέρασε...)
Του θύμωσα που μου στέρησε τη ρουτίνα μου... 
Μου στέρησε την καλημέρα της Μαρίας αλλά και που η άλλη Μαρία η μικρή μου τάσπαγε τα νεύρα... Τα καθημερινά γαμωσταυρίδια στη λογίστρια και κολλητή του που καλημέρα μου έλεγε κι "άντε γαμήσου της έλεγα" κι ούτε που ίδρωνε ρε παιδί μου η τσίπα της μια φορά να μου πει "γιατί μου μιλάς έτσι". Τί να ρωτήσει; Ήξερε...
Μου στέρησε τη δουλειά πλάι πλάι με τον ...διπλανό μου... (μόλις είχε εξαναγκαστεί σε φευγιό κι αυτός) να ρωτάω... να απαντάει... να μην καταλαβαίνω, να τον βρίζω (ακούς Αλίκη; από τότε... αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι) "μίλα παιδί μου σαν άνθρωπος" ή "θέλω να μου το εξηγήσεις σα να είμαι 5 χρονών παιδί". Αλλά μπα... 
Απλώς έβαζε τις λέξεις σε άλλη σειρά (όχι μαύρες σκύλες αυτές, κανονικές, mainstream, από αυτές που δίνουν ονόματα στα πράγματα άρα δίνουν ύπαρξη αλλά και λόγο ύπαρξης σε αυτά...) και με κολλαγόνο τα "με", τα "και", τα "άρα", τα "δηλαδή", με μερικά "μα-καλά-χαζή-είναι-και-δεν-καταλαβαίνει-τα-λέω-τόσο-απλά" ενδιάμεσα, το αποτέλεσμα το ίδιο και πάμε πάλι από την αρχή... έτσι ήταν το πρωτόκολλο συνεννόησης, η ρουτίνα μας.
Μου στέρησε τις άνευ ουσίας κουβεντούλες με τους άλλους, που όμως η ουσία τους είναι τόσο ουσιαστική, μόνο ζυμωμένη καλά καλά να μη φαίνεται αλλά τη δουλειά της να την κάνει... να σώζει ψυχολογία (στα τάρταρα), συναισθήματα (στα ύψη κυρίως τα δυσάρεστα), να σώζει ζωές.
Αυτά μου στέρησε... οπότε είχα μόνο τον πόνο... ολόκληρο δικό μου, με ποιόν να τον μοιραστώ; οι δικοί μου άνθρωποι είχαν τον δικό τους. Ίδιο πόνο είχαμε... οι Μαρίες όμως, η Ζαφειρία, η Ελένη, ο διπλανός μου είχαν το "κόλπο", γιατί ήταν η ρουτίνα μου και θα μ' έσωζαν.
Μου πήρε μήνες πολλούς να ισοφαρίσω τη χασούρα... Αλλά δεν χάθηκα...
Μου πήρε δεκαετίες να τον συγχωρήσω, φυσικά και δεν τον συγχώρεσα γιατί ποτέ δεν μου το ζήτησε κι αν κάποιος δεν θέλει να τον συγχωρήσεις γιατί να το κάνεις; Μόνο που εδώ και καιρό μοιάζει να μην υπήρξε ποτέ...
Ενιγουέι "πλήρωσε" σκληρά, η ζωή ξέρει, βέβαια τη σκαπούλαρε (μόνον αυτός θα μπορούσε) και μπράβο του και χαίρομαι και να 'ναι καλά και καλή καρδιά, ούτε αυτός χάθηκε.

Ταπ-ταπ-ταπ-ταπ-ταπταπ-ταπτάπ-ταπτάπ-ταπτάπ... ταπταπτ... ήχοι-άξονες που γυρνούν τους τροχούς της παραγωγής, της δουλειάς, της επιβίωσης (και κάτι παραπάνω γιατί όχι;), που ξαφνικά παύουν να έχουν ειρμό, ρυθμό, ούτε σημαίνον, ούτε σημαινόμενο, τίποτα... μόνο θόρυβος που κι αυτός σιγά σιγά χάνεται... θόρυβος-άξονας που γυρνούν οι μαύρες μέρες μέχρι να σβήσει τελείως να μείνει σκέτος άξονας που γυρνάνε τα προβλήματα και πουθενά όμως δεν πηγαίνουν...
Μια επιχείρηση χάθηκε, μια άλλη χάνεται κι αυτή... Δεν χάθηκαν στα χαρτιά ούτε στα ζάρια, χάθηκαν γιατί πού-να-σου-εξηγώ-τώρα-φίλε...
Δεν χάνονται όμως μόνο οι δουλειές, οι μισθοί, τα εισοδήματα αν και αυτό είναι το μείζον... το νούμερο ένα που λένε και του οποίου όμως μύρια έπονται...
Χάνονται όλα όσα σημαίνουν οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι καλημέρες, οι άνευ ουσίας (ή και με...) κουβεντούλες με τους άλλους, που όμως η ουσία τους είναι τόσο ουσιαστική, μόνο ζυμωμένη καλά καλά να μη φαίνεται αλλά τη δουλειά της να την κάνει... να σώζει ψυχολογία (στα τάρταρα), συναισθήματα (στα ύψη κυρίως τα δυσάρεστα), να σώζει ζωές.

"Οι λέξεις είναι η περιουσία μου και δεν έχω τις λέξεις".
Αλλά θα τις βρω, θα τις φτιάξω με τα χέρια μου, και θα είναι ύαινες αλλά τί τα θες; Το κακό έχει ήδη γίνει... Ανεπιστρεπτί.
Η ρουτίνα χάθηκε κι αυτή, αυτή που ήταν μια κάποια λύσις, κι άντε τώρα μαζί με λέξεις να ψάχνεις (και να δημιουργείς) βαρβάρους...