Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο φόβος μέσα μας

Έντβαρτ Μουνκ, Η κραυγή
"Είναι περισσότερο ο φόβος, παρά οι ίδιες οι βάρβαρες συνθήκες ή τα μέτρα, που μουδιάζει και παραλύει τους ανθρώπους"
Τα ‘χουμε παίξει, είναι πασιφανές Πηγή: www.lifo.grTa

ΛΙΒΑΝΟΣ 1999
Ο πόλεμος είχε τελειώσει, ο εμφύλιος ήταν παρελθόν. Πάσχα του 1999,
Μ. Παρασκευή, η Φεϊρούζ τραγουδάει τους ύμνους στην σχεδόν αναστηλωμένη Ορθόδοξη Εκκλησία της Βηρυτού. Κόσμος πολύς, χριστιανοί ορθόδοξοι και καθολικοί, μουσουλμάνοι και ποιος ξέρει τί άλλο. Δεν ακουγόταν κιχ παρά μόνο η ίδια η τραγουδίστρια να τραγουδά Η ζωή εν τάφω κι όπως πάντα, φορώντας στο κεφάλι τη μαύρη μαντίλα της άφηνε στους αιθέρες τη θεϊκή της φωνή. Η κατάνυξη μέγιστη. Ένιωθες πως οι Λιβανέζοι, άνθρωποι κάθε θρησκείας, είχαν αφήσει πίσω τους τα μαύρα χρόνια. Το έβλεπες στα μάτια τους καθαρά. Κι όταν μετά το τέλος όλοι ξεχυθήκαμε έξω είδα μια Βηρυτό που με νωπές ακόμη τις πληγές της αγκάλιαζε τους κατοίκους της κι αυτοί ένιωθαν ασφαλείς και ήρεμοι σε αυτή την αγκαλιά. Τότε.

Ξημέρωσε, οι βόλτες στην πόλη μοναδική εμπειρία. Άνθρωποι δραστήριοι κατέκλυζαν τους δρόμους της. Άνθρωποι φτωχοί διαλαλούσαν την πραμάτεια τους στις αγορές. Φτωχοί ήσαν και φτωχοί παρέμεναν αλλά το βλέμμα τους πια σπινθηροβόλο. Τρακ τρακ τρακ τρακ το καροτσάκι στα πλακόστρωτα πουλούσε τα λιβανέζικα ψωμάκια που τα λένε κάακ και είχαν σχήμα τσάντας. Τακ τακ τακ τα φλιτζανάκια προκειμένου να μας δελεάσει ο μικροπωλητής να πιούμε καφέ στην Κορνίς. Η πόλη αλλόκοτη. Πολυκατοικίες διάτρητες από τις ρουκέτες στη διάρκεια των μακροχρόνιων πολεμικών συρράξεων. Όμως κατοικούσε κόσμος σε αυτές. Παντού έβλεπες δορυφορικά πιάτα στα κατεστραμμένα μπαλκόνια. Σουρεαλιστικός πίνακας μοναδικός που ο πόλεμος κι η ειρήνη είχαν φιλοτεχνήσει από κοινού. Η ζωή ξεπερνούσε την φαντασία. Έβλεπες δεκάδες τέτοια κτίρια στη σειρά και ξαφνικά μπροστά μας ξεπρόβαλλε ένα άλλο, φτιαγμένο, αναστηλωμένο, λαμπερό, μοναδικής ομορφιάς που φιλοξενούσε εστιατόριο ή κινηματογράφο. Άνθρωποι φωτεινοί, αισιόδοξοι. Εκεί που έβλεπες ένα ερείπιο γύριζες το μάτι σου κι έβλεπες το μέλλον στο χτισμένο με κόκκινα τούβλα εστιατόριο με τις καταπληκτικές τουαλέτες, εκεί που ήθελες να βγάλεις τα παπούτσια σου για να μην τις λερώσεις. Για να κάνεις την ανάγκη σου ούτε λόγος. Δεν ήθελες. Πιο πέρα όλο το ιστορικό κέντρο της Βηρυτού αναστηλωμένο, φρέσκο. Κανείς δεν κατοικούσε ακόμα, κανένα κατάστημα δεν λειτουργούσε ακόμα. Το φύλαγε ο στρατός κι ο κόσμος έμπαινε εκεί να βολτάρει, να χαρεί, να χαζέψει τα μοναδικής αρχιτεκτονικής κτίρια που μόλις είχαν αποκτήσει την αρχική, την πριν την καταστροφή του πολέμου όψη τους. Ολόκληρο το ιστορικό κέντρο χτισμένο από την αρχή. Παντού όπου κι αν πήγαμε στην υπόλοιπη χώρα συναντούσαμε μοναδικής ομορφιάς τοπία και χωριά. Το όρος Λίβανος δέσποζε ακριβώς πάνω από την πόλη, δυο βήματα από τη θάλασσα. Αξέχαστη εμπειρία. Αλλά περισσότερο απ' όλα αυτά εντυπωσιαζόταν κανείς από τους ανθρώπους. Σε φιλικό σπίτι 10 άτομα παρέα, άγνωστοι εμείς, Λιβανέζοι που έζησαν όλον τον πόλεμο στο πετσί τους, Λιβανέζοι που ζούσαν χρόνια στο εξωτερικό, Βέλγοι που διάλεξαν αυτήν τη χώρα για νέα τους πατρίδα. Οι γλώσσες που μιλούσαν πολλές. Πιάσαμε να συζητάμε στ' αγγλικά για τους σατανικούς στίχους του Σαλμάν Ρασντί. Δύσκολη συζήτηση. Εμείς ορθόδοξοι, κάποιοι καθολικοί, άλλοι τίποτα και δυο τρεις μουσουλμάνοι, ο ένας αδιάφορος, ο άλλος πολύ πιστός. Διαφωνήσαμε, κουραστήκαμε και σταματήσαμε κρατώντας ο καθένας μας τα συμπεράσματά του για το βιβλίο.

Την άλλη μέρα συναντήσαμε φίλες μουσουλμάνες. Δεν δέχονταν την μαντίλα αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα για τις άλλες γυναίκες που περνούσαν μπροστά μας και την φόραγαν. Επιχειρήματα για το ένα και για το άλλο. Εξηγήσεις, ερμηνείες.
Βηρυτός - Παρίσι της Ανατολής, Τύρος, Σιδώνα, Βύβλος, Μπέιτ-ελ-Ντιν αξέχαστες εικόνες κι αξέχαστοι άνθρωποι. Αλλά ο επισκέπτης της χώρας αυτής που σέβεται τον εαυτό του δεν θα τελειώσει το ταξίδι του χωρίς επίσκεψη στο καταπληκτικό ζαχαροπλαστείο της Κορνίς με τα "Σοροπιαστά" του Abohsali που μόνο σοροπιαστά δεν είναι παρά μόνο μοσχοβολούν το φρέσκο βούτυρο και τους ξηρούς καρπούς.

Το κείμενο όμως αυτό δεν είναι τουριστικό ανάγνωσμα, δεν είναι οδοιπορικό σε μια πανέμορφη και ταλαιπωρημένη χώρα, δεν επιθυμεί να την αντιμετωπίσει ως τουριστικό αξιοθέατο. Το κείμενο αυτό γράφεται για να σκιαγραφήσει όσο μπορεί τις συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι εκεί καλούνταν να ζήσουν ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα έπρεπε. Αλλά αυτό είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Και φυσικά η Βηρυτός δεν ξέφυγε από την πεπατημένη. Το όμορφο αισιόδοξο ξεκίνημα της αναστήλωσής της περιορίστηκε σε μερικά οικοδομικά τετράγωνα στο ιστορικό κέντρο ίσα ίσα να τονώσει την δημοφιλία του Χαρίρι. Και μετά κακόγουστα, τεράστια και "μεταμοντέρνα" κτίρια όρθωσαν το ανάστημά τους κι έτσι το κιτς, οι ουρανοξύστες και η άναρχη δόμηση έπνιξαν την πάλαι ποτέ ομορφιά των λιβανέζικων πόλεων.

ΑΘΗΝΑ 2012
Άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους, άνθρωποι που μιλούν κοινή γλώσσα αλλά δεν συνεννοούνται. Άνθρωποι φοβισμένοι, σκοτεινοί, σκεπτικοί. Καταστήματα με λουκέτα, ετοιμόρροπα. Λινάτσες σε ιστορικά κτίρια δίνουν την ψευδαίσθηση πως κάποιος ενδιαφέρεται γι' αυτά. Αλλά οι λινάτσες είναι σκισμένες αφού δεν βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος αποφάσισε να δώσει την πρέπουσα σημασία στα ντουβάρια. Απλώς λειτουργούν σαν δίχτυ ασφαλείας για να μην πέσουν και πλακώσουν κανέναν άνθρωπο. Ένα δίχτυ ασφαλείας ξεσκισμένο, τίποτα και κανείς δεν μπορεί πια να προστατεύσει ούτε τους ανθρώπους ούτε τα κτίρια. Ακριβώς απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας το ερείπιο του θεάτρου Αθήναιον. Χρόνια εκεί για να θυμίζει ότι "ουδέν μονιμότερο του προσωρινού" σ' αυτήν την πόλη. Προσωπικά δεν είναι η γνώμη του τουρίστα που μ' απασχολεί τόσο. Είναι εκείνη η πικρή αίσθηση στο στόμα που ένιωσα μόλις το αντίκρισα. Τοσίτσα. Ιδιότυπη λαϊκή αγορά, ζεύγη ανθρώπων που δίνουν τα χέρια, χαιρετιούνται λες, αλλά όχι. Ξέρεις ότι δεν χαιρετιούνται. Ξέρεις ότι ο ένας δίνει κι ο άλλος παίρνει. Και ξέρεις τί είν' αυτό. Πατησίων. Κορμιά μελαχρινά, κορμιά λευκά, κίτρινα, κορμιά ταλαιπωρημένα κι άρρωστα. Εμπόρευμα, φθηνό και τιποτένιο περιμένει τον ντόπιο να το αγοράσει. Φθηνά, όσο περισσότερο φθηνά. Να μην ξοδέψει και τα χρήματα του οικογενειακού προϋπολογισμού. Να επιστρέψει στην "οικογένεια" λες και δεν είχε συμβεί τίποτα λίγο πριν. Σωκράτους. Άνθρωποι φοβισμένοι. Εκείνοι φοβούνται εμένα κι εγώ αυτούς. Μετά τις 9 το βράδυ περπατούν σκυφτοί, νευριασμένοι, φοβισμένοι. Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πού χάνονται μετά τις 9; Πού κοιμούνται, πού ζουν; Μαγαζιά με σκοτεινές κινέζικες επιγραφές. Καλυμμένες προσόψεις με χαρτί ή βαμμένες αλλά καταλαβαίνεις ότι μέσα κάτι γίνεται. Τί; Περπατάς, κινείσαι και νιώθεις από κάτω σου την πόλη κούφια. Και ξέρεις πως ό,τι δεν συμβαίνει επάνω συμβαίνει από κάτω. Υπόγεια χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων με παράνομα εμπορεύματα, πράγματα. Υπόγεια μερικών τετραγωνικών μέτρων με παράνομα εμπορεύματα, ανθρώπους. Όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις την εγκατάλειψη. Όποιον κι αν συναντήσεις βλέπεις τον φόβο. Εγώ δεν θα αναρωτηθώ "τί κάνει η πολιτεία", εγώ δεν θα υψώσω τη φωνή "πού είναι το κράτος". Γιατί η "πολιτεία" έκανε ό,τι ακριβώς έπρεπε για να γίνει η πρωτεύουσα της Ελλάδας αυτό το ρημάδι. Γιατί το "κράτος" δεν είναι πουθενά. Τουλάχιστον δεν είναι εκεί που θα 'πρεπε. Δεν είναι πουθενά γιατί δεν υπάρχει. Σε αντίθεση με το μοναδικό δημιούργημά του που αντέχει στο χρόνο, το παρακράτος, που γαμεί και δέρνει.

ΦΟΒΟΣ
"Είναι περισσότερο ο φόβος, παρά οι ίδιες οι βάρβαρες συνθήκες ή τα μέτρα, που μουδιάζει και παραλύει τους ανθρώπους".
«πρεσβύτερος» Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου Πηγή: www.lifo.gr
Ναι ακριβώς αυτό. Δεν ανησυχείς τόσο γι' αυτό που είναι απαραίτητο για την επιβίωσή σου αλλά δεν μπορείς να το αποκτήσεις. Φοβάσαι επειδή ξέρεις ότι δεν θα το αποκτήσεις ποτέ.
Μικρή ήμουν κι άκουγα τους γονείς μου να προγραμματίζουν. Όχι να σχεδιάζουν αλλά απλώς να προγραμματίζουν. Στο τέλος του μήνα τ' αγγλικά και τα γαλλικά της μικρής (εμένα). Η μεγάλη (η αδελφή) εργαζόταν. Να την ρωτήσουμε (εμένα) μήπως θέλει να μάθει κάποιο μουσικό όργανο. Προσωπικά χεσμένο το είχα το μουσικό όργανο αλλά τρελαινόμουν να τους κάνω πλάκα και να τους λέω ότι μ' αρέσει το πιάνο! Τους ένιωθα την νύχτα, τους άκουγα τους γονείς και πιο πολύ τη μαμά (ο μπαμπάς καταλάβαινε πως δεν το εννοώ) ν' αναστενάζει. Πού θα το βάλουμε το πιάνο; Πόσο κάνει ένα πιάνο; Και ξυπνούσε μ' επιχειρήματα "μήπως να μάθεις κιθάρα να την παίρνεις μαζί να διασκεδάζεις με τους φίλους σου;" Μωρέ δεν με χέζετε με τις κιθάρες. Θέλω να μάθω κι άλλη ξένη γλώσσα. Βεβαίως. Γερμανικά θέλω να μάθω. Πάνω απ' το πτώμα μου. Είπε η μητέρα. Ο πατέρας, κρυφογελώντας. Μάθε ιταλικά. Όχι δεν θέλω ιταλικά, θέλω γερμανικά. Κι έτσι ξεμπερδέψαμε και με την τρίτη ξένη γλώσσα. Μετά ερχόταν καλοκαίρι. "Γιάννη η μικρή (εγώ) θέλει πέδιλα και παντελόνια και μαγιό". Εντάξει να πάτε να ψωνίσετε, να ψωνίσεις και για σένα ε; (το 'λεγε και φρόντιζε να μην ακούγεται το μακρόσυρτο "αααααχ" τί να πρωτοπρολάβει). Δεν θέλω εγώ τίποτα. Η μικρή να είναι εντάξει κι εσύ. Εγώ τί να θέλω, έλεγε ο μπαμπάς. Εγώ είμαι άντρας. Ένα κοστούμι καθημερινό κι ένα επίσημο. Μια χαρά είμαι. Πουκάμισα να 'χω καθαρά και γραβάτες κι είμαι εντάξει.

Πουκάμισα είχε ο μπαμπάς, λευκά και μπεζ για να μη δυσκολεύεται με τις γραβάτες. Και γραβάτες είχε γιατί έλεγε ότι ο άντρας απ' τη σωστή γραβάτα φαίνεται. Κι έτσι μεγάλωσα με αρχές. Ότι ο άντρας φαίνεται απ' τη γραβάτα κι η γυναίκα απ' τα μαλλιά, τα χέρια και τα πόδια. Στην οικογένειά μας απαγορευόταν δια ροπάλου να φοράμε παπούτσια με φθαρμένα τακούνια, να είμαστε αχτένιστοι και να μην έχει η μαμά περιποιημένα χέρια και πόδια. Ψωμί δεν είχαμε ('νταξ είχαμε), τυρί μας στείλανε (δεν μας το 'στειλε κανείς, το αγοράζαμε).
Αλλά δεν φοβόμασταν για τίποτα. Δεν κάναμε σπουδαία σχέδια για το μέλλον αλλά αυτό το μέλλον το είχαμε δεδομένο. Θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, το ξέραμε. Απλώς έπρεπε να παίρνουμε τα μέτρα μας. Έτσι βιώναμε τις δυσκολίες. Χωρίς φανφάρες ή αισιοδοξία αλλά με οικογενειακό προγραμματισμό. Ούτε τη χούντα φοβόντουσαν οι γονείς μου ή τουλάχιστον δεν το έδειχναν. Δεν μασούσαν πάντως. Η ψυχή τους βέβαια πήγε στην Κούλουρη όταν εκείνο το μοιραίο βράδυ εγώ η μικρή και η αδελφή η μεγάλη γυρίσαμε μεσάνυχτα στο σπίτι και μάλιστα με διαφορά ώρας η μία από την άλλη αφού δεν ήμασταν μαζί. Την στιγμή που οι γονείς μας μάθαιναν το πανηγύρι από το ραδιόφωνο.

Εγώ τώρα; Εγώ λοιπόν τώρα φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Όχι επειδή δεν θα τα βγάλω πέρα. Γιατί νομίζω πως θα τα βγάλω. Όχι επειδή ο προσωπικός μου αγώνας δεν θα έχει σπουδαία αποτελέσματα. Δεν θα έχει, αυτό το ξέρω. Δεν φοβάμαι κάτι προσωπικό, ατομικό. Δεν φοβάμαι για την υγεία μου. Ανησυχώ γι' αυτήν και γι' αυτό την φροντίζω όσο μπορώ. Εκείνο που φοβάμαι είναι ο ίδιος ο φόβος. Ο φόβος που νιώθω μέσα μου για όλα. Ο φόβος που νιώθω απ' έξω μου απ' όλους. Αλλά πάνω απ' όλα εκείνο που φοβάμαι είναι που οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω φοβούνται κι αυτοί. Και φοβάμαι που φοβούνται μόνοι τους, ο καθένας στη γωνιά του, στο σπίτι του, στο μικρόκοσμό του.
Λένε πως η χαρά όταν μοιράζεται είναι διπλή χαρά.
Λένε πως η λύπη όταν μοιράζεται είναι μισή λύπη.
Ο φόβος άραγε; Τί είναι όταν μοιράζεται; Τί είναι όταν δεν μοιράζεται;
Τελικά εκείνο που φοβάμαι πάνω απ' όλα είναι μήπως ο φόβος γίνει τόσο ανθεκτικός που είτε τον μοιραστείς είτε όχι θα παραμείνει ενιαίος και συμπαγής ΦΟΒΟΣ.
Φοβάμαι μήπως σταματήσουμε να φοβόμαστε όταν θα τα 'χουμε πια δει όλα!
Όπως οι πολίτες του Λιβάνου.
Οι συλλογικότητες, η αίσθηση κοινότητας, η σχέση με τον άλλο γενικότερα φαίνεται να ανταποκρίνονται στην ανάγκη μας για έναν τόπο όπου μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες, συναισθήματα, φόβους, αγωνίες, όνειρα», συμπληρώνει ο νεαρός ψυχολόγος κι εγώ θυμάμαι τον Ρίλκε που έγραφε για τον εν τέλει θεραπευτικό αλλά και παιδαγωγικό ρόλο της ψυχής, όσον αφορά τις δυσκολίες και τις ασθένειες, σωματικές και ψυχικές. Πηγή: www.lifo.gr
Οι συλλογικότητες, η αίσθηση κοινότητας, η σχέση με τον άλλο γενικότερα φαίνεται να ανταποκρίνονται στην ανάγκη μας για έναν τόπο όπου μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες, συναισθήματα, φόβους, αγωνίες, όνειρα», συμπληρώνει ο νεαρός ψυχολόγος κι εγώ θυμάμαι τον Ρίλκε που έγραφε για τον εν τέλει θεραπευτικό αλλά και παιδαγωγικό ρόλο της ψυχής, όσον αφορά τις δυσκολίες και τις ασθένειες, σωματικές και ψυχικές. Πηγή: www.lifo.gr


(Σ' ευχαριστώ Σταύρο, που τώρα πια έχεις μετοικήσει στην ουράνια γειτονιά)


Eίναι περισσότερο ο φόβος, παρά οι ίδιες οι βάρβαρες συνθήκες ή τα μέτρα, που μουδιάζει και παραλύει τους ανθρώπους Πηγή: www.lifo.gr
Eίναι περισσότερο ο φόβος, παρά οι ίδιες οι βάρβαρες συνθήκες ή τα μέτρα, που μουδιάζει και παραλύει τους ανθρώπους Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου