René Magritte, Kissing |
Ήταν σίγουρος πως εκείνη θ' αγόραζε και για τους δυο τους από μια βεβαιότητα.
Χωρίς δικαίωμα αλλαγής τα δικά του, ελπίζοντας με δικαίωμα αλλαγής τα δικά της.
Αλήθεια τί θα γιόρταζαν; Την αρχή μιάς περιπέτειας ή το τέλος μιάς διαδρομής;
Περπατούσε και σκεφτόταν...
Βεβαιότητα! Πόσο αφελής είσαι καλή μου. Πόσο λίγο μας ξέρεις. Και πώς άλλωστε να μας ξέρεις περισσότερο; Δεν έχεις γνωρίσει και πολλούς. Πιο συγκεκριμένα έναν και φαρμακερό. Εμένα. Με είδες, με ερωτεύθηκες, με συνήθισες. Συγγενείς "πρώτου βαθμού" τώρα πια. Δεν ενδιαφέρθηκες γι' άλλον. Έτσι τουλάχιστον νομίζω... δεν είμαι καθόλου βέβαιος όμως. Αλλά μπορώ να φανταστώ τις ...επιφυλάξεις σου. Δεν είναι που μ' αγαπάς. Είναι ...πού να τρέχεις; Να γνωρίσεις άλλον... να τον ξεψαχνίσεις... να δεις αν σου κάνει... αν σου ταιριάζει... αν τηρεί τις προδιαγραφές σου... αν καλύπτει τις ανάγκες σου... αν επιβεβαιώνει τον εγωισμό σου... αν παγιώνει το "φαίνεσθαι" που από μικρή σ' έμαθαν να υπολογίζεις περισσότερο από αυτό που μένει τελικά στην καρδιά σου. Να κρύβεσαι στην αρχή, να παρουσιάζεσαι σιγά σιγά... να ξεγελάς άθελά σου... ώστε... να συνηθίσει ο καινούργιος πρώτα το ένα μετά το άλλο ώσπου να σε συνηθίσει ολόκληρη με τα καλά και τα στραβά σου και να μη θέλει ούτε αυτός να ...τρέχει. Όπως νομίζεις πως κάνω κι εγώ. Νομίζεις όμως.
Γιατί εγώ δυνάμεις μαζεύω, τα κουράγια μου μετράω, τις αντοχές μου.
Αυτά σκεφτόταν κουνώντας πέρα δώθε τα δύο δέματα με τα δώρα για την επέτειό τους. Δεν είχε σημασία τί περιείχε το κάθε κουτί. Σημασία είχε η ...σημασία του. Σκυφτός προχωρούσε, είχε βαρεθεί, είχε κουραστεί... αυτή ήταν η μόνη βεβαιότητα στο κάδρο της κοινής ζωής τους αλλά αυτήν την "σε-συσκευασία-δώρου-βεβαιότητα" εκείνη δεν θα την έβρισκε διαθέσιμη σε καμία αγορά. Αυτό το "δώρο" δεν θα το έβλεπε σε καμία βιτρίνα. Δεν ήταν "κάτι" που το αποκτά κανείς με χρήματα. Αυτό το "πακέτο" το βρίσκει κανείς μέσα του, αν κοιτάξει με ειλικρίνεια, χωρίς αυταπάτες κι αυτό το δώρο της αυτογνωσίας και της επίγνωσης οφείλει να το κάνει κανείς πρωτίστως στον ίδιο τον εαυτό του.
Όσο για εκείνον... στην εκκίνηση βρισκόταν (ξανά) για το άλλο, το διαφορετικό, το αδοκίμαστο, το απ' αλλού φερμένο όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τελείως ούτε φυσικά είχε την παραμικρή ιδέα αν θα το άντεχε. Το προσπάθησε μία, θα το προσπαθήσει ξανά. Το ένιωσε μια, θέλει να το ξανανιώσει, να το αντέξει αυτή τη φορά και να γεμίσει το κενό που άφησε ο θόρυβος των προσδοκιών που απέβησαν άκαρπες.
Αλλά εκείνος ήξερε πως το πραγματικό δώρο βρισκόταν καλά κρυμμένο μυστικό στην καρδιά του και δεν ήταν για εκείνην.
"Δώρο που ποτέ δεν θα δοθεί
Με την απόφαση παρμένη
προτού το αγκαλιάσει στοργικά το περιτύλιγμα
Πάρε την κορδέλα
που ξέχασα να τυλίξω γύρω στο σώμα μου
Πάρε το φιογκάκι που φτωχό
έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό
ΗΤΑΝ υπέροχο, μοναδικό, ανεπανάληπτο
κι όμως..."
Με την απόφαση παρμένη
προτού το αγκαλιάσει στοργικά το περιτύλιγμα
Πάρε την κορδέλα
που ξέχασα να τυλίξω γύρω στο σώμα μου
Πάρε το φιογκάκι που φτωχό
έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό
ΗΤΑΝ υπέροχο, μοναδικό, ανεπανάληπτο
κι όμως..."
Μία και μόνη βεβαιότητα θα 'πρεπε να έχει εκείνη, ότι η "επέτειος" θα είχε διαφορετική σημασία για τον καθένα τους. Όμως εκείνη με τα δώρα της θα συμβόλιζε τη σιγουριά πως όλα ήταν θεσπέσια στη ζωή τους. Είπαμε... πού να τρέχει; Άντε φτου κι απ' την αρχή; Όχι... όχι δεν ήταν για εκείνην.
Εκείνος ...
...όμορφος, δωρικός... ο αγαπημένος της. Δεν είχε πολλές ανάγκες, της αρκούσε που υπήρχε εκείνος, ο καλός της. Της αρκούσε που υπήρχε ένας καλός της γενικά, ένα σημείο αναφοράς. Αλλά άστην αυτήν. Αυτός είναι το θέμα...
...που...
...έπλεε σε μια θάλασσα ελπίδας.
Το σώμα του σαν υπαρξιακή κιβωτός, έκρυβε μέσα του όνειρα κι επιθυμίες για μια άλλη ζωή. Διαφορετική... πιο δική του. Είχε φορτωθεί πολλά. Είχε κάνει το χρέος του. Και τώρα πίστευε πως είχε έρθει η σειρά του. Κολυμπούσε αργά, νωχελικά για να μην κουραστεί αφού δεν ήξερε τελικά πού θα τον βγάλει. Πού και πού σήκωνε το κεφάλι για να δει αν φαίνεται στεριά, νησί, βράχος, ξέρα, κάτι σταθερό, κάτι στέρεο. Όχι, ακόμη δεν φαινόταν τίποτα. Δεν είχε έρθει η ώρα για ένα δικό του σημείο αναφοράς. Να δει και να μετρήσει την απόσταση, τις αντοχές του, το πείσμα του.
Κι αυτό ακριβώς είναι η ελπίδα. Το ακαθόριστο, το ασαφές, το ονειρικό, συμπυκνωμένο σε μερικά γράμματα της αλφαβήτου. Μακάρι να μπορούσε να είναι ειλικρινής αλλά δεν ήταν. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει την κατάστασή του. Δεν ήξερε τί ήταν αυτό που τον έκανε ν' αναρωτιέται... επέτειος... τίνος γεγονότος; Επέτειος της αρχής ή επέτειος του τέλους που προηγήθηκε; Κι ακόμη περισσότερο δεν είχε καταλάβει πως ήδη είχε δώσει την απάντηση. Επέτειος, όχι γιορτή. Επέτειος της πόρτας που έκλεισε, μισοέκλεισε για την ακρίβεια ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να στρέφει το κεφάλι και να αφήνει το βλέμμα του να κάνει το ταξίδι στο παρελθόν. Το κουτί που περιείχε το δώρο του για εκείνην, το κουτί με την ψευδαίσθηση, ήταν μεγαλύτερο από αυτό που περιείχε τη δική του ελπίδα. Δεν είχε πια κάτι άλλο να της προσφέρει γι' αυτό φρόντισε τουλάχιστον να είναι μεγάλη η ψευδαίσθηση αυτή.
Ηχηρή σαν στάχτη στα μάτια.
Τί κουταμάρα μ' αυτές τις επετείους, σκεφτόταν. Κάποιοι άνθρωποι συμμετέχουν σ' ένα γεγονός κάποια χρονική στιγμή. Κι από τότε και κάθε χρόνο οι άνθρωποι αυτοί, που ωστόσο είναι διαφορετικοί πια, "θυμούνται" το παρελθόν ενώ βιώνουν ένα διαφορετικό παρόν που τους οδηγεί σ' ένα αβέβαιο μέλλον. Και ξανά και ξανά και κάθε φορά οι ίδιοι διαφορετικοί άνθρωποι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους μέσα στο χρόνο και στο χώρο προσποιούμενοι πως δεν βλέπουν ότι τίποτε δεν είναι το ίδιο ή τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό. Επέτειος μιας ζωής που "έληξε" ή επέτειος μιας νέας ζωής που "άρχισε"; Όπως και να 'χει δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια επέτειος θλιβερή αφού το νέο έχει πια παλιώσει κι ο ίδιος ξανασήκωσε το κεφάλι του αναζητώντας για μια φορά ακόμη το σημείο αναφοράς του...
...ένα έδαφος συμπαγές και προσπελάσιμο...
Στ' αυτιά του έφτασε εκκωφαντικά πολυεπίπεδη η ηχώ της φωνής της καρδιάς του...
τρέξε... φύγε να σωθείς... ν' αλλάξεις... να ζήσεις...
γιατί...
δεύτερη ζωή δεν έχει.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ... https://www.youtube.com/watch?v=ZbX0AKHPDPA
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα `ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
ΟΔΥΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ