«Το 'βλεπα... να πεις πως δεν το 'βλεπα. Αλλά είπα βουρ κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Κολυμπούσα στην παραδόξως ήρεμη θάλασσα των Εγκρεμνών. Κολυμπούσα γρήγορα λες κι ήθελα να προλάβω να φτάσω κάπου... να προλάβω να φτάσω κάτι... Άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό το "κάτι" ήταν ο κυματισμός αυτής της συγκεκριμένης γωνιάς της διαθαλασσιακής υγρής ενέργειας... αυτό το "κάπου" ήταν η στεριά, να προλάβω να βγω σε αυτήν προτού έρθει η ώρα των κυμάτων και των αναμνήσεων. Να προλάβω να βγω "μπροστά". Το 'ξερα πως αυτή η ηρεμία δεν θα κρατούσε για πολύ.
Έστρεψα το βλέμμα προς τα πίσω, εκεί που μόλις είχα αφήσει το σημάδι μου στο υδάτινο στοιχείο, ίσα για να το δω να χάνεται εις τα εξ ων συνετέθη... να "ισιώνει", να γίνεται πάλι ένα με το νερό. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από την ακτή. Μη φανταστείτε καμιά τρομερή απόσταση αλλά πάντως δεν ήμουνα και δίπλα. Κοίταξα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που το νερό τέμνει τον ουρανό και τον πληγώνει, γύρισα το βλέμμα παραπέρα, εκεί που το νερό ορμά στην απέναντι στεριά και την σφάζει κι ανασηκώνει τα βουνά να τα καμαρώσουμε, τεντώνει τις απέναντι ακτές βοηθώντας τες να δηλώσουν κι αυτές παρουσία.
Κι ενώ οι προθέσεις του νερού είναι άλλες, να ενωθεί με τον ουρανό και τη γη σ' ένα σύνολο αρμονικό κι αδιαίρετο, η δύναμή του είναι τέτοια που τελικά δημιουργεί πληγές. Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους μερικές φορές.
Κι αν θέλουμε να 'μαστε ειλικρινείς, όλες τις φορές. Αλλά ποιά δύναμη, ποιά ομορφιά και ποιά "ουσία" δεν ολοκληρώνει το μεγαλείο της αν προηγουμένως δεν ματώσει αυτά που λαχταρά.
Να 'τοι, έρχονται οι κυματισμοί, δειλά δειλά, κοντοζυγώνουν. Γαλάζια σώματα γιγάντιων όντων που κυλούν προς εμένα και στροβιλίζονται σε μια χορογραφία υπερκόσμια κι ατέρμονη.
Ήξερα πως μόλις πλησίαζαν θα διαπίστωνα τα μεγάλα αέρινα κενά που ως απόσταση ασφαλείας θα μεσολαβούσαν από τον έναν υδάτινο χορευτή στον άλλον. Θα έβλεπα τα διαστήματα ηρεμίας ανάμεσα στα μέλη αυτού του θιάσου από νερό όπου εκεί θα με εγκλώβιζαν πρόσκαιρα σαν σε αγκαλιά φιλόξενη και προστατευτική, όμως λόγω μεγέθους και δύναμης, απελπιστικά τρομακτική. Θα έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να αφεθώ διαδοχικά και με ασφάλεια από τον έναν χορευτή στον άλλον, να μην επαναπαυθώ στην πεδιάδα που δημιουργείται ανάμεσά τους και που συνήθως τη λέμε "μήκος κύματος". Το ιδιόμορφο χορευτικό σύνολο ήταν ακόμη μακριά μου κι έτσι δεν μπορούσα ακόμη να το διακρίνω αυτό το μήκος, να το μετρήσω. Θα ήμουν άνετα εκεί; Θα προλάβαινα να ανασυνταχθώ για να σφιχταγκαλιάσω τον επόμενο κυματισμό; Ή θα διαδεχόταν το ένα κύμα το άλλο με ταχύτητες άλλες απ' αυτές που θα μπορούσα ν' αντέξω και που τις λέμε "συχνότητα"; Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι φόβου κι απόλαυσης, όποτε στο παρελθόν άπλωσα τα χέρια κι αγκάλιασα μεγάλα κύματα ή/και μεγάλους ανθρώπους. Υπήρξαν φορές που διάλεγα εγώ ένα κύμα/χορευτή για να με πάρει στην αγκαλιά του και μ' αυτόν και κανέναν άλλον έφτανα στην ακτή όπου εκεί με άφηνε απαλά, σαν εραστής που με αγάπησε αλλά που λύγισε τελικά και μ' εγκατέλειψε. Αθόρυβα ...μέχρι να "ανασυνταχθώ" αυτός να έχει φύγει. Με τρόπο... να μην το καταλάβω... να μην λυπηθώ... να μην πονέσω. Του κάκου.
Γι' αυτό ανησυχούσα τούτη τη φορά. Ήθελα να φτάσω στην ακτή προτού βρεθώ πάλι σε κατάσταση επιλογής κύματος για να με συνοδεύσει στην ακρογιαλιά αλλά που τελικά θα με άφηνε εκεί έρμαιο της δύναμης με την οποία υποχωρεί ξανά στη θαλάσσια αγκαλιά και να με παρασύρει και μένα μέσα της, σαν εραστής που με βαρέθηκε και με δίνει "δώρο" στον επόμενο. Μετέωρη, αναποφάσιστη, φοβισμένη, δειλή».
Καλά το πας, συνέχισε, αγαπητή γράφουσα, αλλά τί θα συμβεί μετά; Αυτό να δω, αν έχεις τη φαντασία για να εξιστορήσεις. Γιατί εγώ δεν σου μίλησα ποτέ, μόνη έβγαλες τα συμπεράσματά σου μόλις είδες πως με ασφάλεια έφτασα στην ακρογιαλιά και γραπώθηκα, όσο μπορεί κανείς να γραπωθεί από τμήματα ύλης που άλλες φορές τα λέμε άμμο, άλλες φορές βότσαλο κι άλλες πάλι "βότσαλο λεπτό σαν άμμο" ή "άμμο χοντρή σαν βότσαλο". Για να δούμε λοιπόν πόσο μακριά φτάνει η φαντασία σου, πόσο "μέσα θα πέσεις", πόσο καλά με ξέρεις, γιατί ναι μεν μπορεί να με δημιούργησες αλλά, δεν ξέρω αν το κατάλαβες, εγώ στην πορεία αυτονομήθηκα και δε θα δεχθώ καμία αυθαιρεσία "συγγραφική αδεία". Θα παρεμβαίνω και θα διορθώνω. Μέχρι να ειπωθεί η ιστορία μου όπως ακριβώς θέλω εγώ. Κι όχι εσύ.
«Βρέθηκα σε μια μετέωρη κατάσταση, δεν ήμουν στο νερό ούτε στη στεριά, βύθισα τις παλάμες στο λεπτό βότσαλο, στήριξα τα πόδια στην κατωφέρεια της ακτής, σήκωσα το κεφάλι και μύρισα την αντίθεση, άκουσα την αυταπάτη, ονειρεύτηκα την ομορφιά και παραμένοντας ακουμπισμένη πάνω στις βοτσαλένιες κάψουλες της προηγούμενης ζωής μου, αυτές που τις λέμε "μνήμη", έκλεισα τα μάτια και είδα τον χρόνο.
Αυτό το βοτσαλάκι, μικρό σαν φακή, μου θυμίζει τις αγωνίες μου, αυτό εκεί ανάμεσα στο μεσαίο και το παράμεσο δάχτυλο του ενός χεριού μου θυμίζει ό,τι άγγιξα κι ό,τι άφησα ξανά, να, ένα άλλο, μεγάλο σαν φασόλι, αυτό που μου πιέζει τον μηρό και με πονάει μου θυμίζει τα λάθη μου. Τα βαθουλώματα που δημιουργούν τα δάχτυλα των ποδιών μου κρύβουν επιθυμίες που εγώ και μόνο εγώ πρόδωσα και κανένας άλλος».
Ένα ένα τα γεγονότα έστησαν το σκηνικό στιγμών ικανών να γεμίσουν δυο ζωές. Ή και τρεις. Ένα ένα τα γεγονότα έσυραν βήματα που χορογράφησαν αυτοσχεδιάζοντας λίγο καιρό πριν... λίγο καιρό μετά...
Μικρές στιγμές μέσα σε μεγάλα βότσαλα που το "βάρος" τους με τραβούσε πίσω στο νερό σαν σε μια ταραγμένη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Να με ξεπλύνει από τί; Δεν νιώθω βρώμικη. Αντιθέτως.
Μικρά βότσαλα γεμάτα μεγάλες στιγμές που άφησαν τα σημάδια τους στο σώμα μου γιατί τελικά έμεινα αρκετή ώρα ξαπλωμένη στην υγρή δροσερή αγκαλιά τους κι αυτά μπόρεσαν κι αποτύπωσαν επάνω του την όμορφη ιστορία μου. Να τα κουβαλώ πάντα επάνω μου σαν δεύτερο δέρμα, πάντα μέσα μου σαν δεύτερη ψυχή.
Από κάτω μου το βοτσαλένιο αλφάβητο σχηματίζει λέξεις πυρετωδώς, από πάνω μου οι ηλιαχτίδες με τη θέρμη τους απαλύνουν τις αιχμές της γραφής τους. Το υγρό στοιχείο φτάνει μέχρι τα πόδια μου, μετά υποχωρεί απαριθμώντας τα υπέρ και τα κατά. Μόνο που εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχουν "κατά". Μόνο "υπέρ". Δεν υπάρχει συμψηφισμός στην ομορφιά, τίποτα δεν μπορεί να "υπολογίσει" τα συναισθήματα. Δεν γίνεται ισολογισμός γι' αυτά που θέλει η καρδιά και γι' αυτά που προστάζει ο νους. Σ' αυτόν τον απολογισμό δεν υπάρχουν "πλην". Μόνο "συν".
Σηκώθηκα, τίναξα από επάνω μου τα βοτσαλένια γράμματα/στοιχεία, το έργο τους είχε πλέον τελειώσει. Τα σημάδια τους θα υποχωρούσαν σιγά σιγά αφού το νόημά τους θα είχε εισχωρήσει βαθιά στην ύπαρξή μου, να πορεύομαι μαζί του στο υπόλοιπο της ζωής μου. Μια παρακαταθήκη ακόμη. Μια εμπειρία ακόμη. Ένα "θέλω" που συμπυκνώθηκε σε απειροελάχιστη μορφή ύλης, αδιανόητης δύναμης. Σε ένα και μοναδικό ταξίδι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Μετά από εμένα, θα το συνεχίσει κάποιος άλλος, μετά απ' αυτόν κάποιος άλλος ακόμη.
Προχώρησα, σκούπισα από επάνω μου τα περισσεύματα του υδάτινου μελανιού από την θαλάσσια πένα. Για να αναδειχθεί η μορφή που ζωγράφισε στην ψυχή μου. Και που εσύ δεν θα τη δεις ποτέ.
Αγαπητή γράφουσα, σου έδωσα το υλικό μου. Ως εκεί όμως, αυτά σου επιτρέπω να τα γράψεις. Η αλήθεια μου όμως θα παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό μέσα μου. Κανείς δεν θα το ξεκλειδώσει ποτέ και κανείς μα κανείς δεν θα μπορέσει ν' αμφισβητήσει την αλήθεια αυτών που έζησα κι αυτών που ένιωσα.
Συνέχισε... δεν σε φοβάμαι πια.
(συνεχίζεται...)
Κολυμπούσα στην παραδόξως ήρεμη θάλασσα των Εγκρεμνών. Κολυμπούσα γρήγορα λες κι ήθελα να προλάβω να φτάσω κάπου... να προλάβω να φτάσω κάτι... Άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό το "κάτι" ήταν ο κυματισμός αυτής της συγκεκριμένης γωνιάς της διαθαλασσιακής υγρής ενέργειας... αυτό το "κάπου" ήταν η στεριά, να προλάβω να βγω σε αυτήν προτού έρθει η ώρα των κυμάτων και των αναμνήσεων. Να προλάβω να βγω "μπροστά". Το 'ξερα πως αυτή η ηρεμία δεν θα κρατούσε για πολύ.
Έστρεψα το βλέμμα προς τα πίσω, εκεί που μόλις είχα αφήσει το σημάδι μου στο υδάτινο στοιχείο, ίσα για να το δω να χάνεται εις τα εξ ων συνετέθη... να "ισιώνει", να γίνεται πάλι ένα με το νερό. Είχα απομακρυνθεί αρκετά από την ακτή. Μη φανταστείτε καμιά τρομερή απόσταση αλλά πάντως δεν ήμουνα και δίπλα. Κοίταξα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που το νερό τέμνει τον ουρανό και τον πληγώνει, γύρισα το βλέμμα παραπέρα, εκεί που το νερό ορμά στην απέναντι στεριά και την σφάζει κι ανασηκώνει τα βουνά να τα καμαρώσουμε, τεντώνει τις απέναντι ακτές βοηθώντας τες να δηλώσουν κι αυτές παρουσία.
Κι ενώ οι προθέσεις του νερού είναι άλλες, να ενωθεί με τον ουρανό και τη γη σ' ένα σύνολο αρμονικό κι αδιαίρετο, η δύναμή του είναι τέτοια που τελικά δημιουργεί πληγές. Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους μερικές φορές.
Κι αν θέλουμε να 'μαστε ειλικρινείς, όλες τις φορές. Αλλά ποιά δύναμη, ποιά ομορφιά και ποιά "ουσία" δεν ολοκληρώνει το μεγαλείο της αν προηγουμένως δεν ματώσει αυτά που λαχταρά.
Να 'τοι, έρχονται οι κυματισμοί, δειλά δειλά, κοντοζυγώνουν. Γαλάζια σώματα γιγάντιων όντων που κυλούν προς εμένα και στροβιλίζονται σε μια χορογραφία υπερκόσμια κι ατέρμονη.
Ήξερα πως μόλις πλησίαζαν θα διαπίστωνα τα μεγάλα αέρινα κενά που ως απόσταση ασφαλείας θα μεσολαβούσαν από τον έναν υδάτινο χορευτή στον άλλον. Θα έβλεπα τα διαστήματα ηρεμίας ανάμεσα στα μέλη αυτού του θιάσου από νερό όπου εκεί θα με εγκλώβιζαν πρόσκαιρα σαν σε αγκαλιά φιλόξενη και προστατευτική, όμως λόγω μεγέθους και δύναμης, απελπιστικά τρομακτική. Θα έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να αφεθώ διαδοχικά και με ασφάλεια από τον έναν χορευτή στον άλλον, να μην επαναπαυθώ στην πεδιάδα που δημιουργείται ανάμεσά τους και που συνήθως τη λέμε "μήκος κύματος". Το ιδιόμορφο χορευτικό σύνολο ήταν ακόμη μακριά μου κι έτσι δεν μπορούσα ακόμη να το διακρίνω αυτό το μήκος, να το μετρήσω. Θα ήμουν άνετα εκεί; Θα προλάβαινα να ανασυνταχθώ για να σφιχταγκαλιάσω τον επόμενο κυματισμό; Ή θα διαδεχόταν το ένα κύμα το άλλο με ταχύτητες άλλες απ' αυτές που θα μπορούσα ν' αντέξω και που τις λέμε "συχνότητα"; Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι φόβου κι απόλαυσης, όποτε στο παρελθόν άπλωσα τα χέρια κι αγκάλιασα μεγάλα κύματα ή/και μεγάλους ανθρώπους. Υπήρξαν φορές που διάλεγα εγώ ένα κύμα/χορευτή για να με πάρει στην αγκαλιά του και μ' αυτόν και κανέναν άλλον έφτανα στην ακτή όπου εκεί με άφηνε απαλά, σαν εραστής που με αγάπησε αλλά που λύγισε τελικά και μ' εγκατέλειψε. Αθόρυβα ...μέχρι να "ανασυνταχθώ" αυτός να έχει φύγει. Με τρόπο... να μην το καταλάβω... να μην λυπηθώ... να μην πονέσω. Του κάκου.
Γι' αυτό ανησυχούσα τούτη τη φορά. Ήθελα να φτάσω στην ακτή προτού βρεθώ πάλι σε κατάσταση επιλογής κύματος για να με συνοδεύσει στην ακρογιαλιά αλλά που τελικά θα με άφηνε εκεί έρμαιο της δύναμης με την οποία υποχωρεί ξανά στη θαλάσσια αγκαλιά και να με παρασύρει και μένα μέσα της, σαν εραστής που με βαρέθηκε και με δίνει "δώρο" στον επόμενο. Μετέωρη, αναποφάσιστη, φοβισμένη, δειλή».
Καλά το πας, συνέχισε, αγαπητή γράφουσα, αλλά τί θα συμβεί μετά; Αυτό να δω, αν έχεις τη φαντασία για να εξιστορήσεις. Γιατί εγώ δεν σου μίλησα ποτέ, μόνη έβγαλες τα συμπεράσματά σου μόλις είδες πως με ασφάλεια έφτασα στην ακρογιαλιά και γραπώθηκα, όσο μπορεί κανείς να γραπωθεί από τμήματα ύλης που άλλες φορές τα λέμε άμμο, άλλες φορές βότσαλο κι άλλες πάλι "βότσαλο λεπτό σαν άμμο" ή "άμμο χοντρή σαν βότσαλο". Για να δούμε λοιπόν πόσο μακριά φτάνει η φαντασία σου, πόσο "μέσα θα πέσεις", πόσο καλά με ξέρεις, γιατί ναι μεν μπορεί να με δημιούργησες αλλά, δεν ξέρω αν το κατάλαβες, εγώ στην πορεία αυτονομήθηκα και δε θα δεχθώ καμία αυθαιρεσία "συγγραφική αδεία". Θα παρεμβαίνω και θα διορθώνω. Μέχρι να ειπωθεί η ιστορία μου όπως ακριβώς θέλω εγώ. Κι όχι εσύ.
«Βρέθηκα σε μια μετέωρη κατάσταση, δεν ήμουν στο νερό ούτε στη στεριά, βύθισα τις παλάμες στο λεπτό βότσαλο, στήριξα τα πόδια στην κατωφέρεια της ακτής, σήκωσα το κεφάλι και μύρισα την αντίθεση, άκουσα την αυταπάτη, ονειρεύτηκα την ομορφιά και παραμένοντας ακουμπισμένη πάνω στις βοτσαλένιες κάψουλες της προηγούμενης ζωής μου, αυτές που τις λέμε "μνήμη", έκλεισα τα μάτια και είδα τον χρόνο.
Αυτό το βοτσαλάκι, μικρό σαν φακή, μου θυμίζει τις αγωνίες μου, αυτό εκεί ανάμεσα στο μεσαίο και το παράμεσο δάχτυλο του ενός χεριού μου θυμίζει ό,τι άγγιξα κι ό,τι άφησα ξανά, να, ένα άλλο, μεγάλο σαν φασόλι, αυτό που μου πιέζει τον μηρό και με πονάει μου θυμίζει τα λάθη μου. Τα βαθουλώματα που δημιουργούν τα δάχτυλα των ποδιών μου κρύβουν επιθυμίες που εγώ και μόνο εγώ πρόδωσα και κανένας άλλος».
Ένα ένα τα γεγονότα έστησαν το σκηνικό στιγμών ικανών να γεμίσουν δυο ζωές. Ή και τρεις. Ένα ένα τα γεγονότα έσυραν βήματα που χορογράφησαν αυτοσχεδιάζοντας λίγο καιρό πριν... λίγο καιρό μετά...
Μικρές στιγμές μέσα σε μεγάλα βότσαλα που το "βάρος" τους με τραβούσε πίσω στο νερό σαν σε μια ταραγμένη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Να με ξεπλύνει από τί; Δεν νιώθω βρώμικη. Αντιθέτως.
Μικρά βότσαλα γεμάτα μεγάλες στιγμές που άφησαν τα σημάδια τους στο σώμα μου γιατί τελικά έμεινα αρκετή ώρα ξαπλωμένη στην υγρή δροσερή αγκαλιά τους κι αυτά μπόρεσαν κι αποτύπωσαν επάνω του την όμορφη ιστορία μου. Να τα κουβαλώ πάντα επάνω μου σαν δεύτερο δέρμα, πάντα μέσα μου σαν δεύτερη ψυχή.
Από κάτω μου το βοτσαλένιο αλφάβητο σχηματίζει λέξεις πυρετωδώς, από πάνω μου οι ηλιαχτίδες με τη θέρμη τους απαλύνουν τις αιχμές της γραφής τους. Το υγρό στοιχείο φτάνει μέχρι τα πόδια μου, μετά υποχωρεί απαριθμώντας τα υπέρ και τα κατά. Μόνο που εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχουν "κατά". Μόνο "υπέρ". Δεν υπάρχει συμψηφισμός στην ομορφιά, τίποτα δεν μπορεί να "υπολογίσει" τα συναισθήματα. Δεν γίνεται ισολογισμός γι' αυτά που θέλει η καρδιά και γι' αυτά που προστάζει ο νους. Σ' αυτόν τον απολογισμό δεν υπάρχουν "πλην". Μόνο "συν".
Σηκώθηκα, τίναξα από επάνω μου τα βοτσαλένια γράμματα/στοιχεία, το έργο τους είχε πλέον τελειώσει. Τα σημάδια τους θα υποχωρούσαν σιγά σιγά αφού το νόημά τους θα είχε εισχωρήσει βαθιά στην ύπαρξή μου, να πορεύομαι μαζί του στο υπόλοιπο της ζωής μου. Μια παρακαταθήκη ακόμη. Μια εμπειρία ακόμη. Ένα "θέλω" που συμπυκνώθηκε σε απειροελάχιστη μορφή ύλης, αδιανόητης δύναμης. Σε ένα και μοναδικό ταξίδι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Μετά από εμένα, θα το συνεχίσει κάποιος άλλος, μετά απ' αυτόν κάποιος άλλος ακόμη.
Προχώρησα, σκούπισα από επάνω μου τα περισσεύματα του υδάτινου μελανιού από την θαλάσσια πένα. Για να αναδειχθεί η μορφή που ζωγράφισε στην ψυχή μου. Και που εσύ δεν θα τη δεις ποτέ.
Αγαπητή γράφουσα, σου έδωσα το υλικό μου. Ως εκεί όμως, αυτά σου επιτρέπω να τα γράψεις. Η αλήθεια μου όμως θα παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό μέσα μου. Κανείς δεν θα το ξεκλειδώσει ποτέ και κανείς μα κανείς δεν θα μπορέσει ν' αμφισβητήσει την αλήθεια αυτών που έζησα κι αυτών που ένιωσα.
Συνέχισε... δεν σε φοβάμαι πια.
(συνεχίζεται...)