Ξύπνησε κάθιδρη.
Χριστέ μου δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό. Δεν γίνεται.
Έβαλε τα κλάματα κι ανάμεσα στους πνιχτούς αλλά συμπυκνωμένους λυγμούς της προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της το όνειρο. Ήταν ένα όνειρο που ξεκίνησε όμορφα αλλά τελείωσε με απώλεια. Έχασε τον άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε στο όνειρό της. Ο τρόπος που τον έχασε όμως ήταν κάπως απροσδιόριστος. Σα να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από το σκηνικό του ονείρου της, σα να εξατμίστηκε. Όμως ο πόνος που ένιωσε, ο τρόπος που τον φώναξε, ο σπαραγμός της όταν συνειδητοποίησε την απώλειά του θύμιζε θάνατο. Ή χωρισμό. Που μερικές φορές είναι το ίδιο. Το γεγονός ότι στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού κι εκεί προσπαθούσε να τον εντοπίσει ...κάπου την έπειθε πως ...μάλλον ...μπορεί δηλαδή και να είχε πέσει και να είχε σκοτωθεί. Όχι, όχι, όχι αυτό... ας είναι καλά κι ας είναι όπου να 'ναι. Καλά να είναι. Αυτό μόνο, μονολογούσε μέσα στο μισοξύπνιο της.
Έφερνε το όνειρο στο μυαλό της ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην σβηστεί από τα αποθηκευτικά κύτταρα της μνήμης της. Όμως το όνειρό της ξέφευγε, γινόταν κουβάρι κι εκείνη έπρεπε να το ξετυλίγει πάλι και πάλι από την αρχή. Και μετά αυτό μαζευόταν ξανά. Ώσπου στο τέλος, τα νήματά του ήταν τόσο σφιχτοδεμένα στους νοητούς κύκλους των ονειρικών πλάνων της ώστε ήταν αδύνατο πια να τα ξετυλίξει. Ήξερε πως στον πυρήνα αυτού του ιδιότυπου μικρόκοσμου από ψήγματα μνήμης, ανησυχίας, άγχους, λύπης και έλλειψης βρισκόταν μια απειροελάχιστη εικονική κουκκίδα χρόνου, που συνήθως τη λέμε όνειρο. Ηρέμησε λίγο και προσπάθησε απ' την αρχή. Θυμήθηκε πώς ξεκίνησε το όνειρο και προσπαθώντας να το ανασυνθέσει, κάθε φορά που ανασχημάτιζε την επόμενη σκηνή, ξεχνούσε την προηγούμενη. Αλλά κι ό,τι τελικά θυμόταν, κατέληξε πως νόμιζε ότι το θυμόταν. Και στο τέλος σχηματίστηκε ένα άλλο όνειρο, διαφορετικό από το αρχικό, κάπως σα να την "βόλευε" περισσότερο. Ήταν σαν να σκηνοθετούσε το όνειρό της πάνω σε παραλλαγή του αρχικού σεναρίου. Όμως η απελπιστικά πικρή γεύση του πραγματικού ονείρου είχε μείνει στα χείλη της και στην καρδιά της. Αλλά τ' αλμυρά της δάκρυα που διέσχιζαν το πρόσωπό της πάνω σε αυτοσχέδια αυλάκια έπαιρναν μαζί τις εικόνες, έπνιγαν τα γεγονότα και τελικά το μόνο που έμεινε να της θυμίζει το όνειρο ήταν μια κραυγή. Το όνομά του. Με κατακλείδα το κτητικό "μου" σαν ιδιότυπο στολίδι στο τέλος του ονόματος. Σαν συνοδευτικό άκαιρο κι ανάρμοστο. Σαν το νερό που προσπαθείς να το κρατήσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Όσα "μου" κι αν έλεγε δεν θα άλλαζαν ούτε το αποτέλεσμα ούτε την ουσία. Εξάλλου με τα κτητικά δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Μην "αποκτήσεις" ίνα μην "αποκτηθείς", συνήθισε να λέει, παραφράζοντας το χριστιανικό ρητό. Βεβαίως ούτε με τα χριστιανικά τα πήγαινε καλά. Το όνειρο τελικά εξαφανίστηκε, μετά από μερικές ώρες δεν υπήρχε καν παρά μόνο σαν ανάμνηση "πως είχε δει ένα όνειρο που την πόνεσε και την ανησύχησε πολύ". Αλλά το ίδιο το όνειρο δεν το θυμόταν πια παρά μόνο σαν μια κραυγή... ναι, αυτήν την θυμόταν, γιατί αυτή ήταν μια πραγματική κραυγή. Ήταν αυτή που την ξύπνησε. Η τραγική διαπίστωση "δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό ...απλά δεν γίνεται" θα την συνόδευε για καιρό, μέρα-νύχτα, ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε. Και συνεχώς έλεγε στον εαυτό της, ως βεβαιότητα τώρα πια, "όχι, δεν το περνάω μόνη μου όλο αυτό. ΑΠΟ-ΚΛΕΙ-Ε-ΤΑΙ". Να είναι καλά. Μόνο αυτό.
Πού να πήγε άραγε αυτό το όνειρο που την συντάραξε; Σε πιο απόκρυφο σημείο της ύπαρξής της να είχε φωλιάσει; Έπαψε ν' αναρωτιέται. Καλύτερα να το ξεχάσει.
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω.
Ναι, βρισκόταν σε τελείως γνώριμο περιβάλλον, στο δικό της σπίτι, στο δικό της κρεβάτι, υπήρχε ησυχία, τίποτα κακό δεν γινόταν, όλα ήσυχα, καμία ακαταστασία, όλα στη θέση τους όπως πάντα. Στο "άλλο" σπίτι όμως υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Σ' ένα "άλλο" σπίτι που δεν γνώριζε, παρά μόνο "υπέθετε", ούτε της θύμιζε κάποιο άλλο γνώριμό της σπίτι. Ήξερε όμως ποιοί άνθρωποι έμεναν εκεί, σε αυτό το "άλλο" σπίτι που είχε μόλις δει στον ύπνο της. Και το οποίο μόνο να το φανταστεί μπορούσε. Ανάλογα το είδος και το ύφος των ανθρώπων που το κατοικούσαν. Γιατί αυτούς τους ήξερε. Δηλαδή μόνον τον έναν ήξερε, τον άλλον συμπερασματικά κι από τις αφηγήσεις του πρώτου.
Χαμός στο σπίτι αυτό. Φωνές, καβγάδες. Σπασμένα ποτήρια και πιάτα. Αποφάγια στο πάτωμα. Κλάματα. Οργή. Ερωτηματικά. Όλα σε γλώσσα ακατάληπτη. Οι άνθρωποι που καβγάδιζαν, μια γυναίκα κι ένας άντρας, απροσδιόριστη η σχέση τους, χειρονομούσαν και το πρόσωπό τους έπαιρνε εκφράσεις ακραίου θυμού. Τον άντρα τον ήξερε αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αυτό που έβλεπε. Αδιανόητο.
Ξάφνου ένας απροσδιόριστος ήχος την ανατάραξε. Ξύπνησε. Αρχικά ξύπνησε μέσα στο όνειρο που έβλεπε το άλλο όνειρο. Κι αμέσως μετά ξύπνησε κανονικά.
Άλλη ταραχή αυτή. Αλλά ... από πίτα που δεν τρως μη σε μέλει κι αν καεί λέει ο λαός. Αυτό το όνειρο ήθελε να το ξεχάσει, ένιωθε πως δεν την αφορούσε. Λάθος. Μόνο αυτήν αφορούσε αλλά η ακατάληπτη ονειρική γλώσσα στην οποία γινόταν ο καβγάς δεν της επέτρεπε να το κατανοήσει.
Λίγη ώρα αργότερα δεν θυμόταν τίποτα.
Στο γραφείο της μετά, άνοιξε τον υπολογιστή. Είπε να πει ένα "γειά" στους ψηφιακούς της φίλους. Και τότε... να το, να το. Το σπίτι του ονείρου. Σε μια φωτογραφία αναρτημένη από τον ένοικό του. Τον έναν που γνώριζε... Το όνειρο ζωντάνεψε, κάθε του στοιχείο τοποθετήθηκε στην εικόνα που είχε μπροστά της. Και τότε ήξερε... πως κάτι κακό του είχε συμβεί. Αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει. Πάλι λάθος. Γιατί έμαθε. Φρόντισε ο ίδιος γι' αυτό. Φρόντισε να της δώσει μια "ιδέα" πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά αλλά τελικά την είχε γλυτώσει. Η πληροφορία για το άσχημο γεγονός που είχε συμβεί της δόθηκε με έμμεσο τρόπο. Αλλά ήταν σαφής. "Άγιο είχαμε" είχε πει στους φίλους του. Κι από κάτω σχόλια από ανθρώπους που γνώριζαν το "κακό" αλλά χωρίς να μιλούν συγκεκριμένα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Σημασία έχει πως έγινε το κακό αλλά όχι ανεπιστρεπτί. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Δηλαδή είτε είναι είτε δεν είναι δεν έχει σημασία. Τρίτο λάθος: αφού δεν έχει σημασία τότε προς τί οι ονειρικές παραστάσεις που πολλά βράδια "ανεβαίνουν" στο υποσυνείδητό της; Αχ δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς θα συνέβαινε γιατί λίγο αργότερα, η φωτογραφία ξεχάστηκε παίρνοντας μαζί της όλο το κακό περιεχόμενο που της είχε δώσει το όνειρό της.
Ωστόσο αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά. Πού να πήγε αυτό το όνειρο; Στη φωτογραφία μήπως; Αν την ανασύρω θα ανασυρθεί και το όνειρο μαζί;
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά το απόγευμα που επέστρεφε στο σπίτι της, σταματημένη σε ένα φανάρι, χάζευε τον ουρανό. Είχε πολύ κίνηση και θα χρειάζονταν 3-4 φανάρια μέχρι να περάσει. Ο ουρανός είχε σύννεφα. Αραιά και πολύσχημα σύννεφα. Φαινόταν να έχει αέρηδες εκεί πάνω. Το βλέμμα της καρφώθηκε σ' ένα σύννεφο μεσαίου μεγέθους αλλά μεγάλης πυκνότητας στο κέντρο του, μεγάλης "ευελιξίας" όμως στις άκρες του. Άλλαζε σχήμα πολύ γρήγορα, στρογγύλευε, μάκραινε, ξαναγινόταν ατμός. Και προτού προλάβει ν' αναρωτηθεί "πού πάνε τα σύννεφα όταν διαλύονται", εκείνο έπαιρνε νέα σχήματα, αυτά που αποφάσιζαν να του δώσουν οι συσπειρωμένοι ατμοί του. Ή εκείνα που ήθελε εκείνη να δει. Αγαπημένα πρόσωπα. Αφού δεν μπορώ να τα δω στη γη ας τα δω τουλάχιστον στον ουρανό, σκέφτηκε.
Να λοιπόν... στον ουρανό πηγαίνει ο ατμός που γίνονται τα όνειρά της. Αρκεί να κοιτάζει εκεί ψηλά συχνότερα. Κι αυτό που θέλει να δει θα βρίσκεται εκεί. Αφού η γη δεν μπορεί να της προσφέρει τις συγκινήσεις που εκείνη ξόρκισε κι έδιωξε, θα φρόντιζε ο ουρανός γι' αυτό. Δεν πειράζει. Ας είναι καλά, να πατάει γερά στη γη, να είναι γήινος γι' αυτούς που θέλει κι ας είναι αερικό για κείνη.
Χριστέ μου δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό. Δεν γίνεται.
Έβαλε τα κλάματα κι ανάμεσα στους πνιχτούς αλλά συμπυκνωμένους λυγμούς της προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της το όνειρο. Ήταν ένα όνειρο που ξεκίνησε όμορφα αλλά τελείωσε με απώλεια. Έχασε τον άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε στο όνειρό της. Ο τρόπος που τον έχασε όμως ήταν κάπως απροσδιόριστος. Σα να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από το σκηνικό του ονείρου της, σα να εξατμίστηκε. Όμως ο πόνος που ένιωσε, ο τρόπος που τον φώναξε, ο σπαραγμός της όταν συνειδητοποίησε την απώλειά του θύμιζε θάνατο. Ή χωρισμό. Που μερικές φορές είναι το ίδιο. Το γεγονός ότι στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού κι εκεί προσπαθούσε να τον εντοπίσει ...κάπου την έπειθε πως ...μάλλον ...μπορεί δηλαδή και να είχε πέσει και να είχε σκοτωθεί. Όχι, όχι, όχι αυτό... ας είναι καλά κι ας είναι όπου να 'ναι. Καλά να είναι. Αυτό μόνο, μονολογούσε μέσα στο μισοξύπνιο της.
Έφερνε το όνειρο στο μυαλό της ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην σβηστεί από τα αποθηκευτικά κύτταρα της μνήμης της. Όμως το όνειρό της ξέφευγε, γινόταν κουβάρι κι εκείνη έπρεπε να το ξετυλίγει πάλι και πάλι από την αρχή. Και μετά αυτό μαζευόταν ξανά. Ώσπου στο τέλος, τα νήματά του ήταν τόσο σφιχτοδεμένα στους νοητούς κύκλους των ονειρικών πλάνων της ώστε ήταν αδύνατο πια να τα ξετυλίξει. Ήξερε πως στον πυρήνα αυτού του ιδιότυπου μικρόκοσμου από ψήγματα μνήμης, ανησυχίας, άγχους, λύπης και έλλειψης βρισκόταν μια απειροελάχιστη εικονική κουκκίδα χρόνου, που συνήθως τη λέμε όνειρο. Ηρέμησε λίγο και προσπάθησε απ' την αρχή. Θυμήθηκε πώς ξεκίνησε το όνειρο και προσπαθώντας να το ανασυνθέσει, κάθε φορά που ανασχημάτιζε την επόμενη σκηνή, ξεχνούσε την προηγούμενη. Αλλά κι ό,τι τελικά θυμόταν, κατέληξε πως νόμιζε ότι το θυμόταν. Και στο τέλος σχηματίστηκε ένα άλλο όνειρο, διαφορετικό από το αρχικό, κάπως σα να την "βόλευε" περισσότερο. Ήταν σαν να σκηνοθετούσε το όνειρό της πάνω σε παραλλαγή του αρχικού σεναρίου. Όμως η απελπιστικά πικρή γεύση του πραγματικού ονείρου είχε μείνει στα χείλη της και στην καρδιά της. Αλλά τ' αλμυρά της δάκρυα που διέσχιζαν το πρόσωπό της πάνω σε αυτοσχέδια αυλάκια έπαιρναν μαζί τις εικόνες, έπνιγαν τα γεγονότα και τελικά το μόνο που έμεινε να της θυμίζει το όνειρο ήταν μια κραυγή. Το όνομά του. Με κατακλείδα το κτητικό "μου" σαν ιδιότυπο στολίδι στο τέλος του ονόματος. Σαν συνοδευτικό άκαιρο κι ανάρμοστο. Σαν το νερό που προσπαθείς να το κρατήσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Όσα "μου" κι αν έλεγε δεν θα άλλαζαν ούτε το αποτέλεσμα ούτε την ουσία. Εξάλλου με τα κτητικά δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Μην "αποκτήσεις" ίνα μην "αποκτηθείς", συνήθισε να λέει, παραφράζοντας το χριστιανικό ρητό. Βεβαίως ούτε με τα χριστιανικά τα πήγαινε καλά. Το όνειρο τελικά εξαφανίστηκε, μετά από μερικές ώρες δεν υπήρχε καν παρά μόνο σαν ανάμνηση "πως είχε δει ένα όνειρο που την πόνεσε και την ανησύχησε πολύ". Αλλά το ίδιο το όνειρο δεν το θυμόταν πια παρά μόνο σαν μια κραυγή... ναι, αυτήν την θυμόταν, γιατί αυτή ήταν μια πραγματική κραυγή. Ήταν αυτή που την ξύπνησε. Η τραγική διαπίστωση "δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό ...απλά δεν γίνεται" θα την συνόδευε για καιρό, μέρα-νύχτα, ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε. Και συνεχώς έλεγε στον εαυτό της, ως βεβαιότητα τώρα πια, "όχι, δεν το περνάω μόνη μου όλο αυτό. ΑΠΟ-ΚΛΕΙ-Ε-ΤΑΙ". Να είναι καλά. Μόνο αυτό.
Πού να πήγε άραγε αυτό το όνειρο που την συντάραξε; Σε πιο απόκρυφο σημείο της ύπαρξής της να είχε φωλιάσει; Έπαψε ν' αναρωτιέται. Καλύτερα να το ξεχάσει.
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω.
Ναι, βρισκόταν σε τελείως γνώριμο περιβάλλον, στο δικό της σπίτι, στο δικό της κρεβάτι, υπήρχε ησυχία, τίποτα κακό δεν γινόταν, όλα ήσυχα, καμία ακαταστασία, όλα στη θέση τους όπως πάντα. Στο "άλλο" σπίτι όμως υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Σ' ένα "άλλο" σπίτι που δεν γνώριζε, παρά μόνο "υπέθετε", ούτε της θύμιζε κάποιο άλλο γνώριμό της σπίτι. Ήξερε όμως ποιοί άνθρωποι έμεναν εκεί, σε αυτό το "άλλο" σπίτι που είχε μόλις δει στον ύπνο της. Και το οποίο μόνο να το φανταστεί μπορούσε. Ανάλογα το είδος και το ύφος των ανθρώπων που το κατοικούσαν. Γιατί αυτούς τους ήξερε. Δηλαδή μόνον τον έναν ήξερε, τον άλλον συμπερασματικά κι από τις αφηγήσεις του πρώτου.
Χαμός στο σπίτι αυτό. Φωνές, καβγάδες. Σπασμένα ποτήρια και πιάτα. Αποφάγια στο πάτωμα. Κλάματα. Οργή. Ερωτηματικά. Όλα σε γλώσσα ακατάληπτη. Οι άνθρωποι που καβγάδιζαν, μια γυναίκα κι ένας άντρας, απροσδιόριστη η σχέση τους, χειρονομούσαν και το πρόσωπό τους έπαιρνε εκφράσεις ακραίου θυμού. Τον άντρα τον ήξερε αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αυτό που έβλεπε. Αδιανόητο.
Ξάφνου ένας απροσδιόριστος ήχος την ανατάραξε. Ξύπνησε. Αρχικά ξύπνησε μέσα στο όνειρο που έβλεπε το άλλο όνειρο. Κι αμέσως μετά ξύπνησε κανονικά.
Άλλη ταραχή αυτή. Αλλά ... από πίτα που δεν τρως μη σε μέλει κι αν καεί λέει ο λαός. Αυτό το όνειρο ήθελε να το ξεχάσει, ένιωθε πως δεν την αφορούσε. Λάθος. Μόνο αυτήν αφορούσε αλλά η ακατάληπτη ονειρική γλώσσα στην οποία γινόταν ο καβγάς δεν της επέτρεπε να το κατανοήσει.
Λίγη ώρα αργότερα δεν θυμόταν τίποτα.
Στο γραφείο της μετά, άνοιξε τον υπολογιστή. Είπε να πει ένα "γειά" στους ψηφιακούς της φίλους. Και τότε... να το, να το. Το σπίτι του ονείρου. Σε μια φωτογραφία αναρτημένη από τον ένοικό του. Τον έναν που γνώριζε... Το όνειρο ζωντάνεψε, κάθε του στοιχείο τοποθετήθηκε στην εικόνα που είχε μπροστά της. Και τότε ήξερε... πως κάτι κακό του είχε συμβεί. Αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει. Πάλι λάθος. Γιατί έμαθε. Φρόντισε ο ίδιος γι' αυτό. Φρόντισε να της δώσει μια "ιδέα" πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά αλλά τελικά την είχε γλυτώσει. Η πληροφορία για το άσχημο γεγονός που είχε συμβεί της δόθηκε με έμμεσο τρόπο. Αλλά ήταν σαφής. "Άγιο είχαμε" είχε πει στους φίλους του. Κι από κάτω σχόλια από ανθρώπους που γνώριζαν το "κακό" αλλά χωρίς να μιλούν συγκεκριμένα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Σημασία έχει πως έγινε το κακό αλλά όχι ανεπιστρεπτί. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Δηλαδή είτε είναι είτε δεν είναι δεν έχει σημασία. Τρίτο λάθος: αφού δεν έχει σημασία τότε προς τί οι ονειρικές παραστάσεις που πολλά βράδια "ανεβαίνουν" στο υποσυνείδητό της; Αχ δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς θα συνέβαινε γιατί λίγο αργότερα, η φωτογραφία ξεχάστηκε παίρνοντας μαζί της όλο το κακό περιεχόμενο που της είχε δώσει το όνειρό της.
Ωστόσο αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά. Πού να πήγε αυτό το όνειρο; Στη φωτογραφία μήπως; Αν την ανασύρω θα ανασυρθεί και το όνειρο μαζί;
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά το απόγευμα που επέστρεφε στο σπίτι της, σταματημένη σε ένα φανάρι, χάζευε τον ουρανό. Είχε πολύ κίνηση και θα χρειάζονταν 3-4 φανάρια μέχρι να περάσει. Ο ουρανός είχε σύννεφα. Αραιά και πολύσχημα σύννεφα. Φαινόταν να έχει αέρηδες εκεί πάνω. Το βλέμμα της καρφώθηκε σ' ένα σύννεφο μεσαίου μεγέθους αλλά μεγάλης πυκνότητας στο κέντρο του, μεγάλης "ευελιξίας" όμως στις άκρες του. Άλλαζε σχήμα πολύ γρήγορα, στρογγύλευε, μάκραινε, ξαναγινόταν ατμός. Και προτού προλάβει ν' αναρωτηθεί "πού πάνε τα σύννεφα όταν διαλύονται", εκείνο έπαιρνε νέα σχήματα, αυτά που αποφάσιζαν να του δώσουν οι συσπειρωμένοι ατμοί του. Ή εκείνα που ήθελε εκείνη να δει. Αγαπημένα πρόσωπα. Αφού δεν μπορώ να τα δω στη γη ας τα δω τουλάχιστον στον ουρανό, σκέφτηκε.
Να λοιπόν... στον ουρανό πηγαίνει ο ατμός που γίνονται τα όνειρά της. Αρκεί να κοιτάζει εκεί ψηλά συχνότερα. Κι αυτό που θέλει να δει θα βρίσκεται εκεί. Αφού η γη δεν μπορεί να της προσφέρει τις συγκινήσεις που εκείνη ξόρκισε κι έδιωξε, θα φρόντιζε ο ουρανός γι' αυτό. Δεν πειράζει. Ας είναι καλά, να πατάει γερά στη γη, να είναι γήινος γι' αυτούς που θέλει κι ας είναι αερικό για κείνη.