Την αγαπάει τη ζωή. Ω ναι, την αγαπάει πολύ. Μα πιο πολύ αγαπάει την ίδια την αγάπη της για τη ζωή. Πώς γίνεται αυτό; Όταν πρόκειται για εκείνη όλα γίνονται. Εν ολίγοις της αρέσει που αγαπάει τη ζωή. Αυτό.
Τα τελευταία χρόνια κάνει πολλές αναδρομές. Πιάνει τα νήματα της ζωής της από την άκρη. Τη μία άκρη, την αρχική. Την άλλη δεν τη βλέπει. Ακόμα. Τα πιάνει απαλά τα νήματα, τα ξεχωρίζει, τα ταξινομεί και μετά τα πλέκει. Πότε ανά χρώμα, πότε ανά μυρωδιά, πότε ανά γεύση, πότε ανά μέγεθος και πότε ανά είδος. Πότε δυό δυό, πότε τρία τρία ή και περισσότερα και μετά αυτές τις μικρές πλεξούδες τις πλέκει σε μεγαλύτερες ώσπου να ενωθούν όλες σε μία. Στο τέλος μένει σκεπτική να την κοιτάζει, να παρατηρεί προσεκτικά τους χρωματισμούς που κάθε φορά είναι διαφορετικοί ανάλογα ποιό νήμα έπλεξε με ποιό, ποιά πλεξούδα ένωσε με ποιά. Με το βλέμμα προσπαθεί να διεισδύσει στην καρδιά της πλεξούδας, στο κέντρο της που αυτή η ίδια δημιούργησε όταν έπιασε τα νήματα ένα ένα. Όμως ανάλογα τις επιλογές των νημάτων το αποτέλεσμα διαφέρει, στο κέντρο δεσπόζουν κάθε φορά διαφορετικά κομμάτια της πορείας της από την πρώτη της μέρα μέχρι την τωρινή της μέρα. Όμως όταν κοιτάζει την πλεξούδα, ό,τι χρώμα κι αν έχει κάθε φορά, ό,τι οσμή και ό,τι γεύση ξέρει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτή είναι η ζωή της. Ακριβέστερα αυτή είναι η πορεία της ζωής της μέχρι εκείνη την πολύ συγκεκριμένη στιγμή που τελείωσε με τα πλεξίματα και παρατηρεί το έργο της. Ό,τι πονηριά κι αν έχει κάνει όσο κι αν προσπάθησε να "χειριστεί" το πλέξιμο, όση δεξιοτεχνία κι αν έβαλε ώστε το αποτέλεσμα το τελικό να είναι περισσότερο επιθυμητό ξέρει πως πίσω από κάθε χρώμα υπάρχει ένα άλλο που ίσως προσπάθησε να κρύψει, ξέρει ότι στην επόμενη προσπάθειά της θα εμφανιστεί αυτό το άλλο πίσω από το προηγούμενο ορατό. Δεν την ξεγελάς την πλεξούδα. Όλα βρίσκονται πάντα κρυμμένα εκεί.
Αυτή λοιπόν είναι η μέχρι τώρα ζωή της. Και χαίρεται κάθε φορά να διαπιστώνει πως τα νήματα έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Δηλαδή έχουν αλλά δεν είναι ορατό. Όσο καλά κι αν κοιτάξει τα νήματα, αυτά απλώς ξεθωριάζουν προς στο μέλλον. Και ξέρει πως όταν τα νήματα κοπούν και φανεί η άλλη άκρη τους εκείνη δεν θα μπορέσει να τη δει.
Πάντα πίστευε πως οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν διαλείμματα από τη δυστυχία τους. Όπως πρέπει να κάνουν και διαλείμματα από την ευτυχία τους. Όταν βέβαια αυτή τους κάνει την τιμή να χτυπήσει την πόρτα τους. Η δυστυχία δεν ρωτά. Έρχεται ακάλεστη. Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται τελοσπάντων οι άνθρωποι καλό είναι να κάνουν "στάση" για να κοιτάξουν τριγύρω, να κάνουν "παύση" για να πάρουν "μυρωδιά" τί γίνεται παραέξω από τον μικρόκοσμό τους. Κι ανάλογα τον χαρακτήρα του ο καθένας να συμπεριφερθεί.
Υπάρχουν άνθρωποι που όντας ευτυχισμένοι - ή που έτσι νομίζουν τουλάχιστον - δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Κι όταν είναι δυστυχισμένοι πάλι το ίδιο κάνουν. Και στις δύο περιπτώσεις το λάθος είναι ένα: νομίζουν πως ακόμα και πέρα από τη "μύτη" τους οι άλλοι άνθρωποι βιώνουν την ίδια κατάσταση με τους ίδιους. Λάθος μέγα. Κανένας άνθρωπος δεν βιώνει την ίδια κατάσταση με κανέναν άλλον. Ο κάθε άνθρωπος βιώνει ΜΙΑ κατάσταση ΣΥΝ τον χαρακτήρα του, την κοσμοθεωρία του, την ιδεολογία του ΚΑΙ έναν καταλύτη δώρο: την προτεραία αυτού κατάσταση.
Ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις, ας πούμε ενός πολέμου - θυμόταν πως της είχε διηγηθεί άπειρες ιστορίες η μητέρα της και η γιαγιά της που βίωσαν πολέμους - οι άνθρωποι προσπαθούν να βρίσκουν τρόπο να απομακρύνουν για λίγο το μυαλό τους από αυτό που βιώνουν. Να απομακρύνουν το μυαλό, όχι το γεγονός. Όχι για να ξεχάσουν ή να μην βλέπουν ή να βλέπουν αλλιώς ή να μην ενδιαφέρονται. Αλλά για να ξεπηδούν για λίγο έξω από το κάδρο. Να το κοιτούν από απόσταση. Να καθαρίζει η ματιά ή να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Κάτι σαν "επανεγκατάσταση" που θα λέγαμε και στις μέρες μας. Κι όταν το πράγμα ζορίσει, οι πιο δυνατοί θα μπορούσαν να κάνουν και μία "καθαρή" (εγκατάσταση) που λένε οι πιο προχωρημένοι.
Η ίδια το τηρούσε ευλαβικά. Το προσπαθούσε και το κατάφερνε. Της άρεσαν τα ταξίδια. Και τα βιβλία. Και οι μικροί έξοδοι. Οι μικρές αποδράσεις όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι παρότι οι ίδια σιχαινόταν αυτήν την έκφραση. Δεν ένιωθε φυλακισμένη άρα δεν είχε ανάγκη ν' αποδράσει από κάπου. Δεν ήταν εγκλωβισμένη πουθενά άρα μπορούσε - αν ήθελε - να χρησιμοποιήσει τα φτερά της. Δεν ήταν στριμωγμένη από κάτι άρα είχε χώρο για ν' αφήσει το ταμπεραμέντο της ν' απλωθεί. Και τα παπούτσια της άρεσαν. Είχε σχεδόν 100 ζευγάρια. Αυτά τα τελευταία όμως έγιναν θυσία στο βωμό της απίστευτης οικονομικής κατρακύλας της. Όχι τα παλιά της παπούτσια (που μόνο παλιά δεν ήταν) αλλά η επιθυμία της για καινούργια ήταν αυτό που θυσίασε προκειμένου να: μπορεί να βγει για ένα ποτό, ν' αγοράσει βιβλία, να πάει στη θάλασσα, να ταξιδέψει. Γι' αυτό τα παπούτσια της τα είχε "κοκό κι αυγό", τα πρόσεχε σαν τα μάτια της. Τα καθάριζε, τ' αρωμάτιζε, τα περιποιόταν. Τα είχε δηλαδή ΣΑΝ καινούργια.
Ήξερε πως αυτό το ταξίδι στη Μαδρίτη θα της στοίχιζε τις καλοκαιρινές διακοπές. Το ήξερε και το αποδέχθηκε. Αυτό προτίμησε κι αυτό επέλεξε. Δεν το μετάνιωσε. "Διακοπές" δεν πήγε. Διακοπές με την έννοια που τις εννοεί ο κόσμος. Όχι η ίδια. Είχε άλλη άποψη για το τί είναι οι διακοπές: μια καθαρά εσωτερική υπόθεση. Και καμιά τριανταριά και βάλε θαλασσινά μπάνια. Τα οποία φυσικά και έκανε... Και βάλε... Και μπορεί να μην ΠΗΓΕ, πάντως ΕΚΑΝΕ διακοπές. Κι αφού δεν πήγε άρα δεν επέστρεψε από αυτές κι έτσι είναι σαν να μην τέλειωσαν ποτέ οι διακοπές της. Μόνο με τα ταξίδια ηρεμούσε, μόνο στη θάλασσα σκεφτόταν. Κι όταν έμπαινε πάλι στο κάδρο, στην καθημερινότητά της δηλαδή, είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Ήξερε ακριβώς τί να κάνει. Κι όταν δεν ήξερε προτιμούσε να μην κάνει τίποτα παρά μόνο να πάρει ένα ποτό (ποτάκι που λένε κι οι άλλοι... τί σιχαμένη λέξη) και να επικοινωνήσει με τη γεύση του ή τη μυρωδιά του όπως ακριβώς επικοινωνούσε και με τη θάλασσα. Να χαζέψει την υγρή υφή του και το χρώμα του, να μιλήσει με τα συστατικά του.
Στον πλανήτη γινόταν το σώσε. Στη χώρα γινόταν το σώσε. Όχι από αυτούς που θα 'πρεπε. Από τους άλλους. Που ετοίμαζαν νέα χτυπήματα, νέες επιθέσεις. Που οργάνωναν ένα "καυτό φθινόπωρο". Αυτή το ήξερε. Αλλά μόνη της δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γιατί το ήξερε πως ήταν μόνη της. Κι όσους άλλους γνώριζε που βίωναν την ίδια κατάσταση αλλά και την κατανοούσαν με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο κι αυτοί μόνοι τους ήσαν. Πολλοί αλλά σκόρπιοι. Άρα αναποτελεσματικοί.
Έμοιαζαν σε πολλά. Διέφεραν σε περισσότερα. Δεν την πείραζε που οι επιλογές τους δεν ταίριαζαν με τις δικές της. Της έφτανε που όταν ένωναν αυτές τις διαφορετικότητες δημιουργούσαν νέα γλώσσα. Όταν εναρμόνιζαν τις κινήσεις τους σχημάτιζαν στιβαρή χορογραφία. Όταν συντόνιζαν τις ανάσες τους έπαιρναν δύναμη. Όταν έπιναν τα ποτά τους δεν είχε καμία σημασία που εκείνη προτιμούσε μπίρα κι εκείνοι μοχίτο. Το μοχίτο δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτήν. Αυτός που το πίνει σημαίνει. Η ματιά του σημαίνει. Αυτό που συμβολίζει ένα μοχίτο σημαίνει. Αν το μοχίτο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νόστιμο ποτό δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καθαρά ποτά που προτιμούσε η ίδια. Τα σκέτα που λέμε.
Και ναι. Πολεμούσαν οι άνθρωποι. Σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Δεν είχαν δουλειές οι άνθρωποι, χρωστούσαν οι άνθρωποι. Πεινούσαν κι όλας. Υπέφεραν. Κι όσο εξαθλιώνονταν τόσο ανενεργοί γίνονταν. Παθητικοί, αδιάφοροι, ανήμποροι. Και φυσικά μόνοι. Κι εκείνη ήξερε πως αν θυσίαζε τις "μικρές αναλαμπές/διαλείμματα από την άσχημη καθημερινότητά της" για να βρίσκεται μόνιμα μέσα στο κάδρο στο τέλος θα τρελαινόταν. Ήξερε πως αν ένα ποτό μπορούσε να είναι φάρμακο γι' αυτήν, τότε έπρεπε να το πιεί. Και ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τη ζωή τόσο μονοδιάστατα. Που βλέπουν δύο χρώματα μόνο. Που δεν αναγνωρίζουν στον άλλον το δικαίωμα της ανεπάρκειάς του, να μην θέλει ή να μην μπορεί. Που δεν διακρίνουν τί κρύβει το γέλιο από πίσω. Που δεν είναι ικανοί να ξύσουν την επιδερμίδα του φαίνεσθαι για να δουν τί υπάρχει από κάτω. Που το διαζευκτικό "ή" έχει αντικαταστήσει την σκέψη τους. Που συνοψίζουν την πεμπτουσία της πολυδιάστατης εποχής που διανύουμε στη φράση "ή μοχίτο ή επανάσταση".
Ε λοιπόν όχι. Μπορούν να γίνουν και τα δύο.
Αλλά επειδή η ...επανάσταση αργεί ακόμα (αν γίνει δηλαδή ποτέ)... ποτάκι;
Τα τελευταία χρόνια κάνει πολλές αναδρομές. Πιάνει τα νήματα της ζωής της από την άκρη. Τη μία άκρη, την αρχική. Την άλλη δεν τη βλέπει. Ακόμα. Τα πιάνει απαλά τα νήματα, τα ξεχωρίζει, τα ταξινομεί και μετά τα πλέκει. Πότε ανά χρώμα, πότε ανά μυρωδιά, πότε ανά γεύση, πότε ανά μέγεθος και πότε ανά είδος. Πότε δυό δυό, πότε τρία τρία ή και περισσότερα και μετά αυτές τις μικρές πλεξούδες τις πλέκει σε μεγαλύτερες ώσπου να ενωθούν όλες σε μία. Στο τέλος μένει σκεπτική να την κοιτάζει, να παρατηρεί προσεκτικά τους χρωματισμούς που κάθε φορά είναι διαφορετικοί ανάλογα ποιό νήμα έπλεξε με ποιό, ποιά πλεξούδα ένωσε με ποιά. Με το βλέμμα προσπαθεί να διεισδύσει στην καρδιά της πλεξούδας, στο κέντρο της που αυτή η ίδια δημιούργησε όταν έπιασε τα νήματα ένα ένα. Όμως ανάλογα τις επιλογές των νημάτων το αποτέλεσμα διαφέρει, στο κέντρο δεσπόζουν κάθε φορά διαφορετικά κομμάτια της πορείας της από την πρώτη της μέρα μέχρι την τωρινή της μέρα. Όμως όταν κοιτάζει την πλεξούδα, ό,τι χρώμα κι αν έχει κάθε φορά, ό,τι οσμή και ό,τι γεύση ξέρει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτή είναι η ζωή της. Ακριβέστερα αυτή είναι η πορεία της ζωής της μέχρι εκείνη την πολύ συγκεκριμένη στιγμή που τελείωσε με τα πλεξίματα και παρατηρεί το έργο της. Ό,τι πονηριά κι αν έχει κάνει όσο κι αν προσπάθησε να "χειριστεί" το πλέξιμο, όση δεξιοτεχνία κι αν έβαλε ώστε το αποτέλεσμα το τελικό να είναι περισσότερο επιθυμητό ξέρει πως πίσω από κάθε χρώμα υπάρχει ένα άλλο που ίσως προσπάθησε να κρύψει, ξέρει ότι στην επόμενη προσπάθειά της θα εμφανιστεί αυτό το άλλο πίσω από το προηγούμενο ορατό. Δεν την ξεγελάς την πλεξούδα. Όλα βρίσκονται πάντα κρυμμένα εκεί.
Αυτή λοιπόν είναι η μέχρι τώρα ζωή της. Και χαίρεται κάθε φορά να διαπιστώνει πως τα νήματα έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Δηλαδή έχουν αλλά δεν είναι ορατό. Όσο καλά κι αν κοιτάξει τα νήματα, αυτά απλώς ξεθωριάζουν προς στο μέλλον. Και ξέρει πως όταν τα νήματα κοπούν και φανεί η άλλη άκρη τους εκείνη δεν θα μπορέσει να τη δει.
Πάντα πίστευε πως οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν διαλείμματα από τη δυστυχία τους. Όπως πρέπει να κάνουν και διαλείμματα από την ευτυχία τους. Όταν βέβαια αυτή τους κάνει την τιμή να χτυπήσει την πόρτα τους. Η δυστυχία δεν ρωτά. Έρχεται ακάλεστη. Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται τελοσπάντων οι άνθρωποι καλό είναι να κάνουν "στάση" για να κοιτάξουν τριγύρω, να κάνουν "παύση" για να πάρουν "μυρωδιά" τί γίνεται παραέξω από τον μικρόκοσμό τους. Κι ανάλογα τον χαρακτήρα του ο καθένας να συμπεριφερθεί.
Υπάρχουν άνθρωποι που όντας ευτυχισμένοι - ή που έτσι νομίζουν τουλάχιστον - δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Κι όταν είναι δυστυχισμένοι πάλι το ίδιο κάνουν. Και στις δύο περιπτώσεις το λάθος είναι ένα: νομίζουν πως ακόμα και πέρα από τη "μύτη" τους οι άλλοι άνθρωποι βιώνουν την ίδια κατάσταση με τους ίδιους. Λάθος μέγα. Κανένας άνθρωπος δεν βιώνει την ίδια κατάσταση με κανέναν άλλον. Ο κάθε άνθρωπος βιώνει ΜΙΑ κατάσταση ΣΥΝ τον χαρακτήρα του, την κοσμοθεωρία του, την ιδεολογία του ΚΑΙ έναν καταλύτη δώρο: την προτεραία αυτού κατάσταση.
Ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις, ας πούμε ενός πολέμου - θυμόταν πως της είχε διηγηθεί άπειρες ιστορίες η μητέρα της και η γιαγιά της που βίωσαν πολέμους - οι άνθρωποι προσπαθούν να βρίσκουν τρόπο να απομακρύνουν για λίγο το μυαλό τους από αυτό που βιώνουν. Να απομακρύνουν το μυαλό, όχι το γεγονός. Όχι για να ξεχάσουν ή να μην βλέπουν ή να βλέπουν αλλιώς ή να μην ενδιαφέρονται. Αλλά για να ξεπηδούν για λίγο έξω από το κάδρο. Να το κοιτούν από απόσταση. Να καθαρίζει η ματιά ή να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Κάτι σαν "επανεγκατάσταση" που θα λέγαμε και στις μέρες μας. Κι όταν το πράγμα ζορίσει, οι πιο δυνατοί θα μπορούσαν να κάνουν και μία "καθαρή" (εγκατάσταση) που λένε οι πιο προχωρημένοι.
Η ίδια το τηρούσε ευλαβικά. Το προσπαθούσε και το κατάφερνε. Της άρεσαν τα ταξίδια. Και τα βιβλία. Και οι μικροί έξοδοι. Οι μικρές αποδράσεις όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι παρότι οι ίδια σιχαινόταν αυτήν την έκφραση. Δεν ένιωθε φυλακισμένη άρα δεν είχε ανάγκη ν' αποδράσει από κάπου. Δεν ήταν εγκλωβισμένη πουθενά άρα μπορούσε - αν ήθελε - να χρησιμοποιήσει τα φτερά της. Δεν ήταν στριμωγμένη από κάτι άρα είχε χώρο για ν' αφήσει το ταμπεραμέντο της ν' απλωθεί. Και τα παπούτσια της άρεσαν. Είχε σχεδόν 100 ζευγάρια. Αυτά τα τελευταία όμως έγιναν θυσία στο βωμό της απίστευτης οικονομικής κατρακύλας της. Όχι τα παλιά της παπούτσια (που μόνο παλιά δεν ήταν) αλλά η επιθυμία της για καινούργια ήταν αυτό που θυσίασε προκειμένου να: μπορεί να βγει για ένα ποτό, ν' αγοράσει βιβλία, να πάει στη θάλασσα, να ταξιδέψει. Γι' αυτό τα παπούτσια της τα είχε "κοκό κι αυγό", τα πρόσεχε σαν τα μάτια της. Τα καθάριζε, τ' αρωμάτιζε, τα περιποιόταν. Τα είχε δηλαδή ΣΑΝ καινούργια.
Ήξερε πως αυτό το ταξίδι στη Μαδρίτη θα της στοίχιζε τις καλοκαιρινές διακοπές. Το ήξερε και το αποδέχθηκε. Αυτό προτίμησε κι αυτό επέλεξε. Δεν το μετάνιωσε. "Διακοπές" δεν πήγε. Διακοπές με την έννοια που τις εννοεί ο κόσμος. Όχι η ίδια. Είχε άλλη άποψη για το τί είναι οι διακοπές: μια καθαρά εσωτερική υπόθεση. Και καμιά τριανταριά και βάλε θαλασσινά μπάνια. Τα οποία φυσικά και έκανε... Και βάλε... Και μπορεί να μην ΠΗΓΕ, πάντως ΕΚΑΝΕ διακοπές. Κι αφού δεν πήγε άρα δεν επέστρεψε από αυτές κι έτσι είναι σαν να μην τέλειωσαν ποτέ οι διακοπές της. Μόνο με τα ταξίδια ηρεμούσε, μόνο στη θάλασσα σκεφτόταν. Κι όταν έμπαινε πάλι στο κάδρο, στην καθημερινότητά της δηλαδή, είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Ήξερε ακριβώς τί να κάνει. Κι όταν δεν ήξερε προτιμούσε να μην κάνει τίποτα παρά μόνο να πάρει ένα ποτό (ποτάκι που λένε κι οι άλλοι... τί σιχαμένη λέξη) και να επικοινωνήσει με τη γεύση του ή τη μυρωδιά του όπως ακριβώς επικοινωνούσε και με τη θάλασσα. Να χαζέψει την υγρή υφή του και το χρώμα του, να μιλήσει με τα συστατικά του.
Στον πλανήτη γινόταν το σώσε. Στη χώρα γινόταν το σώσε. Όχι από αυτούς που θα 'πρεπε. Από τους άλλους. Που ετοίμαζαν νέα χτυπήματα, νέες επιθέσεις. Που οργάνωναν ένα "καυτό φθινόπωρο". Αυτή το ήξερε. Αλλά μόνη της δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γιατί το ήξερε πως ήταν μόνη της. Κι όσους άλλους γνώριζε που βίωναν την ίδια κατάσταση αλλά και την κατανοούσαν με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο κι αυτοί μόνοι τους ήσαν. Πολλοί αλλά σκόρπιοι. Άρα αναποτελεσματικοί.
Έμοιαζαν σε πολλά. Διέφεραν σε περισσότερα. Δεν την πείραζε που οι επιλογές τους δεν ταίριαζαν με τις δικές της. Της έφτανε που όταν ένωναν αυτές τις διαφορετικότητες δημιουργούσαν νέα γλώσσα. Όταν εναρμόνιζαν τις κινήσεις τους σχημάτιζαν στιβαρή χορογραφία. Όταν συντόνιζαν τις ανάσες τους έπαιρναν δύναμη. Όταν έπιναν τα ποτά τους δεν είχε καμία σημασία που εκείνη προτιμούσε μπίρα κι εκείνοι μοχίτο. Το μοχίτο δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτήν. Αυτός που το πίνει σημαίνει. Η ματιά του σημαίνει. Αυτό που συμβολίζει ένα μοχίτο σημαίνει. Αν το μοχίτο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νόστιμο ποτό δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καθαρά ποτά που προτιμούσε η ίδια. Τα σκέτα που λέμε.
Και ναι. Πολεμούσαν οι άνθρωποι. Σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Δεν είχαν δουλειές οι άνθρωποι, χρωστούσαν οι άνθρωποι. Πεινούσαν κι όλας. Υπέφεραν. Κι όσο εξαθλιώνονταν τόσο ανενεργοί γίνονταν. Παθητικοί, αδιάφοροι, ανήμποροι. Και φυσικά μόνοι. Κι εκείνη ήξερε πως αν θυσίαζε τις "μικρές αναλαμπές/διαλείμματα από την άσχημη καθημερινότητά της" για να βρίσκεται μόνιμα μέσα στο κάδρο στο τέλος θα τρελαινόταν. Ήξερε πως αν ένα ποτό μπορούσε να είναι φάρμακο γι' αυτήν, τότε έπρεπε να το πιεί. Και ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τη ζωή τόσο μονοδιάστατα. Που βλέπουν δύο χρώματα μόνο. Που δεν αναγνωρίζουν στον άλλον το δικαίωμα της ανεπάρκειάς του, να μην θέλει ή να μην μπορεί. Που δεν διακρίνουν τί κρύβει το γέλιο από πίσω. Που δεν είναι ικανοί να ξύσουν την επιδερμίδα του φαίνεσθαι για να δουν τί υπάρχει από κάτω. Που το διαζευκτικό "ή" έχει αντικαταστήσει την σκέψη τους. Που συνοψίζουν την πεμπτουσία της πολυδιάστατης εποχής που διανύουμε στη φράση "ή μοχίτο ή επανάσταση".
Ε λοιπόν όχι. Μπορούν να γίνουν και τα δύο.
Αλλά επειδή η ...επανάσταση αργεί ακόμα (αν γίνει δηλαδή ποτέ)... ποτάκι;
Ε ναι! Ποτάκι, λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡησπέκτ, για μιά ακόμα φορά βεβαίως-βεβαίως!
Δεν θέλω μοχίτο, μαργαρίταααα θέλω!
(Μα κόβεται το σεξ; :-P )
Δεν θα τα χαλάσουμε στο είδος. Ποτά υπάρχουν.
Διαγραφή