Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Νοικοκυρά σε αποχαύνωση

Δεν είχε πολύ ελεύθερο χρόνο τον τελευταίο καιρό. Δηλαδή χρόνο είχε και μάλιστα μπόλικο αλλά προτιμούσε να τον γεμίζει διαφορετικά απ' ό,τι πρόσταζε η νοικοκυροσύνη.
Όλα στο σπιτικό της τα 'θελε τακτοποιημένα. Στη θέση τους. Όχι επειδή ήταν νοικοκυρά (που ήταν) αλλά επειδή δεν της άρεσε να είναι "νοικοκυρά" οπότε έπρεπε όλα να είναι στη θέση τους. Είτε στη θέση που επέλεγε εκείνη είτε στη θέση που επέλεγαν αυτά επειδή θεωρούσαν πως τους άρμοζε. Πάντως σε κάποια θέση.
Π.χ. τα ασιδέρωτα. Πάνω, κάτω και πλαγίως της ψάθινης κόφας κάθονταν όμορφα και υπομονετικά περιμένοντας τη σειρά τους να σιδερωθούν. Σαν ιδιόμορφο γλυπτό από υφάσματα διαφορετικής υφής, διαφόρων χρωμάτων και διαφορετικής χρηστικότητας το καθένα, γλυπτό που λες κι ήταν έτοιμο να συμμετέχει σε έκθεση μοντέρνας τέχνης κι ακατανόητων εικαστικών και που μάλιστα θα μπορούσε να διεκδικήσει ακόμη και βραβείο. Όσο κι αν φρόντιζε να είναι τα βαριά ρούχα κάτω κάτω, τα τισέρτ όλα μαζί, τα μπλουζάκια το ίδιο και πάνω πάνω τα πουκάμισα, αυτά μερικές φορές κάπως σαν ν' αυτονομούνταν, έκαναν του κεφαλιού τους και το 'ριχναν στο γλέντι κατά την απουσία της, μόλις όμως έσκαγε μύτη αυτή κοκκάλωναν εκεί που βρίσκονταν. Βρε αλλιώς τα 'χα βάλει εγώ... απορούσε καμιά φορά κι άρχιζε τη "δημιουργική" τακτοποίηση.
«Αυτό το μανίκι που προεξέχει δεν μου αρέσει, είναι σα να μου λέει "έλα πάρε με"». Οπότε το παράχωνε στη στοίβα. «Αυτή η άκρη που προεξέχει είναι κόκκινη, δεν ταιριάζει με το πάνω χρώμα που είναι μοβ». Κι έτσι άλλαζε τη σειρά κι έβαζε πάνω από το κόκκινο ένα ρούχο λευκό κι ανάμεσα στο λευκό και το μοβ ένα κίτρινο. Θα μου πείτε μοβ και κίτρινο πάει; Πάει και παραπάει. Ανάλογα την απόχρωση του μοβ και την απόχρωση του κίτρινου. Π.χ. σκούρο βαθύ blueblack μοβ με "λερωμένο" και αχνό λεμονί πήγαινε και παραπήγαινε. Φροντίζοντας πάντα να μην ανακατεύει τα "είδη" των ρούχων.
Κι έτσι, αντί να σιδερώσει τα ρούχα, κορόιδευε τον εαυτό της ότι δεν είχε έρθει η ώρα τους.
«Δεν ήταν της παρούσης».
Έτσι έλεγε όταν δεν ήθελε να κάνει κάποια δουλειά: «δεν είναι της παρούσης».
- Και ποιανής είναι δηλαδή;
(Χα χα χα αστειάκια....)
- Άμα βρούμε ποιανής είναι θα πρέπει να της τα δώσουμε κιόλας κι αυτό δεν το θέλουμε, ναι; (ποιός δουλεύει ποιόν ήθελα να 'ξερα).
(Κάτι τέτοιες στιγμές ο ...άλλος, ως δια μαγείας, θυμόταν κάποια εκκρεμότητα: κάτι υδραυλικό ή κάτι ηλεκτρολογικό ή κάτι "ψάχνω στο internet" ή κάτι "κατεβάζω").

Παραέξω βέβαια γινόταν της πιπίτσας. «Δηλαδή εγώ τώρα ζω ανάμεσά τους» συνήθιζε να λέει υπό τύπον ερωτήσεως. Η απάντηση στην υποτιθέμενη ερώτηση ήταν μεγαλοπρεπώς "ναι" αλλά δεν της την έλεγαν για να μην την πληγώσουν. Εξάλλου δεν ήταν "της παρούσης".
Τα πάντα στη θέση τους λοιπόν. Κι η σκόνη πάνω στα έπιπλα, κι αυτή επίσης. Ξέρετε, τη σκόνη άμα δεν την πειράξεις δεν σε πειράζει ούτε αυτή. Δεν δηλώνει "παρουσία". Αλλά άμα την ενοχλήσεις π.χ. να κάνεις αναδιάταξη των αντικειμένων που επικάθονται αναπαυτικά πάνω της, τότε κι αυτή σου πετάει στα μούτρα τη διάσπαση της συνοχής της.
Όμως χθες δεν μπορούσε να κάνει τα "στραβά μάτια" γιατί αυτό που είδαν τα μη στραβά μάτια της ΉΤΑΝ της παρούσης.
Θεωρούσε τη βεράντα προέκταση του σπιτιού της. Γι' αυτό και τη διατηρούσε καθαρή. Τη φρόντιζε όπως και τα φυτά της ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει άνετα σχεδόν όλο το χρόνο. Αλλά χθες, έριξε μια τυχαία ματιά έξω, περισσότερο για να βεβαιωθεί ότι ήταν σε καλή κατάσταση από άποψη καθαριότητας επειδή ήθελε ν' απλώσει μπουγάδα. Βλέπετε, δεν της έφτανε το υλικό για το "γλυπτό ασιδέρωτων" ήθελε να το εμπλουτίσει με νέα σοδειά.
Και τί λέτε πώς είδε στη βεράντα της; Κάπνα. Τόση κάπνα όση δεν είχε μαζευτεί από τη φωτιά στην Πάρνηθα ή πριν από αυτήν σε μία από τις πάμπολλες πυρκαγιές της Πεντέλης. Κάπνα και καψαλισμένα υπολείμματα, αγνώστων υλικών, στα πλακάκια, στα πεζούλια, στις καρέκλες, στο τραπέζι, στα φυτά της. Της ήρθε "κόλπος" που 'λεγε κι η μάνα της. Τρεις ώρες έπλενε. Σκούπιζε, ξεσκόνιζε φύλλα, καθάριζε έπιπλα, κατάβρεχε. Τρεις ολόκληρες ώρες. Παραμιλούσε από το κακό της. Την προηγούμενη, επιστρέφοντας αργά τη νύχτα σπίτι κάτι της μύρισε καμένο. Έκανε ακόμη ζέστη, 30 βαθμούς είχε το πρωί, είχε πάει και για μπάνιο. Αποκλείεται να άναψε κάποιος τζάκι αλλά τίποτε δεν αποκλείεται σ' αυτήν την κωλοχώρα. Υπέθεσε όμως ότι μάλλον κάποιος γείτονας έψησε στη βεράντα του σε κακοσυντηρημένη ψησταριά και βεβαίως ανίδεος ων τα έκανε όλα μαντάρα. Γαμωσταυρίζοντας και μάλιστα δυνατά ολοκλήρωσε την καθαριότητα. Μπήκε στο σπίτι, έφτιαξε καφέ, άραξε και πήρε στα χέρια το βιβλίο της. Το μαγείρεμα μπορούσε να περιμένει, "δεν ήταν της παρούσης", για τα καθημερινά μπωτέ ήταν νωρίς ακόμη, το 'ριξε λοιπόν στο διάβασμα. "Η Μουσική των Πρώτων Αριθμών" και πού να σας εξηγώ τώρα τί είναι τούτο. Κάθε δύο παραγράφους αποσυγκεντρωνότανε και τότε μέσα στο μυαλό της έρχονταν τα καθημερινά της ζόρια. Κατόπιν συνέχιζε το διάβασμα κι όταν έφτασε στις "μη τετριμμένες ρίζες του μιγαδικού τοπίου", σκέφτηκε τις πάμπολλες τετριμμένες πτυχές της δικής της καθημερινότητας. "Δε βαριέσαι" καλά είμαστε. Όλα υπό έλεγχον. Όλα σε ρύθμιση. "Δουλίτσα να υπάρχει", "την υγειά μας να 'χουμε", "άλλο κακό να μη μας βρει" κι άλλα τέτοια αποχαυνωτικά κι αποπροσανατολιστικά. Στην υπενθύμιση, από κάποιο τμήμα του εγκεφάλου της, ότι με όλα τακτοποιημένα και ρυθμισμένα της έμειναν μόνο 20 ευρώ στο πορτοφόλι για την επιβίωση, δεν έδωσε σημασία. "Ξέρεις τί μπορώ να κάνω εγώ με 20 ευρώ; Θαύματα". Κολοκύθια, τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Κι όμως, κάτι είχε κάνει: είχε κάνει λάθος. Για πρώτη φορά. Παρότι υπήρχε μία σειρά και μία τάξη στην εξυπηρέτηση των αναγκών της, αυτή τη φορά τα 'κανε μαντάρα. Όλα ανάποδα. Ο δικός της - συνήθης - κώδικας τακτοποίησης ήταν: πρώτα πρώτα ΔΕΗ, μετά τροφή/επιβίωση, μετά ΕΥΔΑΠ/ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ/INTERNET, μετά επιδιορθώσεις σημαντικών πραγμάτων, μετά στεγαστικό, μετά κοινόχρηστα (αφού αφορούν και συγκατοίκους), μετά ΤΑΜΕΙΟ, μετά - αν περίσσευε τίποτα - αναψυχή κι έπειτα, τελευταίες και καταϊδρωμένες, οι υποχρεώσεις της προς το κράτος. Αυτές τις είχε παντελώς χεσμένες. Είχε; Έδινε. Δεν είχε; Περάστε τον άλλο μήνα. Κάπως έτσι κι αμαρτίαν ουκ είχε. Αλλά αυτή τη φορά κάτι πήγε στραβά. Κάπου το 'χασε κι αφού τακτοποίησε τα πάντα της έμεινε κι ένα εικοσάρικο. Της έμειναν όμως αμανάτι και καμιά δεκαριά μέρες μέχρι την επόμενη είσπραξη. Πράγματι, μπορούσε να κάνει πολλά με το εικοσάρικο - άλλωστε είχε πολλάκις εισπράξει τον θαυμασμό "ρε συ περνάς με χαρτζιλίκι πιτσιρικά" - δεδομένου ότι τα ντουλάπια της κουζίνας και το ψυγείο είχαν εφόδια για να περάσουν δύο άτομα αρκετές μέρες χωρίς να χρειαστεί να επισκεφθούν την αγορά. Το 'χε πάρει από τη μάνα της αυτό. Όχι για "ώρα ανάγκης" ούτε από το λεγόμενο "κατοχικό" (της μάνας της, να εξηγούμαστε) ούτε βέβαια "μη γίνει κάνας πόλεμος" ή "καμιά στραβή και βγούμε απ' το ευρώ". Αλλά επειδή ήξερε πως αργά ή γρήγορα, πέφτοντας με τα μούτρα στο διάβασμα ή πέφτοντας με την πλάτη στην αποχαύνωση της ταβανοθεραπείας θα έλεγε και για το σούπερ μάρκετ "δεν είναι της παρούσης". Γι' αυτό έπρεπε να είναι εφοδιασμένη.
Παρολαυτά το εικοσάρικο ήταν εικοσάρικο, χαρτονόμισμα "περιορισμένης ικανότητας κι απόδοσης" και οι δέκα μέρες θα παρέμεναν πάντα δέκα βγάζοντας τη γλώσσα στη σχετικότητα του χωροχρονικού πλέγματος και στις συμπαντικές, επιπλέον των τριών γνωστών, διαστάσεις.
Χώθηκε στις επόμενες σελίδες του βιβλίου για να διαπιστώσει ακόμη μια φορά πως οι εντρυφώντες στη μαθηματική επιστήμη δεν είναι και τόσο στα καλά τους. (Λες κι αυτοί που τους διαβάζουν μη όντες μαθηματικοί, είναι στα καλά τους). Κάποιο χρωμόσωμα μετατοπίστηκε, από παλιό σκούντηγμα ή παλιό πέσιμο από κούνια, και τσουπ... να ένας μαθηματικός. Πάντως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που οδηγούσε τους μαθηματικούς σε αξιώματα, θεωρήματα και αποδείξεις ή στο θράσος να διατυπώνουν εικασίες που περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου και μεταγενέστερους μαθηματικούς να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, τα συμπεράσματά τους ήταν χρήσιμα όχι μόνο στην ανθρωπότητα αλλά και στις υπόλοιπες επιστήμες. Έμαθε μάλιστα πως κάποιες φορές οι άλλες επιστήμες απαρνιούνται οικειοθελώς την αυτονομία τους και προσκαλούν σε ταγκό ή βαλς τα μαθηματικά προκειμένου να γεμίσουν η μία τα κενά της άλλης κι ομού και ταυτοχρόνως να κοροϊδεύουν εμάς.
Έφτασε στο κεφάλαιο που μιλούσε για τη "Συνάρτηση ζ" και τον μαθηματικό της τύπο. Και πώς ο Ρίμαν είχε κατορθώσει να χωθεί βαθιά στο μιγαδικό τοπίο που δημιούργησε (μη με ρωτήσετε τί είναι αυτό) και να βρει αριθμούς που μηδενίζουν αυτή τη συνάρτηση και μάλιστα να εικάσει πως αυτοί οι αριθμοί βρίσκονται στην ίδια ευθεία όσο μακριά στο αριθμητικό στερέωμα κι αν ψάξει κανείς. Κι ακόμη παραπέρα να υποθέσει* πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ευθεία αυτή και το πλήθος ή/και την κατανομή των πρώτων αριθμών από ακέραιο σε ακέραιο. Πιάσ' το αυγό και κούρεφ' το δηλαδή.
Και τότε της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα!
Να λοιπόν τί ακριβώς χρειαζόταν! Έναν τύπο που με κάποιον τρόπο θα μηδένιζε τα έξοδά της! Δεδομένου δε ότι ήδη υπήρχαν οι τύποι (κάτι κυβερνητικοί αλητήριοι τύποι) που της μηδένιζαν τα έσοδα η ανάγκη για την ανακάλυψη αυτού του συγκεκριμένου αντίρροπου τύπου ήταν επιτακτική.
Και καθώς κοντοζύγωνε η στιγμή που αυτοί οι αλητήριοι, πλην όμως εκλεγμένοι τύποι θα ανακάλυπταν τον τύπο που θα μηδένιζε τη ζωή της έπρεπε επειγόντως να κάνει έκκληση στη μαθηματική κοινότητα να σηκώσει τα μανίκια και να πιάσει δουλειά. Κι αυτό "ήταν της παρούσης". Η ίδια πάντως δεν μπορούσε να προσφέρει και πολλά. Στην προτροπή δε προς τον εαυτό της "στο δημοτικό ξανά, εμπρός για μαθηματικά" ένιωσε μια μεγάλη κούραση, αποχαύνωση και βαρεμάρα, έβγαλε το εικοσάρικο από το πορτοφόλι κι είπε: αφού δεν μας φτάνει που δεν μας φτάνει, πάμε για μπιρίτσες;"


*Η Υπόθεση Riemann δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου