Κάθησα και σκέφτηκα.
Θα μου πείτε δεν μπορείς να σκεφτείς όρθια;
Μπορώ αλλά προτίμησα να σκεφτώ καθιστή.
Γιατί δεν ήξερα πού θα με οδηγήσουν οι σκέψεις μου.
Δεν ήξερα πόσο (και αν) θα τις άντεχα όρθια.
Είπα να μην το ρισκάρω.
Αποστασιοποιήθηκα (όσο αυτό είναι δυνατόν... μάλλον ελάχιστα τελικά) από τον εαυτό μου, από το σπίτι μου, τη γειτονιά μου, την πόλη μου, τη χώρα μου...
Φόρεσα λοιπόν ρούχα της Ανατολής, πήρα στα χέρια μερικές τσάντες με χρειαζούμενα και 2-3 παιδιά παραμάσχαλα ή κι ένα ακόμη στην κοιλιά μου.
Πήρα την ελπίδα μου, την αγωνία μου για μια άλλη ζωή γι' αυτά τα παιδιά που ήδη είχα, ή είχα στα σκαριά.
Αλλά και για μένα την ίδια, τον αγαπημένο μου και για τα παιδιά που δεν είχα αλλά που θα 'θελα ωστόσο ν' αποκτήσω.
Κάπου αλλού.
Κι έφυγα.
Ας πούμε πως έφυγα από την Χολμς. (Όλοι πλέον γνωρίζουμε τί συμβαίνει εκεί).
Ξέρετε, είναι πρακτικά αδύνατον να σκεφτώ πώς θα ένοιωθα αν ζούσα στη Χολμς. Όπως είναι σήμερα αυτή η πόλη. Ό,τι έχει μείνει από αυτήν την πόλη.
Έκανα όμως φιλότιμες προσπάθειες. Κόλλησα τη μούρη μου σε δεκάδες φωτογραφίες της πόλης αυτής, μέτρησα τις αντοχές μου, πήρα τα λιγοστά υπάρχοντά μου και τα παιδιά μου παραμάσχαλα και πιθανόν στην κοιλιά μου όπως είπαμε, άφησα πίσω μου τον φόβο κι έφυγα.
Περπάτησα, λερώθηκα, έπεσα, σηκώθηκα, έζησα σε καταυλισμούς, έμεινα νηστική, δίψασα, κινδύνεψα, πλήρωσα το βιός μου ή μέρος από αυτό για μια θέση σε μια βάρκα.
Να πάω απέναντι.
Ευρώπη.
Δεν πνίγηκα. Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου.
Την αντίθετη περίπτωση να είχαμε πνιγεί... εντάξει η φαντασία μου οργιάζει αλλά εκεί ο νους μου σταματά... Δεν γίνεται και συγχωρέστε με γι' αυτό. Απλά δεν γίνεται.
Παραλείπω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της συνέχειας του ταξιδιού μου μέχρι που έφτασα στην Πρωτεύουσα.
Η πλατεία Βικτωρίας γεμάτη.
Ανηφορίζω.
Οι τσάντες δεν είναι πια 2-3, είναι μία ή καμία.
Τα παιδιά όμως, τα παιδιά μου, εξακολουθούν να είναι τόσα όσα είχα στην αγκαλιά μου όταν ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα της ελπίδας...
Ανεβαίνουμε στο κέντρο της πόλης. Της πόλης που εσείς κι εγώ γνωρίζουμε καλά. Της πόλης που εσείς κι εγώ λατρεύουμε να μισούμε. Της πόλης μας...
Εγώ όμως εξαιτίας αυτής της ...προσομοίωσης παριστάνω πως δεν την έχω ξαναδεί, ούτε που την είχα φανταστεί ποτέ μου.
Ούτε που θα είχα φανταστεί πώς είναι μια πόλη της Δύσης.
Των Βαλκανίων αν θέλω να είμαι πιο δίκαιη. Και πιο σωστή.
Πρώτος σταθμός ελπίδας η Αθήνα.
Ακόμη δεν ξέρω αν θα γίνει τελευταία έξοδος προς το άγνωστο.
Ξέρετε στο άγνωστο δεν πάει κανείς μόνο με βάρκα την ελπίδα.
Πάει και με τα πόδια.
Πού είχαμε μείνει;
A ναι.
Στην Ακαδημίας, στη Βιβλιοθήκη, μετά στη Βουκουρεστίου (ευτυχώς για κάποιους στον δρόμο μου δεν είναι του ...Ζόναρς, απ' αυτήν την άποψη κάποιοι μπορούν να είναι ήσυχοι), στη Σκουφά... στην Πλατεία Κολωνακίου!!!
Και γυρίζω πίσω με το νου... και πιάνω το νήμα που ενώνει το πριν με το τώρα.
Χολμς - Πλατεία Κολωνακίου.
Δάκρυα στα μάτια μου. Τα δικά μου μάτια όχι αυτής της άλλης που προσποιούμαι ότι είμαι.
Χολμς - Αθήνα - Πλατεία Κολωνακίου (και δεν είμαι καν στη μέση της διαδρομής μου μέχρι τον προορισμό).
Μπορείτε να το διανοηθείτε;
Εγώ δεν μπόρεσα.
Δεν άντεξα.
Και να έρχεσαι εσύ "κύριε"* και να χαρακτηρίζεις αυτήν την κατάσταση, την ΚΑΤΆΣΤΑΣΉ ΜΟΥ - "πρακτικά ανεξέλεγκτη και μη διαχειρίσιμη";
Λες και δεν το ξέρω;
Όμως ξέρω πως εσύ δεν σκεφτόσουν τη δική μου κατάσταση.
Εσύ σκεφτόσουν τη ...δική σου.
Ξέρω καλά πως άλλο εννοούσες εσύ. Άλλο...
Δεν σκέφτομαι άλλο.
*Η γυναίκα της προσομοίωσής μου σε λέει "κύριε". Εγώ σε λέω "μαλάκα".
Θα μου πείτε δεν μπορείς να σκεφτείς όρθια;
Μπορώ αλλά προτίμησα να σκεφτώ καθιστή.
Γιατί δεν ήξερα πού θα με οδηγήσουν οι σκέψεις μου.
Δεν ήξερα πόσο (και αν) θα τις άντεχα όρθια.
Είπα να μην το ρισκάρω.
Αποστασιοποιήθηκα (όσο αυτό είναι δυνατόν... μάλλον ελάχιστα τελικά) από τον εαυτό μου, από το σπίτι μου, τη γειτονιά μου, την πόλη μου, τη χώρα μου...
Φόρεσα λοιπόν ρούχα της Ανατολής, πήρα στα χέρια μερικές τσάντες με χρειαζούμενα και 2-3 παιδιά παραμάσχαλα ή κι ένα ακόμη στην κοιλιά μου.
Πήρα την ελπίδα μου, την αγωνία μου για μια άλλη ζωή γι' αυτά τα παιδιά που ήδη είχα, ή είχα στα σκαριά.
Αλλά και για μένα την ίδια, τον αγαπημένο μου και για τα παιδιά που δεν είχα αλλά που θα 'θελα ωστόσο ν' αποκτήσω.
Κάπου αλλού.
Κι έφυγα.
Ας πούμε πως έφυγα από την Χολμς. (Όλοι πλέον γνωρίζουμε τί συμβαίνει εκεί).
Ξέρετε, είναι πρακτικά αδύνατον να σκεφτώ πώς θα ένοιωθα αν ζούσα στη Χολμς. Όπως είναι σήμερα αυτή η πόλη. Ό,τι έχει μείνει από αυτήν την πόλη.
Έκανα όμως φιλότιμες προσπάθειες. Κόλλησα τη μούρη μου σε δεκάδες φωτογραφίες της πόλης αυτής, μέτρησα τις αντοχές μου, πήρα τα λιγοστά υπάρχοντά μου και τα παιδιά μου παραμάσχαλα και πιθανόν στην κοιλιά μου όπως είπαμε, άφησα πίσω μου τον φόβο κι έφυγα.
Περπάτησα, λερώθηκα, έπεσα, σηκώθηκα, έζησα σε καταυλισμούς, έμεινα νηστική, δίψασα, κινδύνεψα, πλήρωσα το βιός μου ή μέρος από αυτό για μια θέση σε μια βάρκα.
Να πάω απέναντι.
Ευρώπη.
Δεν πνίγηκα. Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου.
Την αντίθετη περίπτωση να είχαμε πνιγεί... εντάξει η φαντασία μου οργιάζει αλλά εκεί ο νους μου σταματά... Δεν γίνεται και συγχωρέστε με γι' αυτό. Απλά δεν γίνεται.
Παραλείπω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της συνέχειας του ταξιδιού μου μέχρι που έφτασα στην Πρωτεύουσα.
Η πλατεία Βικτωρίας γεμάτη.
Ανηφορίζω.
Οι τσάντες δεν είναι πια 2-3, είναι μία ή καμία.
Τα παιδιά όμως, τα παιδιά μου, εξακολουθούν να είναι τόσα όσα είχα στην αγκαλιά μου όταν ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα της ελπίδας...
Ανεβαίνουμε στο κέντρο της πόλης. Της πόλης που εσείς κι εγώ γνωρίζουμε καλά. Της πόλης που εσείς κι εγώ λατρεύουμε να μισούμε. Της πόλης μας...
Εγώ όμως εξαιτίας αυτής της ...προσομοίωσης παριστάνω πως δεν την έχω ξαναδεί, ούτε που την είχα φανταστεί ποτέ μου.
Ούτε που θα είχα φανταστεί πώς είναι μια πόλη της Δύσης.
Των Βαλκανίων αν θέλω να είμαι πιο δίκαιη. Και πιο σωστή.
Πρώτος σταθμός ελπίδας η Αθήνα.
Ακόμη δεν ξέρω αν θα γίνει τελευταία έξοδος προς το άγνωστο.
Ξέρετε στο άγνωστο δεν πάει κανείς μόνο με βάρκα την ελπίδα.
Πάει και με τα πόδια.
Πού είχαμε μείνει;
A ναι.
Στην Ακαδημίας, στη Βιβλιοθήκη, μετά στη Βουκουρεστίου (ευτυχώς για κάποιους στον δρόμο μου δεν είναι του ...Ζόναρς, απ' αυτήν την άποψη κάποιοι μπορούν να είναι ήσυχοι), στη Σκουφά... στην Πλατεία Κολωνακίου!!!
Και γυρίζω πίσω με το νου... και πιάνω το νήμα που ενώνει το πριν με το τώρα.
Χολμς - Πλατεία Κολωνακίου.
Δάκρυα στα μάτια μου. Τα δικά μου μάτια όχι αυτής της άλλης που προσποιούμαι ότι είμαι.
Χολμς - Αθήνα - Πλατεία Κολωνακίου (και δεν είμαι καν στη μέση της διαδρομής μου μέχρι τον προορισμό).
Μπορείτε να το διανοηθείτε;
Εγώ δεν μπόρεσα.
Δεν άντεξα.
Και να έρχεσαι εσύ "κύριε"* και να χαρακτηρίζεις αυτήν την κατάσταση, την ΚΑΤΆΣΤΑΣΉ ΜΟΥ - "πρακτικά ανεξέλεγκτη και μη διαχειρίσιμη";
Λες και δεν το ξέρω;
Όμως ξέρω πως εσύ δεν σκεφτόσουν τη δική μου κατάσταση.
Εσύ σκεφτόσουν τη ...δική σου.
Ξέρω καλά πως άλλο εννοούσες εσύ. Άλλο...
Δεν σκέφτομαι άλλο.
*Η γυναίκα της προσομοίωσής μου σε λέει "κύριε". Εγώ σε λέω "μαλάκα".