Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του κοινωνικού αυτοματισμού (σίκουελ)

Κάθε που πάει να στενοχωρηθεί σκέφτεται την παραπομπή Μαρινάκη και τις δηλώσεις Σαββίδη, του πρώτου ζητάει ο εισαγγελέας την προφυλάκιση για να μη γίνει ...λαγός, του δεύτερου ελπίζει να τη ζητήσει επειδή έγινε, και της κόβεται μαχαίρι η στενοχώρια, όχι πως δεν έχει λόγους να στενοχωριέται, πολλούς έχει, αλλά είναι που έχει και προσαρμοστικό χαρακτήρα στις αντιξοότητες κι αρνείται να πληρώσει τίμημα διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις, τί κακό κι αυτό να είναι τόσο πεισματάρα.

Πεισματάρα και στο παιχνίδι των ρόλων, role-playing game ή εν συντομία RPG που λένε και στο χωριό της, που της αρέσει περισσότερο από το παιχνίδι της χαράς που αυτή η βλαμμένη αμερικανιδούλα, η Πολυάννα, το έπαιζε μανιωδώς και προσπαθούσε να πείσει όλα τα παιδιά να το παίζουν είτε ζούνε στον παράδεισο είτε στην κόλαση, άραγε ποιά είναι η διαφορά τους, θα 'θελε κάποιος να της το πει με σιγουριά.

Η Πολυάννα ζούσε, όχι μπροστά, αλλά μέσα σε έναν περιστρεφόμενο καθρέφτη με φορά περιστροφής αντίστροφη και αντίθετη, νύχτα έδειχνε ο καθρέφτης, μέρα έβλεπε αυτή, πάνω έδειχνε ο καθρέφτης τον ουρανό, κάτω τον έβλεπε εκείνη, σίγουρα θα 'χε τους λόγους της.
Αυτά που τη στενοχωρούσαν τα άδειαζε, ανακάτευε τα σπλάχνα τους, τα πασπάλιζε με ζάχαρη, τα ζύμωνε με ροδόνερο, κάτι σκουρωπά σαν σκουπιδάκια τα πέταγε, στο τέλος έμενε ένας συμπαγής πολτός, χρώματος ροζουλί, κυλοτί όπως θα λέγαμε σήμερα, τον έπλαθε σε σχήματα χαρωπά, ήλιους, καρδούλες, φατσούλες, χαμόγελα (ριάκτιονς ή εμότικονς τα λέμε σήμερα), τα έψηνε σε χαμηλή θερμοκρασία ούτε να αρπάξουν ούτε να μείνουν άψητα, αμάσητα τα κατάπινε.
Λύπη έβλεπε η αμερικανιδούλα γύριζε τούμπα κι έβλεπε χαρά, σε κάθε πράγμα έβλεπε την καλή πλευρά του κι όχι την κακή, είτε πόλεμος, είτε ειρήνη κι ας έρθει να μου κανείς ότι η ειρήνη δεν έχει κακή πλευρά.
Εκείνη όμως (η άλλη, η δικιά μας, όχι η Πολυάννα) δεν έπαιζε, έβλεπε τη λύπη λύπη και τη χαρά χαρά όμως παρίστανε πως άλλα ήταν κι άλλα έβλεπε, αν ήταν για κείνο το παιχνίδι ρόλων που λέγαμε παραπάνω και που αυτό το παιχνίδι, ναι, το έπαιζε.
Να μπει στη θέση του άλλου ρε παιδί μου, να πιάσει τον σφυγμό του που λένε, να τον νοιώσει, να δει τί ήταν αυτό που φτάνει στα αυτιά του και στα μάτια του και τί φίλτρο είναι αυτό που έχουν μέσα τους όπου άλλα του λένε κι άλλα ακούει, άλλα του δείχνουν κι άλλα βλέπει.

...

Λίγα λόγια για το έργο. Το πραγματικό.

Η υπόθεση σε τίτλους:
Ένας πρωθυπουργός δέχεται ερωτήσεις από δημοσιογράφους που εργάζονται σε κανάλια που δεν πήραν άδεια εκπομπής. Oι απαντήσεις του απαράδεκτες, όποιες κι αν ήταν οι ερωτήσεις, το ύφος που τις ξεφούρνισε απαραδεκτότερο

Πρόλογος:
Κάθε πρωθυπουργός που "σέβεται" τον εαυτό του και τη θέση του, χωρίς να είναι καθόλου απαραίτητο να σέβεται και τους άλλους, φροντίζει έγκαιρα να εκπαιδευτεί στο παιχνίδι των ρόλων που ενίοτε ταυτίζονται, το υποκείμενο και ο ρόλος ή ο ρόλος και το υποκείμενο, δηλαδή και να είναι και να φαίνεται, το γεγονός ότι στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο υποκείμενο απλώς "παριστάνει" τον πρωθυπουργό ας μη μας επηρεάσει καλύτερα.
Στις πρόβες που έκανε νωρίτερα, για να παραστήσει και τον θυμωμένο εκτός από τον πρωθυπουργό, επειδή ήξερε πως θα δεχόταν άβολες ερωτήσεις όπου ανάμεσά τους ενδεχομένως να υπήρχε και ερώτηση παγίδα, μία ή περισσότερες δεν έχει σημασία, νοιώθοντας πανέτοιμος κοιτάχτηκε στον καθρέφτη λέγοντας "φτου σου αγόρι μου". Και καθώς η φράση του άρεσε αποφάσισε να την ξεφουρνίσει μόλις του δινότανε η ευκαιρία που ήξερε πως πολύ σύντομα θα του δινόταν, πράγμα και το οποίο έκανε: "Τζάμπα αγόρι μου". 

Θέμα: 
Ο κύριος Τσίπρας, γιατί γι' αυτόν μιλάμε, γνώριζε πολύ καλά ποιούς είχε απέναντί του στη συνέντευξη και τί γνώμη έχει ο κόσμος για μερικούς από αυτούς, την οργή που νοιώθει για τους opinion maker που χρόνια τώρα τον κανιβάλιζαν προσπαθώντας να τον πείσουν κι από πάνω ότι η μόνη στάση με την οποία πρέπει να κινείται είναι στα τέσσερα και με σκυμμένο το κεφάλι, άρα ήξερε πολύ καλά επίσης τί ακριβώς να πει προς απάντησίν τους ώστε να ενεργοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό.

Η ...φίλη μας, η εγκλωβισμένη στα παραπάνω πλάγια γράμματα της εισαγωγής, βλέποντας το ύφος του πρωθυπουργού άρχισε να παίζει αμέσως το αγαπημένο της παιχνίδι των ρόλων, έβαλε απέναντι στον Τσίπρα τη Σαράφογλου και τη Σπυράκη, που δεν έχει χειρότερο, που τις αντιπαθεί, τί λέω, τις σιχαίνεται, τί λέω, τις μισεί, κι αυτό ο Τσίπρας το ξέρει, όπως κι η ίδια ξέρει πως το ξέρει, αγνόησε το στυλ του γουαναμπί δικτατορίσκου ή μάλλον το θεώρησε μια πληρωμένη απάντηση στις καριόλες, στα πληρωμένα λαμόγια, στα pay roll, στα παπαγαλάκια κι αναφώνησε, "καλά να πάθεις μωρή καριόλα που μας τα έπρηζες όλα τα προηγούμενα χρόνια με τις επιλογές των άλλων κομμάτων που τότε υποστήριζες, ζήσε τώρα με το επίδομα ανεργίας να δεις τη γλύκα". Και γυρνώντας το βλέμμα στον πρωθυπουργό του είπε, "πες τα αγόρι μου".
Κι αφού αυτοματίστηκε κοινωνικά δεόντως βγήκε από το πετσί του ρόλου στο οποίο είχε μπει με επιτυχία κι ενδύθηκε τον πραγματικό εαυτό της, τον ταπεινό και ταλαίπωρο που το μόνο που είχε μείνει όρθιο μέσα του ήταν η ορθή της κρίση, έδωσε μια με το χέρι της κι απομάκρυνε από μπροστά της το θολό πέπλο, κοστούμι απαραίτητο για τους άλλους ρόλους, τους δεύτερους που παίζουμε καμιά φορά, μη γνωρίζοντας πως μερικές φορές αυτονομούνται, παίρνουν τα ηνία και γίνονται πρώτοι. 

Επίλογος:
Τελικά, αν αποσυνθέσεις έναν πρωθυπουργό θα δεις να σου απομένουν τρεις ...λέξεις: φτυσιά, τζάμπα (μαγκιά), "αγόρι". Που σημαίνει πως με άλλα τόσα τον ξαναφτιάχνεις. 
Όχι μόνον τον ίδιον αλλά και τον επόμενο και τον μεθεπόμενο και μακάρι νάξερα πού θα σταματήσει το κακό.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου