Η Λιλίκα τελικά παρά τις υποσχέσεις στον εαυτό της, τους φίλους και συνοδοιπόρους της δεν την βρήκε την άκρη εντελώς. Μέση βρήκε όμως και είπε "καλά είμαστε εδώ, άσε να δούμε". Μέτρησε τα λεφτά της, τα ξαναμέτρησε, ούτε αυξήθηκαν ούτε μειώθηκαν. Έκανε τους υπολογισμούς της, τις διαιρέσεις της, τις αφαιρέσεις της, για προσθέσεις ούτε λόγος, εννοείται ούτε για πολλαπλασιασμό. Στο μυαλό της όλα τρέχανε με χίλια, κάποια στη δική τους λωρίδα κυκλοφορίας, κάποια άλλα άλλαζαν λωρίδα τόσο συχνά όσες κι οι ανάσες της, πότε μπαίνοντας σφήνα σε άλλα θέλοντας να έχουν το προβάδισμα. Εισπνοή και πρόβλημα, εκπνοή και λύση. Σκεφτότανε ένα πρόβλημα και προσπαθούσε να βρει τη λύση του. Και τσουπ να 'σου το επόμενο πρόβλημα. Πρόβλημα, λύση; Πρόβλημα, λύση; Με ρυθμούς καταιγιστικούς τα προβλήματα έπιαναν στασίδι στο μυαλό της περιμένοντας τη σειρά τους να λυθούν. Τελικά αντί να λύνει γρίφους αποφάσισε να κάνει βαφτίσια. "Αυτό δεν είναι πρόβλημα" έλεγε. "Ούτε αυτό είναι" ξανάλεγε. Αυτά θα τα κάνω με τα κρεμμυδάκια αύριο. "Άλλη ώρα θ' ασχοληθώ με αυτό", σκεφτότανε. Άρα τί μένει;; Να λύσει το γρίφο τον πιο ζόρικο. Αν θα έχει χρήματα να πάει διακοπές. Δεν θα έχει. Άλλοι το αποφάσισαν γι'αυτήν.
Όμως πήγε. Για να μπορεί - εκεί στις διακοπές - με καθαρό μυαλό να σκεφτεί. Να βρει τις λύσεις για όσα προβλήματα άφησε σπίτι. Ούτε αυτό έκανε όμως. "Άλλη φορά" έλεγε. Και το 'ριξε στο διάβασμα. Και ξαφνικά θυμήθηκε. "Να μωρέ γιατί δεν έχω λεφτά, δεν φταίνε οι ανθρώποι που δεν με πλήρωσαν κι ούτε ένα τηλεφώνημα δεν μου έκαναν να μου πουν να μην ελπίζω, παρότι τους είχα χιλιοπαρακαλέσει γι' αυτό". Για το τηλεφώνημα δηλαδή τους είχε παρακαλέσει, όχι για την πληρωμή. Αφού γι' αυτό το τελευταίο όσο και να παρακαλέσεις άμα ο άλλος την έχει ακάλυπτη (την επιταγή) χεσμένο σ' έχει αν θα την βγάλεις εσύ (τη ζωή).
Τα βιβλία λοιπόν έφταιγαν. Κι αφού τα αγόρασε θα τα διαβάσει. Τώρα θα μου πείτε πόσα αγόρασε η αχόρταγη;; Και πόσο άραγε κόστισαν;; Αγόρασε οκτώ και τέσσερα που είχε αδιάβαστα, σύνολο 12. "Σιγά μην καταφέρω να τα διαβάσω όλα αυτά στις διακοπές", σκέφτηκε. Δεν κόστισαν πολύ αλλά δεν την συνέφερε να το παραδεχθεί. Βόλευε να πιστεύει ότι εξαιτίας των βιβλίων δεν έχει πολλά χρήματα. Τα τρία από τα βιβλία τα διάβασε πριν την κάνει για το νησί. Στο σπίτι της. Τα άλλα στην παραλία. Τα περισσότερα μάλιστα της άρεσαν πολύ. Ειδικά αυτό του Εντουάρντο Γκαλεάνο "Ένας κόσμος ανάποδα". Γραμμένο το 1998!!!!! Νόμιζε ότι κάνουν πουλάκια τα μάτια της. "Δεν μπορεί τώρα το 'γραψε" και δώστου ξανακοίταζε τις πρώτες σελίδες. Και, μάλιστα παρακαλώ, το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο το 1998. Διαβάστε το (το συνιστώ ανεπιφύλακτα) και θα καταλάβετε. Και πού και πού θυμόταν τα προβλήματα κι έλεγε "Άλλη ώρα".
Οι διακοπές τελείωσαν, δεν είναι και για χόρταση, το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Και γύρισε σπίτι. Σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου, πρέπει όμως να κάνουμε και τα ψώνια μας. Κι εκεί λοιπόν που ετοιμαζότανε για το σούπερ μάρκετ τί θυμήθηκε η αφιλότιμη. Θυμήθηκε ένα από τα προβλήματά της από εκείνα όμως που δεν υπάρχει περίπτωση να βρει τη λύση του. Τουλάχιστον όχι μόνη της. Γιατί αυτού του είδους τα προβλήματα πρέπει να συνεννοηθεί(sic!) ο μισός πλανήτης για να βρεθεί λύση. Θα πάρει χρόνο. Προς το παρόν κατάλαβε ότι τα λεφτά που είχε γι' αυτό το πρόβλημα τα 'φαγε. Σε βιβλία και διακοπές. Και μη νομίσετε, όλα πολύ οικονομικά τα έκανε και μη νομίσετε ότι τα λεφτά ήταν λίγα (λίγα ήταν αλλά έφταναν). Δεν στερήθηκε τίποτε. Μπα, μια χαρά περάσανε. Απλώς για να μην ξεχνιόμαστε, του την είχαν φυλαγμένη του Υπουργού. "Από μένα αγόρι μου τα τζόκια μου θα πάρεις. Θα εισπράξεις τον λιγότερο δυνατό ΦΠΑ". Ακόμα κι αν επρόκειτο να τη βγάλουν με χόρτα. Αποδείξεις έπαιρναν από όλους. Φυσικά αφού έπρεπε να τις ζητήσουν. "Σου 'χω εγώ ένα αφορολόγητο εξασφαλισμένο, να τρίβεις τα μάτια σου".
Πήρε λοιπόν το πρόβλημά της και πήγε στο σούπερ μάρκετ. "Βρες πώς αλλάζουν οι καιροί" σκέφτηκε όταν είδε το καρπούζι κομμένο φέτες στα τελάρα. Κάποτε κοροϊδεύαμε τους ευρωπαίους και τους λέγαμε γύφτους επειδή δεν ήθελαν να αγοράσουν ένα ολόκληρο καρπούζι αφού δεν μπορούν να το φάνε άρα θα το πετάξουν. Βέβαια οι καρπουζοφέτες υπάρχουν χρόνια τώρα στα σούπερ μάρκετ κι αυτό βολεύει. Παλιότερα αγόραζε ένα καρπούζι και μετά έφερνε γύρα την πολυκατοικία. "Κράτησα όσο ήθελα, θέλετε το υπόλοιπο";; Στην αρχή την κοίταζε η γειτόνισα απορημένη. Αλλά μετά καταλάβαινε και το άρπαζε το καρπουζάκι.
Αυτή τη φορά δεν αγόρασε καρπούζι. Αγόρασε άλλα φρούτα. Και είχε και κέφια τρελά "μωρέ μη φτάσουμε στο σημείο να κόβουμε στη μέση και τα ροδάκινα να λες" σχολίασε με την υπάλληλο. Κι όταν πήγε στα ζυμαρικά της μπήκε η ιδέα να κάνει τις πλάκες της τις γνωστές. "Καλέ" φωνάζει τον υπάλληλο τον επί της τακτοποίησης "μήπως μπορείτε να μου ανοίξετε τη συσκευασία με τα μακαρόνια να πάρω μερικά;; Ένα άτομο είμαι τί να τα κάνω όλα;;". Τόμπολα ο υπάλληλος. Έχουν περάσει δυο μέρες κι αν πάτε σ' αυτό το σούπερ μάρκετ ακόμη εκεί θα τον βρείτε ακούνητο στον τρίτο διάδρομο μπαίνοντας αριστερά. Εκεί ανάμεσα στα ρύζια και τα ζυμαρικά. Τον λυπήθηκε τον χριστιανό αλλά συνέχισε "Μάλλον δεν μπορείτε ε;; Καλά θα πάω στις ελιές να πάρω 7 όσες και οι μέρες της εβδομάδας. Δεν πίνω πάνω από ένα μαρτίνι τη μέρα. Με βαράει κατακούτελα"!!! "Καλέ αστειεύομαι, αν δεν κάνουμε και λίγη πλάκα δεν περνάει η κωλοζωή". Αλλά του υπαλλήλου μάλλον του μπήκαμε ιδέες "μωρέ λες;;" Μακαρόνια πάντως αγόρασε. Δύο ολόκληρα πακέτα. Να ξεχειμωνιάσει με αυτά. Τί νομίζετε;;
Στον πάγκο των τυριών χτυπάει το κινητό της. "Πού είσαι;" "Ψωνίζω, τώρα ετοιμάζομαι να ζητήσω τριμμένο τυρί για τα μακαρόνια". "Άσε μην πάρεις, έχω πάρα πολύ στην κατάψυξη". "Καλέ μπαίνει το τριμμένο τυρί στην κατάψυξη;; Δεν το 'ξερα". "Μπαίνει και παραμπαίνει κι έχω πολύ. Βάζω το τυρί, βάζεις τα μακαρόνια;;" "Αμέ αλλά θα τα μαγειρέψουμε στο σπίτι του Αλέκου. Εγώ τα μακαρόνια, εσύ το τυρί, αυτός το ρεύμα. Και σ' αφήνω τώρα γιατί μόλις είδα ν' αχνοφαίνεται μια ακρούλα και πρέπει να την πιάσω. Τα λέμε αργότερα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου