Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Πώς ο Μύθος γίνεται Ιστορία

(αντιγραφή από το περιοδικό Λεύγα)

 "Το χειρότερο, το πιο ανησυχητικό: το δυσοίωνο συμβάν, η διάχυτη βία, η περιφρόνηση των θεσμών, η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έκνομη συμπεριφορά πολιτικών ανδρών και κρατικών λειτουργών, ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής δεν προκαλούν άμεση αντίδραση, δεν αντιδρούμε. Συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις βίας, ανασφάλειας, αδικίας, ψέματος, εξευτελισμού. Δεν πονάμε ούτε έξω ούτε μέσα.*"

«Κολωνάκι 5, Εξάρχεια 2, Κολωνάκι 5, Εξάρχεια 2», διαφημίζει το προϊόν του (μία μικρή ντουντούκα) ο πλανόδιος μελαψός μικροπωλητής σε πεζόδρομο των Εξαρχείων, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να πείσει ότι η τιμή προσαρμόζεται ανάλογα με το κοινό και το χώρο. Το περιστατικό (πέρα για πέρα αληθινό) δείχνει ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών στο ελληνικό (μικροαστικό) habitus έχει ολοκληρωθεί με μεγάλη επιτυχία: μεταπρατισμός, προσαρμογή στη ζήτηση της συγκυρίας, ευελιξία διαπραγμάτευσης, ευφάνταστο πλασάρισμα, υπαινικτικό χιούμορ. Η ντουντούκα είναι αξεσουάρ, πολιτισμικά οικείο και μεστό νοήματος, τόσο στα Εξάρχεια όσο και στο Κολωνάκι. Απευθύνεται σε μια κοινωνία που φωνάζει, ουρλιάζει, αλυχτά και, σαν να μη φτάνει αυτό, επιζητά το κατάλληλο τεχνητό βοήθημα. Και ο Άγιος Παντελεήμονας κραυγάζει και σκούζει, αλλά δεν μάθαμε ποτέ πόσο πάει εκεί η τιμή της ντουντούκας. Ίσως «εκεί» υπάρχει ζήτηση για άλλα προϊόντα, πιθανόν «εκεί» το εμπόριο να ελέγχεται από άλλο μαγαζί. Ελεύθερη οικονομία έχουμε άλλωστε, ποιος ξέρει...

Ο πλανόδιος μικροπωλητής είναι το συμπλήρωμα του στεγασμένου μικρομαγαζάτορα: ντουντούκες και ομπρέλες ο ένας, ηλεκτρονικό τσιγάρο και frozen yoghurt ο άλλος. Το εμπόριο άλλωστε είναι στο DNA του Έλληνα από αρχαιοτάτων χρόνων. Ξαφνικά όμως συνειδητοποιούμε ότι στερέψαμε από πελάτες, ότι εκλείπουν οι αγοραστές, ότι στέγνωσε η εσωτερική αγορά και τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα μένουν στα ράφια: η Ελπίδα, η Επανάσταση, η Μεταρρύθμιση, ο Εκσυγχρονισμός, οι Διαρθρωτικές Αλλαγές, η Ανάπτυξη σαπίζουν στις αποθήκες, σαν τα ευπαθή προϊόντα. Τόνοι από απούλητες ή χαλασμένες παρτίδες επιστρέφονται μαζικά στους κατασκευαστές και οι αγανακτισμένοι (πωλητές και πελάτες) απειλούν τη μήτρα των προϊόντων αυτών, τη «Μεταπολίτευση», με καταστροφή σαν άλλοι λουδίτες. Η λύση που προκρίνεται από κάποιους, η κατανάλωσή τους ακόμα και μετά την παρέλευση του «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…», δύσκολα θα ανατρέψει την κατάσταση... Η αιτία του φαινομένου μπορεί να αναζητηθεί στο μύθο του Μιθριδάτη. Σύμφωνα με αυτόν, ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης χορηγούσε στον εαυτό του μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου, για να αποκτήσει ανοσία, εξαιτίας του φόβου του μήπως τον δηλητηριάσουν εχθροί ή αντίζηλοι. Όταν όμως μετά από την ήττα του από τους Ρωμαίους αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο, για να μην πέσει στα χέρια τους, απέτυχε και αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει έναν ξένο (έναν μισθοφόρο) για να τον εκτελέσει με το ξίφος του.

Η μέθοδος του μιθριδατισμού εφαρμόζεται και μετά το 2009 με απόλυτη, προς το παρόν, επιτυχία. Ταυτόχρονα, συνδυάζεται και με τη φιλοσοφία της «αιώνιας επιστροφής»: επιστροφή στο χωριό, επιστροφή στα βασικά, επιστροφή στην απλότητα, επιστροφή στο πατρικό. Νέα μετανάστευση, ο Καζαντζίδης θα γράφεται με greeklish. Κάθε σπίτι και λαχανόκηπος, σαν την Κούβα στα ’90s. Στο θέατρο, το πλήθος χειροκροτεί και αποθεώνει το «Μεγάλο μας Τσίρκο», ξαναγυρνώντας στο 1973 και στην αντίληψη ότι για όλα φταίνε οι «ξένοι» που μας βάζουν και τρωγόμαστε.  Οι «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» μας τελείωσαν γρήγορα, πίσω πάλι στο προ του 1990 μοντέλο της κρατικής διατίμησης. Όλα κάπου τελειώνουν, για να ξαναρχίσουν από την αρχή.                                                                

Ίσως έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μια πιο βελτιωμένη εκδοχή μιθριδατισμού: ναι μεν να αποκτήσουμε την πολυπόθητη ανοσία, αλλά και όταν τελικά χάσουμε από τις δυνάμεις του Πομπήιου, να καταφέρουμε από μόνοι μας να αυτοκτονήσουμε με δηλητήριο, όπως άλλωστε αρμόζει σε έναν βασιλικό λαό, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε ντροπιασμένοι στο σπαθί του ξένου μισθοφόρου.


του Στέφανου Βαμιεδάκη



* Νίκος Γ. Ξυδάκης, «Το τρελαμένο εκκρεμές», εφ. Καθημερινή, 14.10.2012.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

A Paris!!

Λοιπόν έχω εγώ κάτι τρόπους να πραγματοποιώ τα όνειρά μου (και τα ταξίδια μου)!!

Ενώ σκεφτόμουνα προχθές την παρακάτω μικρή ιστορία για την Ρώμη, άλλη μία μεγαλύτερη ιστορία ήρθε στο νου μου, για το Παρίσι όμως αυτή τη φορά.


ΡΩΜΗ

Πριν δυόμισι χρόνια ήμουνα στη Ρώμη κι έμενα σ' ένα μικρό πανέμορφο ξενοδοχείο. Στους διαδρόμους του υπήρχαν τεράστια βάζα γεμάτα αρωματικά λάδια όπου μέσα μούλιαζαν πανύψηλα λεπτά ξυλαράκια που μοσχοβολούσαν. Είπα στον ρεσεψιονίστ ότι θα κλέψω ένα. Οι Ιταλοί φημίζονται για το χιούμορ τους οπότε έκλεισε τ' αυτιά του λέγοντάς μου "δεν άκουσα, πώς είπατε;". Πήρα λοιπόν ένα τέτοιο το λύγισα, το έβαλα σε μια σακούλα και στην βαλίτσα. Η βαλίτσα μυρίζει ακόμη, έκτοτε όταν την χρησιμοποιώ έχω την αίσθηση πως όπου κι αν πάω ξεκινάω από Ρώμη. Το ξύλο αυτό μυρίζει ακόμη δυο χρόνια μετά!!!! Κι όταν έχω τις μαύρες μου και τις απαισιοδοξίες μου πηγαίνω, το μυρίζω και διακτινίζομαι στην Ρώμη. Γατάκια επιστήμονες, εμένα να ρωτάτε. 

ΠΑΡΙΣΙ
Κατ' αρχήν και προκαταβολικά να πω ότι το λάτρεψα και η χρονική απόσταση μου επιτρέπει πια να πω ότι πέρασα καλά αφού πλέον οι λόγοι (πόνοι κι άλλα τινά) που με βρήκαν εκεί και μ' έκαναν να θέλω να επιστρέψω στην "πατρίδα" έχουν πια ξεχαστεί. Επίσης ξέρετε πια - και δεν χρειάζεται να το πω αλλά θα το κάνω γιατί οι καλοθελητές καραδοκούν - ότι δεν έχω κανένα είδος ρατσισμού ιδίως για τους μαύρους ανθρώπους στους οποίους - τελικά - έχω και αδυναμία.

Εντύπωση Νο 1.
Πέρυσι πρωτοχρονιά βρισκόμασταν στο Παρίσι. Μέναμε μακριά από το κέντρο, στο Clichy. Όχι το "κακό" (νταντά) Clichy sous Bois στο οποίο μένουν οι άτακτοι μετανάστες που κάνουν φασαρίες και δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις αλλά το άλλο το Clichy το καλό όπου οι μετανάστες είναι πιο φρόνιμοι. Το ίδιο όμως κουρασμένοι, το ίδιο αδικημένοι, το ίδιο ανεπιθύμητοι αν και Γάλλοι πια πρώτης αλλά και δεύτερης γενεάς. Γιατί δεν ξέρω αν σας διαφεύγει, εμένα πάντως όχι, η Γαλλία είχε γαμήσει καμιά δεκαριά αποικίες, μετέπειτα ανεξάρτητες χώρες κι έτσι τώρα μπορεί να μας πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες ότι είναι πλούσια χώρα κι άλλα τέτοια όμορφα και γραφικά. Και δημοκρατική. Να τα λέμε αυτά.

Μένοντας λοιπόν στο Clichy και μετακινούμενοι συνεχώς με το μετρό, αδυνατούσα να υπολογίσω πόσες δεκάδες στάσεις περνούσαμε ξανά και ξανά, πόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα διανύσαμε εν βαγονίω και πόσα χιλιόμετρα περπατήσαμε κάτω από τη γη προτού αντικρίσουμε τον υποτιθέμενο ουρανό της πόλης. Και λέω υποτιθέμενο γιατί μόνο οι γνώσεις μας της φυσικής επέτρεπαν να θεωρούμε ως ουρανό αυτό το γκρίζο αχνιστό πράγμα που κατέβαινε μέχρι τη μύτη μας. Ακόμη λοιπόν μέχρι και σήμερα αν με ρωτήσει κάποιος να πω δυο-τρία πράγματα για το Παρίσι το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο.

Εντύπωση Νο 2.
Στις ατελείωτες λοιπόν ώρες που βρισκόμασταν μέσα στην Πόλη-Τρένο μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Άνθρωποι σχεδόν αποκλειστικά "εκ των πρώην γαλλικών αποικιών στην Αφρική" και που για λόγους συντομίας θα του λέω "μαύρους". Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε εμφάνισης και κάθε ταμπεραμέντου με κοινό χαρακτηριστικό τους την πολυχρωμία στο ντύσιμο, την ιδιαίτερα κραυγαλέα "φινέτσα" τους, την κούραση στο σώμα και το βλέμμα αλλά και τον απίστευτα όμορφο και στομφώδη τρόπο με τον οποίο μιλούσαν την γαλλική γλώσσα. Η ευγένειά τους με άφηνε άναυδη, το χαμόγελό τους επίσης. Είναι γνωστό ότι εγώ έχω ένα θέμα με το "ωραίο χαμόγελο" ειδικά του ισχυρού λεγόμενου φύλου αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Το πλήρωσα στο παρελθόν και πλέον διαθέτω ενσωματωμένο αλεξίσφαιρο γιλέκο ειδικά σχεδιασμένο για να με προστατεύει από αυτό το φονικό όπλο που κατ' ευφημισμόν λέγεται "όμορφο ανδρικό χαμόγελο". Την δεύτερη μέρα κιόλας η παρέα μου κι εγώ ήδη νιώθαμε σαν "τις μύγες μες στο γάλα" - ή μάλλον για ν' ακριβολογούμε σαν το γάλα μες τις μύγες - οι συνεπιβάτες μας όμως δεν είχαν καμία πρόθεση να μας κάνουν να νιώσουμε άσχημα. Αντιθέτως μάλιστα. Βέβαια μετά από πέντε μέρες συνεχών μετακινήσεων με το μετρό στο Παρίσι-Τρένο το δεύτερο που μου έρχεται στο νου - αν με ρωτήσει κανείς - είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο που κατοικείται από μαύρους ανθρώπους κάθε τίντας και απόχρωσης*. Αυτό το τελευταίο ενδυναμώνεται κι από το γεγονός ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι μόνοι που ξεχύνονται για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου είναι οι μαύροι κάτοικοι των περιχώρων και των προαστίων με μόνη εξαίρεση, ειδικά την πρωτοχρονιά του 2012, εμένα και την παρέα μου. Γιορτάζουν λοιπόν το χαρμόσυνο γεγονότο της αλλαγής του χρόνου εν μέσω αλαλαγμών, ασπασμών, εναγκαλισμών, ποτών (σαμπανιζέ και άλλων) καθώς και άθλιων βρωμοκοπούντων παρασκευασμάτων - υποτίθεται φαγητών - που μαγειρεύονται επιτόπου σε τεράστια γουοκ. Γιατί και το Παρίσι έχει τα βρώμικά του. (Και μην ξανακούσω κριτική για την Ελλάδα όπου κάθε πόλη
και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο και κάθε event "τα βρώμικα").
Οι ...Παριζιάνοι - λευκοί και μη - γιορτάζουν κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους τρώγοντας φουαγκρά για πρώτο πιάτο, φιλέτο ταρτάρ για κυρίως, κρεμ μπριλέ για επιδόρπιο κι όλα αυτά τα σκατολοΐδια σερβιρισμένα σε τεράστια πιάτα, σκεπασμένα για να μην σκονίζονται με τα καπάκια-τρουλουςτηςαγιασοφιάς.

Εντύπωση Νο 3.
Όπως όλα τα πράγματα come to an end έτσι κι οι μετακινήσεις μας στο Παρίσι-Τρένο-με τους μαύρους κατοίκους κάποτε έφταναν στο δικό τους. Αυτό το τέλος λοιπόν δεν ήταν άλλο από κάποια ουρά για κάποιο Μουσείο. Το  θέμα "Μουσείο" και ειδικά το θέμα "Μουσείο στο Παρίσι" πονάει ακόμη και δεν θέλω να το συζητήσω. Τόσο που επιθυμώ διακαώς να ξαναεπισκεφθώ αυτήν την πόλη αλλά να είναι καλοκαίρι ώστε να δω επιτέλους τον παριζιάνικο ουρανό, να μένω στο κέντρο ώστε να μην ξαναδώ βαγόνι τρένου και να μην περάσω από Μουσείο ούτε απέξω. Το τρίτο λοιπόν που μου έρχεται στο νου - αν με ρωτήσει κανείς - είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο που κατοικείται από μαύρους ανθρώπους και καταλήγει πάντοτε σε μια ουρά μουσείου.
Όπως καταλαβαίνετε ευρισκόμενοι πια στο αεροδρόμιο για την αναχώρησή μας προς την μητέρα πατρίδα δήλωσα "για πολύ καιρό δεν θέλω να ξαναδώ τρένο ούτε σε παιχνίδι, ζωγραφικό πίνακα ούτε σε καρτ ποστάλ και μαύρο άνθρωπο ούτε σε φωτογραφία". 

Μέσα στο αεροπλάνο κάθισα φρόνιμα φρόνιμα στη θέση μου, έδεσα τη ζώνη μου και χάζευα τους συνεπιβάτες μου μέχρι να έρθει η ώρα της απογείωσης. Δίπλα μου μία θέση κενή. Και ξαφνικά βλέπω να προχωράει προς αυτήν την θέση ένας Θεός. Κατάμαυρος μεν αλλά Θεός. Και μάλιστα πανύψηλος. Και μάλιστα μοσχοβολιστός κι αρωματισμένος. Η παρέα μου άρχισε να γελάει πνιχτά ενθυμούμενη προφανώς την παραπάνω νούμερο τρία επιθυμία μου και την οποία εγώ είχα μόλις ξεχάσει. Αυτό λοιπόν το πανέμορφο παλικάρι που κάθισε δίπλα μου, ήταν ή αθλητής ή μοντέλο, ζεσταινότανε τρομάρα του κι έτσι από το κοντομάνικο t-shirt που φορούσε διαγραφόταν και το απειροελάχιστο κβάντο του κάθε κοιλιακού του μυ. Επίσης τα μούσκουλα στα μπράτσα του ήταν σαν το κεφάλι μου. Όπως ήταν φυσικό δεν βολευότανε στο κάθισμα και κάθε που εκινείτο για να διαβάσει την εφημερίδα του ή να φάει το φαγητό του ακουμπούσε στο δικό μου μπράτσο αλλά ευγενέστατος και χαμογελαστός (γαμώ την πουτάνα μου μέσα) έλεγε "pardon madam". Και όπως ήταν πάλι φυσικό εγώ εις άπταιστον ελληνικήν του απαντούσα "κάνε δουλειά σου παιδί μου". 

Όταν αργότερα με το καλό μπήκα στο σπίτι μου άρχισα να αδειάζω την βαλίτσα μου και να τακτοποιώ τα πράγματά μου. Όπου κι αν πήγαινα όμως με ακολουθούσε μια μυρωδιά, ευχάριστη βέβαια, αλλά έντονη. Δεν ήταν από το δικό μου άρωμα, αυτό το ήξερα, κι αναρωτιόμουνα για την προέλευσή της. Ώσπου κατάλαβα ότι μυρίζει έτσι το μανίκι από την μπλούζα που φορούσα και την οποία ακουμπούσε ο μαύρος αρωματισμένος μου συνεπιβάτης.

Αυτή λοιπόν η μπλούζα έκτοτε δεν έχει πλυθεί και κρέμεται ως φλάμπουρο από το φωτιστικό του σαλονιού. Κι όποτε νιώθω την ανάγκη να ταξιδέψω πηγαίνω και τη μυρίζω κι αυτομάτως μεταφέρομαι σ' ένα αεροπλάνο το οποίο θα με ταξιδέψει σε μια Πόλη που την κατοικούν Άνθρωποι ανεξαρτήτως Χρώματος και Φυλής και που κάποιοι από αυτούς θα είναι συνεπιβάτες μου στο μεγάλο και πανέμορφο ταξίδι της ζωής.


* Οι φήμες ότι πρόκειται να γράψω βιβλίο για τις "50 αποχρώσεις του μαύρου δέρματος" χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Α Ι Χάσου ελέγχονται ως ανακριβείς. Αλλά δεν παίρνω κι όρκο.





Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Remember remember the 6th of December

Σάββατο 6/12/2008 ώρα 11.00 μ.μ.
Κατευθυνόμασταν στον Ευαγγελισμό όπου πριν λίγο είχε μεταφερθεί μία φίλη μας. "Επείγον περιστατικό". Διμοιρίες ματ γύρω από το Νοσοκομείο. Απορήσαμε. Θεωρήσαμε ότι ήταν επίδειξη δύναμης ή ότι συνέβη κάτι που αφορούσε βομβιστική επίθεση. Τους κοιτάξαμε λοξά και περιφρονητικά και μπήκαμε στα Επείγοντα. Είδαμε μια περίεργη κατάσταση. Δυο πολύ νεαρά παιδιά έτρεχαν κλαίγοντας, δυο άλλα καθισμένα στο δάπεδο έκλαιγαν και αυτά. Σκεφτήκαμε πως είχε πεθάνει κάποιος δικός τους, γιαγιά/παπούς, ελπίζαμε όχι γονιός ή άλλο νεαρό άτομο. Οι πάντα πανικόβλητοι γιατροί του νοσοκομείου αυτή τη φορά ήταν ψιλοεξαφανισμένοι, αναστατωμένοι. Άνοιγαν πόρτες, έκλειναν πόρτες, σκυθρωποί. Τα συνηθως "τίγκα" από γιατρούς "επείγοντα" ήσαν περίπου άδεια από αυτούς. Η φίλη μας περίμενε υπομονετικά απορημένη και αυτή. Μπαινόβγαιναν κάποιοι γιατροί αλλά δεν έδιναν σημασία. Σαν χαμένοι. Καταλάβαμε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Τότε ένας άγνωστος σε μας κύριος πλησίασε και προφανώς εξυπηρετώντας μια δική του ανάγκη να μοιραστεί με κάποιους την πληροφορία για το συμβάν, μας είπε "τα μάθατε; ένας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε ένα 15χρονο παιδί που το έφεραν πριν λίγο στο νοσοκομείο νεκρό". 
Την άλλη μέρα είχε (και έχει) γενέθλια ένας αγαπημένος φίλος που μένει στο κέντρο. Δεν επεράσαμ' όμορφα.
Στη ζωή μου υπήρξαν γεγονότα που θέλω να τα ξεχάσω. Έζησα καταστάσεις που δεν θέλω θυμάμαι καν ότι υπήρξαν. Αυτό όμως ούτε θέλω ούτε μπορώ να το ξεχάσω. Αυτό... ειδικά αυτό...
Σήμερα μην βιαστείς να γυρίσεις σελίδα... Θυμήσου... σκέψου...