Λοιπόν έχω εγώ κάτι τρόπους να πραγματοποιώ τα όνειρά μου (και τα ταξίδια μου)!!
Ενώ σκεφτόμουνα προχθές την παρακάτω μικρή ιστορία για την Ρώμη, άλλη μία μεγαλύτερη ιστορία ήρθε στο νου μου, για το Παρίσι όμως αυτή τη φορά.
ΡΩΜΗ
Πριν δυόμισι χρόνια ήμουνα στη Ρώμη κι έμενα σ' ένα μικρό πανέμορφο ξενοδοχείο. Στους διαδρόμους του υπήρχαν τεράστια βάζα γεμάτα αρωματικά λάδια όπου μέσα μούλιαζαν πανύψηλα λεπτά ξυλαράκια που μοσχοβολούσαν. Είπα στον ρεσεψιονίστ ότι θα κλέψω ένα. Οι Ιταλοί φημίζονται για το χιούμορ τους οπότε έκλεισε τ' αυτιά του λέγοντάς μου "δεν άκουσα, πώς είπατε;". Πήρα λοιπόν ένα τέτοιο το λύγισα, το έβαλα σε μια σακούλα και στην βαλίτσα. Η βαλίτσα μυρίζει ακόμη, έκτοτε όταν την χρησιμοποιώ έχω την αίσθηση πως όπου κι αν πάω ξεκινάω από Ρώμη. Το ξύλο αυτό μυρίζει ακόμη δυο χρόνια μετά!!!! Κι όταν έχω τις μαύρες μου και τις απαισιοδοξίες μου πηγαίνω, το μυρίζω και διακτινίζομαι στην Ρώμη. Γατάκια επιστήμονες, εμένα να ρωτάτε.
ΠΑΡΙΣΙ
Μέσα στο αεροπλάνο κάθισα φρόνιμα φρόνιμα στη θέση μου, έδεσα τη ζώνη μου και χάζευα τους συνεπιβάτες μου μέχρι να έρθει η ώρα της απογείωσης. Δίπλα μου μία θέση κενή. Και ξαφνικά βλέπω να προχωράει προς αυτήν την θέση ένας Θεός. Κατάμαυρος μεν αλλά Θεός. Και μάλιστα πανύψηλος. Και μάλιστα μοσχοβολιστός κι αρωματισμένος. Η παρέα μου άρχισε να γελάει πνιχτά ενθυμούμενη προφανώς την παραπάνω νούμερο τρία επιθυμία μου και την οποία εγώ είχα μόλις ξεχάσει. Αυτό λοιπόν το πανέμορφο παλικάρι που κάθισε δίπλα μου, ήταν ή αθλητής ή μοντέλο, ζεσταινότανε τρομάρα του κι έτσι από το κοντομάνικο t-shirt που φορούσε διαγραφόταν και το απειροελάχιστο κβάντο του κάθε κοιλιακού του μυ. Επίσης τα μούσκουλα στα μπράτσα του ήταν σαν το κεφάλι μου. Όπως ήταν φυσικό δεν βολευότανε στο κάθισμα και κάθε που εκινείτο για να διαβάσει την εφημερίδα του ή να φάει το φαγητό του ακουμπούσε στο δικό μου μπράτσο αλλά ευγενέστατος και χαμογελαστός (γαμώ την πουτάνα μου μέσα) έλεγε "pardon madam". Και όπως ήταν πάλι φυσικό εγώ εις άπταιστον ελληνικήν του απαντούσα "κάνε δουλειά σου παιδί μου".
Όταν αργότερα με το καλό μπήκα στο σπίτι μου άρχισα να αδειάζω την βαλίτσα μου και να τακτοποιώ τα πράγματά μου. Όπου κι αν πήγαινα όμως με ακολουθούσε μια μυρωδιά, ευχάριστη βέβαια, αλλά έντονη. Δεν ήταν από το δικό μου άρωμα, αυτό το ήξερα, κι αναρωτιόμουνα για την προέλευσή της. Ώσπου κατάλαβα ότι μυρίζει έτσι το μανίκι από την μπλούζα που φορούσα και την οποία ακουμπούσε ο μαύρος αρωματισμένος μου συνεπιβάτης.
Ενώ σκεφτόμουνα προχθές την παρακάτω μικρή ιστορία για την Ρώμη, άλλη μία μεγαλύτερη ιστορία ήρθε στο νου μου, για το Παρίσι όμως αυτή τη φορά.
ΡΩΜΗ
Πριν δυόμισι χρόνια ήμουνα στη Ρώμη κι έμενα σ' ένα μικρό πανέμορφο ξενοδοχείο. Στους διαδρόμους του υπήρχαν τεράστια βάζα γεμάτα αρωματικά λάδια όπου μέσα μούλιαζαν πανύψηλα λεπτά ξυλαράκια που μοσχοβολούσαν. Είπα στον ρεσεψιονίστ ότι θα κλέψω ένα. Οι Ιταλοί φημίζονται για το χιούμορ τους οπότε έκλεισε τ' αυτιά του λέγοντάς μου "δεν άκουσα, πώς είπατε;". Πήρα λοιπόν ένα τέτοιο το λύγισα, το έβαλα σε μια σακούλα και στην βαλίτσα. Η βαλίτσα μυρίζει ακόμη, έκτοτε όταν την χρησιμοποιώ έχω την αίσθηση πως όπου κι αν πάω ξεκινάω από Ρώμη. Το ξύλο αυτό μυρίζει ακόμη δυο χρόνια μετά!!!! Κι όταν έχω τις μαύρες μου και τις απαισιοδοξίες μου πηγαίνω, το μυρίζω και διακτινίζομαι στην Ρώμη. Γατάκια επιστήμονες, εμένα να ρωτάτε.
ΠΑΡΙΣΙ
Κατ' αρχήν και προκαταβολικά να πω ότι το λάτρεψα και η χρονική απόσταση μου επιτρέπει πια να πω ότι πέρασα καλά αφού πλέον οι λόγοι (πόνοι κι άλλα τινά) που με βρήκαν εκεί και μ' έκαναν να θέλω να επιστρέψω στην "πατρίδα" έχουν πια ξεχαστεί. Επίσης ξέρετε πια - και δεν χρειάζεται να το πω αλλά θα το κάνω γιατί οι καλοθελητές καραδοκούν - ότι δεν έχω κανένα είδος ρατσισμού ιδίως για τους μαύρους ανθρώπους στους οποίους - τελικά - έχω και αδυναμία.
Εντύπωση Νο 1.
Πέρυσι πρωτοχρονιά βρισκόμασταν στο Παρίσι. Μέναμε μακριά από το κέντρο, στο Clichy. Όχι το "κακό" (νταντά) Clichy sous Bois στο οποίο μένουν οι άτακτοι μετανάστες που κάνουν φασαρίες και δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις αλλά το άλλο το Clichy το καλό όπου οι μετανάστες είναι πιο φρόνιμοι. Το ίδιο όμως κουρασμένοι, το ίδιο αδικημένοι, το ίδιο ανεπιθύμητοι αν και Γάλλοι πια πρώτης αλλά και δεύτερης γενεάς. Γιατί δεν ξέρω αν σας διαφεύγει, εμένα πάντως όχι, η Γαλλία είχε γαμήσει καμιά δεκαριά αποικίες, μετέπειτα ανεξάρτητες χώρες κι έτσι τώρα μπορεί να μας πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες ότι είναι πλούσια χώρα κι άλλα τέτοια όμορφα και γραφικά. Και δημοκρατική. Να τα λέμε αυτά.
Μένοντας λοιπόν στο Clichy και μετακινούμενοι συνεχώς με το μετρό, αδυνατούσα να υπολογίσω πόσες δεκάδες στάσεις περνούσαμε ξανά και ξανά, πόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα διανύσαμε εν βαγονίω και πόσα χιλιόμετρα περπατήσαμε κάτω από τη γη προτού αντικρίσουμε τον υποτιθέμενο ουρανό της πόλης. Και λέω υποτιθέμενο γιατί μόνο οι γνώσεις μας της φυσικής επέτρεπαν να θεωρούμε ως ουρανό αυτό το γκρίζο αχνιστό πράγμα που κατέβαινε μέχρι τη μύτη μας. Ακόμη λοιπόν μέχρι και σήμερα αν με ρωτήσει κάποιος να πω δυο-τρία πράγματα για το Παρίσι το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο.
και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο και κάθε event "τα βρώμικα").
Οι ...Παριζιάνοι - λευκοί και μη - γιορτάζουν κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους τρώγοντας φουαγκρά για πρώτο πιάτο, φιλέτο ταρτάρ για κυρίως, κρεμ μπριλέ για επιδόρπιο κι όλα αυτά τα σκατολοΐδια σερβιρισμένα σε τεράστια πιάτα, σκεπασμένα για να μην σκονίζονται με τα καπάκια-τρουλουςτηςαγιασοφιάς.
Μένοντας λοιπόν στο Clichy και μετακινούμενοι συνεχώς με το μετρό, αδυνατούσα να υπολογίσω πόσες δεκάδες στάσεις περνούσαμε ξανά και ξανά, πόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα διανύσαμε εν βαγονίω και πόσα χιλιόμετρα περπατήσαμε κάτω από τη γη προτού αντικρίσουμε τον υποτιθέμενο ουρανό της πόλης. Και λέω υποτιθέμενο γιατί μόνο οι γνώσεις μας της φυσικής επέτρεπαν να θεωρούμε ως ουρανό αυτό το γκρίζο αχνιστό πράγμα που κατέβαινε μέχρι τη μύτη μας. Ακόμη λοιπόν μέχρι και σήμερα αν με ρωτήσει κάποιος να πω δυο-τρία πράγματα για το Παρίσι το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο.
Εντύπωση Νο 2.
Στις ατελείωτες λοιπόν ώρες που βρισκόμασταν μέσα στην Πόλη-Τρένο μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Άνθρωποι σχεδόν αποκλειστικά "εκ των πρώην γαλλικών αποικιών στην Αφρική" και που για λόγους συντομίας θα του λέω "μαύρους". Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε εμφάνισης και κάθε ταμπεραμέντου με κοινό χαρακτηριστικό τους την πολυχρωμία στο ντύσιμο, την ιδιαίτερα κραυγαλέα "φινέτσα" τους, την κούραση στο σώμα και το βλέμμα αλλά και τον απίστευτα όμορφο και στομφώδη τρόπο με τον οποίο μιλούσαν την γαλλική γλώσσα. Η ευγένειά τους με άφηνε άναυδη, το χαμόγελό τους επίσης. Είναι γνωστό ότι εγώ έχω ένα θέμα με το "ωραίο χαμόγελο" ειδικά του ισχυρού λεγόμενου φύλου αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Το πλήρωσα στο παρελθόν και πλέον διαθέτω ενσωματωμένο αλεξίσφαιρο γιλέκο ειδικά σχεδιασμένο για να με προστατεύει από αυτό το φονικό όπλο που κατ' ευφημισμόν λέγεται "όμορφο ανδρικό χαμόγελο". Την δεύτερη μέρα κιόλας η παρέα μου κι εγώ ήδη νιώθαμε σαν "τις μύγες μες στο γάλα" - ή μάλλον για ν' ακριβολογούμε σαν το γάλα μες τις μύγες - οι συνεπιβάτες μας όμως δεν είχαν καμία πρόθεση να μας κάνουν να νιώσουμε άσχημα. Αντιθέτως μάλιστα. Βέβαια μετά από πέντε μέρες συνεχών μετακινήσεων με το μετρό στο Παρίσι-Τρένο το δεύτερο που μου έρχεται στο νου - αν με ρωτήσει κανείς - είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο που κατοικείται από μαύρους ανθρώπους κάθε τίντας και απόχρωσης*. Αυτό το τελευταίο ενδυναμώνεται κι από το γεγονός ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι μόνοι που ξεχύνονται για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου είναι οι μαύροι κάτοικοι των περιχώρων και των προαστίων με μόνη εξαίρεση, ειδικά την πρωτοχρονιά του 2012, εμένα και την παρέα μου. Γιορτάζουν λοιπόν το χαρμόσυνο γεγονότο της αλλαγής του χρόνου εν μέσω αλαλαγμών, ασπασμών, εναγκαλισμών, ποτών (σαμπανιζέ και άλλων) καθώς και άθλιων βρωμοκοπούντων παρασκευασμάτων - υποτίθεται φαγητών - που μαγειρεύονται επιτόπου σε τεράστια γουοκ. Γιατί και το Παρίσι έχει τα βρώμικά του. (Και μην ξανακούσω κριτική για την Ελλάδα όπου κάθε πόληκαι στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο και κάθε event "τα βρώμικα").
Οι ...Παριζιάνοι - λευκοί και μη - γιορτάζουν κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους τρώγοντας φουαγκρά για πρώτο πιάτο, φιλέτο ταρτάρ για κυρίως, κρεμ μπριλέ για επιδόρπιο κι όλα αυτά τα σκατολοΐδια σερβιρισμένα σε τεράστια πιάτα, σκεπασμένα για να μην σκονίζονται με τα καπάκια-τρουλουςτηςαγιασοφιάς.
Εντύπωση Νο 3.
Όπως όλα τα πράγματα come to an end έτσι κι οι μετακινήσεις μας στο Παρίσι-Τρένο-με τους μαύρους κατοίκους κάποτε έφταναν στο δικό τους. Αυτό το τέλος λοιπόν δεν ήταν άλλο από κάποια ουρά για κάποιο Μουσείο. Το θέμα "Μουσείο" και ειδικά το θέμα "Μουσείο στο Παρίσι" πονάει ακόμη και δεν θέλω να το συζητήσω. Τόσο που επιθυμώ διακαώς να ξαναεπισκεφθώ αυτήν την πόλη αλλά να είναι καλοκαίρι ώστε να δω επιτέλους τον παριζιάνικο ουρανό, να μένω στο κέντρο ώστε να μην ξαναδώ βαγόνι τρένου και να μην περάσω από Μουσείο ούτε απέξω. Το τρίτο λοιπόν που μου έρχεται στο νου - αν με ρωτήσει κανείς - είναι πως το Παρίσι είναι ένα τεράστιο τρένο που κατοικείται από μαύρους ανθρώπους και καταλήγει πάντοτε σε μια ουρά μουσείου.
Όπως καταλαβαίνετε ευρισκόμενοι πια στο αεροδρόμιο για την αναχώρησή μας προς την μητέρα πατρίδα δήλωσα "για πολύ καιρό δεν θέλω να ξαναδώ τρένο ούτε σε παιχνίδι, ζωγραφικό πίνακα ούτε σε καρτ ποστάλ και μαύρο άνθρωπο ούτε σε φωτογραφία".
Μέσα στο αεροπλάνο κάθισα φρόνιμα φρόνιμα στη θέση μου, έδεσα τη ζώνη μου και χάζευα τους συνεπιβάτες μου μέχρι να έρθει η ώρα της απογείωσης. Δίπλα μου μία θέση κενή. Και ξαφνικά βλέπω να προχωράει προς αυτήν την θέση ένας Θεός. Κατάμαυρος μεν αλλά Θεός. Και μάλιστα πανύψηλος. Και μάλιστα μοσχοβολιστός κι αρωματισμένος. Η παρέα μου άρχισε να γελάει πνιχτά ενθυμούμενη προφανώς την παραπάνω νούμερο τρία επιθυμία μου και την οποία εγώ είχα μόλις ξεχάσει. Αυτό λοιπόν το πανέμορφο παλικάρι που κάθισε δίπλα μου, ήταν ή αθλητής ή μοντέλο, ζεσταινότανε τρομάρα του κι έτσι από το κοντομάνικο t-shirt που φορούσε διαγραφόταν και το απειροελάχιστο κβάντο του κάθε κοιλιακού του μυ. Επίσης τα μούσκουλα στα μπράτσα του ήταν σαν το κεφάλι μου. Όπως ήταν φυσικό δεν βολευότανε στο κάθισμα και κάθε που εκινείτο για να διαβάσει την εφημερίδα του ή να φάει το φαγητό του ακουμπούσε στο δικό μου μπράτσο αλλά ευγενέστατος και χαμογελαστός (γαμώ την πουτάνα μου μέσα) έλεγε "pardon madam". Και όπως ήταν πάλι φυσικό εγώ εις άπταιστον ελληνικήν του απαντούσα "κάνε δουλειά σου παιδί μου".
Όταν αργότερα με το καλό μπήκα στο σπίτι μου άρχισα να αδειάζω την βαλίτσα μου και να τακτοποιώ τα πράγματά μου. Όπου κι αν πήγαινα όμως με ακολουθούσε μια μυρωδιά, ευχάριστη βέβαια, αλλά έντονη. Δεν ήταν από το δικό μου άρωμα, αυτό το ήξερα, κι αναρωτιόμουνα για την προέλευσή της. Ώσπου κατάλαβα ότι μυρίζει έτσι το μανίκι από την μπλούζα που φορούσα και την οποία ακουμπούσε ο μαύρος αρωματισμένος μου συνεπιβάτης.
Αυτή λοιπόν η μπλούζα έκτοτε δεν έχει πλυθεί και κρέμεται ως φλάμπουρο από το φωτιστικό του σαλονιού. Κι όποτε νιώθω την ανάγκη να ταξιδέψω πηγαίνω και τη μυρίζω κι αυτομάτως μεταφέρομαι σ' ένα αεροπλάνο το οποίο θα με ταξιδέψει σε μια Πόλη που την κατοικούν Άνθρωποι ανεξαρτήτως Χρώματος και Φυλής και που κάποιοι από αυτούς θα είναι συνεπιβάτες μου στο μεγάλο και πανέμορφο ταξίδι της ζωής.
* Οι φήμες ότι πρόκειται να γράψω βιβλίο για τις "50 αποχρώσεις του μαύρου δέρματος" χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Α Ι Χάσου ελέγχονται ως ανακριβείς. Αλλά δεν παίρνω κι όρκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου