Με κόκκινο και βλέμμα φωτιά
Με λέξεις καρφιάΜε φράσεις αρραγείς
Γεμάτες νοήματα
Που συλλέγεις
Από τους κάδους των αισθημάτων
που αφήνουν οι άνθρωποι
Ράκη αυτοί
Ρακοσυλλέκτης εσύ.
Στα λερωμένα αποκτήματα
Βάζεις τους τόνους για στολίδια.
Πυκνά πάθη
Συχνά λάθη
Πάντα θυσία
στο βωμό του ανεκπλήρωτου.
Κοιτάς το είναι μου
Και βγάζεις την ψυχή μου
Μίγμα απορίας κι ερωτήσεων
γι’ αυτό που δεν κατάφερα
Δεμένη
στον τροχό του αγεφύρωτου χάσματος
Εγκλωβισμένη
Ανάμεσα στο κλισέ του «ίσως»
των υπεκφυγών
Που «αυτονόητο» ονόμασαν
Χάριν οικονομίας του λόγου
Χάριν αδυναμίας του αληθούς.
Γι’ αυτό κι εγώ πέταξα το κλειδί
Έκλεισα ρωγμές
Με χρώμα αδιαπέραστο
κόκκινο της φωτιάς.
Έκλεισα λογαριασμούς
με χρώμα συμπαγές
κόκκινο της καρδιάς.
Έκλεισα εκκρεμότητες
Τις έβαψα κόκκινες κι αυτές
Του πάθους.
Κατέβηκα τη σκάλα κινδύνου
Τρέχοντας
Να γλιτώσω από τον ποιητή
που είδε μέσα μου.
Γκρεμοτσακίστηκα.
Απόσταση μεγάλη από το έδαφος
που νόμιζα ασφαλές
αλλά ήταν της απώλειας.
Έψαξα το κλειδί.
Αυταπάτη.
Η πόρτα είχε μόνο είσοδο.
Από πού να φύγω;
Όμως... έκλεισα τις οπές της
με χρώμα πυκνό κίτρινο,
χλωμό
Να μη μπορείς να δεις
τί κρύβεται πίσω της
Έβαψα με θάρρος
την προσπάθεια
Όρμηξα στην έξοδο κινδύνου
Να σωθώ από τον ποιητή
Που με καταδίωκε
Που «έσπασε» το συμπαγές
Αποσύνθεσε το χρώμα
Δεν ήταν το κίτρινο του ήλιουΟύτε της μαργαρίτας
Και βέβαια όχι της λάμψης
απατηλής ή άλλης.
Ήταν μεμβράνη που με τύφλωνε
Ξεχειλωμένη πια, άρα διαφανής
Έτοιμη να σπάσει.
Ο ποιητής ακόμη εκεί
Με εργαλεία τις λέξεις του
Με γνώση τις σκέψεις του
Διέσπασε το χλωμό
και διαφανές το έκαμε
Ώστε μπόρεσε τελικά να δει μέσα μου.
Προσπάθησα να καθαρίσω τα μάτια
από την υγρή ανυπαρξία μου.
Η έξοδος ήταν στενή
Δεν το πρόσεξα.
Έπεσα με δύναμη επάνω της.
Τσακίστηκα ξανά.
Το βάρος της θέλησής μου
την έσπασε.
Απόσταση μεγάλη από το άνοιγμα
Που νόμιζα επαρκές
για να χωρέσει τις προσδοκίες μου
τον αγώνα μου
τον όρκο μου
τον καημό μου
Μέχρι την άλλη μεριά
Μιας άλλης ζωής που έμοιαζε νεκρή.
Δεν θέλησα.
Έφυγα με δύναμη μπροστά.
Πέταξα
Με φτερά τα μάτια μου
Ορθάνοιχτα.
Η περιέργεια με δικαίωσε
Εκεί θα ζούσα
Κάποτε.
Το μπλε σε μάτια με περίγραμμα
Διακεκομμένης γραμμής
Μια αλήθεια, ένα ψέμα
Προσοχή στο κενό ανάμεσά τους
Είναι η παγίδα της ευπιστίας μας
Είναι η λαίλαπα της αυταπάτης μας
Είναι η απογοήτευση γι’ αυτό που δεν ήρθε
Είναι ο ζόφος της εποχής που δεν περιμέναμε
Είναι ο τρόμος της κοινωνίας που καραδοκεί
Να κρυφτεί πίσω από το παρελθόν της
Που ανύπαρκτο παρ’ όλα αυτά
της βγάζει τη γλώσσα
«ψάξε, ψάξε δεν θα με βρεις».
Είναι ο συρμός των προσδοκιών μας
Που βαίνει σε αδιέξοδο
Μπρος πίσω ο μηχανοδηγός του
Σε προσπάθεια απέλπιδα
Να βρει το μπλε της ελπίδας
Που έχει προ πολλού ακυρωθεί.
Κι όμως
Αυτό το μπλε
με διαλυτικό τα όνειρα
Γίνεται γαλάζιο
Και μετά ουρανός
Με τα σύννεφα
Γκρίζα κάποτε
Πολύτιμα στολίδια όμως
Να διακόπτουν την μονοτονία
Του ενιαίου
Του αδιαίρετου
Του ακίνητου
Του υποσχόμενου
το κενό.
Με μαύρο ύφανα το λευκό
και σχέδια βγαλμένα
από το άπειρο
Ξέβαψα το κόκκινο
με δάκρυα πικρά
Κέντησα το μπλε
με άδειες φλέβες
Κράτησα το αίμα τους
Να φτιάξω κρόσσια
Στο μαξιλάρι που πάνω του έγειρα
Να ξεχάσω αυτά που δεν μπόρεσα
Να μην τρομάζω απ’ αυτά
που θα γίνω.
Κι όταν ξυπνώ
Το μαύρο χρώμα
του περιεχομένου του
Δεν μ’ αφήνει να διακρίνω
τη στιγμή
Που όλα θα τραβηχτούν στην άκρη
Σαν κουρτίνα που πάλιωσε
Που σκίστηκε
Που λερή κι άχρηστη
Θα κρέμεται, ίσα ίσα
να την τραβήξει η Σκάρλετ
να ντύσει τη γύμνια
της ματαιοδοξίας της.
"Frankly my dear I don’t give a damn".
Τώρα είμαι μόνη
προς το παρόν
Στο κάτω σκαλί
Της φαρδιάς σκάλας
του καινούργιου
Που ωστόσο είναι το πρώτο
με υλικό από το παλιό οικοδόμημα
που κατέρρευσε.
Θα το ανέβω
Ν’ αγναντέψω τα υπόλοιπα
Που με μαθηματική ακρίβεια
Και πειθαρχημένα
Δίνουν τη θέση τους το ένα στο άλλο
Μεταφέροντας εμένα
Διαδοχικά από το τίποτα
στο κάπου.
Σηκώνω το κεφάλι
Κοιτώ το τέλος της,
τον προορισμό μου.
Δεν είναι ορατός.
Τα πόδια δεν κινούνται
Με αμήχανη σιωπή
αναρωτιούνται και αυτά.
Quo vadis;
Η σκάλα κυλιόμενη
Σαν σε σταθμό υπόγειου σιδηρόδρομου
Αναλαμβάνει την ευθύνη
Της μεταφοράς μου
Στο χθες
μήπως τολμήσω
το αύριο.
και σχέδια βγαλμένα
από το άπειρο
Ξέβαψα το κόκκινο
με δάκρυα πικρά
Κέντησα το μπλε
με άδειες φλέβες
Κράτησα το αίμα τους
Να φτιάξω κρόσσια
Στο μαξιλάρι που πάνω του έγειρα
Να ξεχάσω αυτά που δεν μπόρεσα
Να μην τρομάζω απ’ αυτά
που θα γίνω.
Κι όταν ξυπνώ
Το μαύρο χρώμα
του περιεχομένου του
Δεν μ’ αφήνει να διακρίνω
τη στιγμή
Που όλα θα τραβηχτούν στην άκρη
Σαν κουρτίνα που πάλιωσε
Που σκίστηκε
Που λερή κι άχρηστη
Θα κρέμεται, ίσα ίσα
να την τραβήξει η Σκάρλετ
να ντύσει τη γύμνια
της ματαιοδοξίας της.
"Frankly my dear I don’t give a damn".
Τώρα είμαι μόνη
προς το παρόν
Στο κάτω σκαλί
Της φαρδιάς σκάλας
του καινούργιου
Που ωστόσο είναι το πρώτο
με υλικό από το παλιό οικοδόμημα
που κατέρρευσε.
Θα το ανέβω
Ν’ αγναντέψω τα υπόλοιπα
Που με μαθηματική ακρίβεια
Και πειθαρχημένα
Δίνουν τη θέση τους το ένα στο άλλο
Μεταφέροντας εμένα
Διαδοχικά από το τίποτα
στο κάπου.
Σηκώνω το κεφάλι
Κοιτώ το τέλος της,
τον προορισμό μου.
Δεν είναι ορατός.
Τα πόδια δεν κινούνται
Με αμήχανη σιωπή
αναρωτιούνται και αυτά.
Quo vadis;
Η σκάλα κυλιόμενη
Σαν σε σταθμό υπόγειου σιδηρόδρομου
Αναλαμβάνει την ευθύνη
Της μεταφοράς μου
Στο χθες
μήπως τολμήσω
το αύριο.