Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ο κόσμος που αγαπώ

Edvard Munch: The Dance of Life, Nasjonalgalleriet, Oslo


Ο κόσμος που αγάπησα 
Οριοθέτησα τις επιθυμίες μου
σε διαστάσεις υπερκόσμιες
για να χωρά η ζωή μου.
Ανακάλυψα τις διαστάσεις του φωτός
που γέμιζε τον υπερσυμπάντιο χώρο
για να φωτίζεται ο κόσμος μου.
Παρέμεινα πιστή στις υποσχέσεις μου
προς εμένα.
Περιόρισα τις αυταπάτες μου
σε διαφημιστικό κουτί από σπίρτα
επαρχιακού ταχυφαγείου
Πίστεψα στις δυνάμεις μου
ότι αυτές είναι
η βασιλεία των ουρανών
που νόμιζα σύμπαν μου.
Μπήκα
φορώντας τα διορατικά γυαλιά
των θολών προσδοκιών μου
ότι σ’ αυτό που δημιούργησα
κατοικούν μικροί θεοί των μεγάλων ανθρώπων
μεγάλοι θεοί των μικρών πραγμάτων
της ευτυχίας μου.
Κι όμως
Όσο κι αν έψαξα μέσα του
Ανακάλυψα το άδειο
κιβώτιο του θησαυρού
Που είχαν βρει προηγουμένως άλλοι
κι είχαν κάνει κρυψώνα τους.
Περπάτησα πάνω σε κύματα
που υψώνονταν θεόρατα
Κάθε φορά που τα διάβαινε η αύρα των ανθρώπων
Αναζητώντας την περιπέτεια των ψυχών τους.
Μα όσο κι αν κοίταξα μέσα του
Είδα μόνο το κενό μιας παρουσίας
Που αυτόφωτη αυτή το μετέτρεπε
σε ετερόφωτο άυλο σώμα.
Όσο κι αν φώναξα
Ξεχώρισα τη σιωπή
Που μου επέστρεψε
Ως ηχώ
τις βασανιστικές σκέψεις
για το ανέλπιστο δώρο
Μιας απέλπιδας ωστόσο προσπάθειας
Που δεν ευδοκίμησε
Να δώσει καρπόν κοιλίας
Με γέννα επώδυνη έστω
Χάριν του διαφορετικού
Του όμορφου, απλού και συγκλονιστικού
εξωκόσμιου συμβάντος.

Αλλάζουμε; 
Όσο υπάρχουμε ως άνθρωποι
χανόμαστε στην άρνηση
του τί ακριβώς είμαστε
ως θνητοί.
Όσο αρνούμαστε την θνητότητά μας
ακροβατούμε ανάμεσα στον εγωισμό
και στο θυμό
στο ψέμα
στο εγώ
έρμαια στη διαδρομή
από το ουδέποτε τεθέν ερώτημα
στο αναπάντητο κάλεσμα της ζωής.
Παραπαίουσες φιγούρες
στα τέσσερα γράμματα μιας λέξης
χωρίς βήματα
χωρίς νοήματα
χωρίς σκοπό
από τη μη ζητηθείσα απάντηση
στο τεθέν ωστόσο ερώτημα
για ποιόν λόγο βρεθήκαμε
και υπάρχουμε.
Με τέσσερα βήματα φτάσαμε από την αρχή στο τέλος
Σε τέσσερα γράμματα χαρτογραφηθήκαμε.
«Άκρη» λέγεται το ασήμαντο ταξίδι μας
που δεν φροντίσαμε να το γεμίσουμε
με τα υπόλοιπα 20 γράμματα του κώδικα
που ως παράλογο αρκτικόλεξο
τον λέμε «γλώσσα».
Συμπυκνωμένες υπάρξεις
σε αγαθά
που καταναλώνουν αυτά εμάς
ενώ εμείς με καλά κρυμμένες απορίες
ουδέποτε διατυπωμένες από φόβο
Ξέρουμε τί
αλλά δεν μας ενδιαφέρει πώς.

Προσπάθεια 
Κλείνω τα μάτια
να αγναντέψω
το αλλόκοτο
που προσπαθώ ν’ αφήσω πίσω μου.
Κλείνω το στόμα
ν’ αφουγκραστώ
τη σιωπή
που όχημα πριν από την απόσυρση
με οδηγεί
σε άλλα αδιέξοδα
πιο διαχειρίσιμα.
Περιορίστηκα
στο ορατό
στο εύπεπτο
που λίγο πριν το τέλος
μου έδωσαν τη γενναία απάντηση
πως όλα είναι εδώ.
Δεν μου έφτασαν
Δεν μου πρόσφεραν
την περιδίνηση
που μέσα στη ζάλη
θα βίωνα το συγκλονιστικό
όταν το βάζο ερμητικά κλειστό
φώναζε πως το «κέρασμα»
έχει τελειώσει.
Και προσπαθώ
να ξεχάσω
να αρνηθώ
να ορίσω
τον εαυτό μου ξανά
να σταθώ πλάι μου
να ξεκινήσω
όταν η ζωή με γυρισμένη την πλάτη
στήνει εμένα με την πλάτη στον τοίχο
φωνάζοντας πως τα υλικά σάπισαν.
Δεν μ’ αφήνει.
Μια αλυσίδα τελικά απόμεινε
γερή ωστόσο
που δεν σπάζει
Ένας κόμπος η ζωή μου έγινε
άλυτος όμως
που δεν κόβεται
ούτε με σπαθί
ούτε μ’ αγάπη.
Τίς πταίει;








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου