Αχ πώς χτυπούσε η καρδιά της... το παρελθόν φυγείν αδύνατον τελικά... σκεφτόταν.
Άκουγε την προεκλογική καμπάνια κι αυτή η μάζα αιμοφόρων αγγείων που τη λέμε καρδιά "έκοβε" χιλιόμετρα. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ανατολικά-δυτικά και το αντίστροφο. Τον χάρτη της χώρας τον είχε διασχίσει εκατοντάδες φορές. Απ' άκρη σ' άκρη.
Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κάποιος παλιός. Το ίδιο σκεφτότανε και κείνη. Μόνο λίγο διαφορετικά: όπου κι αν ακουμπήσω αυτός ο χάρτης με πληγώνει, σκεφτότανε.
Κολιάτσου-Παγκράτι −που λέγανε παλιά− τον είχε κάνει τον χάρτη η καρδούλα της.
"Ξεμπερδεύουμε με το παλιό", άκουγε.
Άκουγε ευρισκόμενη σε απόσταση ασφαλείας, γιατί όσο τα 'λεγαν αυτοί τόσο μεγάλωνε κι η μύτη τους. Κι αν έσπαγε την οθόνη και την πετύχενε στο δόξα πατρί;
Οι αποστάσεις σώζουν ζωές. Αχ και τί θυμήθηκε μόλις σκέφτηκε τις αποστάσεις.
Τελικά...
Ό,τι και να πω η γλώσσα με πληγώνει, σκέφτηκε. Γιατί είμαι κάθε λέξη του παρελθόντος μου και θα διώξω τον πόνο μ' ένα άρθρο σ' ένα νόμο, ξανασκεφτότανε. Κι έκανε και ρίμα, έτοιμο το ποιηματάκι της. Ό,τι έπρεπε για την πίσω μεριά μιας σελίδας παλιού ημερολογίου.
Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, ξαναάκουγε.
Εντάξει, υπερβολές. Αυτοί δεν θα ξεμπερδέψουνε με το παλιό γιατί είναι ήδη οι ίδιοι παλιό. Κανονικά θα 'πρεπε να λένε "ξεμπερδεύουμε το το πιο παλιό". Και καλό θα ήταν να το ονοματίσουν κιόλας. "Ξεμπερδεύουμε με τον τάδε και τον τάδε κ.λπ." έπρεπε να λένε. Αλλά δεν το έλεγαν. Της έβαζαν όμως ιδέες.
Να ξεμπερδέψει η ίδια με το παλιό. Το δικό της παλιό. Αλλά μετά σκέφτηκε πως καραδοκεί το ...νέο κι είπε: ουπς καλά είμαι εδώ. Μια χαρά είναι το παλιό.
Το φωτεινό της παράθυρο βέβαια ήταν πια ερμητικά σκοτεινό. Εκείνη όμως είχε φροντίσει να κλειστεί μέσα του. Ήταν εκεί, παρούσα. Είχε τρυπώσει. Το μόνο που δεν μπορούσε να βγει. Πώς να βρει τον δρόμο προς την έξοδο μέσα από το σκοτάδι; Την έπνιγε αυτό το σκοτάδι, είχε αρχίσει και μύριζε κλεισούρα. Σκοτάδι, γεμάτο εμμονές. Όχι, όχι δικές της. Του άλλου οι εμμονές την έπνιγαν. Μα είναι δυνατόν; σκέφτηκε.
Εκείνη δεν μπορούσε να βρει διέξοδο επειδή δεν έβλεπε στα σκοτεινά κι εκείνος ενώ μπορούσε κι έβλεπε είχε τελείως τυφλωθεί.
Εγκλωβισμένη, δεν έκανε σπασμωδικές κινήσεις.
Έκανε όμως φωτεινές σκέψεις.
Γενικώς σκεφτότανε πολύ.
Χρόνια τώρα το ίδιο τροπάρι. Το νέο που διώχνει το παλιό, το φρέσκο που διώχνει το μπαγιάτικο. Η φωτιά με τη φωτιά. Κι ο έρωτας με τον έρωτα. Τον άλλον. Ο νέος είναι ωραίος αλλά ο παλιός αλλιώς, λέγανε παλιά.
Γενικώς λέγανε πολλά οι παλιοί.
Τί την έπιασε τώρα να τα θυμηθεί όλα τούτα.
Αν θέλει να ξεμπερδέψει με το δικό της παλιό ας κάνει έναν απολογισμό, μια σούμα. Είχε περάσει και καιρός, εύκολο θα 'ταν. Νόμιζε.
Μια ανακεφαλαίωση χρειάζεται. Να ξαναθυμηθώ για να ξεχάσω.
Tί κόλλημα μ' αυτόν τον άνθρωπο όμως...
Αχ... τί μπέρδεμα τελικά...
Οκτώβρης ήταν ...αλλά μπορεί και Νοέμβρης. Τόσες φορές τα 'χε ξανασκεφτεί, τόσες διαδρομές πίσω στο χρόνο είχε ξανακάνει, τόσες επαναλείψεις, τόσες βουτιές στο χωροχρονικό πηγάδι του παρελθόντος κι όμως δυσκολεύτηκε να θυμηθεί. Οκτώβρης ή Νοέμβρης; Μπορεί όμως και νωρίτερα. Μπορεί η πρώτη σπίθα να άναψε τη φλόγα πιο πριν. Σιγά σιγά. Ύπουλα.
Μα έχω τα γράμματα, σκέφτηκε. Θα κοιτάξω τα γράμματα. Είπαμε να θυμηθώ για να ξεχάσω αλλά δεν είναι κακό να έχω και κάποια βοήθεια. Τα γράμματα λοιπόν. Πού τα 'χει βάλει όμως τα γράμματα; A ναι, θυμήθηκε. Στο συρτάρι με τα λογιστικά. Κάτω, κάτω. Να μην τα βλέπει και συγχίζεται. Ώπα, σκέφτηκε. Να συγχίζεται; Μα νόμιζε πως τα 'κρυψε εκεί κάτω καλά καλά για να μη στενοχωριέται. Για δες!! Η στενοχώρια που έγινε σύγχιση. Καλά πάμε, σκέφτηκε.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ο ήχος του δεν της άρεσε. Δεν ήταν πως είχε κάτι διαφορετικό αυτός ο ήχος. Έτσι χτυπούσε πάντα το τηλέφωνο. Με αυτόν τον ήχο χτυπούσε όποιος κι αν ήταν στην άλλη μεριά της "γραμμής". Αλλά αυτό το προαίσθημα... Αυτό το προαίσθημα... Ήξερε πως ήταν κάτι νέο στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Αυτό που φοβόταν δηλαδή.
Κρύφτηκε πίσω από τον καναπέ λες κι η συσκευή είχε κάμερα και θα την έβλεπε κανείς. Κρύφτηκε να μην ακούει αλλά είχε μπερδέψει τις αισθήσεις. Η όραση και η ακοή ένα κουβάρι στο μυαλό της. Ένας χυλός από αναμνήσεις. Μια θάλασσα από φωτιά. Το παλιό, το παλιό, μόνο να 'ναι το παλιό στο τηλέφωνο, παρακάλεσε κάποια άγνωστη δύναμη που όλα τα μπορεί και πάντα τα καταφέρνει αλλά που την θυμόμαστε όταν ξέρουμε πως όλα τ' άλλα πια έχουν σωθεί.
Το παλιό. Ασπίδα προστασίας. Άσυλο. Κύματα αντισωμάτων στις φλέβες της. Αγάπη ατελέσφορη.
Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, θυμήθηκε τη φωνή.
Ε όχι ρε φίλε... εγώ δεν θέλω να ξεμπερδέψω με το παλιό. Δεν ήταν μπέρδεμα το παλιό. Και δεν ήταν καθόλου "παλιό". Ήταν απλώς μια σύντομη (και περίπλοκη) ιστορία αγάπης.
Αυτό το δικό της "παλιό" ήταν το καινούργιο "νέο". Και ήρθε για να μείνει. Αλλά ήταν σίγουρη πως η άγνωστη δύναμη δεν θα της έκανε την χάρη. Δεν θα ήταν αυτό στο τηλέφωνο.
Σήκωσε το ακουστικό και με μια απότομη και κάθετη κίνηση το ξαναέβαλε στη βάση του. Ο ήχος ακούστηκε σαν κραυγή.
Τελικά;
Τελικά ξεμπερδέψαμε με το νέο.
Άκουγε την προεκλογική καμπάνια κι αυτή η μάζα αιμοφόρων αγγείων που τη λέμε καρδιά "έκοβε" χιλιόμετρα. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ανατολικά-δυτικά και το αντίστροφο. Τον χάρτη της χώρας τον είχε διασχίσει εκατοντάδες φορές. Απ' άκρη σ' άκρη.
Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κάποιος παλιός. Το ίδιο σκεφτότανε και κείνη. Μόνο λίγο διαφορετικά: όπου κι αν ακουμπήσω αυτός ο χάρτης με πληγώνει, σκεφτότανε.
Κολιάτσου-Παγκράτι −που λέγανε παλιά− τον είχε κάνει τον χάρτη η καρδούλα της.
"Ξεμπερδεύουμε με το παλιό", άκουγε.
Άκουγε ευρισκόμενη σε απόσταση ασφαλείας, γιατί όσο τα 'λεγαν αυτοί τόσο μεγάλωνε κι η μύτη τους. Κι αν έσπαγε την οθόνη και την πετύχενε στο δόξα πατρί;
Οι αποστάσεις σώζουν ζωές. Αχ και τί θυμήθηκε μόλις σκέφτηκε τις αποστάσεις.
Τελικά...
Ό,τι και να πω η γλώσσα με πληγώνει, σκέφτηκε. Γιατί είμαι κάθε λέξη του παρελθόντος μου και θα διώξω τον πόνο μ' ένα άρθρο σ' ένα νόμο, ξανασκεφτότανε. Κι έκανε και ρίμα, έτοιμο το ποιηματάκι της. Ό,τι έπρεπε για την πίσω μεριά μιας σελίδας παλιού ημερολογίου.
Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, ξαναάκουγε.
Εντάξει, υπερβολές. Αυτοί δεν θα ξεμπερδέψουνε με το παλιό γιατί είναι ήδη οι ίδιοι παλιό. Κανονικά θα 'πρεπε να λένε "ξεμπερδεύουμε το το πιο παλιό". Και καλό θα ήταν να το ονοματίσουν κιόλας. "Ξεμπερδεύουμε με τον τάδε και τον τάδε κ.λπ." έπρεπε να λένε. Αλλά δεν το έλεγαν. Της έβαζαν όμως ιδέες.
Να ξεμπερδέψει η ίδια με το παλιό. Το δικό της παλιό. Αλλά μετά σκέφτηκε πως καραδοκεί το ...νέο κι είπε: ουπς καλά είμαι εδώ. Μια χαρά είναι το παλιό.
Το φωτεινό της παράθυρο βέβαια ήταν πια ερμητικά σκοτεινό. Εκείνη όμως είχε φροντίσει να κλειστεί μέσα του. Ήταν εκεί, παρούσα. Είχε τρυπώσει. Το μόνο που δεν μπορούσε να βγει. Πώς να βρει τον δρόμο προς την έξοδο μέσα από το σκοτάδι; Την έπνιγε αυτό το σκοτάδι, είχε αρχίσει και μύριζε κλεισούρα. Σκοτάδι, γεμάτο εμμονές. Όχι, όχι δικές της. Του άλλου οι εμμονές την έπνιγαν. Μα είναι δυνατόν; σκέφτηκε.
Εκείνη δεν μπορούσε να βρει διέξοδο επειδή δεν έβλεπε στα σκοτεινά κι εκείνος ενώ μπορούσε κι έβλεπε είχε τελείως τυφλωθεί.
Εγκλωβισμένη, δεν έκανε σπασμωδικές κινήσεις.
Έκανε όμως φωτεινές σκέψεις.
Γενικώς σκεφτότανε πολύ.
Χρόνια τώρα το ίδιο τροπάρι. Το νέο που διώχνει το παλιό, το φρέσκο που διώχνει το μπαγιάτικο. Η φωτιά με τη φωτιά. Κι ο έρωτας με τον έρωτα. Τον άλλον. Ο νέος είναι ωραίος αλλά ο παλιός αλλιώς, λέγανε παλιά.
Γενικώς λέγανε πολλά οι παλιοί.
Τί την έπιασε τώρα να τα θυμηθεί όλα τούτα.
Αν θέλει να ξεμπερδέψει με το δικό της παλιό ας κάνει έναν απολογισμό, μια σούμα. Είχε περάσει και καιρός, εύκολο θα 'ταν. Νόμιζε.
Μια ανακεφαλαίωση χρειάζεται. Να ξαναθυμηθώ για να ξεχάσω.
Tί κόλλημα μ' αυτόν τον άνθρωπο όμως...
Αχ... τί μπέρδεμα τελικά...
Οκτώβρης ήταν ...αλλά μπορεί και Νοέμβρης. Τόσες φορές τα 'χε ξανασκεφτεί, τόσες διαδρομές πίσω στο χρόνο είχε ξανακάνει, τόσες επαναλείψεις, τόσες βουτιές στο χωροχρονικό πηγάδι του παρελθόντος κι όμως δυσκολεύτηκε να θυμηθεί. Οκτώβρης ή Νοέμβρης; Μπορεί όμως και νωρίτερα. Μπορεί η πρώτη σπίθα να άναψε τη φλόγα πιο πριν. Σιγά σιγά. Ύπουλα.
Μα έχω τα γράμματα, σκέφτηκε. Θα κοιτάξω τα γράμματα. Είπαμε να θυμηθώ για να ξεχάσω αλλά δεν είναι κακό να έχω και κάποια βοήθεια. Τα γράμματα λοιπόν. Πού τα 'χει βάλει όμως τα γράμματα; A ναι, θυμήθηκε. Στο συρτάρι με τα λογιστικά. Κάτω, κάτω. Να μην τα βλέπει και συγχίζεται. Ώπα, σκέφτηκε. Να συγχίζεται; Μα νόμιζε πως τα 'κρυψε εκεί κάτω καλά καλά για να μη στενοχωριέται. Για δες!! Η στενοχώρια που έγινε σύγχιση. Καλά πάμε, σκέφτηκε.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ο ήχος του δεν της άρεσε. Δεν ήταν πως είχε κάτι διαφορετικό αυτός ο ήχος. Έτσι χτυπούσε πάντα το τηλέφωνο. Με αυτόν τον ήχο χτυπούσε όποιος κι αν ήταν στην άλλη μεριά της "γραμμής". Αλλά αυτό το προαίσθημα... Αυτό το προαίσθημα... Ήξερε πως ήταν κάτι νέο στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Αυτό που φοβόταν δηλαδή.
Κρύφτηκε πίσω από τον καναπέ λες κι η συσκευή είχε κάμερα και θα την έβλεπε κανείς. Κρύφτηκε να μην ακούει αλλά είχε μπερδέψει τις αισθήσεις. Η όραση και η ακοή ένα κουβάρι στο μυαλό της. Ένας χυλός από αναμνήσεις. Μια θάλασσα από φωτιά. Το παλιό, το παλιό, μόνο να 'ναι το παλιό στο τηλέφωνο, παρακάλεσε κάποια άγνωστη δύναμη που όλα τα μπορεί και πάντα τα καταφέρνει αλλά που την θυμόμαστε όταν ξέρουμε πως όλα τ' άλλα πια έχουν σωθεί.
Το παλιό. Ασπίδα προστασίας. Άσυλο. Κύματα αντισωμάτων στις φλέβες της. Αγάπη ατελέσφορη.
Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, θυμήθηκε τη φωνή.
Ε όχι ρε φίλε... εγώ δεν θέλω να ξεμπερδέψω με το παλιό. Δεν ήταν μπέρδεμα το παλιό. Και δεν ήταν καθόλου "παλιό". Ήταν απλώς μια σύντομη (και περίπλοκη) ιστορία αγάπης.
Αυτό το δικό της "παλιό" ήταν το καινούργιο "νέο". Και ήρθε για να μείνει. Αλλά ήταν σίγουρη πως η άγνωστη δύναμη δεν θα της έκανε την χάρη. Δεν θα ήταν αυτό στο τηλέφωνο.
Σήκωσε το ακουστικό και με μια απότομη και κάθετη κίνηση το ξαναέβαλε στη βάση του. Ο ήχος ακούστηκε σαν κραυγή.
Τελικά;
Τελικά ξεμπερδέψαμε με το νέο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου