Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Δε Big ...Mπαμ Theory

Όλα ξεκίνησαν - λέει - με ένα μεγάλο Μπαμ. Τί ήταν τώρα αυτό που έσκασε και δημιούργησε τα πάντα όλα, κανείς δεν ξέρει. Από αυτό το Μπαμ όμως δημιουργήθηκαν κι αυτά που "βλέπουμε" κι αυτά που ξέρουμε ενώ δεν τα βλέπουμε αλλά κι αυτά που δεν βλέπουμε κι ούτε καν τα βάζει ο νους μας. Οι επιστήμονες τώρα πια έχουν βρει τρόπους να γυρίζουν πίσω στο χρόνο και κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα φτάσουν και στην αρχή αρχή της δημιουργίας των πάντων και θα το ανακαλύψουν. Από το πρώτο αυτό Μπαμ και μετά η ιστορία είναι πλέον γνωστή. Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι πώς δημιουργήθηκε αυτό που έσκασε και τί υπήρχε προτού δημιουργηθεί και προτού σκάσει.
Πάντως κάτι μου λέει πως σε αυτό το ταξίδι προς τα πίσω οι επιστήμονες δεν συνάντησαν τον θεό μεταμφιεσμένο σε "χωροχρονική μοναδικότητα" (time space singularity) αλλά την αρχή όλων όσων γνωρίζουμε σήμερα που η αρχή αυτή προκύπτει από ένα τέλος αυτών που δεν γνωρίζουμε (ακόμη) και που κι αυτό με τη σειρά του προήλθε από μια άλλη αρχή. 
Όσο πιο πίσω κι αν πάμε τελικά, βήμα βήμα κι από μπαμ σε μπαμ, πιθανότερο να διαπιστώσουμε πως κινούμαστε πάνω σε έναν τροχό. Της τύχης ή της ατυχίας, δεν έχει γίνει γνωστό ακόμη. Ή πως κυλάμε αγκαλιά με μια ρόδα που κινείται αενάως στο κενό. Ή στο βρόντο. Ούτε αυτό έχει γίνει γνωστό ακόμη.
Όπως και να 'χει αυτός ο υποτιθέμενος χρονοτροχός ή χρονορόδα αποτελείται από κόμπους που δεν είναι τίποτα περισσότερο από εναλλασσόμενα μπαμ και σιωπές. Ένα μπαμ για κάθε αρχή και μια σιωπή για κάθε τέλος. Μια σιωπή που καραδοκεί για να σπάσει ώστε να αποτελέσει έναν ακόμη κόμπο (ή κρίκο) στην αλυσίδα της δημιουργίας ή της δημιουργικότητας του χρόνου.  

Ο Τ.Σ. Έλιοτ στο υπέροχο ποίημά του "Οι κούφιοι άνθρωποι" φαντασιώνεται τον κόσμο (μας) να τελειώνει μ' έναν λυγμό. Όπως ακριβώς ταιριάζει σε κάτι μεγαλειώδες. 
Που σημαίνει πως όλα ξεκίνησαν από ένα δάκρυ που κύλησε από τον οφθαλμό ενός κόσμου που ήξερε πως καταστρεφόταν για να δώσει τη θέση του σε κάτι καινούργιο. 
Ένα δάκρυ λοιπόν έκανε το μεγάλο Μπαμ.

Λένε πως δεν μπορούμε να μετρήσουμε πόσα μεγάλα Μπαμ έχουν γίνει σ' αυτό το μικρό κομμάτι γης που το πατούν περίπου 10 εκατομύρια άνθρωποι.
Δίκιο έχουν. Μακρόσυρτες σιωπές, ύπουλες μα περιεκτικές ενός λυγμού που περιμένει να ξεσπάσει. Όπως κι εμείς περιμένουμε... αυτό που κάποια στιγμή θα ξεσπάσει να είναι το μεγάλο Μπαμ. Το Μπαμ-σταθμός. Ή αφετηρία.

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.


T(homas) S(tearns) Eliot (1925), The Hollow Men (απόσπασμα)

(Αν θέλετε να διαβάσετε ολόκληρο το ποίημα στο πρωτότυπο πατήστε εδώ)


Ανάμεσα στον πόθο
και στο σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σκιά πέφτει

                    Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η


Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με ένα βρόντο μα μ' ένα λυγμό.


Τ. Σ. Έλιοτ (1925), Οι κούφιοι άνθρωποι (απόσπασμα)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

(Αν θέλετε να διαβάσετε ολόκληρο το ποίημα στα ελληνικά πατήστε εδώ.
Αν θέλετε ν' ακούσετε τον ίδιο τον ποιητή ν' απαγγέλει το ποίημα αυτό δείτε το παρακάτω βίντεο).








Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

 Shadow on the wall...

I’m Not There Street Art: Invisible Man’s Shadows by Pol Úbeda Hervàs

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

                                                  Άλκης Αλκαίος

Δεν ξέρω πόσο έχουμε εμπεδώσει ή έστω μόνο συνειδητοποιήσει ότι στις μέρες που διανύουμε, μπροστά στα μάτια μας, γράφεται Ιστορία.
Ιστορία πυκνή, πρωτόγνωρη για τα ...ευαίσθητα (ή μη) προσωπικά μας δεδομένα.
Το μελάνι της γραφής της πάντα ήταν και πάντα θα είναι ανεξίτηλο.
Η οσμή των γεγονότων που καταγράφει διαχέεται από γενιά σε γενιά. Μόνο που σιγά σιγά εξασθενεί ενώ κατακάθεται παντού δίνοντας σιγά σιγά στα "γραπτά" της την πατίνα του χρόνου. Οσμή που επαναδημιουργείται ή επαναλαμβάνεται για να μας υπενθυμίσει πως καλό είναι να ρίχνουμε πού και πού μια ματιά προς τα πίσω στη διάρκεια της περιπλάνησης στον μικρόκοσμό μας.
Τα γεγονότα έχουν γεύση τη στιγμή που τα ζεις, γεύση που γίνεται μνήμη μόλις αυτά περάσουν ανεπιστρεπτί.   
Η Ιστορία μας αγνοεί. Όσο πανικό και να παθαίνουμε αυτή γράφεται.

Η Ιστορία δεν προηγείται αλλά έπεται. Κι όταν καμιά φορά επαναλαμβάνεται, ως φάρσα "κατά τας γραφάς", είναι που η ίδια η ζωή την καλεί να γίνει άλλες φορές "μήτηρ μαθήσεως" κι άλλες ο "δαίμων του τυπογραφείου".

Κι εμείς...

...εμείς μπορούμε να κοιτάζουμε αποσβολωμένοι, να παρακολουθούμε πανικόβλητοι ή να γίνουμε μέρος της.
Η Ιστορία είναι ύπουλη. Πάντα γράφεται αλλά φροντίζει να μην το παίρνουμε χαμπάρι. Κάποιες φορές όμως, όπως τώρα, γράφεται φανερά, αυθάδικα. Αυτή μας βγάζει τη γλώσσα κι εμείς καλό θα είναι να της την κόψουμε.
Ιδού η πρόκληση της εποχής μας.

Κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. 

Πριν μερικά χρόνια, όταν στην Αφρική καραβάνια εκατομμυρίων προσφύγων έφευγαν από τις εμπόλεμες ζώνες προς ασφαλέστερες γειτονικές χώρες, μέχρι να ξεσπάσουν κι εκεί πόλεμοι και να ξεσπιτωθούν ξανά, παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα.
Κι ίσως κανείς δεν πίστευε πως θα δούμε τέτοιες σκηνές στο δικό μας ευρύτερο ευρωπαϊκό σπίτι.
Τώρα λοιπόν που καραβάνια προσφύγων από τη Συρία (ή και αλλού) προσπαθούν να μετακινηθούν στην ασφαλή (τουλάχιστον και προς το παρόν από πολέμους) Ευρώπη δεν είναι καθόλου λίγοι οι ευρωπαίοι (και έλληνες) πολίτες που πέφτουν από τα σύννεφα.
Οι διασώστες όμως δεν ευκαιρούν να τους μαζέψουν από το έδαφος.
Σώζουν ζωές άλλων.

Παρότι προσωπικά δεν έπεσα από τα σύννεφα, τα πρώτα γράμματα που "στοιχειοθετεί" η Ιστορία τούτες τις στιγμές, με συγκλονίζουν.

(Όχι, εγώ δεν θα πω το κλασικό και χιλιοειπωμένο ότι με συγκλονίζει το δράμα αυτών των ανθρώπων. Γιατί δεν πρόκειται για κάποιου είδους δράμα που αφορά κάποιους ανθρώπους. Αντίθετα πιστεύω πως πρόκειται για την πορεία των ανθρώπων εν γένει όσο δεν συνειδητοποιούμε όλοι μαζί πόσο απλό και εύκολο είναι να ζήσουμε όμορφα σε τούτη τη γη που την πατούμε μέχρι μέσα θε να μπούμε.
Κι επίσης δεν πρόκειται για "δράμα" επειδή, όπως φαίνεται από τις απαρχές του ακόμη, το δράμα θεωρείται γέννημα του διαλόγου και της ελευθερίας των ιδεών. 
Σε εκείνες τις απαρχές όπου μαζί με τα πρώτα βήματα του ανθρώπου - απ' όταν σηκώθηκε στα δυό του πόδια - γεννήθηκε ο χορός, που στην ουσία ήταν η πρώτη θεατρική πράξη που εξέφραζε την αγωνία του μόλις ανασηκωμένου ανθρώπου, την ανασφάλειά του, το δέος του για τη ζωή και τον φόβο του για τον θάνατο. Και τα δύο άγνωστοι τόποι κι αχαρτογράφητα νερά ακόμη μέχρι σήμερα. Τείνω μάλιστα να πιστέψω πως το άρτι μεταμορφωθέν τετράποδο σε δίποδο πρώτα χόρεψε και μετά περπάτησε.
Όμως ποια ελευθερία ιδεών και ποιός διάλογος οδήγησε καραβάνια προσφύγων σε άλλη γη σε άλλα μέρη; Μόνο ο παραλογισμός, η δίψα για εξουσία, τα συμφέροντα και το διαρκές κυνήγι του κέρδους και της επικυριαρχίας οδηγούν σε πολέμους ή/και διωγμούς. Άρα ποιό δράμα; Μόνο για αίσχος μπορούμε να μιλάμε εδώ και πρέπει επιτέλους να το αντιπαλέψουμε πριν γίνει εντελώς κυρίαρχο και μοναδικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών. Που έτσι όπως πάμε, αργά ή γρήγορα, όλοι μας θα είμαστε διωγμένοι, μετανάστες ή/και πρόσφυγες, ακόμη κι αν δεν χρειαστεί να κουνήσουμε ρούπι. Χειρότερη η ξενητειά στον ίδιο σου τον τόπο). 

Κι έτσι κάθισα - για μια ακόμη φορά - και σκέφτηκα.
Κι έτσι προσπάθησα - για μια ακόμη φορά - να βρεθώ στη θέση των ανθρώπων που στέκονται απελπισμένοι και φωνάζουν open the borders. 
Προσπάθησα δηλαδή - όπως λένε και οι φίλοι μας οι αγγλοσάξωνες - "να μπω μέσα στα παπούτσια τους".
Δεν έχει σημασία τί κατάφερα και πόσο μακριά κατάφερα να πάω μέσα σε αυτά τα παπούτσια.
Δεν έχει κανένα νόημα να διηγηθώ στη διάρκεια του ταξιδιού μου τί είδα.
Σημασία έχει πως όταν έφτασα σε ένα από τα πάμπολλα σημεία μέχρι τον προορισμό μου δεν είδα απλώς έναν συνοριακό φράχτη.
Είδα έναν τοίχο. Και μια σκιά να σχηματίζεται επάνω του. Τη δική μου σκιά ερήμην μου.
Γιατί το μόνο που είχε απομείνει από μένα ήταν η σκιά μου και τα άδεια μου παπούτσια.
Αφού η ζωή και η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Ώστε η Ιστορία να είναι αμείλικτη όπως πάντα είναι.
Τα παπούτσια μου λοιπόν, άδεια, βρίσκονται εκεί. Μαζί με τους πρόσφυγες βρίσκονται εκεί. Όχι όμως εγώ η ίδια. Αλλά κι όσοι από εμάς βρίσκονται εκεί δεν είναι ΌΠΩΣ αυτοί εκεί. Είναι σα να λέμε "έρχομαι στη θέση σου αλλά εσύ είσαι εκεί κι εγώ είμαι εδώ".

Όμως μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού μας το ελάχιστο που έχουμε υποχρέωση να κάνουμε είναι έστω αυτό το νοερό ταξίδι. Με την ελπίδα πως η εμπειρία από αυτό θα μας οδηγήσει σε συμπεράσματα και απόψεις για λύση. Μέχρι τότε θα ζήσουμε μαζί τους όσο χρειαστεί. Θα ζήσουνε μαζί μας όσο χρειαστεί. Μέχρι τότε θα ζήσουμε ΜΑΖΙ όσο χρειαστεί.
Ακόμη κι αν αυτό που στο τέλος μείνει θα είναι τα άδεια μου παπούτσια και η σκιά μου στον τοίχο.


Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν’ η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ’ στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί


                                                   Άλκης Αλκαίος




Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Η αναπάντεχη μνήμη του καφέ...

Έψαχνε μανιωδώς μέσα στα σχολαστικά τακτοποιημένα ντουλάπια της κουζίνας της αναζητώντας το τσάι.
Ήθελε τσάι. Όχι του βουνού, ούτε αρωματικό. Απλό τσάι, κλασικό που λένε, είτε πράσινο. Σκέτο.
Θυμόταν πως είχε. Ήταν σίγουρη γι' αυτό. Βρήκε πάνω πάνω χαμομήλι. Πολλά φακελάκια. Όχι, όχι δεν ήθελε χαμομήλι. Αμέσως μετά βρήκε το φασμόμηλο. Αλλά δεν ήθελε ούτε φασκόμηλο. Απομάκρυνε προσεκτικά συσκευασίες άλλων προϊόντων, όπως πελτέ, κονκασέ, το μέλι, τα βαζάκια με βότανα, ρίγανες, δυόσμους, βασιλικούς, δάφνες. Πόσες ιστορίες είχαν να τις διηγηθούν. Στάθηκε λίγο να τις αφουγκραστεί. Πω πω... να κατέβω να τις καταγράψω τώρα που τις ακούω, σκέφτηκε.
- Εεεεε... στο θέμα μας. Τσάι ψάχνεις, της υπενθύμισε ο άλλος της εαυτός. Κι αυτό έχει να σου διηγηθεί πολλά, αν βέβαια το βρεις.
- Και πρόσεχε μην γκρεμοτσακιστείς στο σκαμνί που 'χεις ανέβει.
Και πράγματι, βρήκε.
Αρχικά βρήκε τα αρωματικά. Με γεύση (και μυρωδιά) κανέλας, γαρίφαλου. Με γεύση (και μυρωδιά) καπ κέικ, μάφιν και δεν συμμαζεύεται. Τσάι σε πυραμίδα για μεγαλύτερη απόλαυση, λέει. Μπα, έβγαλε κι η durex τσάι να υποθέσω; γέλασε από μέσα της.
- Μα τί σκεφτόμουν όταν τ' αγόραζα όλα αυτά; Aν ήθελα αρώματα θα πήγαινα σε καλλυντικάδικο/αρωματάδικο, γιατί τσάι; Κι αν ήθελα κανελογαρίφαλα θα πήγαινα σε ...κεράδικο ή θα μαγείρευα κοκκινιστό. Γιατί τσάι; Και τσάι με γεύση καπ κέικ και μάφιν; Πάμε καλά; Σε λίγο θα βγάλουν τσάι με γεύση τσουρέκι ή σοκολατόπιτας. Λες και δεν μπορούμε να πάμε σε ...γλυκάδικο να τ' αγοράσουμε αυθεντικά.
Μετά βρήκε μια συσκευασία με τσάι σε γεύσεις ποτ-πουρί, πορτοκάλι, λεμόνι (εντάξει αυτό είναι ...συμβατό), περγαμόντο, φράουλα και φρούτα του δάσους!! Μα φράουλα και φρούτα του δάσους; Πάλι καλά που δεν είχε μέσα και με γεύση ακτινίδιο. Μη χειρότερα. Ήξερε πως υπήρχε τσάι με γεύση γιασεμί. Γιατί όχι και νυχτολούλουδο;
Συνέχισε να ψάχνει...
- Κι αφού δεν βρίσκω κλασικό ή πράσινο χάθηκε να έχω αγοράσει ένα Earl Grey, ένα Darjeeling;

Κι όμως τη βρήκε τη συσκευασία με το πράσινο το τσάι. Ανέγγιχτη. Το τσάι είχε λήξει βέβαια από το 2014. Και τί πείραζε; Παθαίνει τίποτα το τσάι; Παθαίνει κανείς τίποτε από ληγμένο τσάι; Πεθαίνει ποτέ κανείς από ληγμένο τσάι; Όχι βέβαια.
Κατέβηκε προσεκτικά για να προσθέσει στο τεφτέρι με τα χρειαζούμενα φρέσκο τσάι. Να μην το ξεχάσει.
Ανέβηκε πάλι για να τοποθετήσει στη θέση τους τα αντικείμενα που είχε απομακρύνει προκειμένου να εντοπίσει το τσάι. Αλλά για στάσου... αυτή η συσκευασία ακουμπούσε πάνω σε μια άλλη... Τί να βρίσκεται από κάτω της; Έχωσε προσεκτικά το χέρι της και την ανέσυρε.
Στην αρχή δεν πίστευε στα μάτια της. Μετά δεν πίστευε στ' αυτιά της. Αφού αυτό που κρατούσε στα χέρια της άρχισε να τη βομβαρδίζει με ιστορίες από το παρελθόν. Ούτε στον εγκέφαλό της πίστευε που την κατέκλυζε με μνήμες. Γιατί αυτό που κρατούσε ήταν ένα κουτί με φακελάκια καφέ. Στιγμιαίο καφέ. Συγκεκριμένα νες καφέ. Ευλαβικά, σαν λάφυρο πολύτιμο το ακούμπησε στον πάγκο και συνέχισε, μουδιασμένη όμως τώρα, να τακτοποιεί το ντουλάπι. Δεν της άρεσε η διάταξη των πραγμάτων, τα έβγαλε όλα, τα ξανατοποθέτησε όλα, πάλι δεν ικανοποιήθηκε αλλά στην τρίτη προσπάθεια ικανοποιήθηκε. Ωραία. Τα σπανίως χρειαζούμενα πίσω πίσω, τα λιγότερο σπανίως χρειαζούμενα πιο μπροστά και κάτω κάτω. Τα συνήθως χρειαζούμενα πάνω πάνω ή μπροστά μπροστά.
- Να μην ξεχάσω να πάρω ένα φακελάκι τσάι, αφού γι' αυτό γίνεται όλη η ιστορία, σκέφτηκε.
- Ναιαιαια; τη ρώτησε ο άλλος της εαυτός. Για το τσάι αναδιάταξες το ντουλάπι 8 φορές; Άσε την ...προσποίηση και τις ...καθυστερήσεις και μολόγα. Τον καφέ τον ξανατακτοποίησες πρόσεξα. Σε εμφανές μάλιστα σημείο. Μπορεί πίσω πίσω αλλά πάνω πάνω, να τον βλέπεις κάθε φορά που ανοίγεις το ντουλάπι. Γιατί; Εσύ δεν πίνεις στιγμιαίο καφέ και κυρίως δεν πίνεις νες καφέ. Ούτε πεθαμένη. Γιατί το έκανες αυτό; Άσε που απ' ό,τι πρόλαβα να δω και ο καφές έχει λήξει. Από το 2013. Λέγε...
- Ήθελα να τον αφήσω απέξω για να τον πετάξω, απάντησε στον εαυτό της νομίζοντας πως θα τον ξεγελάσει. Μετά ήθελα να τον αφήσω απέξω για να θυμηθώ, άρχισε τις ντρίπλες με το alter ego της που καραδοκούσε να την ξεμπροστιάσει. Μετά τον ξαναέβαλα μέσα για να θυμηθώ να ξεχάσω σε περίπτωση που θυμόμουν γιατί στο ντουλάπι το δικό μου βρίσκεται αυτό το προϊόν. Αφού δεν πίνω, δικαιολογήθηκε σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κοροϊδέψει το avatar της.
- Μπορεί να θέλεις να το κρατήσεις σε περίπτωση που θέλει να πιεί κάποιος επισκέπτης σου, της αντιγύρισε το ολόγραμμά της κλωθογυρίζοντας στην κουζίνα της με την άνεση και το σκέρτσο φαντάσματος και μάλιστα από το παρελθόν.
- Έχω όλα τ' άλλα είδη καφέ, ας πιεί από αυτά. Καπουτσίνο, εσπρέσο, φίλτρου, τούρκικο. Ας μη με ξαναπροτιμήσει αν δεν έχω στιγμιαίο. Άσε που αυτός έχει λήξει.
Και για μια φορά ακόμη συνειδητοποίησε πως ο καφές ήταν αυτό που είχε λήξει, όχι ο λόγος για τον οποίο είχε προμηθευτεί τον συγκεκριμένο καφέ.
Δεν του άρεσε ο Τζέικομπς.
Έχεις πιεί φραπέ με Τζέικομπς; την είχε ρωτήσει. Χάλια είναι.
Tελικά του έφτιαξε γαλλικό. Ούτε θυμάται πόσο καιρό κράτησε άπλυτη την κούπα του. Κάποια στιγμή βέβαια η κούπα πλύθηκε, αλλά δεν ξεπλύθηκε ο ίδιος από τη σκέψη της. Έκτοτε μόνο αυτή έπινε καφέ σε αυτήν την κούπα, κανείς άλλος. Είχε εφεύρει γελοίες δικαιολογίες που τις είπε όμως με τρόπο πειστικό. Και κάθε φορά που έρχεται η σειρά αυτής της κούπας να γεμίσει με τον καφέ της (ή το τσάι της) τον σκέπτεται πιο έντονα. Και μαζί με τη σκέψη του έρχεται πακέτο κι ένα ερώτημα: what if... αν η συσκευασία με τα φακελάκια νες καφέ είχε τελικά ανοίξει; 
Γιατί μόλις εκείνος έφυγε, εκείνη έσπευσε να αγοράσει τη μάρκα της αρεσκείας του.
Που δεν χρειάστηκε ποτέ όμως ν' ανοίξει τη συσκευασία της.
Την κράτησε κλειστή όπως και την πόρτα του σπιτιού της. Σε μια παρορμητική κι εντελώς ανόητη στιγμή της έδωσε μια και την έκλεισε. Ο θόρυβος που έκανε την είχε ξεκουφάνει, θυμάται. Την ώρα που έκλεινε τη χτύπησε σαν χαστούκι. Ο πόνος που ένοιωσε αφόρητος. Προσπάθησε να βάλει εμπόδιο, το πόδι της, το χέρι της, ό,τι είχε πρόχειρο, αλλά ήταν τόση η ορμή με την οποία την έκλεισε που τίποτα δεν μπορούσε να της αντισταθεί.
Έχουν περάσει χρόνια, ξέρει πως το έχει μετανοιώσει, αλλά πάντα αναρωτιέται τί ήταν αυτό που της είχε δώσει αυτή τη δύναμη; Μήπως επειδή οι πολλαπλοί εαυτοί της ήξεραν αυτό που η ίδια δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή; Μήπως δεν ήταν εκείνη που έκλεισε την πόρτα αλλά οι ..."άλλοι"; Όπως και να 'χει ένα τεράστιο "no hope" πλανιόταν μέσα στο σπίτι της αλλά τότε δεν είχε μάτια να το δει. Το είδαν όμως οι ..."άλλοι" και μάλλον ήσαν εκείνοι που έκλεισαν την πόρτα.
Και την ώρα που η ίδια, έρμαιό τους, κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι της, ούτε για μια στιγμή δεν της πέρασε από το νου πως ό,τι κι αν κρατήσει κλειστό, όσο επτασφράγιστο κι αν κρατήσει το μυστικό της, όσο βαθειά στη μνήμη της κι αν παραχώσει τη σύντομη ιστορία που έζησε, ο "καφές" θα είναι πάντα εκεί να της θυμίζει πως η καρδιά της παραμένει ορθάνοιχτη. Με χαλασμένους τους μεντεσέδες της, με το πόμολό της να λείπει, με κατεστραμένη εντελώς την κλειδαριά της. 
Ανοιχτή... όμως σαν πληγή που δεν λέει να κλείσει.