Και που λέτε ξεκίνησα να διαβάζω χαλαρά και άνετα ένα βιβλιαράκι αγορασμένο πριν μήνες.
Νόμιζα πως πρόκειται για κάτι λάιτ, κάτι αστείο, κάτι ξεδωτικό.
Επέλεξα να το διαβάζω βράδυ, στο κρεβάτι.
Στην αρχή πήγαινε νεράκι. Ώσπου σε μια στροφή του χρόνου, σε ένα γύρισμα σελίδας,
σ' ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών μου, είδα να αραδιάζεται, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου η ίδια η ιστορία της ανθρωπότητας, στη σύγχρονη εκδοχή της. Τόσο σύγχρονη αλλά και τόσο ...συγχρονισμένη.
Στις σελίδες που ακολούθησαν παρακολούθησα, με κομμένη την ανάσα και σφιγμένη την ψυχή μου, ένα ακόμη επεισόδιο, προγενέστερο όμως αυτών που ζούμε σήμερα
Την Ιστορία αποφυγείν αδύνατον. Και το μέλλον επίσης.
Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, σε ελάχιστες σελίδες.
Το βιβλιαράκι αυτό έχει τον χαριτωμένο και παραπλανητικό λιγουλάκι τίτλο "Το απίστευτο ταξίδι του φακίρη που παγιδεύτηκε σε μια ντουλάπα IKEA", γραμμένο από τον Ρομαίν Πουερτολάς και μεταφρασμένο από τον Αύγουστο Κορτώ.
Δεν ξέρω αν τελικά θα μου αρέσει το βιβλίο, δεν το έχω τελειώσει ακόμη, είμαι σχεδόν στη μέση.
Όμως ανυπομονούσα να μοιραστώ μαζί σας τις παρακάτω σελίδες που είναι από τις ωραιότερες και πιο αληθινές που έχω διαβάσει ποτέ.
«Έτσι, ο Ατζατασάτρου έμαθε ότι ο Βιράζ είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του όχι με κάποιο τετριμμένο κίνητρο. Ο Σουδανός είχε αφήσει πίσω τους δικούς του για να δοκιμάσει την τύχη του στις "ωραίες χώρες", όπως του άρεσε να τις αποκαλεί. Διότι το μόνο λάθος που είχε διαπράξει ήταν ότι είχε γεννηθεί στη λάθος πλευρά της Μεσογείου, εκεί όπου η φτώχεια και η πείνα είχαν βλαστήσει μια ωραία πρωία σαν δίδυμες αρρώστιες, αφήνοντας στο διάβα τους σήψη κι ολοσχερή καταστροφή.
Νόμιζα πως πρόκειται για κάτι λάιτ, κάτι αστείο, κάτι ξεδωτικό.
Επέλεξα να το διαβάζω βράδυ, στο κρεβάτι.
Στην αρχή πήγαινε νεράκι. Ώσπου σε μια στροφή του χρόνου, σε ένα γύρισμα σελίδας,
σ' ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών μου, είδα να αραδιάζεται, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου η ίδια η ιστορία της ανθρωπότητας, στη σύγχρονη εκδοχή της. Τόσο σύγχρονη αλλά και τόσο ...συγχρονισμένη.
Στις σελίδες που ακολούθησαν παρακολούθησα, με κομμένη την ανάσα και σφιγμένη την ψυχή μου, ένα ακόμη επεισόδιο, προγενέστερο όμως αυτών που ζούμε σήμερα
Την Ιστορία αποφυγείν αδύνατον. Και το μέλλον επίσης.
Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, σε ελάχιστες σελίδες.
Το βιβλιαράκι αυτό έχει τον χαριτωμένο και παραπλανητικό λιγουλάκι τίτλο "Το απίστευτο ταξίδι του φακίρη που παγιδεύτηκε σε μια ντουλάπα IKEA", γραμμένο από τον Ρομαίν Πουερτολάς και μεταφρασμένο από τον Αύγουστο Κορτώ.
Δεν ξέρω αν τελικά θα μου αρέσει το βιβλίο, δεν το έχω τελειώσει ακόμη, είμαι σχεδόν στη μέση.
Όμως ανυπομονούσα να μοιραστώ μαζί σας τις παρακάτω σελίδες που είναι από τις ωραιότερες και πιο αληθινές που έχω διαβάσει ποτέ.
«Έτσι, ο Ατζατασάτρου έμαθε ότι ο Βιράζ είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του όχι με κάποιο τετριμμένο κίνητρο. Ο Σουδανός είχε αφήσει πίσω τους δικούς του για να δοκιμάσει την τύχη του στις "ωραίες χώρες", όπως του άρεσε να τις αποκαλεί. Διότι το μόνο λάθος που είχε διαπράξει ήταν ότι είχε γεννηθεί στη λάθος πλευρά της Μεσογείου, εκεί όπου η φτώχεια και η πείνα είχαν βλαστήσει μια ωραία πρωία σαν δίδυμες αρρώστιες, αφήνοντας στο διάβα τους σήψη κι ολοσχερή καταστροφή.
Η πολιτική κατάσταση στο Σουδάν είχε βυθίσει τη χώρα σ' έναν οικονομικό μαρασμό που είχε εξωθήσει πλήθος αντρών, τους πιο εύρωστους, στον κακοτράχαλο δρόμο της μετανάστευσης. Αλλά ακόμα και οι πλέον δυνατοί γίνονταν, μακριά απ' τον τόπο τους, άνθρωποι ευάλωτοι, βασανισμένα ζώα με βλέμμα νεκρό και μάτια γεμάτα σβησμένα αστέρια. Μακριά απ' το σπιτικό τους, ξαναγίνονταν όλοι τους φοβισμένα παιδιά που τίποτα δεν μπορούσε να τα παρηγορήσει, εκτός απ' την επιτυχία του όλου εγχειρήματος.
Πρέπει να 'χεις καρδιά ταμπούρλο μέσα στο στήθος σου, είχε συνεχίσει ο Βιράζ, χτυπώντας τον θώρακά του. Κι ένας δυνατός χτύπος είχε αντηχήσει, διαπερνώντας ως και το φύλλο της ντουλάπας του Ατζατασάτρου. Να 'χεις καρδιά ταμπούρλο, δυνατή κάθε φορά που η νταλίκα κόβει ταχύτητα, κάθε φορά που σταματάει. (Ο Βιράζ είχε πηδήξει κρυφά σε μια νταλίκα προκειμένου να περάσει από την Γαλλία στην Αγγλία). Αυτός ο φόβος μη σε ανακαλύψει η αστυνομία κουλουριασμένο πίσω από ένα κιβώτιο, καθιστό κατάχαμα μες στη σκόνη ανάμεσα σε καφάσια με λαχανικά! Ο εξευτελισμός. Διότι ακόμα και οι παράνομοι μετανάστες έχουν τιμή, αξιοπρέπεια. Στερημένοι καθώς είναι από τα αγαθά τους, απ' το διαβατήριό τους, την ταυτότητά τους, ίσως και να 'ναι το μόνο που τους απομένει. Η τιμή. Ιδού γιατί έφευγαν μόνοι τους, χωρίς γυναίκες και παιδιά. Για να μην τους δουν ποτέ σ' αυτή την κατάσταση. Για να τους θυμούνται τρανούς και δυνατούς. Για πάντα.
Κι έπειτα δεν ήταν ο φόβος μην τους χτυπήσουν που τους έσφιγγε τα σωθικά, όχι, διότι σ' αυτή την πλευρά της Μεσογείου δεν βαράγανε* - ήταν ο φόβος μην τους ξαναστείλουν στη χώρα απ' όπου ερχόντουσαν, ή, ακόμα χειρότερα, σε μια χώρα άγνωστη, διότι οι λευκοί δεν έδιναν ούτε μισό αρχίδι για το πού σε ξανάστελναν, το σημαντικό γι' αυτούς ήταν να μη σε φορτωθούν στη δική τους χώρα. Ο μαύρος φέρνει αργά ή γρήγορα αναταραχές. Κι αυτή η απόρριψη ήταν ακόμη πιο οδυνηρή απ' τα χτυπήματα του κλομπ, που δε ρημάζουν στο τέλος τέλος παρά μόνο το σώμα, και όχι την ψυχή. Ήταν μια αόρατη ουλή που δεν εξαφανιζόταν ποτέ και με την οποία έπρεπε να μάθουν να ζουν, να ξαναζούν, να επιζούν.
Διότι η θέλησή τους ήταν ακλόνητη.
Όλα τα μέσα ήταν θεμιτά προκειμένου να φτάσουν κάποια μέρα στις "ωραίες χώρες". Ακόμα κι αν η Ευρώπη δεν ήθελε να κεράσει γλυκό. Ο Βιράζ, ο Κούγκρικ, ο Μπαζέλ, ο Μοχάμεντ, ο Νιζάμ, ο Αμσαλού, έξι ανάμεσα σε εκατοντάδες που είχαν δοκιμάσει την τύχη τους πριν απ' αυτούς ή που θα τη δοκίμαζαν στο μέλλον. Ήταν πάντα οι ίδιοι άντρες, πάντα η ίδια καρδιά που χτυπούσε μες στα λιμασμένα στήθη, κι ωστόσο, σ' αυτές τις χώρες όπου όλα διετίθεντο σε πληθώρα - τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα λαχανικά, το κρέας και το νερό - άλλοι τούς θεωρούσαν ανθρώπους απελπισμένους και άλλοι εγκληματίες. Απ' τη μια πλευρά οι σύλλογοι, απ' την άλλη η αστυνομία. Απ' τη μια μεριά αυτοί που τους υποδέχονταν χωρίς να τους ζητάνε τον λογαριασμό κι απ' την άλλη εκείνοι που τους ξαπόστελναν από κει που είχαν έρθει με συνοπτικές διαδικασίες. Υπήρχε κάτι για όλα τα γούστα σ' αυτόν τον κόσμο. Κι ο Βιράζ επανέλαβε πως ήταν αδύνατον να ζεις μ' αυτή τη διττότητα κι αυτόν τον φόβο στα σωθικά, το να μην ξέρεις ποτέ πού και σε ποιόν θα πέσεις.
Όμως το διακύβευμα άξιζε το κόστος.
Οι έξι τους είχαν εγκαταλείψει τα πάντα για να βρεθούν σε μια χώρα όπου πίστευαν πως θα τους άφηναν να δουλέψουν και να κερδίσουν χρήματα, ακόμα κι αν χρειαζόταν γι' αυτό να μαζεύουν σκατά με γυμνά χέρια. Ήταν το μόνο που ζητούσαν, να μαζεύουν σκατά με γυμνά χέρια, απ' τη στιγμή που θα τους δέχονταν. Το να βρουν μια τίμια δουλειά προκειμένου να στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους, στον λαό τους, ώστε τα παιδιά τους να μην έχουν πια κοιλιές πρησμένες και βαριές σαν μπάλες του μπάσκετ κι ωστόσο συγχρόνως αδειανές, ώστε να επιβιώσει κάθε ψυχή, χωρίς τις μύγες που κολλάνε στα χείλη σου αφού ξεκολλήσουν απ' τον κώλο της αγελάδας. Όχι, χωρίς να θέλουν να στενοχωρήσουν τον τροβαδούρο Αζναβούρ, η δυστυχία δεν είναι λιγότερο οδυνηρή όταν έχεις τον ήλιο.
Γιατί κάποιοι γεννιόντουσαν εδώ και άλλοι εκεί; γιατί μερικοί είχαν τα πάντα και άλλοι τίποτα; Γιατί ορισμένοι ζούσαν και άλλοι, πάντα οι ίδιοι, είχαν μόνο το δικαίωμα να το βουλώσουν και να ψοφήσουν;
"Έχουμε προχωρήσει πολύ" συνέχισε η σπηλαιώδης φωνή. "Οι οικογένειές μας μάς εμπιστεύτηκαν, μας βοήθησαν να πληρώσουμε γι' αυτό το ταξίδι, και τώρα περιμένουν να τις βοηθήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Δεν είναι ντροπή να ταξιδεύεις μέσα σε ντουλάπα, Ατζαντασάτρου. Διότι καταλαβαίνεις κι εσύ την ανημπόρια του πατέρα όταν πια δεν μπορεί να δώσει ούτε ένα κομμάτι ψωμί στα παιδιά του. Να γιατί βρισκόμαστε εδώ, σ' αυτή την νταλίκα".
Κι έπειτα επικράτησε σιωπή.
Ήταν το δεύτερο ηλεκτροσόκ που ο φακίρης δεχόταν κατάκαρδα απ' την αρχή αυτής της περιπέτειας. Δεν είπε τίποτα, επειδή δεν είχε τίποτα να πει. (.....)
"...Κρίνοντας απ' το πόσο πνιγμένη ακούγεται η φωνή σου Ατζά, το κιβώτιο (στο οποίο είχε κλειστεί καταλάθος ο Ατζά) πρέπει να 'ναι χοντρό".
"Δε φταίει το κιβώτιο γι' αυτό..." μουρμούρισε μοναχός του, καταπίνοντας έναν λυγμό.
Ο φακίρης μπορεί να μην έχυσε ό,τι δάκρυ είχε μέσα του, μολαταύτα ένα βάρος ασήκωτο σαν το μολύβι είχε μόλις σωριαστεί πάνω στους ασθενικούς του ώμους. Ήταν λίγο σαν να μη βρισκόταν πλέον στο εσωτερικό εκείνης της ντουλάπας, αλλά σαν να τον πλάκωνε, συνθλίβοντάς τον με το βάρος των αποκαλύψεων, της ζωής αυτής που ορισμένες φορές μπορούσε να δείξει ένα πρόσωπο τόσο σκληρό και άδικο. Κι όση ώρα πήρε να τον βγάλουν απ' την μεταλλική ντουλάπα, ο Ατζατασάτρου συνειδητοποίησε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς τυφλός κι ότι υπήρχε ένας κόσμος ακόμη πιο σκοτεινός και ύπουλος απ' αυτόν που τον είχε γεννήσει.»
Μπορεί ο ήρωας του βιβλίου να μην έχυσε ό,τι δάκρυ είχε μέσα του, εγώ όμως άδειασα από δάκρυα σε μια στιγμή. Αλλά δεν ανησυχώ... γιατί είμαι σίγουρη πως θα παραχθούν νέα.
Γιατί τί άλλο είναι τα δάκρυα παρά μόνο το υγρό στοιχείο που, όταν το "εργοστάσιο" είναι σε καλή κατάσταση, είναι εμπλουτισμένο από συναισθήματα και σκέψεις;
Μπορεί ο ήρωας του βιβλίου να μην έχυσε ό,τι δάκρυ είχε μέσα του, εγώ όμως άδειασα από δάκρυα σε μια στιγμή. Αλλά δεν ανησυχώ... γιατί είμαι σίγουρη πως θα παραχθούν νέα.
Γιατί τί άλλο είναι τα δάκρυα παρά μόνο το υγρό στοιχείο που, όταν το "εργοστάσιο" είναι σε καλή κατάσταση, είναι εμπλουτισμένο από συναισθήματα και σκέψεις;