"Βρήκα μια τρύπα που την έκλεινε μια πέτρα, τη σήκωσα, μπήκα.
Στην αρχή τα έβλεπα όλα μεγάλα κι εμένανε μικρή.
Μετά τα έβλεπα όλα μικρά κι εμένανε μεγάλη.
Κατόπιν τα έβλεπα όλα ...πολλά κι εμένανε στη μέση.
Κατάλαβα. Ήμουν στη Χώρα των Θαυμάτων, στο δωμάτιο με τους καθρέφτες.
Άρχισα να μιλάω στα είδωλά μου. Με ρώτησαν "you takin' to me?". Φαντάσου δεν με καταλάβαιναν πια ούτε αυτά.
Δεν μου άρεσε εκεί. Έκλαιγα.
Έψαξα την έξοδο για να φύγω. Αλλά το Υπουργείο του Φόβου την είχε καταργήσει.
Πήγα στο προηγούμενο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μεγάλη μα η κανάτα του νερού μικρή όμως δεν είχε μέσα της νερό.
Συνέχισα στο πρώτο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μικρή μα το ψωμί μεγάλο όμως δεν υπήρχε πια ούτε ψωμί.
Επέστρεψα στο δωμάτιο με τους καθρέφτες όπου ήμουν μόνον εγώ μα τα είδωλά μου πολλά όμως μου είχαν γυρίσει πια την πλάτη.
Έκλαιγα. Έψαξα την έξοδο κινδύνου αλλά το Υπουργείο του Ζόφου την είχε καταργήσει και αυτήν.
Και μετά ξύπνησα. Τελικά βρίσκομαι στη Χώρα των Τραυμάτων και τα βλέπω όλα στην πραγματική τους διάσταση, τη μηδενική.
Ούτε ένας καθρέφτης, ούτε καν μία αυταπάτη. Είδωλα τέλος".
Αυτά έγραφα πριν 4 περίπου χρόνια γιατί αυτά ένοιωθα πριν 4 περίπου χρόνια. Και βάλε. Βάλε και προς τα πίσω βάλε και προς τα μπρος. Γενικώς "βάλε". "Βάλε" και ως προς τον χρόνο, "βάλε" και ως προς τα συναισθήματα. Και "βάλε".
Θυμόμουνα λοιπόν αυτές τις σκέψεις και σκεφτόμουνα "σα να μην πέρασε μια μέρα" ενώ παράλληλα ετοιμαζόμουνα να φύγω από το σπίτι, να πάω στη δουλειά. Δηλαδή ποιά δουλειά και ποιά Nακαειτοπελεκούδη και ποιά Άμστελ αλλά, όλα κι όλα, δεν παραπονιέμαι, δουλίτσα υπάρχει. Όχι από αυτήν την κανονική, με τα λεφτά, αλλά από την άλλη τη "δουλίτσα να υπάρχει", με χωρίς τα λεφτά. Φυσικά εγώ εξακολουθώ να γράφω κάτι νούμερα πάνω στα παραστατικά μου και μ' αρέσει που το Υπουργείο τα παίρνει στα σοβαρά και βάζει φόρους πάνω σ' αυτά τα νούμερα λες και θα μπορέσω ποτέ να τους πληρώσω. Νούμερα υπάρχουν. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Τώρα θα μου πεις, και τί θα κάνεις δηλαδή ρε κοπελιά; "You takin' to me?"
Ας μην παραπονιέμαι όμως "επί προσωπικού", σκέφτηκα κι ας πάμε παρακάτω.
Προχωρούσα στο δρόμο, ενώ σκεφτόμουνα πως ενώ σε όλη τη χώρα γινόταν της πιπίτσας, ζούσαμε ένα déjà vu, σαν πάλι να μην πέρασε μια μέρα, χαμένοι στις μαύρες τρύπες του χωροχρονικού πλέγματος πασπαλισμένοι ξανά μανά με λέξεις βαρύγδουπες αλλά κούφιες όπως "αξιολόγηση", "διαπραγμάτευση", "κόκκινα δάνεια", "κόκκινες γραμμές" αλλά ...βούρτσες μπλε. (Τί θέλω και όλο σκέφτομαι η βλαμμένη;)
Αφηρημένη ούσα, χάθηκα. Όχι, όχι στις σκέψεις μου... Δεν ξέρω πώς, αλλά χάθηκα. Βρέθηκα σε τόπο γνωστό αλλά ταυτόχρονα και άγνωστο, χωρίς δεύτερη σκέψη όμως (πώς το 'παθα) αποφάσισα ν' αφήσω τον εαυτό μου να περιπλανηθεί. Διψούσα για κάτι νέο, για κάτι αλλοιώτικο έστω για κάτι φανταστικό.
Μπροστά μου με βήμα ταχύ περπατούσε μια φιγούρα. Δεν ξεχώριζες αν ήταν παιδί, ενήλικας, άντρας ή γυναίκα. Μια φιγούρα ακαθορίστου φύλου και ηλικίας. Ξάφνου μια πόρτα εμφανίστηκε μπροστά της. Την άνοιξε και μπήκε. Αλλά αμέσως μετά η πόρτα χάθηκε. Σα να μην υπήρξε ποτέ. Κι όταν έφτασα κοντά κι όλο απορία άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος απ' όπου χάθηκε η φιγούρα, ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε και πάνω μου έπεσαν φύλλα. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα πυκνά κλαδιά. Για δες, ένα δέντρο! Κατέβασα τα μάτια και μπροστά μου ήταν ο κορμός του. Μα... εδώ πριν ήταν ένας τοίχος και πάνω του μια πόρτα αλλά τώρα... Να, μια τρύπα... αυτό θα νόμισα για πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη (ψέμματα λέω, αυτή ΗΤΑΝ μια δεύτερη σκέψη) ...έδωσα μια και μπήκα... για την ακρίβεια έπεσα... για μεγαλύτερη ακρίβεια έπεφτα...
Έκλεισα τα μάτια ελπίζοντας να πέσω κάπου μαλακά, να προσγειωθώ σ' έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ξέρω, σ' έναν κόσμο φανταστικό.
Ούτε που με ένοιαζε τί θα συναντούσα.
Καθώς έπεφτα φιλοσοφούσα κιόλας σε μια προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως η περιπέτεια θα άξιζε τον κόπο και πως εκεί που θα βρεθώ θα ισχύουν άλλοι νόμοι κι άλλοι κανόνες κι εγώ μετά θα έχω μια άλλη οντότητα, μια άλλη ταυτότητα, μια άλλη ζωή.
Παράλληλα με τις φιλοσοφικές μου σκέψεις έκανα κι άλλες περισσότερο πολύπλοκες κι όλες μαζί, ένα κουβάρι σφιχτοπλεγμένο, γέμισαν το κρανίο μου και λίγο προτού τα πόδια μου ακουμπήσουν σε κάτι στέρεο είπα "Θα τελειώσει αυτό ποτέ; τουλάχιστον να μπορέσω να λύσω αυτόν τον γρίφο".
Μόλις βεβαιώθηκα ότι είμαι ασφαλής και πως "τελείωσε αυτό" άνοιξα τα μάτια μου. Για να διαπιστώσω αμέσως πως "άρχιζε ένα άλλο". Το μόνο που ξεχώριζα ήταν ζευγάρια μάτια. Ασώματα κι απρόσωπα όντα με μόνο μάτια. Τίποτε άλλο. Μάτια που ταυτόχρονα ήταν και στόματα γιατί άκουσα καθαρά να μου φωνάζουν "Δεν έχει χώρο! Δεν έχει χώρο!". Ήταν όμως αργά. Ήμουν ήδη εκεί. Και χωρούσα... μια σταλιά άνθρωπος ήμουνα.
Ήδη βρισκόμουνα στο συναρπαστικό αλλά αφιλόξενο σύμπαν της φαντασίας κι είχα "μαλλιά να ξάνω". Με ό,τι δυνάμεις μού είχαν απομείνει είχα να τον εξερευνήσω.
"Δεν έχεις χρόνο! Δεν έχεις χρόνο!", μου φώναξαν όταν με είδαν να πλησιάζω.
Είχα όμως χρόνο. Η δουλειά μου, η ζωή μου μπορούσαν να περιμένουν.
Ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι της περιήγησης στον καινούργιο μου κόσμο σκεφτόμουνα τον πραγματικό παλιό μου κόσμο. Αυτόν που ξέρω κι εμπιστεύομαι. Κι αναρωτιόμουν αν μετά το ταξίδι η ματιά μου θα άλλαζε και θα έβλεπα ανάποδα τους δύο κόσμους. Φανταστικό τον απέξω και πραγματικό τον μέσα.
Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια εξακολουθούσαν να παραμονεύουν στις γωνιές. Περίμεναν ένα μου στραβοπάτημα για να ορμήξουν. Σιγά σιγά άρχισα να συνηθίζω το σκοτάδι που στις καινούργιες φανταστικές συνθήκες ήταν το νέο "φως". Ένα φως αμυδρό, σκούρο και πηχτό, θορυβώδες και πικρό. Σαν σκοτάδι που κάποια φωτόνια τρυπούν το μετάξι του. Που σκεδάζονται στην ύφανσή του και δημιουργούν άλω. Tο πρώτο πράγμα που είδα καθαρά ήταν σχήματα. Αυτό πρέπει να είναι πόρτα, σκέφτηκα. Κι αυτό πρέπει να είναι ντουλάπι. Κι αυτό παράθυρο. Κλειστό. Το άνοιξα. Ένα μαύρο ρευστό έπεσε πάνω μου και μ' έριξε κάτω. Σύρθηκα. Πλησίασα την πόρτα. Το ρευστό με ακολούθησε σαν δεύτερος εαυτός. Άνοιξα την πόρτα, είδα ένα κρεβάτι και ξάπλωσα. Το ρευστό σταθερά μαζί μου, σαν δεύτερο δέρμα. Και μετά επάνω μου, σαν πάπλωμα που τώρα με σκέπαζε. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια πλησίασαν, το ρούφηξαν, όλα έγιναν γκρίζα, μετά ανακατεύτηκε το γκρίζο με κάτι γαλακτερό κι έγινε ένα σύννεφο που κάλυψε τη γύμνια μου. Γιατί μόλις διαπίστωσα πως όχι μόνο δεν φορούσα τίποτα αλλά με τρόμο διαπίστωσα επίσης πως ήμουν ενιαία ως προς το σώμα. Κεφάλι, λαιμός, κορμί, όλα ένα. Τα χέρια μου παραδίπλα, χωριστά το ένα από το άλλο. Και τα πόδια επίσης, άλλο εδώ κι άλλο εκεί. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια τα περιεργάζονταν, κοιτώντας τριγύρω σαν να έψαχναν κάτι. Είμαι σίγουρη πως έψαχναν τις οδηγίες συναρμολόγησης. Και τις οδηγίες χρήσης.
Προσπάθησα να τους φωνάξω αλλά δεν υπήρχε στόμα. Υπήρχε όμως ακόμα το μυαλό μου. Γι' αυτό σκέφτηκα να... σκεφτώ δυνατά. "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΟΥΤΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ". Ήξερα καλά ότι το μόνο που χρειαζόμουν ήταν επισκευή κι επανατοποθέτηση στη σωστή θέση μαζί με άλλα γρανάζια στη μηχανή του κόσμου μου.
Αλίς και τρισΑλίς... όμως ούτε για την επισκευή μου υπήρχαν οδηγίες. Ούτε φυσικά εγγύηση. Και φυσικά ούτε κάρτας αλλαγής...
Εμένα όμως δε με λένε Alice, με λένε Νάση και είμαι καλά. Να εδώ, αλλά out of order.
Γιατί να επιστρέψω;
Στην αρχή τα έβλεπα όλα μεγάλα κι εμένανε μικρή.
Μετά τα έβλεπα όλα μικρά κι εμένανε μεγάλη.
Κατόπιν τα έβλεπα όλα ...πολλά κι εμένανε στη μέση.
Κατάλαβα. Ήμουν στη Χώρα των Θαυμάτων, στο δωμάτιο με τους καθρέφτες.
Άρχισα να μιλάω στα είδωλά μου. Με ρώτησαν "you takin' to me?". Φαντάσου δεν με καταλάβαιναν πια ούτε αυτά.
Δεν μου άρεσε εκεί. Έκλαιγα.
Έψαξα την έξοδο για να φύγω. Αλλά το Υπουργείο του Φόβου την είχε καταργήσει.
Πήγα στο προηγούμενο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μεγάλη μα η κανάτα του νερού μικρή όμως δεν είχε μέσα της νερό.
Συνέχισα στο πρώτο δωμάτιο όπου ήμουν εγώ μικρή μα το ψωμί μεγάλο όμως δεν υπήρχε πια ούτε ψωμί.
Επέστρεψα στο δωμάτιο με τους καθρέφτες όπου ήμουν μόνον εγώ μα τα είδωλά μου πολλά όμως μου είχαν γυρίσει πια την πλάτη.
Έκλαιγα. Έψαξα την έξοδο κινδύνου αλλά το Υπουργείο του Ζόφου την είχε καταργήσει και αυτήν.
Και μετά ξύπνησα. Τελικά βρίσκομαι στη Χώρα των Τραυμάτων και τα βλέπω όλα στην πραγματική τους διάσταση, τη μηδενική.
Ούτε ένας καθρέφτης, ούτε καν μία αυταπάτη. Είδωλα τέλος".
Αυτά έγραφα πριν 4 περίπου χρόνια γιατί αυτά ένοιωθα πριν 4 περίπου χρόνια. Και βάλε. Βάλε και προς τα πίσω βάλε και προς τα μπρος. Γενικώς "βάλε". "Βάλε" και ως προς τον χρόνο, "βάλε" και ως προς τα συναισθήματα. Και "βάλε".
Θυμόμουνα λοιπόν αυτές τις σκέψεις και σκεφτόμουνα "σα να μην πέρασε μια μέρα" ενώ παράλληλα ετοιμαζόμουνα να φύγω από το σπίτι, να πάω στη δουλειά. Δηλαδή ποιά δουλειά και ποιά Nακαειτοπελεκούδη και ποιά Άμστελ αλλά, όλα κι όλα, δεν παραπονιέμαι, δουλίτσα υπάρχει. Όχι από αυτήν την κανονική, με τα λεφτά, αλλά από την άλλη τη "δουλίτσα να υπάρχει", με χωρίς τα λεφτά. Φυσικά εγώ εξακολουθώ να γράφω κάτι νούμερα πάνω στα παραστατικά μου και μ' αρέσει που το Υπουργείο τα παίρνει στα σοβαρά και βάζει φόρους πάνω σ' αυτά τα νούμερα λες και θα μπορέσω ποτέ να τους πληρώσω. Νούμερα υπάρχουν. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Τώρα θα μου πεις, και τί θα κάνεις δηλαδή ρε κοπελιά; "You takin' to me?"
Ας μην παραπονιέμαι όμως "επί προσωπικού", σκέφτηκα κι ας πάμε παρακάτω.
Προχωρούσα στο δρόμο, ενώ σκεφτόμουνα πως ενώ σε όλη τη χώρα γινόταν της πιπίτσας, ζούσαμε ένα déjà vu, σαν πάλι να μην πέρασε μια μέρα, χαμένοι στις μαύρες τρύπες του χωροχρονικού πλέγματος πασπαλισμένοι ξανά μανά με λέξεις βαρύγδουπες αλλά κούφιες όπως "αξιολόγηση", "διαπραγμάτευση", "κόκκινα δάνεια", "κόκκινες γραμμές" αλλά ...βούρτσες μπλε. (Τί θέλω και όλο σκέφτομαι η βλαμμένη;)
Αφηρημένη ούσα, χάθηκα. Όχι, όχι στις σκέψεις μου... Δεν ξέρω πώς, αλλά χάθηκα. Βρέθηκα σε τόπο γνωστό αλλά ταυτόχρονα και άγνωστο, χωρίς δεύτερη σκέψη όμως (πώς το 'παθα) αποφάσισα ν' αφήσω τον εαυτό μου να περιπλανηθεί. Διψούσα για κάτι νέο, για κάτι αλλοιώτικο έστω για κάτι φανταστικό.
Μπροστά μου με βήμα ταχύ περπατούσε μια φιγούρα. Δεν ξεχώριζες αν ήταν παιδί, ενήλικας, άντρας ή γυναίκα. Μια φιγούρα ακαθορίστου φύλου και ηλικίας. Ξάφνου μια πόρτα εμφανίστηκε μπροστά της. Την άνοιξε και μπήκε. Αλλά αμέσως μετά η πόρτα χάθηκε. Σα να μην υπήρξε ποτέ. Κι όταν έφτασα κοντά κι όλο απορία άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος απ' όπου χάθηκε η φιγούρα, ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε και πάνω μου έπεσαν φύλλα. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα πυκνά κλαδιά. Για δες, ένα δέντρο! Κατέβασα τα μάτια και μπροστά μου ήταν ο κορμός του. Μα... εδώ πριν ήταν ένας τοίχος και πάνω του μια πόρτα αλλά τώρα... Να, μια τρύπα... αυτό θα νόμισα για πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη (ψέμματα λέω, αυτή ΗΤΑΝ μια δεύτερη σκέψη) ...έδωσα μια και μπήκα... για την ακρίβεια έπεσα... για μεγαλύτερη ακρίβεια έπεφτα...
Έκλεισα τα μάτια ελπίζοντας να πέσω κάπου μαλακά, να προσγειωθώ σ' έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ξέρω, σ' έναν κόσμο φανταστικό.
Ούτε που με ένοιαζε τί θα συναντούσα.
Καθώς έπεφτα φιλοσοφούσα κιόλας σε μια προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως η περιπέτεια θα άξιζε τον κόπο και πως εκεί που θα βρεθώ θα ισχύουν άλλοι νόμοι κι άλλοι κανόνες κι εγώ μετά θα έχω μια άλλη οντότητα, μια άλλη ταυτότητα, μια άλλη ζωή.
Παράλληλα με τις φιλοσοφικές μου σκέψεις έκανα κι άλλες περισσότερο πολύπλοκες κι όλες μαζί, ένα κουβάρι σφιχτοπλεγμένο, γέμισαν το κρανίο μου και λίγο προτού τα πόδια μου ακουμπήσουν σε κάτι στέρεο είπα "Θα τελειώσει αυτό ποτέ; τουλάχιστον να μπορέσω να λύσω αυτόν τον γρίφο".
Μόλις βεβαιώθηκα ότι είμαι ασφαλής και πως "τελείωσε αυτό" άνοιξα τα μάτια μου. Για να διαπιστώσω αμέσως πως "άρχιζε ένα άλλο". Το μόνο που ξεχώριζα ήταν ζευγάρια μάτια. Ασώματα κι απρόσωπα όντα με μόνο μάτια. Τίποτε άλλο. Μάτια που ταυτόχρονα ήταν και στόματα γιατί άκουσα καθαρά να μου φωνάζουν "Δεν έχει χώρο! Δεν έχει χώρο!". Ήταν όμως αργά. Ήμουν ήδη εκεί. Και χωρούσα... μια σταλιά άνθρωπος ήμουνα.
Ήδη βρισκόμουνα στο συναρπαστικό αλλά αφιλόξενο σύμπαν της φαντασίας κι είχα "μαλλιά να ξάνω". Με ό,τι δυνάμεις μού είχαν απομείνει είχα να τον εξερευνήσω.
"Δεν έχεις χρόνο! Δεν έχεις χρόνο!", μου φώναξαν όταν με είδαν να πλησιάζω.
Είχα όμως χρόνο. Η δουλειά μου, η ζωή μου μπορούσαν να περιμένουν.
Ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι της περιήγησης στον καινούργιο μου κόσμο σκεφτόμουνα τον πραγματικό παλιό μου κόσμο. Αυτόν που ξέρω κι εμπιστεύομαι. Κι αναρωτιόμουν αν μετά το ταξίδι η ματιά μου θα άλλαζε και θα έβλεπα ανάποδα τους δύο κόσμους. Φανταστικό τον απέξω και πραγματικό τον μέσα.
Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια εξακολουθούσαν να παραμονεύουν στις γωνιές. Περίμεναν ένα μου στραβοπάτημα για να ορμήξουν. Σιγά σιγά άρχισα να συνηθίζω το σκοτάδι που στις καινούργιες φανταστικές συνθήκες ήταν το νέο "φως". Ένα φως αμυδρό, σκούρο και πηχτό, θορυβώδες και πικρό. Σαν σκοτάδι που κάποια φωτόνια τρυπούν το μετάξι του. Που σκεδάζονται στην ύφανσή του και δημιουργούν άλω. Tο πρώτο πράγμα που είδα καθαρά ήταν σχήματα. Αυτό πρέπει να είναι πόρτα, σκέφτηκα. Κι αυτό πρέπει να είναι ντουλάπι. Κι αυτό παράθυρο. Κλειστό. Το άνοιξα. Ένα μαύρο ρευστό έπεσε πάνω μου και μ' έριξε κάτω. Σύρθηκα. Πλησίασα την πόρτα. Το ρευστό με ακολούθησε σαν δεύτερος εαυτός. Άνοιξα την πόρτα, είδα ένα κρεβάτι και ξάπλωσα. Το ρευστό σταθερά μαζί μου, σαν δεύτερο δέρμα. Και μετά επάνω μου, σαν πάπλωμα που τώρα με σκέπαζε. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια πλησίασαν, το ρούφηξαν, όλα έγιναν γκρίζα, μετά ανακατεύτηκε το γκρίζο με κάτι γαλακτερό κι έγινε ένα σύννεφο που κάλυψε τη γύμνια μου. Γιατί μόλις διαπίστωσα πως όχι μόνο δεν φορούσα τίποτα αλλά με τρόμο διαπίστωσα επίσης πως ήμουν ενιαία ως προς το σώμα. Κεφάλι, λαιμός, κορμί, όλα ένα. Τα χέρια μου παραδίπλα, χωριστά το ένα από το άλλο. Και τα πόδια επίσης, άλλο εδώ κι άλλο εκεί. Τα ασώματα κι απρόσωπα μάτια τα περιεργάζονταν, κοιτώντας τριγύρω σαν να έψαχναν κάτι. Είμαι σίγουρη πως έψαχναν τις οδηγίες συναρμολόγησης. Και τις οδηγίες χρήσης.
Προσπάθησα να τους φωνάξω αλλά δεν υπήρχε στόμα. Υπήρχε όμως ακόμα το μυαλό μου. Γι' αυτό σκέφτηκα να... σκεφτώ δυνατά. "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗΣ, ΟΥΤΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ". Ήξερα καλά ότι το μόνο που χρειαζόμουν ήταν επισκευή κι επανατοποθέτηση στη σωστή θέση μαζί με άλλα γρανάζια στη μηχανή του κόσμου μου.
Αλίς και τρισΑλίς... όμως ούτε για την επισκευή μου υπήρχαν οδηγίες. Ούτε φυσικά εγγύηση. Και φυσικά ούτε κάρτας αλλαγής...
Εμένα όμως δε με λένε Alice, με λένε Νάση και είμαι καλά. Να εδώ, αλλά out of order.
Γιατί να επιστρέψω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου