Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Αναπτίξ Ναδουνταματιασού

Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού έξυσε απορημένη ένα κύτταρο που την παρενοχλούσε στο έσω αριστερό μπούτι και πάνω πάνω. Λίγο να λοξοδρομούσε...
Το "αριστερό" είναι το νέο δεξί, σκέφτηκε. 
Και τί καλά που κάνει και "ξύνει" καμιά φορά και τις παρυφές στα λεγόμενα ειδησεογραφικά σάιτ. Να, ας πούμε προχθές, διάβασε ...ειδήσεις που ενημέρωναν τις γυναίκες πώς να κάνουν σωστά τη χωρίστρα στο κεφάλι τους.
Και προχθές διάβασε πως φέτο το ...φλοράλ (όχι το φημισμένο καφέ στα Εξάρχεια) είναι το νέο λευκό.
Αχ πώς της άρεσαν αυτές οι εκφράσεις που κάνουν έναν άνθρωπο, και δη μια γυναίκα, να δείχνει ευφυής κι ενδιαφέρων-ουσα και να μην πλήττει κανείς μαζί τους ποτέ.
Με τρέλες και κορδέλες, απ' αυτές τις μεταξωτές που ήδη έχουν πάρει τον δρόμο του μεταξιού κι οδεύουν προς τη χώρα μας ν' αντικαταστήσουν τα φύκια που "τρώγαμε" ως τώρα, θα πορεύεται από δω κι εμπρός.
Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού ξύνοντας το δεξί της φρύδι αυτή τη φορά μονολόγησε "να δεις που θα τις πιάσει λάστιχο και δεν θα φτάσουν ποτέ... φύκια και πάλι φύκια θα εξακολουθούν να μας πουλάνε κι εμείς θα εξακολουθούμε να τ' αγοράζουμε". Αλλά με τις τρέλες δεν έχουμε πρόβλημα. Αυτές ούτε πάνε ούτε έρχονται. Είναι εδώ. Όλες εδώ. Πωλούνται και μάλιστα σε καλή τιμή.
Αλλά μήπως και τα φύκια είναι φτηνά να 'ούμ'; Καθόλου φτηνά δεν είναι. Ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί πόσο θα ακρίβαιναν τα φύκια. Και σα να μην έφτανε αυτό πάρε να 'χεις να σηκώνεται ο μεσιέ Φιπιάς.
Άστραψε και βρόντηξε ο μεσιέ καθώς σηκωνότανε από την καρέκλα του για να δούνε όλοι πόσο είχε ψηλώσει από την τελευταία φορά που μια ολόκληρη χώρα σφαζότανε για χάρη του. Η χώρα που ο πρωθυπουργός της κόντευε πια να τελειοποιήσει τη μέθοδο "βγάζω απ' τη μύγα ξίγκι". 
Μα σύντομα κι αυτό το ξίγκι θα τέλειωνε.
Η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού έπιασε απαλά και με τα δυο της χέρια τη γυάλινη σφαίρα της κι εστίασε στο κέντρο της. Δεν είδε τίποτα.
Αλλά καθώς κοιτούσε επίμονα κι ενώ τα μάτια της είχαν πια αρχίσει ν' αλληθωρίζουν και η όρασή της να θολώνει διέκρινε κάτι ακαθόριστο να της γνέφει σε κάποιο σημείο του γυάλινου σφαιρικού σύμπαντος που κρατούσε στα χέρια της.
Πλησίασε να δει δεν τα κατάφερε... 
Έριξε κολλύριο στα μάτια της πάλι δεν τα κατάφερε...
Πήρε ένα φακό, έριξε φως και πάλι τίποτε...
Στο τέλος, σαν ύστατη ελπίδα να δει ...φως πήρε έναν μεγεθυντικό φακό...
Τίποτε ξανά...
Μωρέ ούτε με το τηλεσκόπιο Hubble δεν θα καταφέρω να δω τίποτε...
Τα παράτησε όλα και πήγε να κοιμηθεί... είχε περάσει η ώρα...
...
Κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού της να ρωτήσει τον τεχνικό αν ήθελε τίποτε... Αυτός ο τεχνικός ήταν ακαθόριστου φύλου κι ηλικίας και είχε μιαν εντελώς ακαθόριστη δουλειά να κάνει... Ωστόσο της έδωσε μια εντελώς καθορισμένη απάντηση πως θέλει λίγο λάδι να ρίξει στο φαγητό του... επειδή έκανε διάλειμμα καθορισμένης διάρκειας στη διάρκεια μιάς εντελώς ακαθόριστης διάρκειας εργασίας...
Ανέβηκε στο διαμέρισμα, πήρε το μπουκάλι με όσο λάδι είχε απομείνει μέσα σε αυτό, εντελώς καθορισμένα δύο δάχτυλα και του το πήγε με την ελπίδα να χρησιμοποιήσει λίγο, να της μείνει κι αυτηνής λίγο... "Βάλε λάδι κι έλα βράδυ" της είχε πει ο μεσιέ Φιπιάς, χρησιμοποιώντας αυτήν την εντελώς ακαθόριστη έκφραση που δεν καθορίζει τί λάδι, πού να το βάλει, πού ακριβώς να πάει και ποιό βράδυ συγκεκριμένα.
Έφυγε να πάει στη δουλειά της, ξεχνώντας και τον τεχνικό και τη δουλειά του και το φαγητό του και το λάδι της.
Την άλλη μέρα το απόγευμα περνώντας από το υπόγειο είδε το μπουκάλι με το λάδι με ακριβώς όση ποσότητα είχε και πριν. Τελικά αλάδωτο είχε φάει το κολατσιό του ο άνθρωπος, σκέφτηκε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ...σκηνή ο πρωθυπουργός, ο κος Τσίπρας. Καλησπέρα σας, καλησπέρα και σε σας, μπήκαν στο ασανσέρ κι ανέβηκαν στον όροφο που κατοικούσαν. Ο κος Τσίπρας έμενε σ' ένα διαμέρισμα ακριβώς δίπλα στο δικό της με την "οικονόμο" του μόνο, χωρίς γυναίκα και παιδιά. Αυτοί έμεναν στο άλλο του το σπίτι, το κανονικό. Αυτός έμενε μόνος του. Κι ενώ είχαν και οι δύο μπει στα διαμερίσματά τους η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού τον άκουσε, τον πρωθυπουργό ντε, να επιπλήττει την οικονόμο λέγοντάς της πως δεν μπορεί ο πάσα ένας ν' αφήνει το λάδι του όπου να 'ναι και να κατέβει τώρα να το μαζέψει γιατί αν πέσει το μπουκάλι και σπάσει θα χυθεί το λάδι θα το πατήσει κανείς θα γλιστρήσει θα πέσει θα σπάσει τίποτε θα 'χουμε τρεχάματα και μετά "πού είναι το κράτος;" "το εθνικό σύστημα υγείας νοσεί".
Πριν προλάβει όμως η οικονόμος να εκτελέσει τις διαταγές του αφεντικού της η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού είχε ήδη κατέβει να πάρει το μπουκάλι της.
Ακούγοντας όμως το τηλέφωνό της να χτυπάει επέστρεψε γρήγορα γρήγορα σπίτι της να το σηκώσει. Ήταν ο μεσιέ Φιπιάς.
"Συζητάνε να με αναπτύξουν", της είπε, θα γίνω μεσιέ Αναπτίξ. Αναπτίξ Ναδουνταματιασού. Με "ιώτα"*.
...
Έντρομη άνοιξε τα μάτια της... Ουφ όνειρο ήταν και πάει... 
Τότε άνοιξε περισσότερο τα μάτια της και είδε πως το δωμάτιό της δεν ήταν αυτός ο τετράγωνος χώρος που μέχρι τότε ήξερε για δωμάτιό της αλλά ήταν ένας χώρος ολοστρόγγυλος κι αυτή μέσα του. Κοίταξε γύρω της κι είδε τα χέρια της να κινούνται, σα να έγνεφαν σε κάποιον για να την προσέξει. Η όρασή της δεν επαρκούσε για να δει τί υπήρχε έξω από τη γυάλα. Μόνο μια ακαθόριστη μορφή, ακαθορίστου φύλου κι ηλικίας έριχνε ένα ακαθόριστο φως προς μια ακαθόριστη κατεύθυνση μάλλον προσπαθώντας για να τη δει. Κρύος ιδρώτας έλουσε την μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού όταν κατάλαβε πως κανείς ποτέ δεν θα κατάφερνε να τη δει κι ακόμη χειρότερα πως κανείς δεν θα κατάφερνε να τη βγάλει από το λαγούμι της. Ακόμη δε χειρότερα πως ποτέ κανείς δεν θα μάθαινε αυτά που είχε να του πει.
Κι έτσι, η μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού θα έμενε για πάντα θαμένη στα τρίσβαθα μιας γυάλινης σφαίρας που κανείς ποτέ δεν θα κατάφερνε να εισχωρήσει στο εσωτερικό της.
Ο/η ...απέξω, όποιος/α κι αν ήταν μόλις είχε ανακαλύψει ένα νέο είδος μαύρης τρύπας που όμως δεν ήταν πια μαύρη, ήταν γαλακτερή και θολή. Ωστόσο μια τρύπα από την οποία κανείς δεν μπορούσε να βγει και στην οποία κανένας δεν μπορούσε να μπει ό,τι ακριβώς ίσχυε και στις άλλες, τις μαύρες. Τα μυστικά και του ενός σύμπαντος και του άλλου θα έμεναν περιχαρακωμένα στα αδιαπέραστα όριά τους. Στα επτασφράγιστα σύνορα που χώριζε τον έναν κόσμο απ' τον άλλο.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς να ζήσουμε να τη θυμόμαστε τη μαντάμ Αναπτύξ Ναδουνταματιασού. Και την από μέσα και την απέξω.
Γιατί δεν ξέρω αν το καταλάβατε... Πρόκειται για ένα και το αυτό πλάσμα της φαντασίας χωρισμένο δια παντός από το alter ego του.



* Το όνειρο είναι ολωσδιόλου πραγματικό και καθορισμένο που το είδε η γράφουσα μόλις προχθές. Όλα τ' άλλα είναι ακαθόριστες φανταστικές ιστορίες ενός ακαθόριστου μυαλού.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου