Αγαπημένο μπλογκολόγιο
Μερικές φορές κολλάει η πένα μου εκεί που κολλάει κι η σκέψη μου - όπως τώρα - και μη γνωρίζοντας τί ακριβώς μου συμβαίνει άφησα το πρόβλημα ελεύθερο στη φύση, να πάρει τον αέρα του και να φρεσκαριστεί, μήπως λυθεί είτε μόνο του είτε με βοήθεια για να επιστρέψει πίσω σε μένα, λυμένο, ξεπλυμμένο κι απαστράπτον. Ως έμπνευση αυτή τη φορά.
Το ταξίδι του σύντομο, η στάση του όμως σε μια μικρή ζωική ιστορία κράτησε αρκετά. Μύρισε, είδε, γεύτηκε, άγγιξε, άκουσε, οπλίστηκε με θάρρος και υπομονή και μου γύρισε,
"κάτσε να στα πω":
Οι οπλές του αγριόγιδου είναι τέσσερις άσοι σε τσέπη χαρτοκλέφτη. Μ' εκείνες η βαρύτητα είναι μια παραλλαγή σ' ένα θέμα, όχι ένας νόμος.
Το μυαλό του ανθρώπου είναι μια ολόκληρη σημαδεμένη τράπουλα αλλά δεν το ξέρει. Μ' εκείνο ο χωροχρόνος είναι μια πιθανότητα, όχι ένας καταναγκασμός.
(Μα διάλογο με το πρόβλημα που επέστρεψε λυμένο γίνεται;)
Το χέρι τεταμένο, αυτό που κρατούσε απροσδιόριστο, πλησίασε στο τραπέζι, το ακούμπησε. Ανάποδα. Ξέρεις τί κρύβει; Κάτσε να σου πω:
Ένα αναποδογυρισμένο πιάτο χωράει λίγα, όμως έχει πιο πλατιά βάση, στηρίζεται πιο καλά.
Ένας αναποδογυρισμένος κόσμος χωράει τη ματαιότητά μας, όμως περιέχει περισσότερη αλήθεια, το ψέμα παραπαίει.
Άκου να σου πω "πρόβλημα" μεγάλη η πρόκληση, μεγάλο και το στοίχημα που βάζουμε.
Το μετερίζι τούτο δω θέλει κάποιος να γίνει δικηγόρος του διαβόλου, εσύ λέγε τί ξέρεις, εγώ θα λέω τ' αντίθετα. Έλα να μου πεις:
Σε κάθε είδος τα μοναχικά μέλη δοκιμάζουν νέες εμπειρίες. Είναι μια μερίδα που πειραματίζεται κι έπειτα παρασύρεται, χάνεται. Πίσω τους το ανοιχτό χνάρι ξανακλείνει.
Στο ανθρώπινο είδος τα μοναχικά μέλη δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Είναι ο κόσμος που ξεμυτίζει για λίγο, πειραματίζεται με τον εαυτό του ως μέρος του συνόλου κι έπειτα μπαίνει στο λαγούμι του ξανά και χάνεται, να επεξεργαστεί τις γνώσεις που αποκόμισε, προτού γίνουν εμπειρία. Πίσω τους η πόρτα ξανακλείνει αφού πρώτα σβήσουν το ίχνος τους. Γνώση και εμπειρία ή τούμπαλιν, το μόνο δίπολο που κινούμενο σε ιμάντα ατέρμονα βοηθάει τον άνθρωπο ν' αφήσει κάπου στον κόσμο αυτόν το σημάδι του.
Οι εποχές αλλάζουν όπως κι οι άνθρωποι, οι εποχές κυκλοτερώς, τέσσερα κεντρικά γρανάζια στη μηχανή του χρόνου, άφθαρτα, οι άνθρωποι χαοτικά, μονάδες τυχαία τοποθετημένες κινούν τον κόσμο, φθαρτοί. Στο σεργιάνι σου τί έμαθες πες μου:
Ο άνθρωπος τον χειμώνα πρέπει μόνος ν' αντέξει μες στο τσόφλι. Σκέφτεται: καμιά γεωμετρία δεν έχει ανακαλύψει τον τύπο του αυγού. Για τον κύκλο, για τη σφαίρα υπάρχει το ελληνικό "π", όμως η τέλεια μορφή της ζωής δεν μπαίνει σε καλούπι.
Ο δυνατός άνθρωπος βγαίνει από το τσόφλι για να παρατηρήσει. Σκέφτεται: καμιά συντεταγμένη δεν έχει καταγράψει την ύπαρξή μου προτού εγώ το θελήσω. Για τη δύναμη ξέρουμε τον ορισμό, είναι η αιτία που προκαλεί κάθε μεταβολή της κίνησης ή της γεωμετρίας των σωμάτων. Ένα σώμα μπορεί να δεχθεί ταυτόχρονα πολλές δυνάμεις, το αποτέλεσμά τους θα είναι σε κάθε σημείο μία συνισταμένη δύναμη και μία συνισταμένη ροπή. Όταν οι δυνάμεις αυτές εξουδετερωθούν μεταξύ τους τότε το σώμα βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. Η ανθρώπινη δύναμη είναι η αιτία που η παρατήρηση γίνεται εμπειρία κι εν τέλει ζωή.
Tους μήνες που το λευκό είναι πάνω του κι ολόγυρά του, ο άνθρωπος γίνεται ονειροπόλος. Με τον ήλιο στα θαμπωμένα βλέφαρα, το χιόνι μεταμορφώνεται σε θραύσματα γυαλιού. Το σώμα κι η σκιά σχεδιάζουν δυό γράμματα, ένα πεζό κι ένα κεφαλαίο. Ο άνθρωπος πάνω στο βουνό είναι μια συλλαβή στο λεξικό.
Το χιόνι μπορεί να καλύψει όλη τη γη αλλά όχι τα γεγονότα που τρέχουν αμείλικτα και μας προσπερνούν κατά ριπές, παγωμένη καταστροφική λαίλαπα που ισοπεδώνει τις ζωές μας στο διάβα της. Αυτές τις ζωές, που σαν το "κέντημα της γιαγιάς", αυτό που ήταν must να μην ξεχωρίζει η καλή απ' την ανάποδη, κάποιοι, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, λεπτοδούλεψαν μετατρέποντάς τες σε πολυδαίδαλες δομές αγκιστρωμένες στην πέργκολα της ψεύτικης ευδαιμονίας μας. Ανθρώπινοι κισσοί, χωρίς όμως την ομορφιά τους, με τις βεντουζίτσες που αποκτήσαμε χάρη στην επιδεξιότητα που τους επιτρέψαμε να αναπτύξουν στο τομάρι μας, γραπωθήκαμε εκεί κι όταν τα ανοίγματά της μίκραιναν και μίκραιναν ώστε να γίνουν ένα αόρατο dot matrix, μπλεχτήκαμε, μια κουκίδα εδώ και μία παρακάτω. Ένα πλέγμα που άλλοι το τινάζουν, το διπλώνουν, το απλώνουν, το τεντώνουν, το ζαρώνουν, κι όσοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι εκεί, όλοι για έναν, κι ένας για όλους. Speechless stood still dots. Σε απλά ελληνικά "στρατιωτάκια, αμίλητα, ακούνητα κι αγέλαστα" ενός στρατού που δεν γνωρίζουμε τον ιδρυτή, τον αρχηγό, τον σκοπό και τη χρησιμότητά του.
Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο που να δικαιούται τον τίτλο της σιωπής όσο το χιόνι στη στέγη και στο χώμα.
Στην καθοδική πορεία τους προς τη γήινη επιφάνεια οι νιφάδες του χιονιού απορροφούν τους ήχους που συναντούν. Με τα χιλιάδες μικρά στοματάκια που διαθέτει η κάθε μία καταπίνουν οποιονδήποτε από αυτούς βρεθεί στον διάβα τους. Αυτοί οι ήχοι, που χάρη στο δικό τους βάρος, το χιόνι φαίνεται να υπακούει στους νόμους της βαρύτητας, παραχωρούν τη θέση που εγκαταλείπουν αναγκαστικά, στο αντίθετό τους, το οποίο δημιουργεί ένα διεισδυτικό πλέγμα απίστευτα εκκωφαντικής σιωπής που καλύπτει τις υπάρξεις μας από το λαιμό και κάτω. Οι ασώματες κεφαλές χάρη στη μηχανική του λαιμού στρέφονται απορημένες πότε δεξιά και πότε αριστερά, κοιτάζοντας αμήχανα η μία την άλλη και ρωτώντας με τα μάτια "πώς φτάσαμε ως εδώ"!! Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα όπως και πάρα πολλά άλλα καλείται τώρα να καλύψει το χιόνι. Αλλά ως πότε θα χιονίζει; Κάποτε θα βγει ο ήλιος και οι απαντήσεις θα βγουν στο φως του.
(Η αδιανόητη χωρητικότητα μιας νιφάδας χιονιού).
Μου ερχόταν η υποψία πως όσα μου έλεγε τα είχε φανταστεί αλλά κάτι πιο δυνατό μου έλεγε να συνεχίσω.
Του ερχόταν η σκέψη ότι η ύλη τριγύρω του ήταν καμωμένη από προηγούμενες ζωές, ληγμένες. Στα σύννεφα υπήρχε το υγρό χνότο των ζώων που είχε σκοτώσει και των προγόνων των ανθρώπων. Το έδαφος που τον στήριζε είχε για λίπασμα τη σκόνη και τη στάχτη τους.
Η ιστορία της δημιουργίας των έμβιων όντων, άστρα που χάθηκαν από τον ουρανό όταν τελεύτησαν τον λαμπερό τους βίο αλλά όχι την ύλη τους που τη στάχτη της τη σκόρπισαν στο υπόλοιπο σύμπαν, κάπου σκάλωσε κι εκεί βρήκε ιδιόμορφο λίπασμα και καρποφόρησε.
Η μέρα ξεκινάει, τυχαία φτιάχνει τις στιγμές της με ό,τι υλικό βρίσκεται στο χρονοντούλαπό της. Στο μίγμα με το παρελθόν βάζει τη φαντασία της στιγμής κι αλλάζει την όψη του κόσμου, είναι το μέλλον, εσύ τί λες γι' αυτό;
Το βράδυ τελειοποιεί το ακατέργαστο έργο που αρχίζει, με ουρανό σκοτάδι ακόμα. Το βράδυ λαξεύει, με το λεπτό γυαλόχαρτο δίνει το τελευταίο φινίρισμα στη χειροποίητη μέρα.
Oι ρόλοι αντιστράφηκαν, εγώ ρωτώ, οι απαντήσεις περιμένουν, τί να κάνω; πώς να νοιώσω; τί να γράψω; Γυναίκα ανεμοδούρα ψάχνει τον άντρα της στη μέση του πουθενά. Τον βρίσκει;
Οι γυναίκες κάνουν κινήσεις αχηβάδας, που ανοίγει τόσο για να διώξει προς τα έξω όσο και για να ρουφήξει προς τα μέσα. Ο άντρας μισόκλεισε κάπως τα μάτια, ρυτίδες στις άκρες, χαμόγελο αδιόρατο σχεδόν. Ήταν η απάντησή του. Στη συμπαγή υπερέντασή του εκείνη (η γυναίκα) ήταν μόλις μια αμυχή.
Τίτλοι τέλους: Τα γραμμένα με πλάγια ήταν η αφορμή για τις σκέψεις μου και ξεκουράζονται σ' ένα βιβλιαράκι τόσο δα, τοσοδούλικο, αληθινό διαμάντι.
Που όταν το διαβάσετε θα αφαιρέσετε τη λέξη "γίδι" από το υβρεολόγιό σας.
Erri De Luca, To βάρος της πεταλούδας, μετάφραση: Άννα Παπασταύρου,
Που όταν το διαβάσετε θα αφαιρέσετε τη λέξη "γίδι" από το υβρεολόγιό σας.
Εκδόσεις Κέλευθος