Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ.
Αυτή τη χρονιά ο χειμώνας άργησε να έρθει. Δηλαδή ημερολογιακά δεν άργησε, στην ώρα του ήρθε, μόνο που η ουρά του καλοκαιριού παραήταν μακριά αυτή τη χρονιά.
Κι έτσι, η θερμοκρασία βρισκόταν σε υψηλά για την εποχή επίπεδα.
Όμως τελικά τα χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνουν δεν άργησαν να έρθουν. Μαζί και οι βροχές και οι αέρηδες και το κρύο. Ειδικά στα βόρεια της χώρας η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα.
Και τότε ένα κοριτσάκι είπε "βαρέθηκα τη θαλπωρή του σπιτιού κι ολημερίς να παίζω με τις κούκλες μου, δεν βγαίνω στους 3º C να πουλήσω κανά σπίρτο μέρες που είναι;"
Πήρε λοιπόν τα σπίρτα της και βγήκε.
Αλλά πάνω στη βιασύνη της δεν ντύθηκε καλά και κρύωνε.
Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Θα με νομίζουν φτωχούλα και θα μου αγοράσουνε τα σπίρτα μου. Πού να φανταστούν πως εγώ βγήκα στους δρόμους από ανία και πλήξη.
Καθόταν λοιπόν σε μια γωνίτσα, στο τσουχτερό το κρύο και παρατηρούσε τους κατοίκους της πόλης που πηγαινοέρχονταν από βιτρίνα σε βιτρίνα κι από μαγαζί σε μαγαζί χωρίς να ψωνίζουν απολύτως τίποτα.
Καλύτερα, σκέφτηκε. Θα τους μείνουνε λεφτά και θα μου αγοράσουνε τα σπίρτα μου.
Όμως την αγνοούσαν.
Παρότι χωρίς σακούλες με ψώνια στα χέρια, ήταν ζεστά ντυμένοι, με κασκόλ και σκούφους και γάντια και παλτά και μπότες. Οι μύτες τους κατακόκκινες και το βήμα τους βιαστικό.
Δεν έβλεπαν την ώρα να χωθούν μέσα στα σπίτια τους. Γιατί όλη την ημέρα στο σουλάτσο κάποια στιγμή βαριέσαι και θέλεις να μαζευτείς. Όχι σαν το κοριτσάκι που όλη μέρα στο σπίτι το τρώει η βαρεμάρα.
Κόσμος πήγαινε κόσμος ερχότανε αλλά κανείς δεν πρόσεχε τη μικρούλα που τουρτούριζε και με μισοσβησμένη φωνή διαλαλούσε - τρόπος του λέγειν - την πραμάτεια της.
Κάποια στιγμή μια ριπή ανέμου της έριξε τα σπίρτα από την ποδιά πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο.
Γιατί δεν φτάνει που έκανε κρύο, δεν φτάνει που φυσούσε, έβρεχε κιόλας. Κι αυτή η ανεπρόκοπη ούτε που σκέφτηκε να βάλει τα UGG μποτάκια της.
Σκύβει το κακόμοιρο να μαζέψει τα σπίρτα, βρήκε ένα εδώ, ένα εκεί κι ένα ακόμη παραπέρα. Μούσκεμα είχαν γίνει και το κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα γιατί πώς θα τα πουλούσε τώρα.
Σκούπισε τα ματάκια της, όρθωσε το κεφαλάκι της και τί βλέπει;
Βλέπει πολλά ζευγάρια πόδια να στέκονται μπροστά της. Πόδια περίεργα, αντρικά έμοιαζαν.
Δηλαδή τα ίδια τα πόδια δεν είχαν κάτι περίεργο, οι μπότες και τα ρούχα έμοιαζαν περίεργα. Δεν ήταν σαν αυτά που φορούσαν οι κανονικοί άνθρωποι.
Σηκώνει περισσότερο το κεφάλι της και βλέπει αστυνομικούς!!
- Τί κάνεις εδώ, τη ρώτησαν.
- Πουλάω σπίρτα, απάντησε με τρεμάμενη φωνή το κοριτσάκι.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως θα τη μαλώσουν που μικρό παιδί είναι στους δρόμους και θα την έπαιρναν σηκωτή να την επιστρέψουν στο "ζεστό" σπιτικό της, εκεί που η γιαγιά της, λίγο πριν φύγει η μικρή από το σπίτι, είχε βάλει στο νερό να βράσουν 3-4 καστανάκια. Έφτιαχνε καστανόσουπα. Με αυτά τα ωραία κάστανα που πουλούσε ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος λίγο πιο κάτω. Και που η μικρή τα προτιμούσε ψητά αλλά η γιαγιά τα έκανε σούπα για να "φτουρήσουν". Ήταν πολύ ηλικιωμένος αυτός ο κύριος, πολύ πιο ηλικιωμένος απ' τη γιαγιά της. Γέρος σχεδόν. Που όμως κι αυτός, όπως κι αυτή, βαριόταν στο σπίτι του και το 'ριχνε στις πωλήσεις κάστανου.
Σκέφτηκε ακόμη πως οι κύριοι αστυνομικοί θα μάλωναν τη γιαγιά της που την άφησε να βγει με τέτοιο κρύο και μάλιστα χωρίς πανωφόρι και θα τη μάλωναν ακόμη περισσότερο αν τους έλεγε πως δεν είχε καν πανωφόρι και μετά θα πρόσεχαν πως δεν φορούσε ούτε ζεστά παπούτσια παρά μόνο κάτι πολυκαιρισμένα αθλητικά. Στενοχωρήθηκε που θα μάλωναν τη γιαγιά της για "έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο" (κάπου το είχε ακούσει αυτό) κι άρχισε να παρακαλάει τους κυρίους να αφήσουν τη γιαγιά της ήσυχη και πως δεν φταίει, η ίδια αφεαυτού κι από μόνη της βγήκε να πουλήσει σπίρτα επειδή δεν της αρέσει καθόλου η καστανόσουπα.
Αλλά τότε αυτοί οι κύριοι αστυνομικοί άρχισαν να της κάνουν περίεργες ερωτήσεις, που ευτυχώς δεν αφορούσαν τη γιαγιά της, όπως αν έχει παραστατικό, αν κόβει αποδείξεις, αν αποδίδει ΦΠΑ, αν πληρώνει φόρους εισοδήματος, ΟΑΕΕ, εισφορές, τέλος επιτηδεύματος κι άλλα ακαταλαβίστικα.
Κι εκεί πού άρχισε ν' αναρωτιέται τί είναι όλα αυτά που τη ρωτούν και τί είναι ο κάβουρας και τί το ζουμί του άρχισε ν' αναρωτιέται και πού είναι ο καστανάς.
Το τί χαρά έκανε όταν τον είδε να την περιμένει σ' ένα δωμάτιο με κάγκελα που την πήγαν οι αστυνομικοί, με εκείνο το όμορφο λευκό αυτοκίνητο με το κόκκινο και τεράστιο χριστουγεννιάτικο καρούμπαλο/λαμπιόνι στην οροφή του, δεν περιγράφεται.
Κι έτσι, η άταχτη μικρούλα που ξεπόρτισε και ο καστανάς που άλλη δουλειά δεν είχε να κάνει από το να ψήνει στα 75 του κάστανα στις γωνίες, έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι οι άλλοι;
Κακό ψόφο να 'χουνε μέρες που είναι.
Αλλά τότε αυτοί οι κύριοι αστυνομικοί άρχισαν να της κάνουν περίεργες ερωτήσεις, που ευτυχώς δεν αφορούσαν τη γιαγιά της, όπως αν έχει παραστατικό, αν κόβει αποδείξεις, αν αποδίδει ΦΠΑ, αν πληρώνει φόρους εισοδήματος, ΟΑΕΕ, εισφορές, τέλος επιτηδεύματος κι άλλα ακαταλαβίστικα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εκεί πού άρχισε ν' αναρωτιέται τί είναι όλα αυτά που τη ρωτούν και τί είναι ο κάβουρας και τί το ζουμί του άρχισε ν' αναρωτιέται και πού είναι ο καστανάς.
Το τί χαρά έκανε όταν τον είδε να την περιμένει σ' ένα δωμάτιο με κάγκελα που την πήγαν οι αστυνομικοί, με εκείνο το όμορφο λευκό αυτοκίνητο με το κόκκινο και τεράστιο χριστουγεννιάτικο καρούμπαλο/λαμπιόνι στην οροφή του, δεν περιγράφεται.
Κι έτσι, η άταχτη μικρούλα που ξεπόρτισε και ο καστανάς που άλλη δουλειά δεν είχε να κάνει από το να ψήνει στα 75 του κάστανα στις γωνίες, έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι οι άλλοι;
Κακό ψόφο να 'χουνε μέρες που είναι.
Σας ευχαριστώ πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφή