Το
χέρι μου μέσα στο δικό του, πουλί στη φωλιά του, ανίδεο για τις μελλούμενες στιγμές, τότε ήταν που έπεσε το
σπίρτο, δεν πρόσεξα τα φρύγανα τριγύρω παρά μόνο σαν ένιωσα
τις φλόγες να μας τυλίγουν.
Και μετά με αγκάλιασε κι αυτό ήταν η πιστολιά, ποιός πυροβόλησε, ποιός πυροβολήθηκε, πού ήταν το όπλο, η σφαίρα, το διαμέτρημά της, το βεληνεκές της, το διακύβευμα, όλα ανάκατα, όλα κουβάρι πάνω στα φλεγόμενα ξερόχορτα, θεέ μου ας μην έρθουν ποτέ να σβήσουν τη φωτιά. Φλεγόμενοι κι εμείς από φωτιά που δεν έκαιγε το δέρμα παρά μόνο την ψυχή, φλόγες που μέγα το έλεός τους όπως γλιστρούσαν γύρω από το ανθρώπινο σύμπλεγμα, μια το ζέσταιναν, μια το προστάτευαν, μερικές ξέφευγαν, διαπέρναγαν τη σάρκα, διάφανη πια από την αδιανόητη δύναμη των συναισθημάτων, έτοιμη να σπάσει, έμπαιναν μέσα μας και έκαιγαν τα σωθικά μας.
Περάσαν χρόνια... Φωτιές πολλές, φωτιά όμως δεν άναψε άλλη τόσο δυνατή, άλλη δεν έσβησε εκείνη που φλογίτσα τώρα πια σιγοκαίει, θύμιση αυτού που κάηκε χωρίς να καεί, που τέλειωσε προτού αρχίσει, που το όπλο εκπυρσοκρότησε και το "αδίκημα" ήταν διαρκές...
"Διακύβευμα" − που σημαίνει ατελές και ατελέσφορο, ανολοκλήρωτο κι ανέμπειρο, κουτσή περπατησιά, λειψή ματιά, συμβιβασμός, χαμένοι στην ερμηνεία με άλλα μέτρα και σταθμά μετρήθηκε το κόστος − βρήκε κατηφόρα και κύλησε με ορμή, στη στροφή βρήκε το αντίθετό της και στο γόνατο της ανηφόρας στάθηκε, αγνάντεψε, έδωσε βουτιά για να πετάξει, ξεχάστηκε πως τα φτερά είχαν μείνει πίσω στο κλουβί, έπεσε και τσακίστηκε. Σκόρπισαν τα γράμματα, με τον καιρό απόκτησαν νέο σώμα, έγιναν άλλη λέξη το νόημα όμως το ίδιο κρυμμένο στην υφή τους.
Στην πλευρά του Δ σκαρφάλωσε και κρύφτηκε το ιώτα το μικρό, μια σταλίτσα, μια γραμμούλα τόση δα, χώρεσε. Το α άνοιξε αγκαλιά κι έκλεισε μέσα του τον τόνο, κουκίδα τοσηδούλα να δείχνει τον παλμό, έγινε μάτι να κρυφοκοιτάζει την περιδίνηση που βρέθηκαν.
Το κ κατρακύλησε βρήκε το υ, κρεμάστηκε από αυτό, στην προσπάθεια να ανεβεί ξανά βρήκε το β, αγκαλιάστηκαν και μαζί γατζώθηκαν στο μ, τα κοιτάζει το ε διαβολικά "ο αναγραμματισμός δεν αλλάζει την ουσία, εκεί ήσουνα κι εκεί θα ξαναβρεθείς". Σκιάχτηκαν τα γράμματα, έγιναν κουβάρι που πήγε παρακάτω, βρήκε τη σιωπή και κρεμάστηκε.
Κουφάρι το διακύβευμα που όμως κρατάει αναλλοίωτη γεύση και μυρωδιά, πικρή η πρώτη, αποπνιχτική η δεύτερη, η όψη βέβαια ξεγελάει πού να ξέρει κανείς τί βρίσκεται από κάτω...
Το σκοινί ξέφτισε, το κουφάρι θα γλιστρήσει όπου να 'ναι, η βαρύτητα θα κάνει για μια ακόμη φορά τη δουλειά της, θα πέσει στη γη θα γίνει ένα με το χώμα. Θα ταξιδέψει, θα κάνει χιλιάδες φορές τον γύρο της γης, θα βγάλει ρίζες, θα καρπίσει ίσως, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού θα το πουν ξανά και η ιστορία θα ξεκινήσει από την αρχή.
Θυμάται, δεν γίνεται αλλιώς, οι μέρες γλιστρούν απαλά και το ημερολόγιο έλεγε Γενάρης, αδιάφορο ποια μέρα ακριβώς, μια πριν μια μετά τί σημασία έχει.
Η πληγή έχει κλείσει με την έννοια πως έχει κλείσει μέσα της μια ιστορία αληθινή, που έτσι λέμε το χθες, κι εκείνη ταξιδεύοντας όπως το συνηθίζει πήρε ένα κύτταρο, το φύσηξε στους πέντε ανέμους, κάπου αλλού κάποτε άλλοτε το διακύβευμα δεν θα υπάρχει. Ψαχουλεύει την κρυψώνα της ενθύμησης, νοιώθει πόνο, ξέρει πως τίποτε δεν πάει χαμένο κι αυτή είναι η σφαίρα στη σφαίρα της φαντασίας της.
Και μετά με αγκάλιασε κι αυτό ήταν η πιστολιά, ποιός πυροβόλησε, ποιός πυροβολήθηκε, πού ήταν το όπλο, η σφαίρα, το διαμέτρημά της, το βεληνεκές της, το διακύβευμα, όλα ανάκατα, όλα κουβάρι πάνω στα φλεγόμενα ξερόχορτα, θεέ μου ας μην έρθουν ποτέ να σβήσουν τη φωτιά. Φλεγόμενοι κι εμείς από φωτιά που δεν έκαιγε το δέρμα παρά μόνο την ψυχή, φλόγες που μέγα το έλεός τους όπως γλιστρούσαν γύρω από το ανθρώπινο σύμπλεγμα, μια το ζέσταιναν, μια το προστάτευαν, μερικές ξέφευγαν, διαπέρναγαν τη σάρκα, διάφανη πια από την αδιανόητη δύναμη των συναισθημάτων, έτοιμη να σπάσει, έμπαιναν μέσα μας και έκαιγαν τα σωθικά μας.
Περάσαν χρόνια... Φωτιές πολλές, φωτιά όμως δεν άναψε άλλη τόσο δυνατή, άλλη δεν έσβησε εκείνη που φλογίτσα τώρα πια σιγοκαίει, θύμιση αυτού που κάηκε χωρίς να καεί, που τέλειωσε προτού αρχίσει, που το όπλο εκπυρσοκρότησε και το "αδίκημα" ήταν διαρκές...
"Διακύβευμα" − που σημαίνει ατελές και ατελέσφορο, ανολοκλήρωτο κι ανέμπειρο, κουτσή περπατησιά, λειψή ματιά, συμβιβασμός, χαμένοι στην ερμηνεία με άλλα μέτρα και σταθμά μετρήθηκε το κόστος − βρήκε κατηφόρα και κύλησε με ορμή, στη στροφή βρήκε το αντίθετό της και στο γόνατο της ανηφόρας στάθηκε, αγνάντεψε, έδωσε βουτιά για να πετάξει, ξεχάστηκε πως τα φτερά είχαν μείνει πίσω στο κλουβί, έπεσε και τσακίστηκε. Σκόρπισαν τα γράμματα, με τον καιρό απόκτησαν νέο σώμα, έγιναν άλλη λέξη το νόημα όμως το ίδιο κρυμμένο στην υφή τους.
Στην πλευρά του Δ σκαρφάλωσε και κρύφτηκε το ιώτα το μικρό, μια σταλίτσα, μια γραμμούλα τόση δα, χώρεσε. Το α άνοιξε αγκαλιά κι έκλεισε μέσα του τον τόνο, κουκίδα τοσηδούλα να δείχνει τον παλμό, έγινε μάτι να κρυφοκοιτάζει την περιδίνηση που βρέθηκαν.
Το κ κατρακύλησε βρήκε το υ, κρεμάστηκε από αυτό, στην προσπάθεια να ανεβεί ξανά βρήκε το β, αγκαλιάστηκαν και μαζί γατζώθηκαν στο μ, τα κοιτάζει το ε διαβολικά "ο αναγραμματισμός δεν αλλάζει την ουσία, εκεί ήσουνα κι εκεί θα ξαναβρεθείς". Σκιάχτηκαν τα γράμματα, έγιναν κουβάρι που πήγε παρακάτω, βρήκε τη σιωπή και κρεμάστηκε.
Κουφάρι το διακύβευμα που όμως κρατάει αναλλοίωτη γεύση και μυρωδιά, πικρή η πρώτη, αποπνιχτική η δεύτερη, η όψη βέβαια ξεγελάει πού να ξέρει κανείς τί βρίσκεται από κάτω...
Το σκοινί ξέφτισε, το κουφάρι θα γλιστρήσει όπου να 'ναι, η βαρύτητα θα κάνει για μια ακόμη φορά τη δουλειά της, θα πέσει στη γη θα γίνει ένα με το χώμα. Θα ταξιδέψει, θα κάνει χιλιάδες φορές τον γύρο της γης, θα βγάλει ρίζες, θα καρπίσει ίσως, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού θα το πουν ξανά και η ιστορία θα ξεκινήσει από την αρχή.
Θυμάται, δεν γίνεται αλλιώς, οι μέρες γλιστρούν απαλά και το ημερολόγιο έλεγε Γενάρης, αδιάφορο ποια μέρα ακριβώς, μια πριν μια μετά τί σημασία έχει.
Η πληγή έχει κλείσει με την έννοια πως έχει κλείσει μέσα της μια ιστορία αληθινή, που έτσι λέμε το χθες, κι εκείνη ταξιδεύοντας όπως το συνηθίζει πήρε ένα κύτταρο, το φύσηξε στους πέντε ανέμους, κάπου αλλού κάποτε άλλοτε το διακύβευμα δεν θα υπάρχει. Ψαχουλεύει την κρυψώνα της ενθύμησης, νοιώθει πόνο, ξέρει πως τίποτε δεν πάει χαμένο κι αυτή είναι η σφαίρα στη σφαίρα της φαντασίας της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου