Βγήκα από το ιατρείο διστακτική.
Μην ανησυχείτε, ο γιατρός μου συνέστησε απλώς ταξίδι.
Όλα βαίνουν καλώς, είπε, καλό ταξίδι, είπε.
Προς το παρόν, σκέφτηκα, να πάω ένα άλλο ταξίδι, λίγο κοντινό βέβαια, αλλά πάντως ταξίδι με την ευρύτερη έννοια του όρου αφού δεν ήξερα τί ακριβώς θα βρω, την Ιθάκη ή κάποιο άλλο νησί. Μετά σκέφτηκα πως κάποιες φορές προορισμός είναι το ίδιο το ταξίδι, κοντοστάθηκα όμως στην έξοδο να σκεφτώ λίγο καλύτερα αυτό που πήγαινα να κάνω βασισμένη μόνο σε ένα κλισέ.
Αλλά πριν το καλοσκεφτώ αποφάσισα· θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.
Στο σημείο του ενδιαφέροντός μου μπορούσα να πάω είτε στρίβοντας δεξιά από το ιατρείο είτε αριστερά, η διστακτικότητά μου ποιόν δρόμο να πάρω είχε να κάνει μόνο με τη διστακτικότητά μου για τον ίδιο τον προορισμό. Λες και προσπαθούσα να βρω ποιός δρόμος ήταν πιο κατάλληλος για να μην φτάσω ποτέ. Χωρίς δεύτερη σκέψη έστριψα. Αριστερά. Για σιγουριά πως δεν θα βρω εμπόδιο.
Τα πρώτα μου βήματα ασταθή, τρέκλιζα λες κι είχα πιει ή λες και γινόταν σεισμός κάτω απ' τα πόδια ή λες κι είχα ακούσει από το στόμα του γιατρού τα πιο δυσάρεστα νέα για την υγεία μου.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Τί πήγαινα να κάνω;
Κι ακόμη δεν είχα καν ξεκινήσει...
Δειλά δειλά έκανα κι άλλα βήματα, οι χτύποι της καρδιάς μου πολύ έντονοι, κι όσο προχωρούσα, άρα όσο πλησίαζα, αυτοί οι χτύποι, αλλοπρόσαλλοι, άρρυθμοι κι αλλόκοτοι έκαναν αυτήν τη μάζα από αιμοφόρα αγγεία που τη λέμε καρδιά να χοροπηδάει μέσα στο στήθος μου.
Είχα φτάσει σχεδόν στη μέση της διαδρομής... το σημείο του προορισμού μου δεν φαινόταν ακόμη, το έκρυβαν αυτά τα σιχαμερά πάνελ που περιχαρακώνουν τα έργα στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι. Σταμάτησα για λίγο να πάρω ανάσα... να πάψει το τρέμουλο στα πόδια, να καταλαγιάσει λίγο η αγωνία, εντωμεταξύ το τραίνο που εκείνη τη στιγμή περνούσε κάλυψε την κραυγή αγωνίας της λογικής μου: μην πας, είναι τρέλλα...
Δεν την άκουσα, συνέχισα...
Στην υπόλοιπη διαδρομή, που την έκανα πολύ αργά και βασανιστικά, αναρωτιόμουν τί ακριβώς θα δω, τί θα αντικρύσω, τί θα βρω... πώς θα είναι, τί θα πω... θα τη βρω μικρή, θα τη βρω μεγάλη και τί αποτέλεσμα θα έχει για μένα αυτό το ταξίδι που ενώ πλησίαζε στο τέλος του άρχισε να μου μοιάζει βουτιά στο κενό.
Στάθηκα λίγα μέτρα πριν... να υπολογίσω... να μετρήσω τις συνέπειες.
Ξαφνικά με δυο δρασκελιές, αποφασιστικά βήματα προς το μη μετρήσιμο και μη αξιολογήσιμο ακόμη, έφτασα.
Δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε μικρή, είχα όμως υπομονή να περιμένω... Δεν προχωρούσε τίποτα... αδύνατον να πάμε παρακάτω... απογοήτευση σκέτη.
Προσπάθησα να διασκεδάσω την αγωνία μου παρατηρώντας τριγύρω... τί έκαναν οι άλλοι δηλαδή, πώς το αντιμετώπιζαν αυτοί.
Τότε ένοιωσα πως φαντασιώνομαι... πως για να καταφέρω να σπρώξω λίγο τον χρόνο και την κατάσταση άρχισα να βλέπω διάφορα...
Δεν ήταν όμως φαντασίωση... ήταν πράγματι μια γυναίκα με σάρκα και οστά που κάτι πήρε από τη σχισμή.
Απομακρύνθηκα αλλά δεν έφυγα... Η σχισμή με τράβηξε κοντά της, ήθελα να την δω από κοντά. Έκανα ό,τι και κείνη η γυναίκα και ξαναγύρισα στην αγκαλιά του προορισμού μου ελπίζοντας πως κάτι θα είχε προχωρήσει εντωμεταξύ. Αλλά μπα... Μπορεί να μην ήταν μεγάλη αλλά μεσαίου μεγέθους θα έλεγε κανείς, όμως ήταν στητή, άλλο τόσο όμως άκαμπτη όσο κι αμετακίνητη.
- Δεν προχωράει καθόλου; ρωτάω τον μπροστινό μου. Κοντεύω 10 λεπτά εδώ και δεν έχουμε κάνει ρούπι.
- Μέσος όρος 10 λεπτά το κεφάλι κυρία μου.
- Μα είμαστε 25 άνθρωποι στην ουρά, θα περιμένουμε 4 ώρες;
- Με την ελπίδα πως δεν θα είναι 4 αλλά πολύ λιγότερες αφού πολλοί περιμένοντες θα δώσουν απλώς έναν φάκελο και θα φύγουν.
- Μάλιστα. Εγώ θα φύγω όμως, πήρα χάρτινα εισιτήρια να κάνω τη δουλειά μου (από εκείνη την σχισμή που λέγαμε), από Δευτέρα θα πάρω και ηλεκτρονικά μιας διαδρομής κι αργότερα βλέπουμε για την ανώνυμη κάρτα, δεν είναι κάτι που με επείγει. Θέλετε κάτι από το περίπτερο; Από το καφέ απέναντι; Από το σουβλατζίδικο;
- Όχι κυρία μου, έχω τα πάντα στην τσάντα μου. Ευχαριστώ.
- Γειά σας λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε.
Περνώντας από το αυτόματο μηχάνημα σκηνές απείρου κάλλους, συνταξιούχοι είχαν φροντίσει ένα μήνα πριν να πάρουν ανώνυμες κάρτες αλλά φευ! δεν ήξεραν πώς να τις φορτίσουν. Προσπάθησα να τους βοηθήσω, δεν τα κατάφερα, σκέφτηκα αρκετό ήταν το ταξίδι... πρέπει να γυρίσω σπίτι... Χάρηκα που τα είπα και με αυτούς... Συμπαθητικοί άνθρωποι, δε λέω, εκτός από έναν που είπε "ο φίλος μου ο Σίρτζης"...
Μην ανησυχείτε, ο γιατρός μου συνέστησε απλώς ταξίδι.
Όλα βαίνουν καλώς, είπε, καλό ταξίδι, είπε.
Προς το παρόν, σκέφτηκα, να πάω ένα άλλο ταξίδι, λίγο κοντινό βέβαια, αλλά πάντως ταξίδι με την ευρύτερη έννοια του όρου αφού δεν ήξερα τί ακριβώς θα βρω, την Ιθάκη ή κάποιο άλλο νησί. Μετά σκέφτηκα πως κάποιες φορές προορισμός είναι το ίδιο το ταξίδι, κοντοστάθηκα όμως στην έξοδο να σκεφτώ λίγο καλύτερα αυτό που πήγαινα να κάνω βασισμένη μόνο σε ένα κλισέ.
Αλλά πριν το καλοσκεφτώ αποφάσισα· θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.
Στο σημείο του ενδιαφέροντός μου μπορούσα να πάω είτε στρίβοντας δεξιά από το ιατρείο είτε αριστερά, η διστακτικότητά μου ποιόν δρόμο να πάρω είχε να κάνει μόνο με τη διστακτικότητά μου για τον ίδιο τον προορισμό. Λες και προσπαθούσα να βρω ποιός δρόμος ήταν πιο κατάλληλος για να μην φτάσω ποτέ. Χωρίς δεύτερη σκέψη έστριψα. Αριστερά. Για σιγουριά πως δεν θα βρω εμπόδιο.
Τα πρώτα μου βήματα ασταθή, τρέκλιζα λες κι είχα πιει ή λες και γινόταν σεισμός κάτω απ' τα πόδια ή λες κι είχα ακούσει από το στόμα του γιατρού τα πιο δυσάρεστα νέα για την υγεία μου.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Τί πήγαινα να κάνω;
Κι ακόμη δεν είχα καν ξεκινήσει...
Δειλά δειλά έκανα κι άλλα βήματα, οι χτύποι της καρδιάς μου πολύ έντονοι, κι όσο προχωρούσα, άρα όσο πλησίαζα, αυτοί οι χτύποι, αλλοπρόσαλλοι, άρρυθμοι κι αλλόκοτοι έκαναν αυτήν τη μάζα από αιμοφόρα αγγεία που τη λέμε καρδιά να χοροπηδάει μέσα στο στήθος μου.
Είχα φτάσει σχεδόν στη μέση της διαδρομής... το σημείο του προορισμού μου δεν φαινόταν ακόμη, το έκρυβαν αυτά τα σιχαμερά πάνελ που περιχαρακώνουν τα έργα στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι. Σταμάτησα για λίγο να πάρω ανάσα... να πάψει το τρέμουλο στα πόδια, να καταλαγιάσει λίγο η αγωνία, εντωμεταξύ το τραίνο που εκείνη τη στιγμή περνούσε κάλυψε την κραυγή αγωνίας της λογικής μου: μην πας, είναι τρέλλα...
Δεν την άκουσα, συνέχισα...
Στην υπόλοιπη διαδρομή, που την έκανα πολύ αργά και βασανιστικά, αναρωτιόμουν τί ακριβώς θα δω, τί θα αντικρύσω, τί θα βρω... πώς θα είναι, τί θα πω... θα τη βρω μικρή, θα τη βρω μεγάλη και τί αποτέλεσμα θα έχει για μένα αυτό το ταξίδι που ενώ πλησίαζε στο τέλος του άρχισε να μου μοιάζει βουτιά στο κενό.
Στάθηκα λίγα μέτρα πριν... να υπολογίσω... να μετρήσω τις συνέπειες.
Ξαφνικά με δυο δρασκελιές, αποφασιστικά βήματα προς το μη μετρήσιμο και μη αξιολογήσιμο ακόμη, έφτασα.
Δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε μικρή, είχα όμως υπομονή να περιμένω... Δεν προχωρούσε τίποτα... αδύνατον να πάμε παρακάτω... απογοήτευση σκέτη.
Προσπάθησα να διασκεδάσω την αγωνία μου παρατηρώντας τριγύρω... τί έκαναν οι άλλοι δηλαδή, πώς το αντιμετώπιζαν αυτοί.
Τότε ένοιωσα πως φαντασιώνομαι... πως για να καταφέρω να σπρώξω λίγο τον χρόνο και την κατάσταση άρχισα να βλέπω διάφορα...
Δεν ήταν όμως φαντασίωση... ήταν πράγματι μια γυναίκα με σάρκα και οστά που κάτι πήρε από τη σχισμή.
Απομακρύνθηκα αλλά δεν έφυγα... Η σχισμή με τράβηξε κοντά της, ήθελα να την δω από κοντά. Έκανα ό,τι και κείνη η γυναίκα και ξαναγύρισα στην αγκαλιά του προορισμού μου ελπίζοντας πως κάτι θα είχε προχωρήσει εντωμεταξύ. Αλλά μπα... Μπορεί να μην ήταν μεγάλη αλλά μεσαίου μεγέθους θα έλεγε κανείς, όμως ήταν στητή, άλλο τόσο όμως άκαμπτη όσο κι αμετακίνητη.
- Δεν προχωράει καθόλου; ρωτάω τον μπροστινό μου. Κοντεύω 10 λεπτά εδώ και δεν έχουμε κάνει ρούπι.
- Μέσος όρος 10 λεπτά το κεφάλι κυρία μου.
- Μα είμαστε 25 άνθρωποι στην ουρά, θα περιμένουμε 4 ώρες;
- Με την ελπίδα πως δεν θα είναι 4 αλλά πολύ λιγότερες αφού πολλοί περιμένοντες θα δώσουν απλώς έναν φάκελο και θα φύγουν.
- Μάλιστα. Εγώ θα φύγω όμως, πήρα χάρτινα εισιτήρια να κάνω τη δουλειά μου (από εκείνη την σχισμή που λέγαμε), από Δευτέρα θα πάρω και ηλεκτρονικά μιας διαδρομής κι αργότερα βλέπουμε για την ανώνυμη κάρτα, δεν είναι κάτι που με επείγει. Θέλετε κάτι από το περίπτερο; Από το καφέ απέναντι; Από το σουβλατζίδικο;
- Όχι κυρία μου, έχω τα πάντα στην τσάντα μου. Ευχαριστώ.
- Γειά σας λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε.
Περνώντας από το αυτόματο μηχάνημα σκηνές απείρου κάλλους, συνταξιούχοι είχαν φροντίσει ένα μήνα πριν να πάρουν ανώνυμες κάρτες αλλά φευ! δεν ήξεραν πώς να τις φορτίσουν. Προσπάθησα να τους βοηθήσω, δεν τα κατάφερα, σκέφτηκα αρκετό ήταν το ταξίδι... πρέπει να γυρίσω σπίτι... Χάρηκα που τα είπα και με αυτούς... Συμπαθητικοί άνθρωποι, δε λέω, εκτός από έναν που είπε "ο φίλος μου ο Σίρτζης"...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου