Παρασκευή πρωί. Ξυπνάω, ωραία μέρα. Λίγο ραδιόφωνο. Εντάξει έχω χρόνο. Καφές, μπάνιο, όλα καλά. Α να βάψω τα νυχοπόδαρά μου κόκκινα. Το γαλλικό το βαρέθηκα. Έχω χρόνο. Από τις 6.30 ξύπνια. Όλα τέλεια, όλα τέλειωσαν, ντύνομαι φεύγω. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, ανοίγω την γκαραζόπορτα και ...ουπς ένα αυτοκίνητο μ’ έχει κλείσει. Δεν ανησυχώ, ο οδηγός του είναι στο τιμόνι. Κοιτάζω να δω τί γίνεται και διαπιστώνω ότι ένα φορτηγάκι έχει κλείσει το δρόμο ακριβώς μπροστά στο αυτοκίνητο που έχει κλείσει εμένα. Εντυπωσιάζομαι γιατί αυτό το φορτηγάκι είναι διακοσμημένο με μια φίρμα που λέγεται Ε........ και διευκρινίζει ότι κάνει συλλογή οικιακών λαδιών!!!!! Ώπα λέω, κοίτα να δεις, υπάρχει αυτή η υπηρεσία!!! Μια σωλήνα βγαίνει από ένα τεπόζιτο του φορτηγακίου και καταλήγει σ’ ένα βαρέλι στον κήπο μιας μονοκατοικίας, απέναντι από το σπίτι μου. Βρε το γείτονα, λέω, πολύ τηγάνι πέφτει. Όμως εγώ θέλω να φύγω. Μπορώ να κάνω όπισθεν και να βγω από την άλλη γκαραζόπορτα. Έχουμε δύο. Ήδη το σταματημένο ΙΧ κάνει όπισθεν. Μήπως να κάνω κι εγώ το ίδιο; Όλη η διαδικασία έχει κρατήσει 3-4 λεπτά. Αλλά θα’θελα να ’ξερα σε πόση ώρα θα ξεκολλήσω ή αλλιώς να βρω άλλο τρόπο να φύγω. Συνήθως πηγαίνω με τα πόδια στη δουλειά μου αλλά εκείνη την καταραμένη μέρα το χρειαζόμουνα το αυτοκίνητο.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, τη μαύρη, την καταραμένη στιγμή μου ’ρθε να ρωτήσω τον οδηγό του φορτηγακίου που κρατούσε την σωλήνα μέσα στο βαρέλι του γείτονα, μου ’ρθε λέω να τον ρωτήσω σε πόση ώρα θα τελειώσει η διαδικασία. Και σηκώνω το χέρι μου, το δεξί, και το στρίβω όπως κάνουμε όταν θέλουμε να ρωτήσουμε κάτι. Ξέρετε τι εννοώ. Ταυτόχρονα σχηματίζω με τα χείλη μου τις λέξεις «ΑΡΓΕΙΣ»;; Και ξαφνικά, σαν να άνοιξε ο ουρανός κι έπεσαν πάνω μου κοτρώνες, σαν να με τύφλωσαν όλα τα φλας του κόσμου, σαν να έπεσα πάνω σε δέντρο, σαν να πετούσαν μπροστά μου χιλιάδες πεταλούδες, μυγάκια κι ό,τι βάλει ο νους σας, ακούω ή μάλλον πιο πολύ αισθάνομαι ότι ο οδηγός του φορτηγακίου που λέγαμε μου είπε «άι πάγαινε μωρή»!!!!!!! Άι πάγαινε μωρή, άι πάγαινε μωρή, δεν πιστεύω στα μάτια μου, δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου!!!!!!! Και τότε σαν να με έσπρωξε ο Παπακωνσταντίνου, προφανώς για να τα κακαρώσω και να γλιτώσει από μένα, σαν να μ’ έβαλε ο ΓΑΠ για να μ’ εκδικηθεί για τις κατάρες, ή απλώς ο διάβολος μέσα μου, βγαίνω από το αυτοκίνητο, αφού πρώτα κατάφερα να μετρήσω μέχρι το 2 και λέω το τρομερό, το απαίσιο, το επαίσχυντο «σε ποιόν μιλάς έτσι ρε φίλε» και τότε πραγματικά ο ουρανός χύθηκε πάνω μου κι ακόμη και τώρα δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό που τώρα σας διηγούμαι συνέβη στ’ αλήθεια. Η απάντηση λοιπόν που παίρνω είναι «Άντε γαμήσου μωρή κουφάλα»!!!!!! Εγώ η Νάση η Αναγνωστοπούλου, καλοντυμένη κι αρωματισμένη όλο κέφι και ζωντάνια 9 η ώρα το πρωί μέσα στο αυτοκινητάκι μου ξεκινώντας τη μέρα μου μόνο και μόνο επειδή έκανα δύο ερωτήσεις «αργείς» και «σε ποιόν μιλάς έτσι ρε φίλε» εισέπραξα ό,τι χειρότερο σε φραστικό επεισόδιο μπορεί κατά τη γνώμη μου να εισπράξει μια γυναίκα..... «άι πάγαινε μωρή» και «άι γαμήσου μωρή κουφάλα»!!!!!! Εγώ όλα αυτά!!! Δεν θυμάμαι τι του είπα, θα ρωτήσω τους γειτόνους που άκουγαν, δεν θυμάμαι τι του ’σουρα, θυμάμαι όμως ότι ενώ τον έβριζα χωρίς βρωμόλογα όμως, μόνο και μόνο επειδή ψιλοφοβήθηκα όχι ότι είμαι καλός άνθρωπος, με απείλησε ότι θα μου τρίψει το στουπί το βρώμικο στη μούρη κι ότι θα βάλει ανάποδα τη μάνικα και θα με λούσει με τα λάδια αφού πρώτα μου σπάσει το κεφάλι.
Δυσκολεύεστε να τα πιστέψετε; Κι εγώ.
Έφυγε κάποια στιγμή αυτός κι εγώ κλαίγοντας φυσικά, με απίστευτη ταραχή πήγα στο γραφείο μου. Βρήκα το τηλέφωνο της εταιρείας στο internet, ο θεός να μου κόβει δευτερόλεπτα και να τα κάνει data στο διαδίκτυο και ανέφερα το γεγονός. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας δεν ήταν εκεί. Μου τηλεφώνησε όμως αργότερα. Μου ζήτησε πολλές φορές συγνώμη και μου υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι πρέπει, σαν να συνέβη αυτό το περιστατικό στη μάνα του, τη γυναίκα του, την αδελφή του ή την κόρη του. Κι ότι θα με ενημερώσει. Εύχομαι κι ελπίζω να τον έχει απολύσει κι αυτός να μην μπορεί να βρει άλλη δουλειά για το υπόλοιπο της ζωής του.
Α ξέχασα να σας πω. Ήταν Έλληνας. Πιο Έλληνας δεν γίνεται. Όχι για να μην υπάρχουν σκιές.
Στο γραφείο είχαμε δράματα. Ο Αλέξης προσπαθούσε να με ηρεμήσει με τελείως λάθος επιχειρήματα τύπου «Μη χαλιέσαι για έναν μαλάκα», «δηλαδή ρε Αλέξη αν με χτυπούσε με το αυτοκίνητο κάποιος και μ’ εγκατέλειπε τι θα μου ’λεγες “μη χαλιέσαι για έναν μαλάκα;;” «αν με πυροβολούσε κάποιος με μια σφαίρα τι θα μου ’λεγες “μη χαλιέσαι για έναν δολοφόνο;;”» «Μα δεν είναι το ίδιο ρε Νάση». «Ναι ρε Αλέξη είναι το ίδιο και χειρότερο. Μια σφαίρα στην ψυχή μου δέχθηκα σήμερα». Και τότε άρχισαν τα φτερουγίσματα – έκτακτες τα λένε οι γιατροί – στην καρδιά, αίσθημα παλμών. Μαρμαρυγή το λένε στη χειρότερη μορφή του που ελπίζω να μην την έχω εγώ, χωρίς βέβαια να έχω πάει στο γιατρό. Ανάσες δυσκολεύομαι να πάρω ακόμα και τώρα που έχουν περάσει 5 μέρες. Και να σκεφτείτε ότι την προηγούμενη χάσαμε εντελώς ξαφνικά 2 σκληρούς από τον server. Τα ’φτυσαν, πώς το λένε. Οι δουλειές της ημέρας χαθήκανε κι εγώ φυσικά δεν είχαν καν το δικαίωμα να στενοχωρηθώ. Δεν μου το επέτρεψαν οι λατρευτοί μου συνεργάτες. Δε βαριέσαι, η δουλειά τους να γίνεται. (Αυτό είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του)!!!!!!!!!
Αλλά υπάρχει και συνέχεια.... όχι πως δεν θα υπήρχε αφού ενός κακού μύρια έπονται. Νάση με λένε, μαγνήτης είμαι. Κάντε λίγη υπομονή καλοί μου άνθρωποι. Θέλω να τα βγάλω από μέσα μου γιατί θα σκάσω. Ενώ λοιπόν προσπαθούσα να ηρεμήσω από το σοκ εκείνης της ημέρας όπου εκτός των άλλων έπρεπε να ξαναφτιάξω τις μακέτες που είχα χάσει την προηγούμενη, έφυγα να πάω σούπερ μάρκετ μήπως και με το σόπινγκ θέραπι ηρεμήσω κάπως. Κατεβαίνω λοιπόν τη λεωφόρο Δημοκρατίας των Μελισσίων κι από το αντίθετο ρεύμα, σε ένα άνοιγμα της νησίδας, κάποιος κάνει αναστροφή. Αλλά όπως σας είπα σε εκείνο το σημείο η φουρκέτα απαγορεύεται. Ο οδηγός κοστουμάτος με γκρι Golf δεν χωράει να στρίψει, δεν «κόβει» το τιμόνι του κωλογκόλφ – ας με συγχωρήσουν οι φαν του συγκεκριμένου μοντέλου – και κλείνει κάθετα το δρόμο. Φρέναρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσα, το abs ευτυχώς ενεργοποιήθηκε, γκρ γκρ κγρ γραν γκραν, και σταματάω μισό μέτρο πριν πέσω επάνω του. Αυτός εξακολουθεί να βρίσκεται κάθετα στο δρόμο και να μας κοιτάζει αποσβολωμένος ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα η ηλίθια και η πανηλίθια μαζί, δύο σε ένα. Ευτυχώς τα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν πίσω μου, σταμάτησαν κι αυτά έγκαιρα και δεν είχαμε πολλαπλή καραμπόλα. Και τόλμησα η ηλίθια, που γέρασα και μυαλό δεν έβαλα, αλλά έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο και λέω «πως βγαίνεις έτσι ρε φίλε, παραλίγο να γίνει καραμπόλα, στο τσακ προλάβαμε όλοι και φρενάραμε». Ο οδηγός του αυτοκινήτου που βρισκόταν πίσω μου είχε βγάλει το χέρι του και του έκανε την κίνηση που κάνουμε όταν λέμε κάποιον «μαλάκα» αλλά όχι όχι αυτός έφυγε αλώβητος. Εγώ η πτωχή εισέπραξα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες ένα ακόμη μεγαλοπρεπέστατο «θα πεις κι άλλα μωρή, άντε γαμήσου κουφάλα». Ο.Κ. δεν με είπε δεύτερη φορά μωρή. Στρίβει το αυτοκίνητο και φεύγει. Μερικά μέτρα παρακάτω σταματάει στην άκρη και μόλις τον προσπερνάω, ψιλοβρίζοντάς τον, η αλήθεια είναι, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, άρχισε να με κυνηγάει, και να με βρίζει και να κάνει σλάλομ γιατί έμπαιναν άλλα αυτοκίνητα και του έκλειναν το δρόμο. Κι εγώ ήμουνα αναγκασμένη να στρίβω στα στενά για να του ξεφύγω. Τελικά μπήκα σ’ ένα βενζινάδικο κι εκεί οι υπάλληλοι μου έδωσαν νερό και μου είπαν να βάλουν το αυτοκίνητο στο πλυντήριο για να το κρύψουν. Αλλά εγώ έφυγα και πήγα κι έκανα τα ψώνια μου μήπως και ηρεμήσω. Αλλά μπα, και τα λεφτά μου χάλασα και θερμίδες έβαλα από τα παγωτά που έφαγα και τα φτερουγίσματα έδιναν κι έπαιρναν κι ησυχία δεν έβρισκα. Την άλλη μέρα πήγα εκδρομή αλλά ούτε αυτό βοήθησε. Και μάλλον πρέπει να πάω στον καρδιολόγο να μου ρυθμίσει τις αρρυθμίες. Εντωμεταξύ εύχομαι στον κοστουμάτο γκολφάκια να του καούν όλα τα κοστούμια αλλά και οι γραβάτες του, να του χιλιοτρακάρουν το αυτοκίνητο και να φταίει αυτός, να πάθει λάστιχο, να του πέσει και να σπάσει το i-phone που σίγουρα θα έχει. Να τον αφήσει η γκόμενα ή ακόμα χειρότερα η γυναίκα του, να τον απολύσει το αφεντικό του, να χάσει τα κλειδιά του, και τις πιστωτικές του κάρτες, και το δίπλωμα και την ταυτότητά του. Και το πορτοφόλι του που μέσα θα έχει όλες του τις οικονομίες που μόλις θα έχει σηκώσει από την τράπεζα επειδή θα έχει φοβηθεί μήπως πτωχεύσει η Ελλάδα.
Όσο για τον άλλο με το φορτηγό; Εννοείται να πάθει κι αυτός τα ίδια και χειρότερα. Κι ό,τι άλλο τους «ευχηθείτε» εσείς οι αγαπημένοι μου φίλοι.