Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΕΡΑ. ΑΛΟΗ ΒΕΡΑ



Με λένε Βέρα. Αλόη Βέρα. Το σπίτι μου είναι μια γλάστρα. Μεγάλη, μαρμάρινη και σε καλή περιοχή. Στην πλατεία Συντάγματος. Έχω ωραία θέα γιατί το σπίτι μου είναι σε ψηλό σημείο. Πάνω σε μια κολώνα μαρμάρινη κι αυτή. Μέχρι πριν λίγο καιρό ήμουνα φυτό. Έτσι γεννήθηκα, αυτή είναι η φύση μου. Δουλειά μου είναι να παράγω χρήσιμες ουσίες για τους ανθρώπους. Κάνω πολύ καλό στους ανθρώπους. Από τότε που πρωτοδημιουργήθηκε το είδος μου έχουν γιατρευτεί πολλές αρρώστιες. Σταματάω την τριχόπτωση, φτιάχνουν από εμένα ωραίες οδοντόκρεμες, φτιάχνουν αντιηλιακά,  βιταμίνες, χάπια αντιγήρανσης, χάπια για την κούραση, κρέμες αντιβιοτικές, χαλαρωτικές, ενυδατικές, ξεμακιγιάζ, λοσιόν, σαπούνια κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας. Βέβαια όλα αυτά τα κάνουν συγγενείς μου. Εμένα ο δικός μου ο ρόλος είναι διακοσμητικός. Με βάλανε λοιπόν σε μια γλάστρα και μου είπαν εδώ είναι το σπίτι σου. Τόσα χρόνια που είμαι εδώ έχω μάθει πολλά για τους ανθρώπους. Τώρα όμως τελευταία αρχίζω να μην νοιώθω και τόσο φυτό. Έχω χάσει την ησυχία μου, τη βολή μου, λες κι αρχίζω να γίνομαι κι εγώ άνθρωπος. Λογικό αφού τις τελευταίες μέρες χιλιάδες άνθρωποι έρχονται και στέκονται από κάτω μου. Και λένε, λένε, λένε.... αυτό δεν με πειράζει και τόσο. Αλλά φωνάζουν, φωνάζουν κάτι πράγματα που δεν τα πολυκαταλάβαινα στην αρχή. Σιγά σιγά όμως άρχισα να τα καταλαβαίνω. Από κάτω μου κάποιοι άνθρωποι νομίζω ότι δίνουν ραντεβού, μάλλον δεν συναντιούνται εδώ τυχαία. Αστειεύονται κιόλας λέγοντας «στη γλάστρα αδελφές μου, στη γλάστρα». Δεν ξέρω, αλλά αυτές οι λέξεις κάτι σπουδαίο σημαίνουν. Μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά, ένας κύριος με έναν σκύλο, μια άλλη κοπέλα με γυαλιά, κι άλλη μια με γυαλιά επίσης, κι ένας κύριος με μια φωτογραφική μηχανή είναι νομίζω – που μάλλον είναι πρόσθετο μέλος του σώματός του. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Είναι και μια κοντούλα όλο νεύρα που μαλώνει συνέχεια ένα καλό παιδί. Μα τι καλό παιδί που είναι όμως;; Πώς την αντέχει δεν μπορώ να καταλάβω.

Πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους σηκώνουν τα χέρια με κάτι μικρούλια κουτάκια, μαύρα συνήθως και πατάνε κουμπάκια που κάνουν κλικ κι έχουν κάτι παραθυράκια και κει βλέπω μικρούλικα τα πράγματα που από το σπίτι μου τα βλέπω μεγάλα, κανονικά. Αυτός όμως ο κύριος έχει μεγάλο κουτί, πολύ μεγάλο, που μπροστά του έχει μια προέκταση. Αλλά κι εκεί μικρούλικα τα βλέπω όλα. Νομίζω ότι τα μικρά τα λένε «κινητά» αλλά αυτός ο κύριος το δικό του το λέει φωτογραφική μηχανή. Μιλάνε πολύ μεταξύ τους αλλά λένε τα ίδια και τα ίδια κι έτσι καταφέρνω κι εγώ και καταλαβαίνω τί συμβαίνει. Η χώρα τους λοιπόν που τη λένε Ελλάδα και πλατεία της είναι το Σύνταγμα (που μάλλον αυτό το Σύνταγμα είναι κάτι περισσότερο από πλατεία) και σ’ αυτή την πλατεία έχω εγώ το σπίτι μου, η χώρα λοιπόν αυτή είναι άρρωστη βαρειά. Φώναξαν γιατρό αλλά απ’ ό,τι κατάλαβα φώναξαν λάθος ειδικότητα. Κι αυτός ο γιατρός, που μάλλον τον έστειλαν οι κληρονόμοι να την αποτελειώσει αυτή τη χώρα κι όχι να τη σώσει, άρχισε τα φάρμακα που μόνο φάρμακα δεν ήταν αλλά μόνο δηλητήρια. Άργησαν να το καταλάβουν οι φίλοι μου που έρχονται και μου κάνουν παρέα κάθε μέρα και τώρα προσπαθούν να βρουν το σωστό γιατρό όμως αυτό τώρα πια είναι πολύ δύσκολο. Κι έτσι οι ίδιοι προσπαθούν να της δώσουν το φιλί της ζωής εγώ όμως δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουν τελικά.
Έχω μάθει πολλά απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αρκετά για να καταλάβω γιατί αποφάσισαν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι να έρχονται να μου κάνουν παρέα κάθε βράδυ. Τους ευχαριστώ πολύ. Τόσα χρόνια οι χυμοί μου κάνουν καλό στους ανθρώπους. Καιρός ήταν να κάνουν κι οι άνθρωποι κάτι για μένα. 
Νομίζω πως όπου να ΄ναι θα βγάλω κι εγώ πόδια και θα κατέβω απ΄τη γλάστρα μου και θα περπατήσω και θα πάω απέναντι απ’ αυτό το μεγάλο κτίριο. Θέλω όμως να βγάλω και χέρια για να μπορώ κι εγώ να τα τεντώνω με τα δάχτυλα μου ανοιχτά όπως κάνουν κι αυτοί τόσες μέρες. Αυτό νομίζω το λένε μούτζα. Δεν ξέρω γιατί αυτή η μούντζα είναι τόσο κακό πράγμα. Σίγουρα όμως οι γειτόνοι μου στο μεγάλο κτίριο ξέρουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου