Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


Τελικά τη γουστάρω αυτή την κρίση. Τη γουστάρω τρελά. Τη γουστάρω γιατί τώρα ξέρω ποιός πραγματικά είσαι. Είτε γιατί εγώ βλέπω καλύτερα είτε γιατί εσύ δεν μπορείς πια να κρυφτείς. Ή και τα δύο. Φανερώθηκες πια δειλέ συνάνθρωπε και δήθεν συνοδοιπόρε. Θλιβερέ «συνεργάτη» και «συναγωνιστή». Δεν βλέπεις την τύφλα σου αλλά εμένα με βλέπεις. Και με βλέπεις σαν εχθρό. Ξαφνικά με νοιώθεις υπάλληλό σου, ενώ δεν είμαι, μόνο και μόνο επειδή γαμοσταυρίζεις την τύχη σου που δεν προνόησες να έχεις υπαλλήλους κανονικούς να τους γαμήσεις το κέρατο τώρα που οι πολιτικοί τους οποίους εσύ ψήφισες σου γαμούν το δικό σου. 
Είσαι φοβισμένος και παρότι ψηλός, είσαι κοντόφθαλμος και δειλός, δεν τολμάς ούτε το βλέμμα να σηκώσεις και να τους κοιτάξεις στα μάτια. Αλλά πόσο εύκολα εσύ, ρίχνεις το βλέμμα σου άγριο σε μένα. Δεν έχεις εξουσία και το ξέρεις. Κυρίως δεν έχεις εξουσία επάνω μου. Ποτέ δεν είχες, απλά το νόμιζες. Αρρωσταίνεις μίζερε ανθρωπάκο που δεν την απόκτησες αυτή τη ρημαδοεξουσία. Που ήξερες τόσα χρόνια ότι δεν μπορείς να μου τη βγεις γιατί είμαστε ίσα κι όμοια. Τώρα όμως την έχεις δει αφεντικό αφού δεν μπορείς πια αφεντικό ούτε του εαυτού σου να είσαι. Ανθρωποφάγος έγινες ή μάλλον ήσουνα και τώρα το δείχνεις. Ποια αλληλεγγύη, σκατά, ένα τίποτα είσαι.
Γουστάρω αυτήν την κρίση, δεν θέλω να σωθεί η χώρα. Θέλω να βουλιάξει σούμπιτη για να εξαφανιστείς εσύ, το χειρότερο είδος ανθρώπου που έχει υπάρξει ποτέ σ’ αυτόν τον πλανήτη κι αυτή η χώρα σου ’κανε την τιμή να σε φιλοξενεί. Πατάμε το ίδιο χώμα, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα κι αρρωσταίνω και μόνο με τη σκέψη. Γουστάρω την κρίση κι ας με πάρει κι εμένα ο διάολος. Θυσιάζομαι για το καλό της χώρας μου.
Δεν είμαι δούλος σου ρε, παρ’ το απόφαση. Μη μου πετάς ό,τι μαλακία σου ’ρθει στο κεφάλι τύπου «πες δόξα τω θεώ που ’χεις δουλειά, κι έχεις ψωμί και τρως», νομίζεις ότι με ταΐζεις κι από πάνω, πόσο βολικό να ξεχνάς ότι είμαστε ίσοι, εγώ κάνω για σένα ανθρωπάκο τη δουλειά που εσύ έχεις ανάγκη κι εσύ με αμοίβεις γι’ αυτό. Ίσα βάρκα, ίσα νερά. Δεν είσαι σε θέση εσύ να μου κάνεις εμένα μαθήματα επιβίωσης που τα ’χες όλα εύκολα και πρόλαβες γαμώ το κέρατο μου και την έφτιαξες τη ζωούλα σου, τις περισσότερες φορές εις βάρος μου και τώρα παρ’ όλο που έχεις περίσσευμα (να το χαίρεσαι) θέλεις και το δικό μου ψωμί να μου το φας επειδή τάχα έχουμε κρίση. Αν δεν σου άνοιγα εγώ τα μάτια, μικρέ ανθρωπάκο, δεν θα ’χες πάρει χαμπάρι για την κρίση. Θ’ άκουγες για κόσμο στο Σύνταγμα και θα νόμιζες ότι μετακόμισε η ανθοκομική έκθεση Κηφισιάς. Σε σένα τα λέω αυτά, που τολμάς και μου λες ότι, ναι, θ’ απεργήσεις κι εσύ γιατί βαρέθηκες να πληρώνεις φόρους, όσους δεν μπόρεσες δηλαδή ν’ αποφύγεις. Γι’ αυτό νομίζεις ρε μαλάκα ότι γίνονται οι απεργίες;
Σε πήρα χαμπάρι ανθρωπάκο της κρίσης. Όταν τολμάς να μου λες, επειδή με νομίζεις φίλη σου, ότι είμαι ίδια σου – μπορεί να ήμουνα κάποτε φίλη σου, όχι πια, να το ξέρεις – όταν λοιπόν τρίβεις με ικανοποίηση τα χέρια σου επειδή παζάρεψες μέχρι θανάτου τους άλλους κι ανακάλυψες εντυπωσιασμένος ότι εσύ τελικά βγήκες και κερδισμένος από πάνω!!!! Όταν δεξιά κι αριστερά διατυμπανίζεις τα «μαύρα» σου και τις  «offshore» σου. Όταν το μόνο χρώμα που αντιλαμβάνεσαι είναι το μαύρο είτε επειδή τέτοια ήσαν τα λεφτά σου τόσα χρόνια είτε επειδή θα ’θελες πολύ να ζεις στον Αμερικανικό Νότο, τότε τις καλές εποχές. Όταν σύμμαχός σου είναι ο πελάτης σου που τον έχεις κάνεις θεό, αλλά εγώ σε ξελασπώνω, εγώ κάνω τη βρώμικη δουλειά, δεν υποτιμώ τη δική σου αλλά μη μου τη λες κι από πάνω «με τέτοια κρίση πρέπει να δουλέψεις για ένα κομμάτι ψωμί και να λες κι ευχαριστώ». Εγώ ρε μαλάκα ανθρωπάκο την ζωή μου επέλεξα να τη ζήσω όπως γούσταρα, κι η εξάρτησή μου από το λάιφ στάιλ και τα λεφτά ήταν η μικρότερη δυνατή. Χέστηκα για τα φαγάδικα Michelin και Pirelli και τους σκούφους και τα σαρίκια και Λουί Βιτόν και τα Ουτζιτζί - μη χέσω καλοκαιριάτικα. Τρισάθλιε υποανθρωπάριε που δεν τολμώ να στενοχωρηθώ για τίποτα αφού δεν μου το επιτρέπεις εσύ κι ο κωλοχαρακτήρας σου. Που χέστηκες για το πρόβλημά μου αλλά καταλαβαίνεις ότι δεν ξηγιέσαι καλά όμως δεν ζητάς μια συγνώμη. Έτσι ρε αδελφέ, πες την αυτή τη ρημάδα τη συγνώμη κι ας μην την εννοείς. Πες την χάριν της συνύπαρξης στον ίδιο κόσμο, στον ίδιο το ντουνιά.
Θέλεις το τέλειο αποτέλεσμα αλλά το θέλεις τσάμπα. Όμως την κυβέρνηση τη βρίζεις .... μάλλον. Όχι γιατί καταστρέφει τη χώρα... δεν νομίζω ότι την ένοιωσες ποτέ χώρα σου ή σε νοιάζει γι’ αυτήν. Όχι γιατί τινάζει στον αέρα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αίμα. Γιατί εσύ δεν αγωνίστηκες για τίποτα. Εσένα η ζωή σου ήταν το λάιφ στάιλ, τα ιν και τα άουτ και τα κλικ και τα σκατά μου τα ίδια. 'Νταξ κι εμένα δουλειά μου δεν είναι οι αγαθοεργίες, διαφημίσεις και σλόγκαν πουλάω κι εγώ, αλλά εμένα είναι Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΟΧΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ. Κι εσύ μικρέ τρισάθλιε μαγαζάτορα που πουλάς τα μαρκέ 1000 φορές πιο ακριβά, αφού 1000 φορές πιο ακριβά στα πουλάει η αντιπροσωπεία ενώ τα παίρνει από την Κίνα 10 σεντς δεν θες οι υπάλληλοί σου να ’χουν δικαιώματα, μόνο εσύ έχεις κι επαναστατείς όταν μειώνεται το αφορολόγητο αλλά από την άλλη χαίρεσαι που θα γλιτώσεις δώρα κι επιδόματα κι αποζημιώσεις. Πας στο Σύνταγμα ελπίζοντας να δεις κρεμάλες με τους υπαλλήλους που εσύ θεωρείς ότι σε εκμεταλλεύονται αντί να σου χρωστάνε χάρη. Πας στο Σύνταγμα για να μπορείς να ξαναγίνεις το μικρό λαμόγιο που ήσουν πάντοτε. Το κακό είναι ότι πηγαίνω κι εγώ. Γιατί άραγε; Ε λοιπόν πηγαίνω και βρίσκομαι μαζί με πολλούς που δεν θέλω ούτε τον ίδιο αέρα ν’ αναπνέω ούτε το ίδιο χώμα να πατάω, αλλά έχω πλάι μου 3.... 4 ....άντε 10 βαριά βαριά ανθρώπους που μόνο γι’ αυτούς αξίζει να είμαι εκεί. Γι’ αυτούς αλλά κυρίως για μένα θα κάνω τα πάντα για ν’ ακυρώσω το είδος σου. Όσο κι αν μου κοστίσει αυτό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου