Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΑΜΟΚ

Κόντευα να πέσω "τ' ανάσκελα" που λένε, μ' αυτά που είδαν τα ματάκια μου σε μια βόλτα που έκανα στα σοσιαλμίδια.
Καυγάδες, μαλλιοτραβήγματα, βρισίδια και φυσικά το all time classic πλέον "είσαι φασίστας, ναζιστής, ακροδεξιός" με την πεποίθηση ΠΆΝΤΑ πως όλο αυτό το πακετάκι είναι κριτική. Εμετικοί χαρακτηρισμοί και βρισιές που εκτοξεύονται από δεξιοπασοκοποταμίσιους σε ...συριζαίους ή/και απλούς ψηφοφόρους αλλά και από υποστηρικτές της καινούργιας κυβέρνησης στους δεξιοπασοκοποταμίσιους. 

Ή που αλληλοεκτοξεύονται "ενδοοικογενειακά". 

Λοιπόν ψτ... έχουμε και λέμε:
Άλλο κριτική στην καινούργια κυβέρνηση που, παρότι ούτε μήνα δεν έκλεισε, όχι μόνο δικαιούσαι αλλά κι επιβάλλεται να την περάσεις πριονοκορδέλλα κι άλλο εκ προοιμίου ανυπόστατες κατηγορίες στηριζόμενες σε φήμες/ψέμματα και σε όλο το διεθνές κι εγχώριο πρασινομπλέ think tank. Όταν δε όλο αυτό το "σετάκι" συνοδεύεται από την αποθέωση του παρελθόντος, της προηγούμενης πολιτικής αλλά και των κομμάτων/προσώπων που μας οδήγησαν ως εδώ ώστε η καινούργια κυβέρνηση να μην έχει και πολλά περιθώρια για κάτι καλύτερο, τότε η επιστήμη της ανθρωπογνωσίας σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Άλλο "περνάω πριονοκορδέλα" την κυβέρνηση κι άλλο βρίζω με τα χειρότερα λόγια αυτούς που/και επειδή την ψήφισαν. Επίσης, άλλο είναι να χαίρεσαι (αντί να λυπάσαι) επειδή νομίζεις πως κοροϊδεύει τους ψηφοφόρους της - ωστόσο δεν βλέπω ικανοποίηση για τη στροφή εφόσον πίστευες πως "αυτά που υποσχέθηκε" ήταν ανεφάρμοστα - κι άλλο να μην λυπάσαι που (ή έστω ν' αναγνωρίζεις πως) οι προηγούμενοι είναι αυτοί που τα καθιστούν ανεφάρμοστα.
Παράνοια έτσι;


Οι υποστηρικτές του παρελθόντος κάνουν ξέφρενα πάρτι επειδή θεωρούν πως απογοητεύονται οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (λες και ξέρουν για ποιό λόγο ακριβώς ψήφισε ο καθένας απ' αυτούς). Επίσης ξερνούν χολή καθυβρίζοντας αυτούς τους ψηφοφόρους ως φασιστερούς, αριστεροχουντικούς, κρυπτοναζιστές, συριζοχρυσαυγίτες, εθνικιστές, κομματόσκυλα αλλά και κομμούνια (ω ναι, παίζει κι αυτό) κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας. ΠΆΝΤΑ βέβαια με την πεποίθηση πως όλα γίνονταν ολόσωστα τα προηγούμενα χρόνια και χωρίς να ψελλίζουν ούτε ΜΙΑ λέξη κριτικής στους προηγούμενους ή αυτοκριτικής επειδή τους υποστήριζαν για χρόνια. Τη στιγμή που απαιτούν (κιόλας) αυτοκριτική από τους ψηφοφόρους ή/και υποστηρικτές της καινούργιας κυβέρνησης η οποία δεν έχει κλείσει καν ένα μήνα. Γιατί; Επειδή τους χάλασαν τη σούπα μάλλον.
Κι ενώ θεωρούν μέγα λάθος την επιλογή του κυβερνώντος κόμματος δεν θυμάμαι ΠΟΤΕ να παραδέχτηκαν κάτι τέτοιο για τη δική τους επιλογή των άλλων κομμάτων που έφεραν τόσα και τόσα δεινά στη χώρα, καταστρέφοντας οικογένειες, νοικοκυριά, μικροοικονομίες, κοινωνικό ιστό, υγεία, παιδεία, περιβάλλον. Τα πάντα όλα.


Στον αντίποδα τώρα...
..."οπαδοί"/υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ σφάζονται επίσης. Ορισμένοι μάλιστα εκτοξεύοντας στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις τις ίδιες ...φιλοφρονήσεις που τους αποδίδουν οι δεξιοί/πασόκοι.


Ε λοιπόν κι εδώ μια απ' τα ίδια...
...άλλο κριτική στην κυβέρνηση κι άλλο ξέσκισμα όσων δεν έχουν λόγο να κρίνουν προς το παρόν την κυβέρνηση.
...άλλο υποστήριξη στην κυβέρνηση κι άλλο η εκτόξευση εμεσμάτων επειδή κάποιοι δεν το κάνουν.
...άλλο η αντιπαράθεση με τους νοσταλγούς/υποστηρικτές της προτεραίας κατάστασης κι άλλο οι ύβρεις "φασίστα, ναζί, γερμανοτσολιά" προς αυτούς.


Να θυμίσω δε σε όλους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κυβέρνηση. Κι όταν η έως τώρα πολιτική αυτής της κυβέρνησης - θεωρητικά και δημοσκοπικά πάντα - έχει την υποστήριξη (καλώς ή κακώς) του 80% των πολιτών τότε τα πεπραγμένα ή μη πεπραγμένα της κυβέρνησης αυτής δεν αφορούν πια μόνο το ίδιο το κόμμα που τη σχημάτισε και τα μέλη του. 

Για την ακρίβεια αφορούν μόνο στο βαθμό που και αυτοί είναι πολίτες αυτής της χώρας. 
Κι επειδή αυτό το κόμμα έγινε πια κυβέρνηση πώς προκύπτει ότι η κυβέρνηση αυτή είναι στο απυρόβλητο; Ποτέ και κανένα κόμμα το οποίο ασκεί κυβερνητική (προσωρινή) εξουσία δεν μπορεί να απαιτεί συμπόρευση "αβλεπί".
Θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουν όλοι πως οι ψηφοφόροι της καινούργιας κυβέρνησης δεν είναι καρμπόν ο ένας του άλλου ούτε ομοϊδεάτες. Και γιατί άλλωστε να είναι;

Δεν λέω να μη συζητούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, δεν εννοώ να μην αντιπαρατίθενται, δεν πιστεύω πως πρέπει να κάνουν γαργάρα όσα τους ενοχλούν. Αν και κατά τη γνώμη μου είναι πάρα πολύ νωρίς για να προλάβει κανείς να ενοχληθεί και μάλιστα σφόδρα. Ωστόσο είναι πιθανόν κάποιοι να ...ψυχανεμίζονται προς τα πού πάει το πράγμα, να την σακουλεύονται δηλαδή τη δουλειά. Όμως τότε θα πρέπει ν' ανέχονται τους ...άλλους - τους "κακούς" - που προεξοφλούν παταγώδη αποτυχία και χαίρονται κι από πάνω.
Γιατί χαίρονται; Γιατί έχασαν προνόμια ή γιατί δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν.
Και γιατί λυσσομανούν κάποιοι χούλιγκανς της νέας κυβέρνησης;
Ίσως επειδή φοβούνται πως δεν θα προλάβουν να αποκτήσουν και αυτοί προνόμια που τόσοι άλλοι απήλαυσαν στο παρελθόν χάρη στην κομματική τους ένταξη στα κόμματα της συμφοράς, πως δεν θα καταφέρουν να λάβουν οφίτσια και εξουσία με τη βούλα. Αυτή η "βούλα" είναι που τους καίει, γι' αυτήν κόπτονται. Γιατί με χωρίς τη βούλα η εξουσία που είχαν "σφετεριστεί" τους φαινόταν λίγη. Ποιά εξουσία; Αυτή που μερικοί ετσιθελικά ασκούν έτσι κι αλλιώς πάνω στον πιο αδύναμο: κάποιος "γονιός" στο παιδί του, κάποιος σύζυγος στην σύζυγο, κάποιος δάσκαλος στον μαθητή και κάποιο αφεντικό στον υπάλληλό του.
Ή λυσσομανούν από εγωισμό και μόνον.
Καμία όμως από τις παραπάνω συμπεριφορές δεν συνάδει με την καθόλα ευγενή κι ανιδιοτελή στάση "στηρίζω την επιλογή μου μέχρι εκείνο το σημείο που εγώ έχω ορίσει μέσα μου". Το σημείο αυτό είναι συνάρτηση των λόγων για τους οποίους κάποιος πολίτης επέλεξε ένα κόμμα για του "αναθέσει" κυβερνητικό έργο. Στη συνείδηση κάποιων πολιτών ψήφος σε ένα κόμμα δεν σημαίνει εμπιστοσύνη σε αυτό (ειδικά αν δεν έχει κυβερνήσει ξανά) αλλά πρόσκαιρη παραχώρηση εντολής διακυβέρνησης και ιδιότυπη εξουσιοδότηση κι ελπίδα να πράξει έστω το ελάχιστο των υποσχέσεων ώστε να βοηθηθεί η κοινωνία 
ν' αλλάξει σελίδα.

Είναι περισσότερο από σαφές, τώρα που πια κοντεύει να σχηματιστεί το παζλ και να έχουμε ολόκληρη την εικόνα, ότι οι προηγούμενοι καρπαζοεισπράχτορες, με τις ...ρεαλιστικές και ...εφικτές πολιτικές τους, μας έχουν δέσει χειροπόδαρα και τόσο σφιχτά ώστε να μην μπορούμε ούτε το κεφάλι μας να κουνήσουμε, έστω μόνο για μια ανάσα.
Η δική μου γνώμη λοιπόν είναι πως ακριβώς γι' αυτήν την ανάσα ψήφισαν οι περισσότεροι το κόμμα αυτό. Έδωσαν την ψήφο τους και προς το παρόν δείχνουν ανοχή στην κυβέρνησή του επειδή, για την ώρα, το μόνο που επιζητούν είναι το σχοινί με το οποίο είναι δεμένοι κάπου να χαλαρώσει, κάπου να τριφτεί, να φθαρεί ώστε να προσπαθήσουν να λυθούν κατ' αρχήν και μετά να μπορέσουν σιγά σιγά να κάνουν μισό βηματάκι παραπέρα.
Θα προκάνουμε άραγε;

Και είναι ακόμη περισσότερο σαφές πως ο εκφασισμός της κοινωνίας δεν μπήκε μόνο (σαν κύριος) από την πόρτα αλλά μπαίνει διαρκώς κι απ' το παράθυρο. Κι αν δεν σταματήσει όλο αυτό το πανηγύρι θα μπαίνει απ' όποια χαραμάδα βρει.

Πάντως οι υποστηρικτές/νοσταλγοί της προηγούμενης κατάστασης καλό θα είναι να έχουν υπόψιν τους πως οι προηγούμενοι αρχηγοί τους, αν ποτέ επιστρέψουν, δεν θα επιστρέψουν μόνοι. Θα έχουν κι ένα ωραιότατο και πάρα πολύ ωραίο χρυσόμαυρο δεκανίκι που καραδοκεί (όπως και οι ίδιοι) για κάποιο στραβοπάτημα, για κάποια θεόσταλτη εκτροπή, για μια επιστροφή στα παλιά ώστε ν' αποκτήσουν αργά ή γρήγορα οι ναζί το πάνω χέρι και να επιβάλλουν όποτε κι όπως γουστάρουν αντ' αυτών την τάξη. Κι αυτό το δεκανίκι δεν θα τους "στηρίζει" για πολύ αλλά πολύ σύντομα θα στραφεί και εναντίον τους.

Όσο για τους χαρακτηρισμούς "κρυπτοφασίστα, φασιστερέ, κρυπτοναζιστή, ναζιστοσυριζαίε, αριστεροχουντικέ" ή στον αντίποδα "χουντόσπερμα, φασίστα, ναζιστή, κρυπτοχρυσαυγίτη, γερμανοτσολιά" αυτοί θα πρέπει το γρηγορότερο να σταματήσουν προτού οδηγηθούμε σε μονοπάτια από τα οποία δεν έχει επιστροφή. 
Άσε που στο τέλος θα μπερδευτώ κι εγώ τελείως και δεν θα μπορώ να υπολογίσω πόσοι άραγε μη ναζί, μη φασίστες, μη χρυσαυγίτες έχουμε απομείνει σ' αυτή τη χώρα.
Αλλά ποιός νοιάζεται για μένα...



Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Εν εξάλλω ή αλλιώς: η αρχή το ήμισυ του παντός


"Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, 
μετά σε πολεμούν και μετά νικάς"
Μαχάτμα Γκάντι

Παραμένοντας βουβή και κρατώντας ακόμη και την ανάσα μου παρακολουθώ τους ανθρώπους και τις αντιδράσεις τους για όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας.
Πώς νοιώθει ο κόσμος, τί πιστεύει, πώς αντιμετωπίζει όσα γίνονται, τί "θέση" παίρνει, τί θα ήθελε εν τέλει να γίνει και τί πιστεύει πως πήγε λάθος ή δεν πήγε λάθος, έχει πολύ μεγάλη σημασία για μένα.
Σήμερα το πρωί λοιπόν ήρθα σ' επαφή με διάφορους ανθρώπους μην έχοντας την παραμικρή διάθεση να προκαλέσω εγώ την όποια συζήτηση.
Ξέρετε γιατί; Επειδή δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε ποια είναι η ψυχολογία κάποιου ανθρώπου τη δεδομένη στιγμή που εμείς θ' ανοίξουμε κάποιο θέμα. Ή να μην είμαστε εμείς στην κατάλληλη ψυχολογία για να συζητήσουμε. Το κακό είναι πως κάποιες φορές δεν θέλουμε να συζητήσουμε όχι επειδή δεν έχουμε τη διάθεση εμείς ή οι άλλοι αλλά επειδή δεν έχουμε την επιθυμία ν' ακούσουμε οτιδήποτε είναι πιθανό να μας αναστατώσει τη δεδομένη στιγμή που εμείς ίσως νοιώθουμε εύθραυστοι κι ευάλωτοι.
Όμως, παρατηρούσα, άκουγα, έβλεπα. Μετρούσα. Ναι, αυτό μπορούσα να το κάνω.

Ε λοιπόν ξέρετε τί είδα και τί άκουσα σήμερα από τους ανθρώπους εκεί έξω; Και είδα κι άκουσα αρκετούς. Εγώ πάντως δεν έβγαλα άχνα. Κιχ.
Κι όλα με μια σοβαρότητα και μια πρωτόγνωρη νηφαλιότητα για το ελληνικό ταμπεραμέντο καθώς και μια πολύ ψύχραιμη αξιολόγηση της κατάστασης. Δεν είδα θυμό ούτε αγανάκτηση παρά μόνο συνειδητοποίηση. Και φυσικά δεν είδα θυμό ή αγανάκτηση για τη νέα κυβέρνηση που ακόμα δεν έχουμε ιδέα πού θα μας βγάλει. Αν θα μας βγάλει κάπου δηλαδή. 
Είδα κι άκουσα λοιπόν ότι ο κόσμος είναι έξαλλος. Ε-ΞΑ-ΛΛΟΣ. Ασχέτως κομματικής προτίμησης/ένταξης (για να το πω κομψά).
Έξαλλος με τον Σόιμπλε που μας πετάει στα μούτρα ότι μας λυπάται - λες και ξέρει αυτός ο τύπος τί σημαίνει "να λυπάσαι" κι ούτε λίγο ούτε πολύ υπονόησε πως δεν του αρέσουν οι υπουργοί που εκλέχτηκαν να μας εκπροσωπήσουν στις διαπραγματεύσεις και μάλλον προτιμά τους προηγούμενους που τους είχε του χεριού του. Είναι εξαιρετικά προσβλητική κι εξοργιστική αυτή η ...δυσαρέσκεια του Σόιμπλε επειδή δεν στείλαμε εκεί διαπραγματευτή αλλά εκλεγμένο υπουργό. Βλέπετε οι προηγούμενοι ΥΠΟΙΚ δεν ήσαν εκλεγμένοι αλλά διορισμένοι. 

Έξαλλος με τον Ντάισελμπλουμ και τα παιχνίδια του κι αυτούς που θεωρεί παιχνίδια του, δηλαδή εμάς.
Έξαλλος που υποτιμούν τη νοημοσύνη του και τις επιλογές του γενικώς ακόμη κι αν κάποιοι από αυτόν τον "κόσμο" επέλεξαν στις εκλογές την πεπατημένη.
Έξαλλος που τώρα συνειδητοποιεί σε τί σημείο μας έχουν φέρει οι προηγούμενοι.
Έξαλλος που τώρα καταλαβαίνει πως δεν έχουν αφήσει τίποτα όρθιο στη χώρα.
Έξαλλος που τώρα πια ξέρει πως οι προηγούμενοι πήγαιναν μόνο για τις υπογραφές.
Έξαλλος που αμφισβητούν την αξιοπρέπειά του (λες κι οι τύποι έχουν την παραμικρή ιδέα περί αξιοπρέπειας). Βέβαια το ομολογώ, δεν φταίνε αυτοί, δεν είναι πάντα οι άλλοι οι κακοί. Η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει βρίσκεται αποκλειστικά εδώ, στους προηγούμενους και σε όσους εξακολουθούν να τους υποστηρίζουν λυσσαλέα.
Έξαλλος με την αθλιότητά τους. Γερμανική κατοχή ρε φίλε, άκουσα έναν γιατρό σήμερα να λέει. Σαμαροβενιζελική λαίλαπα το λέω εγώ.

Έξαλλος με την αναγνώριση μιας πραγματικότητας: πως δηλαδή τόσα χρόνια δεν είχαμε κυβέρνηση. Πως οι προηγούμενοι πήγαιναν, υπέγραφαν κι έφευγαν.
Όμως εκείνο που με εντυπωσίασε είναι πως όλοι παραδέχονταν πως, ακόμα κι αν ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις (κανείς όμως δεν πίστευε ότι θα συμβεί αυτό το ναυάγιο) και πάλι η ευθύνη ανήκει ολάκερη στους προηγούμενους που μας έχουν δέσει χειροπόδαρα κι έχουν προκαλέσει τόσα δεινά στη χώρα. Και τώρα καταλαβαίνουν σε ποιά έκταση συμβαίνει αυτό. 
Άκουσα ανθρώπους να λένε πως αυτό που γίνεται τώρα, αυτό ακριβώς επιθυμούσαν να έχουν κάνει οι προηγούμενοι. Τώρα πια πιστεύουν ακράδαντα πως ήταν θέμα έλλειψης πολιτικής βούλησης των ελληνικών κυβερνήσεων και συγκυβερνήσεων των προηγούμενων χρόνων που άφησαν μια ανεξέλεγκτη κρίση χρέους, μια κρίση καθαρά δημοσιονομική να γιγαντωθεί και να μετατραπεί βίαια σχεδόν μόνο σε "ιδιωτική" κι εν τέλει ανθρωπιστική. 

Τώρα "κάποιοι" ίσως με ρωτήσετε για ποιόν κόσμο μιλάω.
Γι' αυτόν που θα ξαναβαφτιστεί λαός όταν θα ζητούν την ψήφο του αλλά δεν θα τη βρίσκουν.


Αλλά κι εγώ είμαι έξαλλη όμως.
Με σας ρε γαμώτο που πανηγυρίζετε ενώ προσπαθείτε να κρυφτείτε κάτω από το υποτιθέμενο ενδιαφέρον σας για τη χώρα αλλά η χαρά δεν σας αφήνει. Από την άλλη όμως δεν έχετε και κανένα σπουδαίο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που κατοικούν σ' αυτή τη χώρα αφού είπαμε: πόπολο, όχλος, μάζα, μια χώρα που ενώ ισχυρίζεστε πως αγαπάτε εντούτοις τη θεωρείτε ανάξιά σας και ντροπή, για σας αλλά όχι για μας.
Έξαλλη που δεν γίνεστε έξαλλοι όταν οι "εταίροι" προσπαθούν να μας επιβάλλουν τις "επιθυμίες τους", όταν μας διατάζουν να φερθούμε έτσι κι όχι αλλιώς. Όταν θέλουν να μας καθυποτάξουν ώστε να συνεχίσουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη που οι ίδιοι έχουν παραδεχθεί πως μας ανάγκασαν να κάνουμε.
Έξαλλη που τόσα χρόνια πολλοί δεν έμαθαν ποιός δημιούργησε αυτήν την κρίση, ποιόν αφορούσε αυτή η "κρίση" και ποιός την πλήρωνε τη νύφη εντέλει. Ενδεχομένως επειδή δεν την πλήρωσαν όσο κάποιοι άλλοι ή δεν την πλήρωσαν καθόλου.
Έξαλλη επειδή είναι πολλοί όσοι δεν έμαθαν να δέχονται το όχι σαν απάντηση γιατί ποτέ δεν άκουσαν να το λένε οι κυβερνώντες.


Κακώς όμως είμαι έξαλλη και μάλλον μέχρι να πατήσω "δημοσίευση" δεν θα είμαι. Γιατί κακώς; Γιατί δεν καθορίζεις τίποτα πια εσύ. Γιατί έξαλλοι θα πρέπει να είμαστε όταν έχουμε απαιτήσεις από κάποιον, εμπιστοσύνη στην κρίση του και σεβασμό στα κίνητρά του. Κρίμα όμως γιατί κανείς μας δεν περισσεύει τούτες τις ώρες. Δεν πιστεύω πως "όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε". Τί θα πει "όλοι μαζί" όταν υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι που είναι έτοιμοι για τις τρικλοποδιές ή που θα χαρούν γι' αυτές; Δεν πιστεύω στις κορώνες περί ομοψυχίας κι ενότητας. Tί θα πει ομοψυχία κι ενότητα όταν το ζητούμενο δεν είναι - δεν μπορεί να είναι, δεν γίνεται να είναι - το ίδιο για όλους; Και γιατί να είναι; Αυτή δεν είναι η ουσία της πολυφωνίας και της δημοκρατίας έστω κουτσής έστω λειψής;

Και φυσικά δεν εμπιστεύομαι καθόλου το θυμικό των συμπατριωτών μου που τη μια στιγμή αποθεώνουν και την άλλη ..."στην πυρά"!!! Γι' αυτό τονίζω τη νηφαλιότητα που διέκρινα σε όλα όσα είδα και άκουσα σήμερα. 
 
Ο Άδωνις ωρύεται: "Tα κόμματα τούτες τις ώρες δεν έχουν σημασία, όλες οι Φιλοευρωπαικές Δυνάμεις της Χώρας πρέπει να συντονισθούν! Η Ελλάς κινδυνεύει! Διαδώστε". 

Εντάξει, εκτροπή δεν ζήτησε αλλά την εννόησε.

Ο Σαμαράς θέλει να συναντήσει Βενιζέλο και Ποτάμη για τον "συντονισμό των φιλοευρωπαϊκών - και καλά - δυνάμεων". 

Εντάξει, πραξικόπημα δεν ζήτησε αλλά το εννόησε κι αυτό.
Άλλαξαν όμως τα πράγματα. Κι όσο κι αν ωρύονται, αυτές οι επιδιώξεις έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ή έτσι θέλω να πιστεύω.


Πάντως το πρώτο βήμα έγινε. Ελπίζοντας πάντα να γίνει και το δεύτερο... 
Eσύ πού θα είσαι;


Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Η χαρά τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει

H. Matisse, Le bonheur de vivre (Η χαρά της ζωής, 1905) Barnes Foundation, Merion, Pensylvania.
Ας μιλήσουμε για χαρές.
Ας μιλήσουμε για τις χαρές μας.

Η χαρά της ζωής αγαπημένοι μου δεν βρίσκεται στις εξαγγελίες μιας κυβέρνησης, ακόμη κι αν αυτή η κυβέρνηση είναι η καλύτερη του κόσμου.
Η χαρά της ζωής φίλοι μου δεν βρίσκεται στην αυταπάτη και την ψευδαίσθηση ακόμη κι αν αυτό είναι πολύ βολικό.
Η χαρά της ζωής δεν βρίσκεται στα κακά ή τα καλά που περιμένουμε γιατί ίσως αυτά ποτέ δεν θα 'ρθουν.
Η χαρά της ζωής δεν βρίσκεται στη φαντασία μας ακόμη κι αν αυτή είναι πολύ δημιουργική.

Η χαρά της ζωής δεν βρίσκεται ούτε στην ουτοπία. Γιατί αυτή κατοικοεδρεύει μόνο στη φαντασία μας κάνοντας παρέα με τα πρωτοξάδελφά της: την ψευδαίσθηση και την αυταπάτη.

Αλλά πού βρίσκεται η χαρά;
Η χαρά της ζωής βρίσκεται μέσα μας κάνοντας παρέα με τ' αδέλφια της: την ικανοποίηση και τη δίψα για τη ζωή.
Η χαρά της ζωής βρίσκεται στην ίδια τη ζωή κάνοντας παρέα με τους πολλαπλούς εαυτούς της: την ελπίδα, την επίγνωση, την προσπάθεια, τον αγώνα, τα σχέδια, τα "όνειρα", το ταξίδι, τις εναλλακτικές διαδρομές για τον τελικό σκοπό και πολλούς άλλους εαυτούς. Η χαρά της ζωής βρίσκεται στην ίδια τη ζωή ακόμη κι όταν όλα γύρω μας καταρρέουν. Η ίδια η ζωή είναι χαρά. Όπως και η ίδια η χαρά είναι ζωή. Αλλά ζωή χωρίς κι άλλους ανθρώπους γύρω μας ή πλάι μας ή ακόμη κι απέναντί μας δεν νοείται.
Επειδή όταν χαίρονται αυτοί χαιρόμαστε κι εμείς, άρα ζούμε.
Αντιθέτως όταν δεν χαίρονται με τί κουράγιο να συνεχίσουμε εμείς να χαιρόμαστε άρα να ζούμε;
Δυστυχώς η χαρά δεν είναι πάντα μεταδοτική.
Ευτυχώς όμως η χαρά όταν μοιράζεται είναι διπλή χαρά.
Και η λύπη όταν μοιράζεται είναι μισή λύπη.
Ο φόβος όμως; Τί είναι όταν μοιράζεται; Τί είναι όταν δεν μοιράζεται;

Τελικά εκείνο που φοβάμαι πάνω απ' όλα είναι μήπως ο φόβος γίνει τόσο ανθεκτικός που είτε τον μοιραστεί κανείς είτε όχι θα παραμείνει ενιαίος και συμπαγής ΦΟΒΟΣ.

Και τώρα τί κάνουμε;
Δεν ανήκω στο κλαμπ των πανηγυρισμών, της άκρατης αισιοδοξίας ή της ελπίδας γενικώς να μας βρίσκεται.
Αλλά ούτε στο κλαμπ του φόβου.
Ανήκω στο κλαμπ της προσπάθειας.
Ανήκω στο κλαμπ του σκληρού αγώνα, των δύσκολων προσπαθειών και των σθεναρών απαντήσεων, που συνήθως είναι τα ΟΧΙ μας, ακόμη κι αν τη στιγμή που τα λέμε νομίζουμε πως ήρθε το τέλος του κόσμου.
Το τέλος του κόσμου όμως αργεί πολύ ακόμη και δεν ταυτίζεται με το τέλος του δικού μας.
Ωστόσο σε αυτόν τον κόσμο, τον δικό μας, έχουμε υποχρέωση να ζήσουμε τη ζωή.
Και να χαιρόμαστε με αυτήν και γι' αυτήν.
Και να λυπόμαστε μόνο για επιμέρους γεγονότα, για συγκεκριμένες καταστάσεις, για κάποιες πράξεις.

Και να μη λυπόμαστε για δύο πράγματα: γι' αυτά που διορθώνονται και 
γι' αυτά που δεν διορθώνονται.
Κι ας φοβόμαστε μερικές φορές.
Γιατί καμιά φορά ο φόβος είναι άμυνα. Άλλο άμυνα όμως κι άλλο δυστυχία.

Μόνο η απώλεια δικαιούται ν' αποτελεί εξαίρεση σε όλα τα παραπάνω. Μόνο η απώλεια - ως πέπλο - καλύπτει όλα τ' άλλα και παράλληλα με τ' άλλα μας συντροφεύει στην υπόλοιπη ζωή μας. Αυτή που μένει ως υποχρέωση κι ως ανάγκη να τη διασχίσουμε. Μέχρι που αυτό το πέπλο, αυτή η σπαραχτική συντροφιά να εξασθενίσει σιγά σιγά ως προς τα επίπονα χαρακτηριστικά, παραμένοντας ωστόσο ως βίωμα, ως κατάσταση μνήμης που με τον καιρό αυτή η μνήμη μπορεί ακόμη και ν' ακυρώσει την ίδια την απώλεια.

Για τη χαρά της ζωής μην περιμένεις να βρεις συνταγές. Θα βρεις όμως προτάσεις. Πάνω απ' όλα όμως θα βρεις τη χαρά της ζωής αν βρεις μια αγκαλιά. Κι αν την κάνεις να πιστέψει - με την αλήθεια σου και μόνο - ότι αξίζει τον κόπο να σε φιλοξενήσει.
Να είσαι σίγουρος ότι κάποια αγκαλιά θα μένει ανοικτή πάντα για σένα και θα σε περιμένει.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής απ' όλες τις άλλες.
Αυτή η χαρά της ζωής δεν σημαίνει χαζοχαρούμενο εφησυχασμό.
Δεν σημαίνει έλλειψη προβλημάτων δικών μας.
Δεν σημαίνει έλλειψη κατανόησης των προβλημάτων των άλλων.
Δεν σημαίνει έλλειψη ενσυναίσθησης για τη δυστυχία που υπάρχει γύρω μας (ή μέσα μας).
Δεν σημαίνει αναλγησία για τα κοινωνικά προβλήματα, για τα ψέμματα των πολιτικών, για τις ψεύτικες υποσχέσεις των κομμάτων, για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δεν σημαίνει αναισθησία κι αδιαφορία.

Αυτή η χαρά της ζωής είναι "χαρά ΓΙΑ τη ζωή". Γι' αυτό (είναι) και σκληρή προσπάθεια αυτή η ζωή να γίνει καλύτερη ή έστω υποφερτή.

Στο σημείο λοιπόν που συναντιέται η προσπάθεια με την ανταμοιβή, εκεί σε περιμένω.



Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Περί "χρέους"

Ας μιλήσουμε λοιπόν για το χρέος.
Και όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε.
Ας μιλήσουμε για ένα άλλο χρέος που οι άνθρωποι είτε αναγκαστικά είτε οικειοθελώς, είτε από απελπισία είτε με ικανοποίηση αναλαμβάνουν.
Άλλοτε απέναντι στον εαυτό τους και άλλοτε απέναντι στους άλλους.
Ας μιλήσουμε για το χρέος που αναλαμβάνει το παιδί για λογαριασμό του γονιού του.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑRAYAMA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στην αποχώρηση"
 

Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα (Narayama bushikô) σκηνοθετήθηκε αρχικά το 1958 από τον Keisuke Kinoshita και το remake της γυρίστηκε το 1983 από τον Shōhei Imamura. Το τελευταίο βραβεύθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών το 1983.
Η ταινία του 1958 αφηγείται, με την τεχνική Kabuki, την ιστορία μιας ηλικιωμένης μητέρας. Σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της απολυταρχικής φεουδαρχικής Ιαπωνίας του 17ου αιώνα, η έλλειψη τροφίμων οδηγεί τους ανθρώπους σε εθελοντική "απομάκρυνση" από τη ζωή, όταν φθάνουν τα 70 τους χρόνια. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, με τη θέλησή τους και θεωρώντας το μεγάλη τιμή και υποχρέωση, ζητούν τη μεταφορά τους μέχρι το βουνό Narayama για να πεθάνουν παρέα με τους θεούς τους. Τη μεταφορά αναλαμβάνουν τα παιδιά τους ή άλλα μέλη της οικογένειας. Και παρά τον σπαραγμό των παιδιών όταν εγκαταλείπουν στο αφιλόξενο βουνό το γονιό τους, θεωρούν αυτή τη "διαδικασία"/ιεροτελεστία/θυσία ως χρέος τους απέναντι σε αυτόν προετοιμαζόμενοι και οι ίδιοι γι' αυτό το ταξίδι όταν έρθει η ώρα. Η ταινία του 1958 είναι αριστουργηματικά σκηνοθετημένη και η ιστορία μοναδικά αφηγημένη με παραδοσιακό τρόπο και μουσική υπόκρουση.
Το remake είναι εξίσου αριστουργηματικό και ως πιο σύγχρονα αποτυπωμένο, κατά τη γνώμη μου, μας βάζει περισσότερο στο κλίμα καθώς η αληθοφάνεια της ταινίας είναι εκπληκτική.
Η ταινία (και οι δύο εκδοχές της) είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα/μπαλλάντα του Shichirō Fukazawa (1956) που αφηγείται το έθιμο ubasute ή oyasute. Αυτό το έθιμο, που φέρεται να υπήρχε στην Ιαπωνία στο μακρινό παρελθόν και σύμφωνα με το οποίο ένας ασθενικός ή ηλικιωμένος συγγενής μεταφέρονταν σε ένα βουνό, ή κάποια άλλη ερημική περιοχή, για να πεθάνει, είτε από αφυδάτωση, πείνα, ή έκθεση στη φύση. Η πρακτική φέρεται να ήταν πιο συνηθισμένη σε περιόδους ξηρασίας και λιμού, και μερικές φορές επιβάλλονταν από αξιωματούχους των τοπικών φεουδαρχών. Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της επιβίωσης, αφότου οι χωρικοί πλήρωναν ως φόρο τεράστιες ποσότητες αγαθών και προϊόντων τους, δεν έμεναν επαρκή αγαθά γι' αυτούς και τις οικογένειές τους άρα δεν είχαν άλλη επιλογή πλην της "φυσικής", αναγκαστικής όμως, επιλογής.
Πέρα από τη σημειολογία και τα μηνύματα της ταινίας κατανοούμε - ανάμεσα σε άλλα - δύο πράγματα:
Το ένα στοιχείο που μας δίνει η ταινία είναι το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το χρέος τους απέναντι στην κοινότητα και πώς αναλαμβάνουν οι απόγονοι - εφόσον υπάρχουν - να "αποπληρώσουν" για λογαριασμό του γονιού αυτό το χρέος.
Το δεύτερο στοιχείο που αποκομίζουμε είναι η συνειδητοποίηση της "θρησκευτικοποίησης" μιας επώδυνης επιλογής - αυτήν του οικειοθελούς αργού θανάτου παρέα με τα στοιχειά της φύσης - που προκύπτει από την ανάγκη για "ένα στόμα λιγότερο". Η πρακτική ανάγκη που έγινε εσωτερική ανάγκη, "πεποίθηση" και ιερό χρέος και καθήκον του ηλικιωμένου να "αποχωρήσει" από τον κόσμο των θνητών και να ανέβει στο ιερό βουνό όπου θα συναντήσει τους θεούς και θα περάσει στον δικό τους κόσμο. Ενώ στην ουσία η μόνη ανάγκη ήταν να φύγει για να αφήσει χώρο στους νεώτερους και να μην τους επιβαρύνει με την παρουσία του.

Αυτή η ταινία, πέρα από τους συμβολισμούς της, αποτελεί ένα αριστοτεχνικό κέντημα της αμφίδρομης σχέσης ατόμου - κοινότητας, παιδιού - γονέα, χρέους και καθήκοντος απέναντι στην ίδια τη συνέχιση της ζωής μέσω του θανάτου.


NEBRASKA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στο όνειρο" 

Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, ήξερα πως πρόκειται για ένα road moovie σε 4 πολιτείες της Αμερικής. Παρότι λατρεύω την Αμερική βαριέμαι αυτού του είδους τις ταινίες και δεν αποφάσιζα να τη δω. Άσε που ήταν κι ασπρόμαυρη. Μα ασπρόμαυρη ταινία το 2014; 
Όταν όμως είδα την ταινία διαπίστωσα έκπληκτη πως είναι δυνατόν από το "ασπρόμαυρο" να απορρέουν τόσα πολλά χρώματα. Χρώματα που αφορούν την ίδια την ουσία του φωτός, της απεικόνισης, της έκφρασης αλλά και χρώματα ιδεατά που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις και βεβαίως το δικαίωμα των ανθρώπων στο όνειρο ακόμη κι αν βρίσκονται ένα βήμα πριν το βιολογικό τους τέλος. Αλλά και χρώματα που αποδίδουν αριστοτεχνικά κι ένα "χρέος". Το "χρέος" του παιδιού προς τον γονέα προκειμένου να του εξασφαλίσει πρόσβαση στο όνειρο αυτό, έστω κι αν στο τέλος αποδειχθεί πως δεν ήταν καν όνειρο παρά μια ψευδαίσθηση ονείρου, μια αυταπάτη.
Γιατί όμως ένας γονιός έχει αυτές τις ψευδαισθήσεις/αυταπάτες μερικές φορές; Γιατί - ο πατέρας στην περίπτωση αυτή - πιστεύει πως κέρδισε 1.000.000 δολάρια ενώ δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει τους όρους για να τα κερδίσει; 
Εδώ, ο μοναδικός Alexander Payne και οι ηθοποιοί βεβαίως τους οποίους επιλέγει για να αφηγηθεί μέσω αυτών μια αλληγορική ιστορία, μεγαλουργεί.
Τέσσερα μέλη μιας οικογένειας που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν διαρραγεί, αποτελούν ένα νοητά χορογραφημένο σύνολο χαρακτήρων, στάσεων κι αισθημάτων φαινομενικά αντικρουόμενων πολλές φορές. Ωστόσο όλα όσα παρακολουθούμε στο τέλος δεν μας αφήνουν τίποτε λιγότερο από την επίγευση της ίδιας της ουσίας της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Ξέρεις τί θα έκανα μ' ένα εκατομμύριο;» λέει η μητέρα σε μια εκδήλωση θυμού κι αγανάκτησης για τα καμώματα του σχεδόν ανοϊκού συζύγου της. «Θα τον έκλεινα σ' έναν οίκο».
Για ν' αποδειχθεί στη συνέχεια πώς αντιλαμβάνεται τον δεσμό της με αυτόν τον σύζυγο καθώς και την αγάπη της η οποία γερασμένη και κουρασμένη εκδηλώνεται μόνο σε περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο αλλά σωτήριο για όλους.
Βλέποντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των κατοίκων, όσων περιφερειακών αμερικανικών πόλεων επισκέπτονται και τη μετέπειτα μεταστροφή τους, όταν μαθαίνουν για τα λεφτά που υποτίθεται έχει κερδίσει ο συγγενής/συντοπίτης τους, κατανοούμε για μια φορά ακόμη ότι αυτό που δυστυχώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές ή/και συγγενικές σχέσεις είναι το χρήμα. Είτε ως αποτέλεσμα μόχθου, είτε ως προϊόν περίεργων δοσοληψιών, είτε ως "δώρο". Τα σκυθρωπά πρόσωπα ξαφνικά γίνονται χαρούμενα κι ο "κερδισμένος" ήδη νοιώθει στις τσέπες του πολλά χέρια.
Καθώς όλοι θυμήθηκαν πως τους χρωστάει λεφτά - ενώ στην ουσία συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο - κάτι που φυσικά δεν μπορούσαν ν' αποδείξουν η γυναίκα του βγαίνει μπροστά για να φωνάξει «ξέρετε γιατί δεν έχουμε λεφτά; Δεν μπορούσε να πει όχι σε κανέναν από εσάς που του ζητούσατε δανεικά κι αγύριστα. Αυτό τον κατέστρεψε».

Τελικά στο ταξίδι για το όνειρο δεν ήταν μόνο η διαδρομή που άξιζε. Ήταν και η ουσία. Αφού με τη βοήθεια των παιδιών του και την απόλυτη κατανόηση του χρέους τους ν' αναγνωρίσουν στον πατέρα τους το δικαίωμα σε αυτό το όνειρο, ο "χαμένος" στον κόσμο του πατέρας δικαιώνεται αφού ξανακέρδισε τα παιδιά του. Έχοντας σαν μόνη ανάγκη το δικό του χρέος απέναντί τους να τους "αφήσει κάτι". Αυτό απάντησε όταν ο ένας γιός, με τον οποίο έκανε το ταξίδι στη Νεμπράσκα για να εισπράξει  τα χρήματα που υποτίθεται ότι κέρδισε, τον ρώτησε γιατί θέλει τόσο πολύ αυτά τα λεφτά. "Θέλω ν' αγοράσω ένα καινούργιο φορτηγό. Θέλω να σας αφήσω κάτι".