Ας μιλήσουμε λοιπόν για το χρέος.
Και όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε.
Ας μιλήσουμε για ένα άλλο χρέος που οι άνθρωποι είτε αναγκαστικά είτε οικειοθελώς, είτε από απελπισία είτε με ικανοποίηση αναλαμβάνουν.
Άλλοτε απέναντι στον εαυτό τους και άλλοτε απέναντι στους άλλους.
Ας μιλήσουμε για το χρέος που αναλαμβάνει το παιδί για λογαριασμό του γονιού του.
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑRAYAMA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στην αποχώρηση"
Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα (Narayama bushikô) σκηνοθετήθηκε αρχικά το 1958 από τον Keisuke Kinoshita και το remake της γυρίστηκε το 1983 από τον Shōhei Imamura. Το τελευταίο βραβεύθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών το 1983.
Η ταινία του 1958 αφηγείται, με την τεχνική Kabuki, την ιστορία μιας ηλικιωμένης μητέρας. Σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της απολυταρχικής φεουδαρχικής Ιαπωνίας του 17ου αιώνα, η έλλειψη τροφίμων οδηγεί τους ανθρώπους σε εθελοντική "απομάκρυνση" από τη ζωή, όταν φθάνουν τα 70 τους χρόνια. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, με τη θέλησή τους και θεωρώντας το μεγάλη τιμή και υποχρέωση, ζητούν τη μεταφορά τους μέχρι το βουνό Narayama για να πεθάνουν παρέα με τους θεούς τους. Τη μεταφορά αναλαμβάνουν τα παιδιά τους ή άλλα μέλη της οικογένειας. Και παρά τον σπαραγμό των παιδιών όταν εγκαταλείπουν στο αφιλόξενο βουνό το γονιό τους, θεωρούν αυτή τη "διαδικασία"/ιεροτελεστία/θυσία ως χρέος τους απέναντι σε αυτόν προετοιμαζόμενοι και οι ίδιοι γι' αυτό το ταξίδι όταν έρθει η ώρα. Η ταινία του 1958 είναι αριστουργηματικά σκηνοθετημένη και η ιστορία μοναδικά αφηγημένη με παραδοσιακό τρόπο και μουσική υπόκρουση.
Το remake είναι εξίσου αριστουργηματικό και ως πιο σύγχρονα αποτυπωμένο, κατά τη γνώμη μου, μας βάζει περισσότερο στο κλίμα καθώς η αληθοφάνεια της ταινίας είναι εκπληκτική.
Η ταινία (και οι δύο εκδοχές της) είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα/μπαλλάντα του Shichirō Fukazawa (1956) που αφηγείται το έθιμο ubasute ή oyasute. Αυτό το έθιμο, που φέρεται να υπήρχε στην Ιαπωνία στο μακρινό παρελθόν και σύμφωνα με το οποίο ένας ασθενικός ή ηλικιωμένος συγγενής μεταφέρονταν σε ένα βουνό, ή κάποια άλλη ερημική περιοχή, για να πεθάνει, είτε από αφυδάτωση, πείνα, ή έκθεση στη φύση. Η πρακτική φέρεται να ήταν πιο συνηθισμένη σε περιόδους ξηρασίας και λιμού, και μερικές φορές επιβάλλονταν από αξιωματούχους των τοπικών φεουδαρχών. Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της επιβίωσης, αφότου οι χωρικοί πλήρωναν ως φόρο τεράστιες ποσότητες αγαθών και προϊόντων τους, δεν έμεναν επαρκή αγαθά γι' αυτούς και τις οικογένειές τους άρα δεν είχαν άλλη επιλογή πλην της "φυσικής", αναγκαστικής όμως, επιλογής.
Πέρα από τη σημειολογία και τα μηνύματα της ταινίας κατανοούμε - ανάμεσα σε άλλα - δύο πράγματα:
Το ένα στοιχείο που μας δίνει η ταινία είναι το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το χρέος τους απέναντι στην κοινότητα και πώς αναλαμβάνουν οι απόγονοι - εφόσον υπάρχουν - να "αποπληρώσουν" για λογαριασμό του γονιού αυτό το χρέος.
Το δεύτερο στοιχείο που αποκομίζουμε είναι η συνειδητοποίηση της "θρησκευτικοποίησης" μιας επώδυνης επιλογής - αυτήν του οικειοθελούς αργού θανάτου παρέα με τα στοιχειά της φύσης - που προκύπτει από την ανάγκη για "ένα στόμα λιγότερο". Η πρακτική ανάγκη που έγινε εσωτερική ανάγκη, "πεποίθηση" και ιερό χρέος και καθήκον του ηλικιωμένου να "αποχωρήσει" από τον κόσμο των θνητών και να ανέβει στο ιερό βουνό όπου θα συναντήσει τους θεούς και θα περάσει στον δικό τους κόσμο. Ενώ στην ουσία η μόνη ανάγκη ήταν να φύγει για να αφήσει χώρο στους νεώτερους και να μην τους επιβαρύνει με την παρουσία του.
Αυτή η ταινία, πέρα από τους συμβολισμούς της, αποτελεί ένα αριστοτεχνικό κέντημα της αμφίδρομης σχέσης ατόμου - κοινότητας, παιδιού - γονέα, χρέους και καθήκοντος απέναντι στην ίδια τη συνέχιση της ζωής μέσω του θανάτου.
NEBRASKA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στο όνειρο"
Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, ήξερα πως πρόκειται για ένα road moovie σε 4 πολιτείες της Αμερικής. Παρότι λατρεύω την Αμερική βαριέμαι αυτού του είδους τις ταινίες και δεν αποφάσιζα να τη δω. Άσε που ήταν κι ασπρόμαυρη. Μα ασπρόμαυρη ταινία το 2014;
Όταν όμως είδα την ταινία διαπίστωσα έκπληκτη πως είναι δυνατόν από το "ασπρόμαυρο" να απορρέουν τόσα πολλά χρώματα. Χρώματα που αφορούν την ίδια την ουσία του φωτός, της απεικόνισης, της έκφρασης αλλά και χρώματα ιδεατά που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις και βεβαίως το δικαίωμα των ανθρώπων στο όνειρο ακόμη κι αν βρίσκονται ένα βήμα πριν το βιολογικό τους τέλος. Αλλά και χρώματα που αποδίδουν αριστοτεχνικά κι ένα "χρέος". Το "χρέος" του παιδιού προς τον γονέα προκειμένου να του εξασφαλίσει πρόσβαση στο όνειρο αυτό, έστω κι αν στο τέλος αποδειχθεί πως δεν ήταν καν όνειρο παρά μια ψευδαίσθηση ονείρου, μια αυταπάτη.
Γιατί όμως ένας γονιός έχει αυτές τις ψευδαισθήσεις/αυταπάτες μερικές φορές; Γιατί - ο πατέρας στην περίπτωση αυτή - πιστεύει πως κέρδισε 1.000.000 δολάρια ενώ δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει τους όρους για να τα κερδίσει;
Εδώ, ο μοναδικός Alexander Payne και οι ηθοποιοί βεβαίως τους οποίους επιλέγει για να αφηγηθεί μέσω αυτών μια αλληγορική ιστορία, μεγαλουργεί.
Τέσσερα μέλη μιας οικογένειας που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν διαρραγεί, αποτελούν ένα νοητά χορογραφημένο σύνολο χαρακτήρων, στάσεων κι αισθημάτων φαινομενικά αντικρουόμενων πολλές φορές. Ωστόσο όλα όσα παρακολουθούμε στο τέλος δεν μας αφήνουν τίποτε λιγότερο από την επίγευση της ίδιας της ουσίας της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Ξέρεις τί θα έκανα μ' ένα εκατομμύριο;» λέει η μητέρα σε μια εκδήλωση θυμού κι αγανάκτησης για τα καμώματα του σχεδόν ανοϊκού συζύγου της. «Θα τον έκλεινα σ' έναν οίκο».
Για ν' αποδειχθεί στη συνέχεια πώς αντιλαμβάνεται τον δεσμό της με αυτόν τον σύζυγο καθώς και την αγάπη της η οποία γερασμένη και κουρασμένη εκδηλώνεται μόνο σε περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο αλλά σωτήριο για όλους.
Βλέποντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των κατοίκων, όσων περιφερειακών αμερικανικών πόλεων επισκέπτονται και τη μετέπειτα μεταστροφή τους, όταν μαθαίνουν για τα λεφτά που υποτίθεται έχει κερδίσει ο συγγενής/συντοπίτης τους, κατανοούμε για μια φορά ακόμη ότι αυτό που δυστυχώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές ή/και συγγενικές σχέσεις είναι το χρήμα. Είτε ως αποτέλεσμα μόχθου, είτε ως προϊόν περίεργων δοσοληψιών, είτε ως "δώρο". Τα σκυθρωπά πρόσωπα ξαφνικά γίνονται χαρούμενα κι ο "κερδισμένος" ήδη νοιώθει στις τσέπες του πολλά χέρια.
Καθώς όλοι θυμήθηκαν πως τους χρωστάει λεφτά - ενώ στην ουσία συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο - κάτι που φυσικά δεν μπορούσαν ν' αποδείξουν η γυναίκα του βγαίνει μπροστά για να φωνάξει «ξέρετε γιατί δεν έχουμε λεφτά; Δεν μπορούσε να πει όχι σε κανέναν από εσάς που του ζητούσατε δανεικά κι αγύριστα. Αυτό τον κατέστρεψε».
Τελικά στο ταξίδι για το όνειρο δεν ήταν μόνο η διαδρομή που άξιζε. Ήταν και η ουσία. Αφού με τη βοήθεια των παιδιών του και την απόλυτη κατανόηση του χρέους τους ν' αναγνωρίσουν στον πατέρα τους το δικαίωμα σε αυτό το όνειρο, ο "χαμένος" στον κόσμο του πατέρας δικαιώνεται αφού ξανακέρδισε τα παιδιά του. Έχοντας σαν μόνη ανάγκη το δικό του χρέος απέναντί τους να τους "αφήσει κάτι". Αυτό απάντησε όταν ο ένας γιός, με τον οποίο έκανε το ταξίδι στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα που υποτίθεται ότι κέρδισε, τον ρώτησε γιατί θέλει τόσο πολύ αυτά τα λεφτά. "Θέλω ν' αγοράσω ένα καινούργιο φορτηγό. Θέλω να σας αφήσω κάτι".
Και όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε.
Ας μιλήσουμε για ένα άλλο χρέος που οι άνθρωποι είτε αναγκαστικά είτε οικειοθελώς, είτε από απελπισία είτε με ικανοποίηση αναλαμβάνουν.
Άλλοτε απέναντι στον εαυτό τους και άλλοτε απέναντι στους άλλους.
Ας μιλήσουμε για το χρέος που αναλαμβάνει το παιδί για λογαριασμό του γονιού του.
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑRAYAMA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στην αποχώρηση"
Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα (Narayama bushikô) σκηνοθετήθηκε αρχικά το 1958 από τον Keisuke Kinoshita και το remake της γυρίστηκε το 1983 από τον Shōhei Imamura. Το τελευταίο βραβεύθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών το 1983.
Η ταινία του 1958 αφηγείται, με την τεχνική Kabuki, την ιστορία μιας ηλικιωμένης μητέρας. Σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της απολυταρχικής φεουδαρχικής Ιαπωνίας του 17ου αιώνα, η έλλειψη τροφίμων οδηγεί τους ανθρώπους σε εθελοντική "απομάκρυνση" από τη ζωή, όταν φθάνουν τα 70 τους χρόνια. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, με τη θέλησή τους και θεωρώντας το μεγάλη τιμή και υποχρέωση, ζητούν τη μεταφορά τους μέχρι το βουνό Narayama για να πεθάνουν παρέα με τους θεούς τους. Τη μεταφορά αναλαμβάνουν τα παιδιά τους ή άλλα μέλη της οικογένειας. Και παρά τον σπαραγμό των παιδιών όταν εγκαταλείπουν στο αφιλόξενο βουνό το γονιό τους, θεωρούν αυτή τη "διαδικασία"/ιεροτελεστία/θυσία ως χρέος τους απέναντι σε αυτόν προετοιμαζόμενοι και οι ίδιοι γι' αυτό το ταξίδι όταν έρθει η ώρα. Η ταινία του 1958 είναι αριστουργηματικά σκηνοθετημένη και η ιστορία μοναδικά αφηγημένη με παραδοσιακό τρόπο και μουσική υπόκρουση.
Το remake είναι εξίσου αριστουργηματικό και ως πιο σύγχρονα αποτυπωμένο, κατά τη γνώμη μου, μας βάζει περισσότερο στο κλίμα καθώς η αληθοφάνεια της ταινίας είναι εκπληκτική.
Η ταινία (και οι δύο εκδοχές της) είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα/μπαλλάντα του Shichirō Fukazawa (1956) που αφηγείται το έθιμο ubasute ή oyasute. Αυτό το έθιμο, που φέρεται να υπήρχε στην Ιαπωνία στο μακρινό παρελθόν και σύμφωνα με το οποίο ένας ασθενικός ή ηλικιωμένος συγγενής μεταφέρονταν σε ένα βουνό, ή κάποια άλλη ερημική περιοχή, για να πεθάνει, είτε από αφυδάτωση, πείνα, ή έκθεση στη φύση. Η πρακτική φέρεται να ήταν πιο συνηθισμένη σε περιόδους ξηρασίας και λιμού, και μερικές φορές επιβάλλονταν από αξιωματούχους των τοπικών φεουδαρχών. Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της επιβίωσης, αφότου οι χωρικοί πλήρωναν ως φόρο τεράστιες ποσότητες αγαθών και προϊόντων τους, δεν έμεναν επαρκή αγαθά γι' αυτούς και τις οικογένειές τους άρα δεν είχαν άλλη επιλογή πλην της "φυσικής", αναγκαστικής όμως, επιλογής.
Πέρα από τη σημειολογία και τα μηνύματα της ταινίας κατανοούμε - ανάμεσα σε άλλα - δύο πράγματα:
Το ένα στοιχείο που μας δίνει η ταινία είναι το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το χρέος τους απέναντι στην κοινότητα και πώς αναλαμβάνουν οι απόγονοι - εφόσον υπάρχουν - να "αποπληρώσουν" για λογαριασμό του γονιού αυτό το χρέος.
Το δεύτερο στοιχείο που αποκομίζουμε είναι η συνειδητοποίηση της "θρησκευτικοποίησης" μιας επώδυνης επιλογής - αυτήν του οικειοθελούς αργού θανάτου παρέα με τα στοιχειά της φύσης - που προκύπτει από την ανάγκη για "ένα στόμα λιγότερο". Η πρακτική ανάγκη που έγινε εσωτερική ανάγκη, "πεποίθηση" και ιερό χρέος και καθήκον του ηλικιωμένου να "αποχωρήσει" από τον κόσμο των θνητών και να ανέβει στο ιερό βουνό όπου θα συναντήσει τους θεούς και θα περάσει στον δικό τους κόσμο. Ενώ στην ουσία η μόνη ανάγκη ήταν να φύγει για να αφήσει χώρο στους νεώτερους και να μην τους επιβαρύνει με την παρουσία του.
Αυτή η ταινία, πέρα από τους συμβολισμούς της, αποτελεί ένα αριστοτεχνικό κέντημα της αμφίδρομης σχέσης ατόμου - κοινότητας, παιδιού - γονέα, χρέους και καθήκοντος απέναντι στην ίδια τη συνέχιση της ζωής μέσω του θανάτου.
NEBRASKA
ή αλλιώς "το δικαίωμα στο όνειρο"
Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, ήξερα πως πρόκειται για ένα road moovie σε 4 πολιτείες της Αμερικής. Παρότι λατρεύω την Αμερική βαριέμαι αυτού του είδους τις ταινίες και δεν αποφάσιζα να τη δω. Άσε που ήταν κι ασπρόμαυρη. Μα ασπρόμαυρη ταινία το 2014;
Όταν όμως είδα την ταινία διαπίστωσα έκπληκτη πως είναι δυνατόν από το "ασπρόμαυρο" να απορρέουν τόσα πολλά χρώματα. Χρώματα που αφορούν την ίδια την ουσία του φωτός, της απεικόνισης, της έκφρασης αλλά και χρώματα ιδεατά που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις και βεβαίως το δικαίωμα των ανθρώπων στο όνειρο ακόμη κι αν βρίσκονται ένα βήμα πριν το βιολογικό τους τέλος. Αλλά και χρώματα που αποδίδουν αριστοτεχνικά κι ένα "χρέος". Το "χρέος" του παιδιού προς τον γονέα προκειμένου να του εξασφαλίσει πρόσβαση στο όνειρο αυτό, έστω κι αν στο τέλος αποδειχθεί πως δεν ήταν καν όνειρο παρά μια ψευδαίσθηση ονείρου, μια αυταπάτη.
Γιατί όμως ένας γονιός έχει αυτές τις ψευδαισθήσεις/αυταπάτες μερικές φορές; Γιατί - ο πατέρας στην περίπτωση αυτή - πιστεύει πως κέρδισε 1.000.000 δολάρια ενώ δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει τους όρους για να τα κερδίσει;
Εδώ, ο μοναδικός Alexander Payne και οι ηθοποιοί βεβαίως τους οποίους επιλέγει για να αφηγηθεί μέσω αυτών μια αλληγορική ιστορία, μεγαλουργεί.
Τέσσερα μέλη μιας οικογένειας που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν διαρραγεί, αποτελούν ένα νοητά χορογραφημένο σύνολο χαρακτήρων, στάσεων κι αισθημάτων φαινομενικά αντικρουόμενων πολλές φορές. Ωστόσο όλα όσα παρακολουθούμε στο τέλος δεν μας αφήνουν τίποτε λιγότερο από την επίγευση της ίδιας της ουσίας της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Ξέρεις τί θα έκανα μ' ένα εκατομμύριο;» λέει η μητέρα σε μια εκδήλωση θυμού κι αγανάκτησης για τα καμώματα του σχεδόν ανοϊκού συζύγου της. «Θα τον έκλεινα σ' έναν οίκο».
Για ν' αποδειχθεί στη συνέχεια πώς αντιλαμβάνεται τον δεσμό της με αυτόν τον σύζυγο καθώς και την αγάπη της η οποία γερασμένη και κουρασμένη εκδηλώνεται μόνο σε περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο αλλά σωτήριο για όλους.
Βλέποντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των κατοίκων, όσων περιφερειακών αμερικανικών πόλεων επισκέπτονται και τη μετέπειτα μεταστροφή τους, όταν μαθαίνουν για τα λεφτά που υποτίθεται έχει κερδίσει ο συγγενής/συντοπίτης τους, κατανοούμε για μια φορά ακόμη ότι αυτό που δυστυχώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές ή/και συγγενικές σχέσεις είναι το χρήμα. Είτε ως αποτέλεσμα μόχθου, είτε ως προϊόν περίεργων δοσοληψιών, είτε ως "δώρο". Τα σκυθρωπά πρόσωπα ξαφνικά γίνονται χαρούμενα κι ο "κερδισμένος" ήδη νοιώθει στις τσέπες του πολλά χέρια.
Καθώς όλοι θυμήθηκαν πως τους χρωστάει λεφτά - ενώ στην ουσία συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο - κάτι που φυσικά δεν μπορούσαν ν' αποδείξουν η γυναίκα του βγαίνει μπροστά για να φωνάξει «ξέρετε γιατί δεν έχουμε λεφτά; Δεν μπορούσε να πει όχι σε κανέναν από εσάς που του ζητούσατε δανεικά κι αγύριστα. Αυτό τον κατέστρεψε».
Τελικά στο ταξίδι για το όνειρο δεν ήταν μόνο η διαδρομή που άξιζε. Ήταν και η ουσία. Αφού με τη βοήθεια των παιδιών του και την απόλυτη κατανόηση του χρέους τους ν' αναγνωρίσουν στον πατέρα τους το δικαίωμα σε αυτό το όνειρο, ο "χαμένος" στον κόσμο του πατέρας δικαιώνεται αφού ξανακέρδισε τα παιδιά του. Έχοντας σαν μόνη ανάγκη το δικό του χρέος απέναντί τους να τους "αφήσει κάτι". Αυτό απάντησε όταν ο ένας γιός, με τον οποίο έκανε το ταξίδι στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα που υποτίθεται ότι κέρδισε, τον ρώτησε γιατί θέλει τόσο πολύ αυτά τα λεφτά. "Θέλω ν' αγοράσω ένα καινούργιο φορτηγό. Θέλω να σας αφήσω κάτι".
Ξέρεις να κάνεις τον άλλο να...ονειρεύεται!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ ονειρεύομαι μη νομίζεις
ΑπάντησηΔιαγραφή